Διηγείται ο πατέρας Δημήτριος.
Ο εχθρός μας ο διάβολος πάντοτε μας πολεμά. Πιο πολύ όταν δεν του κάνουμε τα χατίρια Τότε από την κακία του βρίσκει χίλιους τρόπους να μας πειράξει. Μια φορά γύριζα το βράδυ στο σπίτι, με χιόνι. Μου παρουσιάστηκε σαν χοίρος. Διαλύθηκε όμως σαν καπνός, μόλις έκανα το σημείο του Σταυρού. 8. Κάποτε πάλι όταν λειτουργούσα , ακούω έξω να θορυβούν. Βγαίνω και βλέπω ότι χτίζανε πολυκατοικία Άλλος είχε μυστρί, άλλος φτυάρι. Κ.λ.π. τους σταύρωσα και εξαφανίστηκαν τα πάντα. 9. Ενα απόγευμα περνούσα από την πλατεία του χωριού και πήγαινα στο σπίτι μου. Βλέπω στο καφενείο πολλούς άνδρες, άλλοι πίνανε κρασί, άλλοι χαρτοπαίζανε. Οι σατανάδες ήταν γύρω – γύρω πάνω στα κεφάλια τους, σε έναν μάλιστα ήταν σαν αρκούδα. 10. Μια μέρα γύριζα από το χωράφι και περνώντας έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου βλέπω ένα σατανά ξαπλωμένο. Τον ρωτώ, τι κανείς εδώ; Και μου απαντά. .Εγώ κάθομαι εδώ για να μην αφήνω κανένα να κάνει τον σταυρό του. 11. Μια φορά ήταν καλοκαίρι, με καλέσανε στο χωριό Κούρσοβο να κηδεύσω κάποιον. Όταν γύρισα στο χωριό μου στο δρόμο οι σατανάδες με πετροβολούσαν. Θέλανε να με σκοτώσουν. Άρχισα να λέγω τους Χαιρετισμούς και διαλύθηκαν σαν καπνός. 12. Κάποτε διηγήθηκε το εξής περιστατικό. Κάποτε ένας ασκητής προσευχόταν στο Θεό να του φανερώσει με ποιους ανθρώπους κάνει καλύτερα την δουλειά του ο πονηρός, και ποιοι τιμωρούνται περισσότερο. Μόλις τέλειωσε ο ασκητής την προσευχή του παρουσιάσθηκε ο σατανάς. Τότε ο ασκητής τον ρωτά αυτό που ήθελε να του φανερώσει ο Θεός. «Εγώ κάνω καλύτερα την δουλειά μου με τις γυναίκες. Αυτές είναι πιο καλόπιστες στα θελήματα μου και αυτές τιμωρούνται περισσότερο». Ο ασκητής δεν πείστηκε και πολύ. Τότε του λέει. Θα σου το αποδείξω και σε δυο τρις μέρες θα πιστέψεις. 13. Σε ένα χωριό πιο πάνω από την Βάνια ζούσε ένα αντρόγυνο ευσεβές, πήγαινε στην εκκλησία τακτικά, κοινωνούσε νήστευε και προσευχόταν. Εκείνος το φθόνησε, και μηχανεύτηκε το εξής. Παίρνει μορφή γυναίκας και πηγαίνει σε μια άλλη γυναίκα και της λέει. Εγώ είμαι η Γεωργία από το τάδε χωριό. Ήλθα να σε δω. Μετα από συζήτηση της λέει. Θέλω να με βοηθήσεις σε κάτι, και θα σου δώσω ένα κασελάκι λίρες. Εκείνη προθυμοποιήθηκε, όποτε συνεχίζει, εάν κατορθώσεις να βάλεις το τάδε αντρόγυνο να μαλώσει τότε θα πάρεις τις λίρες. Εγώ φεύγω και θα περάσω σε δυο μέρες να δω τι έκανες. Εκείνη πήγε στο σπίτι αυτό το ευσεβές. Εκει είχανε ένα σοφατζή και έκανε το σπίτι. Αυτή πήγε και έβαλε τα χέρια της στον ασβέστη. Μετα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγος ονόματι Μαρία. Εκείνη την χαιρέτισε και την χάϊδευσε στο πρόσωπο, λέγοντα της τι όμορφη που είναι και πόσο πάχυνε. Κάθισε λίγο και έφυγε. Πήγε αμέσως και συνάντησε τον άνδρα της και του λέει. Πήγα σπίτι σου και βρήκα την γυναίκα σου με τον σοφατζή να παίζουν και να ασχημονούν. Εκείνος δεν την πίστεψε. Εκείνη όμως τη απάντησε. Πήγαινε και δε τα αποτυπώματα στο πρόσωπο της γυναίκα σου. Αυτός έτρεξε αμέσως στο σπίτι του. Μόλις είδε την γυναίκα με τα αποτυπώματα, άρχισε να την χτυπά. Εκείνη του έλεγε ότι είναι αθώα, ότι δεν συνέβηκε τίποτα. Αυτός όμως δε πίστεψε και εξακολούθησε να την κτυπά αγρίως έως ότου η Μαρία πέθανε. Τότε πήγε ο σατανάς στην γυναίκα αυτήν και της λέει. Ήλθα να σε ευχαριστήσω. Εκείνη ζήτησε τις λίρες. Της απαντά χαζή είσαι; Που να τις βρω εγώ τις λίρες; Εγώ χάλασα το δικό μου το κονάκι και το δικό σου θα φτιάξω; Εγώ είμαι ο σατανάς και εξαφανίστηκε. Ήλθε σ μένα και μου λέει. Πείστηκες τώρα; Πάει παιδί μου, σκοτώσανε τσάμπα και φερεσέ την Μαρία. 14. Μην φοβάστε παιδί μου τον σατανά. Δεν έχει τόση δύναμη. Είναι πολύ αδύνατος. Σκόνη είναι και δυσωδία. Αυτός δουλεύει για εμάς. Όταν έρχεται να σε πειράξει μα μην στεναχωριέσαι. Ο θεός τον στέλνει για να στεφανωθείς εσύ. Αυτός πλανά τους ανθρώπους, προπάντων τους εγωιστές και τους υπερήφανους, φοβάται την καθαρή εξομολόγηση, την ταπείνωση την αγάπη. Εκει μόνο δεν χωράει να μπει. |