Ἀρχίζοντας
νά μιλῶ γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ἐπικαλοῦμαι τή βοήθεια τοῦ
παναγάθου καί παντοδύναμου Ἰησοῦ ἐνάντια στή ραθυμία μου καί ἀναθυμοῦμαι
τά λόγια τοῦ δικαίου Συμεών γιά τόν Κύριο: « Ἰδού οὗτος κεῖται εἰς
πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον»
(Λουκ. 2,34). Ἀκριβῶς ὅπως ὁ Κύριος ἦταν καί εἶναι σημεῖον ἀληθείας, ἕνα
σημεῖον ἀντιλεγόμενο, ἀντικείμενο ἀμφισβήτησης καί ἀσυμφωνίας μεταξύ
ἐκείνων ποὺ Τόν γνωρίζουν καί ἐκείνων ποὺ δέν Τόν γνωρίζουν, ἔτσι καί ἡ
προσευχή στό πανάγιο ὄνομά Του, ποὺ εἶναι, μέ τήν πλήρη σημασία τῆς
λέξεως, μέγα καί θαυμαστό σημεῖο, ἔχει καταστεῖ θέμα ἀμφισβήτησης καί
διχογνωμίας μεταξύ τῶν ὅσων ἀσκοῦνται σ’ αὐτήν καί ὅσων δέν τήν
ἐφαρμόζουν. Κάποιος ἀπό τούς Πατέρες δίκαια παρατηρεῖ ὅτι αὐτός ὁ τρόπος
προσευχῆς ἀπορρίπτεται μόνον ἀπό ἐκείνους ποὺ δέν τόν ξέρουν καί τόν
ἀπορρίπτουν αὐτοί ἀπό προκατάληψη καί σφαλερές ἀντιλήψεις ποὺ σχημάτισαν
γι’ αὐτόν.
Μή
δίνοντας προσοχή στήν κατακραυγή ποὺ ἀπορρέει ἀπό προκατάληψη καί
ἄγνοια, ἐμπιστευόμενοι στό ἔλεος καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, προσφέρουμε
στούς ἀγαπητούς πατέρες καί ἀδελφούς τήν ταπεινή μας μελέτη γιά τήν
προσευχή τοῦ Ἰησοῦ μέ βάση τήν Ἁγία Γραφή, τήν Ἐκκλησιαστική παράδοση
καί τά γραπτά κείμενα τῶν Πατέρων, στά ὁποῖα ἐκτίθεται ἡ διδασκαλία γιά
τήν παναγία καί παντοδύναμη αὐτὴ προσευχή. «Ἄλαλα γενηθήτω τά χείλη τά
δόλια τά λαλοῦντα ἀνομίαν», ἐνάντια στό «δίκαιο» καί μεγαλοπρεπές ὄνομά
Του «ἐν ὑπερηφανείᾳ» μέσα στή βαθιά τους ἄγνοια καί μέ περιφρόνηση γιά
τά θαυμάσια τοῦ θεοῦ. Ἀναλογιζόμενοι τό μεγαλεῖο του ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ
καί τή σώζουσα δύναμη τῆς προσευχῆς ποὺ γίνεται στό ὄνομά Του,
ἀναφωνοῦμε μέ πνευματική εὐφροσύνη καί θαυμασμό: «Ὡς πολύ τό πλῆθος τῆς
χρηστότητάς σου, Κύριε, ἥς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις σε, ἐξειργάσω τοῖς
ἐλπίζουσιν ἐπί σέ ἐναντίον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 30,19-20).
Ἡ
προσευχή τοῦ Ἰησοῦ λέγεται μ’ αὐτά τά λόγια: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ
τοῦ θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Ἀρχικά λεγόταν χωρίς τήν προσθήκη
τῶν λέξεων «τόν ἁμαρτωλόν». Οἱ λέξεις αὐτές προστέθηκαν στά ἄλλα λόγια
τῆς προσευχῆς μεταγενέστερα. Οἱ τελευταῖες αὐτές λέξεις, παρατηρεῖ ὁ
ἅγιος Νεῖλος Σόρσκυ, ποὺ ὑποδηλώνουν συνείδηση καί ὁμολογία τῆς πτώσης,
εἶναι ταιριαστές γιά μᾶς καί εὐάρεστες στό Θεό, ποὺ μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά
προσευχόμαστε γιά νά ἀναγνωρίζουμε καί νά ἐξομολογούμαστε τήν
ἁμαρτωλότητά μας(1). Οἱ Πατέρες ἐπιτρέπουν στούς ἀρχάριους, ἀπό σεβασμό
πρός τήν ἀδυναμία τους, νά χωρίζουν τήν προσευχή σέ δύο μέρη καί νά
λέγουν κάποτε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» καί κάποτε
«Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἁπλῶς μία
παραχώρηση ἤ ἐπιείκεια, καί καθόλου μία ἐντολή ἤ κανόνας ποὺ ἀπαιτεῖ
ἀνελλιπῆ συμμόρφωση. Εἶναι πολύ καλύτερο νά λέγεται ἀδιάλειπτα ἡ ἴδια
προσευχή ὁλόκληρη, χωρίς ὁ νοῦς νά περισπᾶται ἤ νά σκοτίζεται μέ ἀλλαγές
ἤ μέ ἔγνοια γιά ἀλλαγές. Ἀκόμα κι ἐκεῖνος ποὺ βρίσκει ἀναγκαία κάποια
ἀλλαγή ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας του, δέν πρέπει νά ἐπιτρέπει κάτι τέτοιο
στόν ἑαυτό του συχνά. Γιά παράδειγμα, τό πρῶτο μισό τῆς προσευχῆς εἶναι
δυνατό νά λέγεται ὡς τό ἄλλο μισό ὕστερα ἀπό τό γεῦμα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Σιναίτης ἀπαγορεύει τίς συχνές ἀλλαγές, λέγοντας: «Οὐ ριζοῦνται τά
φυτά συνεχῶς μεταφυτευόμενα».
Αὐτός
ὁ τρόπος προσευχῆς, τό νά προσεύχεται δηλαδή κανείς λέγοντας τήν
προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι θεῖος θεσμός, ποὺ θεσπίστηκε ὄχι μέσω
Ἀποστόλου ἤ Ἀγγέλου, ἀλλά ἀπό τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι Θεός ὁ ἴδιος.
Μετά τόν μυστικό δεῖπνο, ἀνάμεσα σ’ ἄλλες ὑψηλές, ὕστατες ἐντολές καί
ὁδηγίες, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός θέσπισε τήν προσευχή στό ὄνομά Του.
Ἔδωσε αὐτό τόν τρόπο προσευχῆς σάν μία νέα, ἐξαίρετη καί ἀνεκτίμητη
δωρεά. Οἱ Ἀπόστολοι γνώριζαν ἤδη μερικῶς τή δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ
Ἰησοῦ, μ’ αὐτό θεράπευσαν ἀνίατες ἀρρώστιες καί ὑπέταξαν δαίμονες, καί
μ’ αὐτό τούς κατανίκησαν, τούς ἔδεσαν καί τούς ἐξέβαλαν. Αὐτό τό
πανίσχυρο καί θαυμαστό ὄνομα ὁ Κύριός μας ἀφήνει ἐντολή νά τό
χρησιμοποιοῦμε στήν προσευχή. Ὑποσχέθηκε ὅτι τέτοια προσευχή θά εἶναι
ἰδιαίτερα ἀποτελεσματική. «Ὅ,τι ἄν αἰτήσητε τόν πατέρα», εἶπε στούς
ἁγίους Ἀποστόλους, «ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ πατήρ
ἐν τῷ υἱῷ. Ἐάν τί αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγώ ποιήσω» (Ἰωαν.
14,13). « Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσετε τόν πατέρα ἐν τῷ
ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν. Ἕως ἄρτι οὐκ ἠτήσατε οὐδέν ἐν τῷ ὀνόματί μου
αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Ἰωαν. 16,23-24).
Πόσο
ὑπέροχη δωρεά! Εἶναι ἐγγύηση ἀτελείωτων κι ἀπέραντων εὐλογιῶν! Δωρεά
ποὺ βγῆκε ἀπό τά χείλη τοῦ ἀπείρου Θεοῦ, ντυμένου τήν πεπερασμένη
ἀνθρώπινη φύση καί καλουμένου μέ τό ἀνθρώπινο ὄνομα τοῦ Σωτήρα(2). Τό
ὄνομα ὑπό τήν ἐξωτερική του μορφή εἶναι περιορισμένο, ἄλλα
ἀντιπροσωπεύει κάτι τό ἄπειρο, τόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποῖο ἀντλεῖ ἀπέραντη,
θεία ἀξία, τή δύναμη καί τίς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ.
Ώ, ἐσύ Χορηγέ ἀνεκτίμητης, ἀδιάφθορης δωρεᾶς! Πῶς μποροῦμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί θνητοί νά δεχτοῦμε τή δωρεά; Οὔτε τά χέρια μας, οὔτε ὁ νοῦς μας, μά οὔτε ἡ καρδιά μας μποροῦν νά τή λάβουν. Δίδαξέ μας γιά νά γνωρίσουμε, ὅσο μποροῦμε, τό μεγαλεῖο τῆς δωρεᾶς, τή σημασία της καί τούς τρόπους νά τή λαβαίνουμε καί νά τή χρησιμοποιοῦμε ἔτσι ποὺ νά μή τήν πλησιάζουμε μέ τρόπο ἁμαρτωλό, γιά νά μή τιμωρηθοῦμε γιά ἀδιακρισία καί θρασύτητα, ἄλλα ἔτσι ποὺ, γιά νά τήν καταλαβαίνουμε καί νά τή χρησιμοποιοῦμε ὀρθά, νά λάβουμε ἀπό Σένα ἄλλες δωρεές ποὺ Σύ μᾶς ὑποσχέθηκες καί Σύ μοναχά γνωρίζεις.
Ώ, ἐσύ Χορηγέ ἀνεκτίμητης, ἀδιάφθορης δωρεᾶς! Πῶς μποροῦμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί θνητοί νά δεχτοῦμε τή δωρεά; Οὔτε τά χέρια μας, οὔτε ὁ νοῦς μας, μά οὔτε ἡ καρδιά μας μποροῦν νά τή λάβουν. Δίδαξέ μας γιά νά γνωρίσουμε, ὅσο μποροῦμε, τό μεγαλεῖο τῆς δωρεᾶς, τή σημασία της καί τούς τρόπους νά τή λαβαίνουμε καί νά τή χρησιμοποιοῦμε ἔτσι ποὺ νά μή τήν πλησιάζουμε μέ τρόπο ἁμαρτωλό, γιά νά μή τιμωρηθοῦμε γιά ἀδιακρισία καί θρασύτητα, ἄλλα ἔτσι ποὺ, γιά νά τήν καταλαβαίνουμε καί νά τή χρησιμοποιοῦμε ὀρθά, νά λάβουμε ἀπό Σένα ἄλλες δωρεές ποὺ Σύ μᾶς ὑποσχέθηκες καί Σύ μοναχά γνωρίζεις.
Στά
Εὐαγγέλια, στίς Πράξεις καί τίς Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων βλέπουμε τήν
ἀπέραντη πίστη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως καί
τόν ἀπέραντο σεβασμό τους γι’ αὐτό. Στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἔκαναν τά
πιό ἐκπληκτικά θαύματα. Δέν ὑπάρχει περίπτωση, ἀπό τήν ὁποία νά
μποροῦμε νά μάθουμε πῶς προσεύχονταν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅμως,
σίγουρα, ἔτσι προσεύχονταν. Πῶς μποροῦσαν νά πράξουν ἀλλιῶς, ὅταν ἡ
προσευχή ἐκείνη τούς δόθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο κι ἔτσι τούς
παρήγγειλε νά προσεύχονται καί ὅταν ἡ ἐντολή γι’ αὐτό ἐπιβεβαιώθηκε μέ
τό νά ἐπαναληφθεῖ δύο φορές; Ἄν ἡ Γραφή σιωπᾶ πάνω σ’ αὐτό τό σημεῖο,
εἶναι μόνο καί μόνο γιατί ἡ προσευχή αὐτή ἦταν σέ κοινή χρήση καί ἦταν
τόσο καλά γνωστή ποὺ δέ χρειαζόταν εἰδική μνεία σ’ αὐτή. Ἀκόμη καί στά
γραπτά κείμενα τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἔχουν φτάσει
μέχρι τήν ἐποχή μας, ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο
ξεχωριστῆς πραγματείας, ἀλλὰ μνημονεύεται μοναχά σέ συνάρτηση μέ ἄλλα
θέματα.
Στό βίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, ποὺ στεφανώθηκε μέ τό φωτοστέφανο τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου στή Ρώμη, στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ, διαβάζουμε αὐτά τά λόγια: «Ὅταν τόν ἔπαιρναν γιά νά τόν καταβροχθίσουν τά ἄγρια θηρία καί ἐκεῖνος εἶχεν ἀσταμάτητα τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ στά χείλη του, οἱ εἰδωλολάτρες τόν ρώτησαν γιατί θυμόταν τό ὄνομα ἐκεῖνο ἀδιάλειπτα. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε ὅτι εἶχε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γραμμένο μέσα στήν καρδιά του κι ὅτι ὁμολογοῦσε μέ τά χείλη Ἐκεῖνον ποὺ πάντα ἔφερε μέσα στήν καρδιά του. Ὅταν τά ἄγρια θηρία εἶχαν καταβροχθίσει τόν Ἅγιο, ἡ καρδιά του, μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκε ἀνέπαφη ἀνάμεσα στά κόκαλά του. Οἱ ἄπιστοι τή βρῆκαν καί τότε θυμήθηκαν ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος. Ἔτσι, ἔκοψαν τήν καρδιά ἐκείνη στά δύο, θέλοντας νά μάθουν ἄν ἦταν ἀληθινό ὅ,τι τούς εἶχε λεχθεῖ. Στό ἐσωτερικό τῶν δύο κομματιῶν τῆς καρδίας βρῆκαν μίαν ἐπιγραφή γραμμένη μέ χρυσά γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ἔτσι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν θεοφόρος καί στό ὄνομα καί στήν πράξη, ἔχοντας πάντα καί φέροντας μέσα στήν καρδιά του τό Θεό μας Χριστό, μέ τό ὄνομά Του γραμμένο μέ τό λογισμό τοῦ νοῦ σάν μέ κάλαμο».
Στό βίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, ποὺ στεφανώθηκε μέ τό φωτοστέφανο τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου στή Ρώμη, στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ, διαβάζουμε αὐτά τά λόγια: «Ὅταν τόν ἔπαιρναν γιά νά τόν καταβροχθίσουν τά ἄγρια θηρία καί ἐκεῖνος εἶχεν ἀσταμάτητα τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ στά χείλη του, οἱ εἰδωλολάτρες τόν ρώτησαν γιατί θυμόταν τό ὄνομα ἐκεῖνο ἀδιάλειπτα. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε ὅτι εἶχε τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γραμμένο μέσα στήν καρδιά του κι ὅτι ὁμολογοῦσε μέ τά χείλη Ἐκεῖνον ποὺ πάντα ἔφερε μέσα στήν καρδιά του. Ὅταν τά ἄγρια θηρία εἶχαν καταβροχθίσει τόν Ἅγιο, ἡ καρδιά του, μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκε ἀνέπαφη ἀνάμεσα στά κόκαλά του. Οἱ ἄπιστοι τή βρῆκαν καί τότε θυμήθηκαν ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος. Ἔτσι, ἔκοψαν τήν καρδιά ἐκείνη στά δύο, θέλοντας νά μάθουν ἄν ἦταν ἀληθινό ὅ,τι τούς εἶχε λεχθεῖ. Στό ἐσωτερικό τῶν δύο κομματιῶν τῆς καρδίας βρῆκαν μίαν ἐπιγραφή γραμμένη μέ χρυσά γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ἔτσι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν θεοφόρος καί στό ὄνομα καί στήν πράξη, ἔχοντας πάντα καί φέροντας μέσα στήν καρδιά του τό Θεό μας Χριστό, μέ τό ὄνομά Του γραμμένο μέ τό λογισμό τοῦ νοῦ σάν μέ κάλαμο».
Ὁ
ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν μαθητής τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου
τοῦ Θεολόγου καί εἶχε τό προνόμιο, ὄντας παιδί, νά δεῖ τόν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστό προσωπικά. Ἦταν τό εὐλογημένο ἐκεῖνο παιδί, γιά τό ὁποῖο λέγεται
στό Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Κύριος τό ἔβαλε στό μέσο τῶν Ἀποστόλων, ποὺ
συζητοῦσαν γιά πρωτεῖα, τό πῆρε στήν ἀγκαλιά του καί εἶπε: «Ἀμήν λέγω
ὑμῖν, ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτόν ὡς τό παιδίον τοῦτο,
οὗτος ἐστίν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»(3).
Σίγουρα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος διδάχτηκε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν ἅγιο Εὐαγγελιστή καί τήν ἐφάρμοζε κατά τήν περίοδο ἐκείνη τῆς ἀκμῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὅλοι οἱ Χριστιανοί μάθαιναν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, πρῶτα γιά τή μεγάλη σημασία τῆς ἴδιας τῆς προσευχῆς, ὅπως καί γιά τό ὅτι σπάνιζαν τότε καί ἦταν πανάκριβα τά χειρόγραφα ἱερά βιβλία, γιατί λίγοι ἦταν οἱ γραμματισμένοι (οἱ πιό πολλοί ἀπό τούς Ἀποστόλους ἦταν ἀγράμματοι) καί γιατί ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἦταν εὔκολη, πρόσφερε ἱκανοποίηση καί ἐπενεργοῦσε μέ μιὰ πολύ εἰδική ἐνέργεια καί δύναμη.
Σίγουρα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος διδάχτηκε τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν ἅγιο Εὐαγγελιστή καί τήν ἐφάρμοζε κατά τήν περίοδο ἐκείνη τῆς ἀκμῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὅλοι οἱ Χριστιανοί μάθαιναν τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, πρῶτα γιά τή μεγάλη σημασία τῆς ἴδιας τῆς προσευχῆς, ὅπως καί γιά τό ὅτι σπάνιζαν τότε καί ἦταν πανάκριβα τά χειρόγραφα ἱερά βιβλία, γιατί λίγοι ἦταν οἱ γραμματισμένοι (οἱ πιό πολλοί ἀπό τούς Ἀποστόλους ἦταν ἀγράμματοι) καί γιατί ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἦταν εὔκολη, πρόσφερε ἱκανοποίηση καί ἐπενεργοῦσε μέ μιὰ πολύ εἰδική ἐνέργεια καί δύναμη.
Στήν
ἐκκλησιαστική ἱστορία διαβάζουμε τό πιό κάτω ἐπεισόδιο: Κάποιος
στρατιώτης, γέννημα τῆς Καρχηδόνας, ποὺ ὀνομαζόταν Νεωκόρος, ὑπηρετοῦσε
στή φρουρά τῆς Ἱερουσαλήμ στά χρόνια ποὺ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός
ὑπέστη θεληματικά τά πάθη καί θανατώθηκε γιά ν’ ἀπολυτρώσει τό ἀνθρώπινο
γένος. Σάν εἶδε ὁ Νεωκόρος τά θαύματα ποὺ τελέσθηκαν στό θάνατο καί τήν
ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πίστεψε σ’ Αὐτόν καί βαφτίστηκε ἀπό τούς
Ἀποστόλους. Ὅταν τελείωσε τή θητεία του, ὁ Νεωκόρος πῆγε πίσω στήν
Καρχηδόνα καί μοιράστηκε τό θησαυρό τῆς πίστης μέ ὁλόκληρη τήν
οἰκογένειά του. Ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ δέχτηκαν τό Χριστιανισμό ἦταν
καί ὁ Καλλίστρατος, ὁ ἐγγονός τοῦ Νεωκόρου. Σάν ἔφτασε στήν κατάλληλη
ἡλικία ὁ Καλλίστρατος πῆγε στό στρατό. Τό στρατιωτικό ἀπόσπασμα στό
ὁποῖο τοποθετήθηκε τό ἀποτελοῦσαν εἰδωλολάτρες. Παρακολούθησαν τόν
Καλλίστρατο καί πρόσεξαν πὼς αὐτός δέ λάτρευε τά εἴδωλα, ἀλλά ἀφιέρωνε
πολλήν ὥρα στήν προσευχή τή νύκτα μέσα σέ μοναξιά. Κάποτε κρυφάκουσαν,
ἐνῶ ἐκεῖνος προσευχόταν, καί τόν ἄκουσαν νά ἐπαναλαμβάνει ἀδιάκοπα τό
ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό τόν κατήγγειλαν στό διοικητή
τους. Ὁ ἅγιος Καλλίστρατος, ποὺ ὁμολογοῦσε τό Χριστό ὄντας μόνος στό
σκοτάδι τῆς νύχτας, Τόν ὁμολόγησε δημοσίως στό φῶς τῆς ἡμέρας καί
ἐπισφράγισε τήν ὁμολογία του μέ τό αἷμα του»(4).
Διδαχή
γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἐμφανίζεται στούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς
τοῦ τετάρτου αἰώνα, ὅπως εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ
ἀββᾶς Ἠσαΐας ὁ Ἀσκητής. Κάποιος συγγραφέας τοῦ πέμπτου αἰώνα, ὁ ἅγιος
Ἠσύχιος ὁ Ἱεροσολύμων, παραπονιέται ἀπό τότε κιόλας ὅτι ἡ ἄσκηση σ’ αὐτή
τήν προσευχή ἔχει πολύ παρακμάσει ἀνάμεσα στούς μοναχούς. Μέ τό πέρασμα
τοῦ χρόνου ἡ παρακμή αὐτή ὅλο καί μεγάλωνε. Γι’ αὐτό καί οἱ ἅγιοι
Πατέρες προσπάθησαν μέ τά γραφτά τους νά ἐνθαρρύνουν τήν ἄσκηση στήν
προσευχή αὐτή. Ὁ τελευταῖος συγγραφέας, ποὺ ἔγραψε γι’ αὐτή τήν
προσευχή, ἦταν ὁ μακάριος γέροντας ἱερομόναχος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ(5).
Δέν ἔγραψε τίς ὁδηγίες ὁ γέροντας ὁ ἴδιος μέ τό ὄνομα του, αὐτές
καταγράφτηκαν ἀπό τά λόγια του ἀπό ἕναν ἀπό τούς μοναχούς ποὺ
καθοδηγοῦσε εἶναι, ὅμως, γραμμένες μέ ἀξιοσημείωτα κατανυκτικό ὕφος.
Τώρα ἡ ἄσκηση στήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ ἔχει σχεδόν ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τούς
μοναχούς καί τίς μοναχές. Ὁ ἅγιος Ἠσύχιος ἀποδίδει τήν ἀμέλεια αὐτή
στήν ἀκηδία. Πρέπει νά παραδεχτεῖ κανείς πὼς ἡ κρίση αὐτή εἶναι δίκαιη.
Ἡ
ἀγαθοεργός δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ ἐμπεριέχεται στό ἴδιο τό θεῖο
ὄνομα τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μολονότι στήν Ἁγία
Γραφή ὑπάρχει πλούσια μαρτυρία, ποὺ ἀποδείχνει τό μεγαλεῖο τοῦ ὀνόματος
τοῦ Θεοῦ, ἐν τούτοις ἡ σπουδαιότητα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐξηγήθηκε μέ
ἰδιαίτερη ἀκρίβεια ἀπό τόν ἅγιο Ἀπόστολο Πέτρο μπροστά στό ἑβραϊκό
συνέδριο, ὅταν ἐρωτήθηκε «ἐν ποίᾳ δυνάμει ἤ ἐν ποίῳ ὀνόματι» εἶχε
θεραπεύσει κάποιον ἄνθρωπο χωλό ἐκ γενετῆς. «Τότε Πέτρος, πλησθεὶς
Πνεύματος Ἁγίου, εἶπε πρός αὐτούς, ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καί πρεσβύτεροι τοῦ
Ἰσραήλ, εἰ ἡμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα ἐπί εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου ἀσθενοῦς,
ἐν τίνι οὗτος σέσωσται, γνωστόν ἔστω πάσιν ὑμῖν καί παντί τῷ λαῶ Ἰσραήλ
ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὅν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, ὅν ὁ
Θεός ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτῳ οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής.
Οὗτος ἐστίν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενηθεὶς ὑφ’ ὑμῶν τῶν οἰκοδομούντων, ὁ
γενόμενος εἰς κεφαλήν γωνίας. Καί οὐκ ἐστίν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία,
οὐδέ γάρ ὄνομα ἐστίν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν
ᾦ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,8-12). Ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Τοῦ Ἀποστόλου τό στόμα, ἡ γλώσσα καί ἡ φωνή ἦταν ἁπλῶς τοῦ
Πνεύματος τά ὄργανα.
Ἕνα ἄλλο σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, δίνει μία παρόμοια μαρτυρία. «Πᾶς γάρ», λέγει, «ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. 10,13). «Χριστός Ἰησοῦς… ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ. Διό καί ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῶ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ, πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθόνιων» (Φιλ. 2,5-10).
Ἕνα ἄλλο σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, δίνει μία παρόμοια μαρτυρία. «Πᾶς γάρ», λέγει, «ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. 10,13). «Χριστός Ἰησοῦς… ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ. Διό καί ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῶ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ, πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθόνιων» (Φιλ. 2,5-10).
Βλέποντας
μακριά στό μέλλον, ὁ Δαυίδ, ἕνας πρόγονος τοῦ Ἰησοῦ κατά σάρκα, ἔψαλλε
τή μεγαλωσύνη τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ καί ζωηρά περιέγραψε τήν ἐπενέργεια
καί τό ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος, τόν ἀγώνα ποὺ γίνεται μέ τό ὄνομα
αὐτό σάν μέσο ἐνάντια στίς πηγές τῆς ἁμαρτίας, τή δύναμη τοῦ νά σώζει
ἐκείνους ποὺ προσεύχονται μέ αὐτό τό ὄνομα ἀπό τήν αἰχμαλωσία στά πάθη
καί τούς δαίμονες καί τό θρίαμβο ἐκείνων ποὺ κερδίζουν πνευματική νίκη
μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἄς ἀκούσουμε τί λέει ὁ θεόπνευστος Δαυίδ: «Κύριε ὁ
Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστόν τό ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ! Ὅτι ἐπήρθη ἡ
μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν. Ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων
κατηρτίσω αἶνον ἕνεκα τῶν ἔχθρων σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρόν καί
ἐκδικητήν» (Ψαλμ. 8,2-3). Ἀκριβῶς! Ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ ὀνόματος τοῦ
Ἰησοῦ ξεπερνᾶ τήν ἀντίληψη τῶν λογικῶν πλασμάτων τῆς γῆς καί τοῦ
οὐρανοῦ. Τὴν μεγαλοπρέπειά του τή συλλαμβάνει μ’ ἕνα τρόπο ἀκατανόητο ἡ
παιδιάστικη ἁπλότητα καί πίστη. Μ’ αὐτό τό ἀνιδιοτελές πνεῦμα πρέπει νά
προσεγγίσουμε τήν προσευχή στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καί μ’ αὐτὴ νά
συνεχίσουμε. Ἡ ἐμμονή μας καί ἡ προσοχή μας στήν προσευχή πρέπει νά
μοιάζει μέ τήν ἀδιάκοπη προσπάθεια τοῦ παιδιοῦ ὅταν ἀναζητᾶ τά στήθη τῆς
μάνας του. Τότε ἡ προσευχή στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ θά στεφθεῖ μέ πλήρη
ἐπιτυχία, οἱ ἀόρατοι ἐχθροί θά νικηθοῦν καί «ὁ ἐχθρός καί ἐκδικητής»
τελικά θά συντριβεῖ. Ὁ «ἐχθρός» ὀνομάζεται «ἐκδικητής», γιατί προσπαθεῖ
ἀπό ἐκείνους ποὺ προσεύχονται (ἰδιαίτερα ἀπ’ ὅσους προσεύχονται
κάπου-κάπου κι ὄχι ἀδιάλειπτα) νά τούς πάρει, ὕστερα ἀπό τήν προσευχή,
ὅ,τι ἀπόχτησαν στή διάρκεια τῆς προσευχῆς. Γιά νά κερδηθεῖ μία
ἀποφασιστική νίκη, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή καί ἡ συνεχής
ἐγρήγορση.