Ἡ ψυχρότητα στὴν
προσευχὴ ὀφείλεται εἴτε σὲ ψυχικὴ κόπωση εἴτε σὲ πνευματικὸ κορεσμὸ εἴτε σὲ
σωματικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἀναπαύσεις εἴτε σὲ πάθη, ποὺ κυριεύουν τὴν ψυχή,
προπαντὸς στὴν ἔπαρση. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐνάντια στὴν πνευματικὴ ζωή, μέσα στὴν
ὁποία κεντρικὴ θέση κατέχει ἡ προσευχή. Ἔτσι, πρῶτα καὶ κύρια προκαλοῦν τὸ
στέρεμα τῆς πηγῆς τῆς προσευχῆς μέσα μας. Αὐτό, ὅμως, μπορεῖ νὰ oφείλεται καὶ σὲ
ἀπομάκρυνση τῆς χάριτος, ποὺ συμβαίνει μὲ θεία παραχώρηση. Καὶ νὰ
γιατί:
Ὅταν ἡ ψυχὴ μᾶς
φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν καρδιὰ μᾶς ξεχύνεται ὁλοθερμὴ
προσευχή, δὲν ἔχουμε παρὰ ἐλεητικὴ ἐπίσκεψη τῆς χάριτος. Ἐμεῖς ὅμως, ὅταν ἡ
εὐλογημένη αὐτὴ κατάσταση παρατείνεται γιὰ πολύ, νομίζουμε ὅτι κατορθώσαμε κάτι
σπουδαῖο μὲ τὸ δικό μας ἀγώνα καὶ κυριευόμαστε ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Γιὰ λόγους
παιδαγωγικούς, λοιπόν, ἀπομακρύνεται ἡ χάρη καὶ μένει ἡ ψυχὴ μᾶς μόνη της, γυμνὴ
καὶ ἀδύναμη, ἀνίκανη νὰ ζήσει πνευματικά, ψυχρὴ καὶ ἀπρόθυμη
νὰ...
προσευχηθεῖ…
προσευχηθεῖ…
Τί θὰ κάνουμε, λοιπόν, γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπ’ αὐτὴ τὴν
κατάσταση; Πρῶτα-πρῶτα θὰ φροντίσουμε νὰ ἐξουδετερώσουμε τὶς αἰτίες της. Καὶ
ὕστερα, παρ’ ὅλη τὴν ψυχρότητα τῆς ψυχῆς μας, θὰ κάνουμε μὲ ἐπιμονὴ καὶ ὑπομονὴ
τὸν καθημερινὸ προσευχητικὸ κανόνα μας, προσπαθώντας ἀφ’ ἑνὸς νὰ συγκεντρώνουμε
τὸ νοῦ μας στὰ λόγια τῶν εὐχῶν καὶ ἀφετέρου νὰ ξεσηκώνουμε μέσα στὴν καρδιὰ μᾶς
αἰσθήματα φιλόθεα. Μὲ τὸν καιρὸ ὁ Θεός, βλέποντας τὴν ταπείνωση καὶ τὴν καρτερία
μας, θὰ μᾶς ξαναστείλει τὴ χάρη Του, ποὺ θὰ διώξει τὸ πνεῦμα τῆς ψυχρότητος,
ὅπως ὁ ἄνεμος διώχνει τὴν ὁμίχλη.