Saturday, April 20, 2013

Οἱ γκουρού, ὁ νέος καί ὁ γέροντας Παΐσιος





(α' μέρος)

«Η πρωταρχική ερώτηση που από την απάντησή της εξαρτιόνταν όλες οι απαντήσεις στην αλυσίδα των ερωτήσεών μου ήταν: Υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός;»

«Ήμασταν μια παρέα δευτεροετών, τριτοετών φοιτητών, αγόρια, κορίτσια. Ζούσαμε ανέμελα, μια και μας έτρεφαν οι γονείς μας. Ολονών μας τα ενδιαφέροντα άρχιζαν όπου τελείωνε το Πανεπιστήμιο. Θυμάμαι εκείνη την εποχή διάβαζα πολύ ψυχολογία: Ράιχ, Φρομ , Γιουνγκ, Φρόυντ και Κούπερ. Διάφορους μυστικιστές, όπως, Βιβεκανάντα, Κρισναμούρτι και τις Σούτρες του Βούδα και του Πανταζάλι.

Ήμουν 19 χρονών. Δεν είχα καμία σχέση με τη θρησκεία από την παιδική μου ηλικία. Αντίθετα ήμουν μάλλον Μαρξιστής».

Κάπως έτσι ξεκινάει το συναρπαστικό ταξίδι του Διονυσίου Φαρασιώτη. Ενός νέου που είναι γεμάτος μεταφυσικές αναζητήσεις, που διψάει για την «άλλη» γνώση. Που δεν συμβιβάζεται με τα απλά, τα «καθημερινά», τα «τετριμμένα». Αυτή η δίψα για αναζήτηση υπάρχει λίγο ως πολύ σε κάθε άνθρωπο. Ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή του και το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει και δρα ο καθένας από μας, εκδηλώνει τις μεταφυσικές του αγωνίες με πολλούς και διαφόρους τρόπους. Η «περιπέτεια του Δ. Φαρασιώτη, όπως ξετυλίγεται μέσα στο βιβλίο του, θυμίζει το ταξίδι του Οδυσσέα προς την «Ιθάκη». Πρόκειται για μια πορεία που τελικό προορισμό της, έχει την ολοκλήρωση του άνθρωπου, την εύρεση του νοήματος ζωής, τον «φωτισμό» του νου, ή τον «σκοτισμό» του; Θα φανεί στην πορεία...


Το ταξίδι της ζωής, για κάθε άνθρωπο, είναι σίγουρα δύσκολο, κουραστικό, πολλές φορές οδυνηρό ακόμη και καταστροφικό. Χρειάζεται υπόβαθρο, σταθερή πορεία και προοπτικές. Ευγενείς στόχους και υψηλά ιδανικά. Οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Όπως θα καταδείξουμε ο ήρωάς μας, ως άλλος Οδυσσέας, ταξίδεψε πολύ μεγάλο δρόμο. Πέρασε από πολλές συμπληγάδες και κινδύνεψε να χάσει, όχι μόνο τη ζωή του, αλλά και την ψυχή του.

Το βιβλίο, όπως λέει και ο συγγραφέας του, είναι «αυτοβιογραφικό». Τα γεγονότα που περιγράφονται συνέβησαν σε διάστημα, 10 περίπου ετών. Η δομή και η πλοκή του βιβλίου είναι πυκνή αλλά εξόχως συναρπαστική. Εξελίσσεται σε επεισόδια, σαν να πρόκειται για κινηματογραφική ταινία. Οι περιγραφές είναι πολύ γλαφυρές και λεπτομερείς. Δεν αφήνουν τον αναγνώστη να κουραστεί. Από την αρχή του βιβλίου μέχρι και το τέλος, είναι συνεχής και διάχυτη η αγωνία του συγγραφέα για την αναζήτηση της αλήθειας. Πρόκειται για την πλήρη, ολοκληρωμένη και απόλυτη υπαρξιακή αλήθεια. Τον τελικό προορισμό του ανθρώπου. Μέσα στο βιβλίο ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Ποιος είμαι; Από πού έρχομαι; Ποιος είναι ο προορισμός μου;


Περιγράφει με πολύ ρεαλισμό, περιστατικά και περιπέτειες, από τα σπουδαστικά του χρόνια όπου εμπλέκεται με υπνωτιστές, μέντιουμ, μασόνους, πνευματιστές και αποκρυφιστικές ομάδες, κάθε είδους. Επίσης περιγράφει τις επαφές και τις εμπειρίες του με τον γέροντα Παΐσιο. Τους διάλογους και τις συμβουλές του. Τα ταξίδια του στις Ινδίες και τις εμπειρίες με «σατανικούς» Γκουρού και αμφίβολους «αγίους» της ινδουιστικής κοσμοθεωρίας. Τις αλλεπάλληλες, σωτήριες παρεμβάσεις του π. Παϊσίου και τέλος την αποτίναξη της πλάνης και την κάθαρση μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Πολύ σημαντική θεωρούμε ότι είναι και η κριτική θεώρηση του ινδουιστικού και βουδιστικού κοσμοειδώλου. Ο Φαρασιώτης αποκαθηλώνει το πάνθεον του Ινδουισμού και ερμηνεύει τις πρακτικές της Γιόγκα, με έναν πρωτότυπο και καταλυτικό, για τον αναγνώστη, τρόπο.


1° Μέρος. «Το σπρώξιμο στο κακό»

Η ιστορία μας ξεκινάει πολύ νωρίς, όταν ο συγγραφέας είναι ακόμη πολύ μι¬κρός, 12-13 ετών. Πρόκειται για ένα κλειστό παιδί, χωρίς πολλούς φίλους. Ζει μέσα στις έντονες αμφισβητήσεις και τους προβληματισμούς της εφηβείας. Έχει πολύ μεγάλη αγάπη όμως για το διάβασμα. Κυριολεκτικά ξετινάζει τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του. Ένα όμως από τα βιβλία που διάβασε, έμελλε να επηρεάσει τη ζωή του, για τα επόμενα 10 χρόνια. Πρόκειται για το βιβλίο, «Τι πιστεύω» του Λόρδου Μπέρτραντ Ράσελ, ιδρυτή της Διεθνούς Αμνηστίας. Γράφει σχετικά ο Φαρασιώτης: «Ο Ράσελ δήλωνε άθεος. Το βιβλίο του όμως δεν μπορούσε να με πείσει ότι δεν υπάρχει Θεός, αλλά ούτε μπόρεσα να απαντήσω με βεβαιότητα, ότι....υπάρχει Θεός! Το ζήτημα έμεινε αναπάντητο και μετέωρο. Μπόρεσε όμως να με κάνει να απορρίψω τη Χριστιανική θρησκεία και τις επιταγές της. Από τότε δεν ασχολήθηκα ξανά μαζί της».


Με αυτές τις προδιαγραφές ξεκινάει το ταξίδι του νέου στη ζωή. Χωρίς Χριστό, αλλά με εντονότατη διάθεση για αναζήτηση. Ο ίδιος ομολογεί: «Έψαχνα με πάθος την ανάπαυση που ψάχνει η αλήθεια».

ετσι, κατά τα φοιτητικά του χρόνια, 19 ετών πια, μπαίνει πλέον σε «βαθιά νερά». Ασχολείται με τον αποκρυφισμό, τον υπνωτισμό και τον πνευματισμό. Πολύ χαρακτηριστικές και συνάμα σοκαριστικές, είναι οι εμπειρίες που περιγράφει με έναν σκοτεινό υπνωτιστή: «Ο Άρης ήταν λαϊκής καταγωγής και δεν είχε πάει Πανεπιστήμιο. Τον ενδιέφεραν τα πνευματιστικά φαινόμενα. Άρχισε να μας λέει για τον κόσμο των πνευμάτων, ότι είναι πολύ όμορφα εκεί, ότι αισθάνεται κανείς γαλήνιος και ξεκούραστος, ότι αποκτά περίεργες δυνάμεις… Μας έκανε διάφορα test για να δει την επιδεκτικότητά μας και αν έχουμε προσόντα για μέντιουμ». Ο νέος μας δέχεται μετά από την διδασκαλία, να τον υπνωτίσει. Λέει χαρακτηριστικά: «Όντως υπνωτίστηκα. Και άρχισα να νιώθω έντονα μια παρουσία. Με ξύπνησε. Όμως την παρουσία αυτού του προσώπου την ένιωθα διάφορες στιγμές μέσα στο δωμάτιο».


Μπορεί σίγουρα ο καθένας να φανταστεί τι είδους παρουσία ήταν αυτή που έφερνε βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Σημαντικές όμως είναι και οι παρενέργειες αυτής της εμπειρίας: «Μετά όμως από τον υπνωτισμό άρχισα να νιώθω διάφορα περίεργα συναισθήματα. Άκουγα κρότους, θορύβους και η τρίχα μου γινόταν κάγκελο από την αίσθηση μιας ξένης παρουσίας». Είναι γεγονός ότι αυτές οι, οπωσδήποτε, δαιμονικές εμπειρίες συνεχίστηκαν ακόμα πιο έντονες αλλά τίποτα δεν πτοούσε το νέο μας. Η αναζήτηση συνεχίστηκε σε άλλες ατραπούς.


2° Μέρος. Η θεία βοήθεια.

Ο γέοντας Παΐσιος μπαίνει στη ζωή μου

«Είχε τελειώσει το Καλοκαίρι και μαζί του τα χρήματά μας. Όμως θέλαμε να συνεχίσουμε τις διακοπές μας, τα μπάνια μας και τα ταξίδια μας. Τότε κάποιος φίλος πρότεινε να πάμε στο Άγιο Όρος. Δέν είχα ιδέα.

-Τί θα κάνουμε εκεί; Ρώτησα.

-Θα γυρνάμε από μοναστήρι σε μοναστήρι, τζάμπα φαγητό και ύπνο, και ενδιάμεσα καμιά βουτιά, απάντησε ο φίλος μου.

-Εντάξει πάμε».

Η εμπειρία στο Άγιο Όρος ήταν καταλυτική. Κράτησε μόνο 4 μέρες. Ο νέος μας πέρασε από 3 μοναστήρια. Οι επαφές του με χαρισματικούς γέροντες γαλήνεψαν την ψυχή του και τον προβλημάτισαν έντονα. Για πρώτη φορά έβλεπε να εφαρμόζεται στην πράξη το ευαγγέλιο του Χριστού. Κοινοκτημοσύνη, ζεστή φιλοξενία, ανυπόκριτη αγάπη, κατανόηση, πνεύμα φιλαδελφείας και αυτοθυσίας. Γρήγορα ακολούθησε κι άλλο ταξίδι. Το δεύτερο έμελλε να σημαδέψει την ύπαρξή του. Τότε έγινε η πρώτη συνάντηση με τον γέροντα Παΐσιο. Η σκηνή περιγράφεται στο βιβλίο τόσο γλαφυρά που νομίζει ο αναγνώστης ότι βλέπει μπροστά του, τους δύο πρωταγωνιστές.

«Όταν έφτασα κοντά στο σπίτι, από την μπροστινή μεριά, κάτω από το μπαλκόνι, ο γέροντας μου ζήτησε να τον δώσω μια ζακέτα που είχε πέσει κάτω.

Έπιασα τη ζακέτα και σήκωσα το κεφάλι μου απλώνοντας ψηλά το χέρι να του τη δώσω. Ο γέροντας έσκυβε από το μπαλκόνι να την πιάσει. Τα μάτια μας συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Τι βλέμμα ήταν εκείνο! Τα μάτια του μεγάλα,... γλυκά... έντονα... διεισδυτικά... Πετούσαν σπίθες.

Τι δύναμη ήταν εκείνη! Υπήρχε κάτι το ιερό σ' εκείνο το βλέμμα. Κάτι που ξεπερνούσε την ανθρώπινη φύση, όπως τη γνώριζα μέχρι τότε!

Αστραπιαία κατέβασα το κεφάλι μου. Δεν άντεχα την πνευματική δόξα που συνάντησα μπροστά μου. Ήμουν πολύ μικρός. Είχα γεμίσει δέος».

Και συνεχίζει τη διήγησή του μεταφέροντας σε μας λίγη από την αγιότητα που κουβαλούσε ο γέροντας. Αργότερα, όπως θα δούμε παρακάτω, ο π. Παΐσιος έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή του, που τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Αλλά ο δρόμος μέχρι το τέλος θα ήταν πολύ μακρύς και δύσκολος.

Τώρα πλέον, όπως ομολογεί ο ίδιος, μετά τις επισκέψεις στο Άγιο Όρος, ένιωθε κάποια αόρατη, ανεξιχνίαστη δύναμη να επιδρά στα γεγονότα της ζωής του. Διάφορα θαυμαστά γεγονότα, άρχισαν να συμβαίνουν επίσης:

«Επειδή δεν υπήρχε καμιά εικόνα στο σπίτι μου, έβγαλα από το στήθος μου ένα ξύλινο σταυρό. Τον είχε φτιάξει με τα χέρια του και τον είχε δωρίσει ο π. Παΐσιος. Τον κρέμασα κάπου στον τοίχο και αρχίσαμε να διαβάζουμε κουτσά στραβά την προσευχή.... Μια ευωδιά χτύπησε τη μύτη μου. Ένα άρωμα πολύ όμορφο, δυνατό και λεπτό έβγαινε από το σταυρό. Ο φίλος μου σκύβει να προσκυνήσει. Γυρνάει με έκπληξη. «Ρε συ...μυρίζει! Μου λέει. Ε! από κει και πέρα πέσαμε πάνω στο σταυρό. Τον φιλούσαμε, τον μυρίζαμε μια ο ένας και μια ο άλλος. Η ευωδιά πια είχε γεμίσει το δωμάτιο».


Οι επισκέψεις στο Άγιο Όρος γίνονται πολύ τακτικές. Μερικές κρατούν 2-3 μήνες. Περιγράφονται στη συνέχεια πλήθος από θαυμαστά γεγονότα που συμβαίνουν και προκαλούν την πίστη και το μυαλό του. Η συμβουλή όμως του γέροντα ήταν: «Δεν πρέπει να δίνεις σημασία σ' αυτά τα γεγονότα, ούτε να πολυασχολείσαι μαζί τους, γιατί υπάρχει κίνδυνος να σε πλανέψει ο διάβολος.

Αν ένα γεγονός είναι εκ Θεού και συ το παραθεωρήσεις από πνευματική προσοχή, τότε ο καλός Θεός, θα βρει άλλο τρόπο, πιο φανερό, για να σου μιλήσει». Γέμιζαν έτσι οι πνευματικές «μπαταρίες» του νέου μας. Παρά όμως τις τρομακτικές πνευματικές εμπειρίες που ζει κατά τις επισκέψεις στο Άγιο Όρος αλλά και την καταλυτική παρουσία του π. Παϊσίου στη ζωή του, ο νέος της ιστορίας μας, συνέχιζε την αμφισβήτηση και την αναζήτηση.


3° Μέρος. Μεταξύ δυο πνευματικών παραδόσεων

«Εκτός από το Γέροντα δεχόμουν επιδράσεις και από αλλού. Η άσωτη ζωή μου με εξέθετε σ' αυτές τις επιδράσεις. Το ενδιαφέρον μου για τον αποκρυφισμό, τον εσωτερισμό, τη «λευκή μαγεία», τη γιόγκα, το Ζεν, το Βούδα, όλα τέλος πάντων τα συναφή, δεν είχε ματαιωθεί. Βέβαια ο Γέροντας με είχε προειδοποιήσει, -κοίταξε παιδί μου, υπάρχουν δύο δυνάμεις σ' αυτό τον κόσμο. Ο Θεός και ο διάβολος. Εξαρτάται με ποιον συγγενεύει κανείς».




Παρά τις νουθεσίες του γέροντα, ο νέος μας, πέφτει πάλι στην αναζήτηση. Συναντάται με μία ινδή γιόγκι από το άσραμ (κοινόβιο) του γνωστού γκουρού Σατυανάντα. Τη θεωρεί σπουδαίο πρόσωπο. Εκπροσωπεί γι' αυτόν, την ινδουιστική πνευματικότητα. Κάνει μαζί της συζήτηση και της θέτει ζητήματα περί Θεού και διαβόλου. Τελικά φεύγει απ’ αυτήν με περισσότερα ερωτήματα από πριν.




Ακολουθεί η εμπειρία με το Silva Mind Control. Μια μέθοδο που ισχυρίζεται ότι αποκαλύπτει τις κρυμμένες δυνάμεις του εγκεφάλου. Ο φίλος μας παρακολουθεί τα σεμινάρια αυτής της μεθόδου.




«Υποτίθεται ότι μετά από αυτά τα σεμινάρια είχαμε αποκτήσει κάποιες δυνάμεις. Για παράδειγμα, μπορούσαμε από μακριά να διαγνώσουμε τις αρρώστιες από τις οποίες πάσχει κάποιος άνθρωπος. Υποτίθεται ότι είχαμε τη δυνατότητα να προγραμματίζουμε το μέλλον μας κ.ο.κ.».




Οι εμπειρίες όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς, είναι καταλυτικές. Αυτό όμως που κάνει τη διαφορά είναι ότι τώρα υπάρχει πλέον, μέτρο σύγκρισης. Και αυτό είναι οι πνευματικές εμπειρίες που είχε ζήσει στο Άγιο Όρος. Έτσι, έντονος προβληματισμός άρχισε να διακατέχει το νέο μας:




«Γέμισα έκπληξη! Τι είναι αυτά τα πράγματα) ...Είναι μαγείες; ...Ποιος προετοιμάζει τα γεγονότα για χάρη μου;... Μήπως οι δαίμονες; ...Μήπως έχουν δίκιο οι καλόγεροι;».




Έτσι, πολύ γρήγορα και μέσα σε έντονο προβληματισμό, σπεύδει να επισκεφτεί το Άγιο Όρος και τον γέροντα. Δοκιμάζει όμως άλλες δοκιμασίες και διαφορετικές πλέον εμπειρίες. Αγιασμένες με τη χάρη του Θεού. Και ο πονηρός πάντα να προσπαθεί να τον δοκιμάσει, να τον πλανήσει. Αυτός όμως να βρίσκει καταφυγή και δύναμη στο γέροντα Παΐσιο:













«-Γέροντα τι μου συνέβαινε πριν;




-Ε! Σε πείραζε το ταγγαλάκι (Έτσι ονόμαζε ο γέροντας τους δαίμονες). Μη φοβάσαι! Μάχη είναι! Όταν δυσκολεύεσαι, να έρχεσαι να ρίχνω κι εγώ μια σφαίρα να σε βοηθάω. Να λες την ευχή. Κάτσε να σου φέρω κι ένα... Πνευματικό κράνος, είπε γελώντας. Σηκώθηκε, πήγε μέσα στο σπίτι και μου φόρεσε ένα καφέ σκούφο.... Τον πήρε, τον ευλόγησε τρεις φορές και μου τον φόρεσε στο κεφάλι γελώντας. Τώρα δεν θα σε πλησιάζουν οι λογισμοί...».













4° Μέρος. Η ζωή μου στην Ινδία




Πριν το μεγάλο ταξίδι στην Ινδία, μας δίνει ο ίδιος την εξήγηση για την απόπειρα, να ζήσει κάτι διαφορετικό, από τη γαλήνη και την πνευματικότητα του Αγίου Όρους:




«Δεν ήθελα να εξαπατηθώ για άλλη μια φορά στη ζωή μου. Παρ' όλα τα θαυμαστά γεγονότα που είχα δει από τον π. Παΐσιο... τον αμφισβητούσα. Δεν πίστευα στις εξηγήσεις που έδινε. Μπορεί αυτός να το βλέπει έτσι, η πραγματικότητα όμως τον ξεπερνά. Μπορεί να κατέχει ένα τμήμα της αλήθειας, μπορεί κάποια άλλα τμήματα της αλήθειας να υπάρχουν και σε άλλα συστήματα σκέψης και σ' άλλες αλήθειες». Έτσι, μπαίνει μέσα του η ιδέα να ταξιδέψει στην Ινδία. Να ζήσει σε άσραμ, να μιλήσει με «φωτισμένους» Γκουρού και να βιώσει την «ανατολική» -ινδουιστική πνευματικότητα.




Η πέννα του συγγραφέα, με πολύ γλαφυρό τρόπο, με έντονες περιγραφές και ζωντανές εικόνες, δίνει στον αναγνώστη, την πραγματική εικόνα της Ινδίας. Μιας πολυπληθούς χώρας, που ζει μέσα σε έντονες αντιθέσεις. Πρώτος σταθμός, το Βαρανάσι. Ο πλέον ιερός τόπος των ινδουιστών, δίπλα στο Γάγγη ποταμό. Μία συνάντηση με ένα νεαρό γιόγκι του άνοιξε το δρόμο για το «μεγάλο» Γκουρού Babaji· το «σαρκωμένο Θεό»· αυτόν που ζούσε στα Ιμαλάια. Για κάποιον δυτικό που είχε διαβάσει σχετικά και είχε μυηθεί στον Ινδουισμό, η συνάντηση με αυτό το πρόσωπο, αποτελούσε το τέλος ενός δρόμου στην αναζήτηση της αλήθειας. Ο νέος μας, μένει έκπληκτος όταν άκουσε ότι μπορεί να τον συναντήσει. Έτσι, ξεκινάει το μεγάλο ταξίδι. Μεγάλη περιπέτεια, πολλά τα εμπόδια αλλά και τεράστια η αγωνία για συνάντηση με τον «δάσκαλο των δασκάλων».



Γέροντας Παΐσιος
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...