Friday, August 21, 2015

H αγράμματη γιαγιά που έφθασε στη θέωση! ( Γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης )


 

"Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση τού πατέρα για το Όρος ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή» είχε κοιμηθεί και ή μητέρα τού Γέροντα [ Εφραίμ του Κατουνακιώτη ] Αυτή ή υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ τού θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι' αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.

Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχή, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ό γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; 'Η κυρία σας, τα παιδάκια σας Είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή ή γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί «αντί να της δώσου­με θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό» τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί. το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγο του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ό αξιωματικός. Απορούσε ή κοπέλα, αν μία πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.

Ό Γέροντας, Όταν έμαθε ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδελφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.

Διηγείται ή κόρη της: «Όταν ή μητέρα μας έγινε μεγαλό­σχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ήμερες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ήμερα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθισα κοντά της όλη εκείνη τη νύχτα. Το πρόσωπο της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! "Τι λέγεις, μητέρα;" τη ρωτούσα, "τι βλέπεις;" "Τι να σου πω, παιδί μου, τι Όμορφα! Τι έβλεπα! Άλλα που βρίσκομαι;" Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.

-Μετά μία εβδομάδα πού ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ό θάνατος της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε ή μοναχή πού την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοί­μαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδιά! Λέω τότε στη μοναχή: "Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώμα­τα;" "Όχι, κυρία Ελένη", άπαντα, "δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό πού ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα πού την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι' αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητας. Είναι σημάδι ότι σώθηκε ή μητέρα σας". Μείναμε κατάπληκτοι!

-Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκει­ται περί άγιας ψυχής! Σαν ίδρωτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, πού ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε), επί μιαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε ή μητέρα μας παρά ό επιτάφιος».

Και ό ίδιος ό Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε, αφού έπεσα, τρόπον τινά, σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφθασε! Όταν προσευχόμουν γι' αυτήν, έπαιρνα* δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.

-Είδα σαν μια θεωρία, να πούμε. Πήγαινε ή μητέρα μου στον Χριστό: "Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία". Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.

-Πολλές φορές έβλεπα Ότι ή μητέρα μου είναι ό γέρο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο...

-Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατο της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: ή μητέρα μας έφθασε σε υψηλά πνευματικά μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ό γέρο-Ιωσήφ μητέρα μου, και ή μητέρα μου γέρο-Ιωσήφ ήτανε.

-Ή μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα, μονάχη της έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γέρο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλή υπομονή πού έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές, άλλα για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό»."


από το βιβλίο: «Γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης»,

Baptismal Theology - Metropolitan Hierotheos (Vlachos) of Navpaktos and Hagios Vlasios


There has been in the past, and there is in our own day, a good deal of discussion about the Baptism of heretics (the heterodox [1]); that is, whether heretics who have deviated from the Orthodox Faith and who seek to return to it should be Baptized anew or simply Chrismated after making a profession of faith. Decisions have been issued on this matter by both local and Ecumenical Synods.
In the text that follows, I should like to discuss, by way of example, the agreement reached between the Standing Conference of Canonical Orthodox Bishops of America and the National Conference of Catholic Bishops in America [2] on June 3, 1999. The Greek translation of the original text was made by Protopresbyter George Dragas, a professor at the Holy Cross Greek Orthodox School of Theology in Boston [Brookline—Trans.], who also provided a summary and
critique of this agreed statement between Orthodox and Roman Catholics in America.
 

The basis of this document is the Balamand Agreement of 1993, “Uniatism, Method of Union
of the Past and the Present Search for Full Communion,” which it evidently wishes to uphold.
The text on which we are commenting, that is, the agreement signed by Orthodox and Roman
Catholics in America and entitled “Baptism and ‘Sacramental Economy,’” is based on several
points, in my observation, that are very typical of the contemporary ecumenical movement and indicative of its entire substance.
 

The first point is that “Baptism rests upon and derives its reality from the faith of Christ Himself, the faith of the Church, and the faith of the believer” (p. 13). At first sight, one is struck by the absence, here, of any reference to the Triune God—perhaps in order to justify this flexible interpretation of Baptism. Faith, then, becomes the fundamental mark and element of Baptism.
 

The second point is that Baptism is not a practice required by the Church, but is, “rather, the
Church’s foundation. It establishes the Church” (p. 26). Here, the notion that Baptism is not the
“initiatory” Mystery whereby we are introduced into the Church, but the foundation of the Church, is presented as the truth.
 

The third point is that “Baptism was never understood as a private ceremony, but rather as a
corporate event” (p. 13). This means that the Baptism of catechumens was “the occasion for
the whole community’s repentance and renewal” (p. 13). One who is Baptized “is obliged to make his own the community’s common faith in the Savior’s person and promises” (p. 14).
 

The fourth point is a continuation and consequence of the foregoing points. Since Baptism rests upon faith in Christ, since it is the basis of the Church, and since, moreover, it is the work of the community, this means that any recognition of Baptism entails recognition of the
Church in which the Baptism is performed. In the Agreed Statement we read: “The Orthodox and Catholic members of our Consultation acknowledge, in both of our traditions, a common
teaching and a common faith in one baptism, despite some variations in practice which, we
believe, do not affect the substance of the mystery” (p. 17).
 

According to this text, there is a common faith and teaching concerning Baptism in the two “Churches,” and the differences that exist do not affect the substance of the Mystery. The two
sides each acknowledge an ecclesial reality “in the other, however much they may regard their way of living the Church’s reality as flawed or incomplete” (p. 17). “The certain basis for the
modern use of the phrase ‘sister churches’” (p. 17) is to be found in this point. The Orthodox Church and the Latin Church are these two “sister Churches,” because they have the same Tradition, the same Faith, and the same Baptism, even though there are certain differences between them. 


Hence, the following opinion is repeatedly affirmed in the text: “We find that this mutual recognition of the ecclesial reality of baptism, in spite of our divisions, is fully consistent with the perennial teaching of both churches” (p. 26). 
Misinterpreting the teaching of St. Basil the Great, the signers of this document aver that the two “Churches,” in spite of the “imperfections” that exist, constitute the same ecclesial reality: “By God’s gift we are each, in St. Basil’s words, ‘of the Church’” (p. 26).
 

The fifth point is that the authors of the Agreed Statement find fault with St. Nicodemos the
Hagiorite, who, in interpreting the views of St. Cyprian of Carthage, St. Basil the Great, and the
Second OEcumenical Synod, talks—as do all of the Kollyvades Fathers of the eighteenth century—about exactitude (akribia) and economy (oikonomia) with regard to the way in which
heretics are received into the Orthodox Church. That is to say, the Fathers have at times received heretics by exactitude—namely, by Baptism—and at times by economy—namely, by Chrismation. 


However, even when the Church does receive someone by economy, this means that She effects the mystery of salvation at that very time, precisely because the Church is superior to the Canons, and not the Canons to the Church, and because the Church is the source of the Mysteries and, eo ipso, of Baptism, whereas Baptism is not the basis of the Church. The Church can receive this or that heretic by the principle of economy, without any implication that She recognizes as a Church the community that previously baptized him. This is the context within which St. Nicodemos interprets the relevant decision of the Second OEcumenical Synod.
 

 Confusion is certainly heightened by the fact that one of the recommendations of the Agreed
Statement is subject to many different  interpretations.According to this recommendation, the two Churches should make it clear that “the mutual recognition of baptism does not of itself
resolve the issues that divide them, or reëstablish full ecclesial communion between the Orthodox and Catholic Churches, but that it does remove a fundamental obstacle on the path towards full communion” (p. 28).
 


From this brief analysis, it is obvious how much confusion prevails in ecumenist circles regarding these issues. It is also obvious that [Orthodox] ecumenists understand the acceptance of the baptism of heretics (Catholics and Protestants, who have altered the dogma of the Holy Trinity and other dogmas) to mean accepting the ecclesial status of heretical bodies and, worse still, that the two “Churches,” Latin and Orthodox, are united in spite of “small” differences, or that we derive from the same Church and should seek to return to it,
thereby forming the one and only Church. This is a blatant expression of the branch theory.
 


When there is such confusion, it is necessary to adopt an attitude of strictness, which preserves
the truth: that all who fall into heresy are outside the Church and that the Holy Spirit does not work to bring about their deification.
In any event, baptismal theology creates immense problems for the Orthodox. From the standpoint of ecclesiology, the text under consideration is riddled with errors. The Patristic Orthodox teaching on this subject is that the Church is the Theanthropic Body of Christ, in which revealed truth—the Orthodox Faith—is preserved and the mystery of deification is accomplished through the Mysteries of the Church (Baptism, Chrismation, and the Divine Eucharist). The essential precondition for this is that we participate in the purifying, illuminating, and deifying energy of God. Baptism is the initiatory Mystery of the Church. The Church does not rest upon the Mystery of Baptism; rather, the Baptism of water, in conjunction with the Baptism of the Spirit, operates within the Church and makes one a
member of the Body of Christ. There are no Mysteries outside the Church, the living Body of
Christ, just as there are no senses outside the human body.
 


In closing, I should like to cite the conclusion of Father George Dragas, which he appends to his
“Summary and Critique”:
These recommendations will not win the agreement of all Orthodox, and certainly not of those who are Greek-speaking (or Greek-minded), and consequently they are, by their very nature,
divisive. My primary reason for coming to such a negative conclusion is that this inquiry into
sacramental theology is devoid of any ecclesiological basis and that it onesidedly
interprets—or rather, misinterprets—the facts of Orthodox sacramental practice, and particularly vis-à-vis the heterodox at different periods in the history of the Church. These recommendations and conclusions and, indeed, the entire Agreed Statement are the epitome of Western skepticism. Their acceptance by Orthodox theologians signals a deliberate betrayal of Orthodox views and a capitulation to the outlook of Western ecumenism. 


This is something that we should reject.
Endnotes
1. We have retained, here, for the sake of faithful translation, the word “heretic,” though with some concern that many readers may assume that it carries with it the vitriol that has been attached to it in Western Christianity—and especially since the Inquisition—or by some of the more irresponsible and less reflective and spiritually-enlightened Orthodox traditionalists, today. We could have justifiably used the word “heterodox,” which is not frequently used as an ad hominem epithet, as the word “heretic” so frequently is, but which simply indicates what both words actually mean: a person who holds to views that deviate from established belief and, in the Orthodox Church, who accepts an opinion held in opposition to the Patristic consensus and the conscience of the Church. The word takes on wholly pejorative meanings, in the Orthodox Church, only when applied to those who, in their absolute intransigence, fail to succumb to the entreaties of the Church (and to spiritual sobriety), in the face their of error, and thus cause harm to the harmonious ethos of Orthodoxy and lead others into error and delusion—Trans.
 

2. To be precise, the agreement in question was signed by members of the North American
Orthodox-Catholic Theological Consultation, meeting at St. Vladimir’s Orthodox Theological
Seminary in Crestwood, New York—Trans.
Translated from the Greek original in Ekklesiastike Parembase, No. 71 (December 2001), p. 12.
Reprinted from Orthodox Tradition, Vol XX, No 2, pp. 40-43.



Metropolitan Hierotheos (Vlachos) of Navpaktos and Hagios Vlasios

Thursday, August 20, 2015

Άγιος Νείλος ο Ασκητής-Η Προσευχή..




Γνωρίζουμε, άραγε, οι σημερινοί Χριστιανοί, τι είναι η αληθινή προσευχή, ποια τα χαρακτηριστικά της και ποιοι οι καρποί της;

Οι 'Άγιοι της Εκκλησίας μας, που υπήρξαν οι κατεξοχήν προσευχόμενοι άνθρωποι, μας έχουν παραδώσει την ιερή τους εμπειρία με τρόπο εκφραστικό και κατηγορηματικό. Η προσευχή, μας λένε, είναι ανύψωση του νου στον Θεό και συνομιλία μαζί Του. Η προσευχή είναι ένωση τού ανθρώπου με τον Θεό· έργο των αγγέλων κλειδί τού Παραδείσου· φωτισμός της ψυχής· συγχώρηση των αμαρτημάτων μητέρα των αρετών. Η προσευχή είναι όπλο ακαταμάχητο· θησαυρός αδαπάνητος· γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς· τείχος που προστατεύει από τις θλίψεις. Η προσευχή είναι καθρέφτης της πνευματικής ζωής τού ανθρώπου και εργασία που ποτέ δεν τελειώνει.
Εύκολα, λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς, πώς η προσευχή δεν αποτελεί ένα απλό «θρησκευτικό καθήκον» ή μια «συναισθηματική εκτόνωση». Είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει η ψυχή. Είναι η ολοκληρωτική στροφή και προσφορά τού ανθρώπου στον Θεό. Μια προσφορά, που, όταν συνοδεύεται από τον αγώνα για την τήρηση των εντολών τού Χριστού, ελκύει τη θεία χάρη. Κι αυτή με τη σειρά της καθαρίζει την καρδιά, φωτίζει το νου, μεταμορφώνει τον όλο άνθρωπο και τον χριστοποιεί.
Γι’ αυτό, χριστιανός που δεν προσεύχεται, δεν είναι αληθινός χριστιανός. Και άνθρωπος που δεν ξέρει να προσευχηθεί, δεν είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος.
«Όπως το σώμα», λέει ο ιερός Χρυσόστομος, «χωρίς την ψυχή, είναι νεκρό, έτσι και η ψυχή, χωρίς την προσευχή, είναι νεκρή».
Στις επόμενες σελίδες προσφέρεται επιλεκτικά, σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση, ένα κλασικό έργο της πατερικής γραμματείας, ο «Λόγος περί προσευχής», που βρίσκεται καταχωρισμένος στη Φιλοκαλία και αποδίδεται στον Σιναΐτη άγιο Νείλο τον ασκητή (5ος αι. ).
Ολόκληρο το έργο αποτελείται από 153 μικρά μα περιεκτικά κεφάλαια, που χειραγωγούν με ασφάλεια στην οδό της πνευματικής προσευχής όποιον θελήσει όχι να τα διαβάσει βιαστικά, μα να τα μελετήσει προσεκτικά και να τ' αφομοιώσει. Γιατί είναι αλήθεια, πως για τον σημερινό άνθρωπο ο λόγος του αγίου Νείλου είναι τροφή στέρεη. Είναι ισχυρό αντίδοτο στον πνευματικό λιμό της εποχής μας, όπου το «μυστήριον της ανομίας» ενεργείται με ταχύτατους ρυθμούς.
Στις επερχόμενες δοκιμασίες θα μας θρέψει και θα μας στηρίξει μόνο η «εν πνεύματι και αληθεία» κοινωνία με τον όντως Όντα Θεό, τον Παντοκράτορα Κύριο. Ο δικός Του αιώνιος λόγος ακούγεται σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, αφυπνιστικός και σωτήριος: «Βλέπετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε… ίνα καταξιωθήτε εκφυγείν πάντα τα μέλλοντα γίνεσθαι και σταθήναι έμπροσθεν τού Υιού του ανθρώπου» (Μάρκ. 13:33 και Λουκ. 21:36).


Η προσευχή


► Προσευχή είναι το ανέβασμα του νου στον Θεό. Πρόκειται για μια εργασία πνευματική, που αρμόζει στην αξία του ανθρώπινου νου περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη ασχολία.


► Η προσευχή γεννιέται από την πραότητα και την αοργησία· φέρνει στην ψυχή τη χαρά και την ευχαριστία· προφυλάσσει τον άνθρωπο από τη λύπη και την αθυμία.


► Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή τροφή της ψυχής, έτσι και του νου τροφή είναι η πνευματική προσευχή.


► Όπως η όραση είναι ανώτερη απ’ όλες τις αισθήσεις, έτσι και η προσευχή είναι η πιο θεία και ιερή απ’ όλες τις αρετές.


► Εκείνος που αγαπά τον Θεό, συνομιλεί πάντοτε μαζί Του σαν γιος προς πατέρα και αποστρέφεται κάθε εμπαθή σκέψη.


► Αφού η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με τον Θεό, σε ποιαν άραγε κατάσταση θα πρέπει να βρίσκεται αυτός, για να μπορέσει, χωρίς να στρέφεται άλλου, να πλησιάσει τον Κύριό του και να συνομιλεί μαζί Του χωρίς τη μεσολάβηση άλλου;


► Αν ο Μωυσής, προσπαθώντας να πλησιάσει τη φλεγόμενη βάτο, εμποδιζόταν, ώσπου έβγαλε τα σανδάλια από τα πόδια του, εσύ, που θέλεις να δεις τον Θεό και να συνομιλήσεις μαζί Του, δεν θα πρέπει να βγάλεις και να πετάξεις από πάνω σου κάθε αμαρτωλό λογισμό;


► Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σ' εμάς και τους ακάθαρτους δαίμονες δεν γίνεται για τίποτ' άλλο παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί σ' αυτούς είναι πολύ εχθρική και ενοχλητική η προσευχή, ενώ σ' εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.


► Τι θέλουν οι δαίμονες να ενεργούν μέσα μας; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχυνθεί ο νους απ’ αυτά και να μην μπορέσει να προσευχηθεί σωστά. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.


► Μη νομίζεις ότι απέκτησες αρετή, αν προηγουμένως δεν αγωνίστηκες γι’ αυτήν μέχρις αίματος. Γιατί, κατά τον απόστολο Παύλο (Εφ. 6:11), πρέπει ν' αντιστεκόμαστε στην αμαρτία μέχρι θανάτου, με αγωνιστικότητα και άμεμπτο τρόπο.


► Δεν μπορεί ο δεμένος να τρέξει. Ούτε ο νους, που δουλεύει σαν σκλάβος σε κάποιο πάθος, θα μπορέσει να κάνει αληθινή προσευχή. Γιατί σύρεται και γυρίζει εδώ κι εκεί από την εμπαθή σκέψη και δεν μπορεί να σταθεί ατάραχος.


► Δεν θα κατορθώσεις να προσευχηθείς καθαρά, αν ανακατεύεσαι με υλικά πράγματα και ταράζεσαι με αδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχή σημαίνει απαλλαγή από κάθε μέριμνα.


► Αν θέλεις να προσευχηθείς, έχεις ανάγκη από τον Θεό, που δωρίζει την αληθινή προσευχή σ' οποίον επιμένει ακούραστα στον αγώνα της προσευχής. Να Τον επικαλείσαι, λοιπόν, λέγοντας· «Αγιασθήτω το όνομα σου, ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθαίος 6:9)· δηλαδή, ας έρθει το Άγιο Πνεύμα και ο Μονογενής Σου Υιός. Γιατί αυτό μας δίδαξε ο Χριστός, λέγοντας μας πώς πρέπει να προσκυνούμε και να λατρεύουμε τον θεό Πατέρα «με τη δύναμη τού Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια» (Ιωάνν. 4:24).


► Πρώτα-πρώτα προσευχήσου ν' αποκτήσεις δάκρυα, για να μαλακώσεις με το πένθος την αγριότητα της ψυχής σου. Εύκολα τότε θα ομολογήσεις με ειλικρίνεια, ενώπιον του Κυρίου, τις αμαρτίες που διέπραξες, και θα λάβεις απ’ Αυτόν την άφεση.


► Να χρησιμοποιείς τα δάκρυα για να πετύχεις κάθε αίτημα σου. Γιατί χαίρεται πολύ ο Κύριος, όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.


► Αν στην προσευχή σου χύνεις πηγές δακρύων, μην υπερηφανεύεσαι πώς είσαι τάχα ανώτερος από τους πολλούς. Δεν είναι δικό σου κατόρθωμα αυτό, αλλά βοήθεια για την προσευχή σου από τον Κύριο, για να μπορέσεις έτσι να εξομολογηθείς πρόθυμα τις αμαρτίες σου και να Τον εξευμενίσεις.


► Όταν νομίσεις πώς δεν έχεις ανάγκη από δάκρυα στην προσευχή σου για τις αμαρτίες σου, να αναλογιστείς πόσο πολύ έχεις απομακρυνθεί από τον Θεό, ενώ θα 'πρεπε να είσαι διαρκώς κοντά Του και τότε θα κλάψεις με μεγαλύτερη θέρμη.


► Πράγματι, αν έχεις επίγνωση της καταστάσεως σου, θα πενθήσεις μ' ευχαρίστηση, ελεεινολογώντας τον εαυτό σου και λέγοντας όπως ο προφήτης Ησαΐας: «πως, ενώ είμαι ακάθαρτος και γεμάτος από πάθη, τολμώ να παρουσιάζομαι μπροστά στον Παντοδύναμο Κύριο;» (παράβαλλε Ησ. 6: 5 ).


► Αν θέλεις να προσεύχεσαι αξιέπαινα, να αρνείσαι τον εαυτό σου κάθε στιγμή· κι αν υποφέρεις πολλά δεινά, να στοχαστείς την ανακούφιση που θα βρεις, όταν καταφύγεις στην προσευχή.


► Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, μη λυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Διαφορετικά άδικα προσεύχεσαι.


► Όσα κάνεις εναντίον κάποιου αδελφού, που σ' έχει αδικήσει, όλα θα σου γίνουν εμπόδιο στον καιρό της προσευχής.


► «Άφησε το δώρο σου», λέει ο Χριστός, «μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και μετά έλα και προσευχήσου χωρίς ταραχή» (παράβαλλε Ματθαίος 5:24). Γιατί η μνησικακία θαμπώνει το λογικό του ανθρώπου που προσεύχεται, και σκοτίζει τις προσευχές του.


► Εκείνοι που προσεύχονται, αλλά συσσωρεύουν μέσα τους λύπες και μνησικακίες, μοιάζουν με ανθρώπους που αντλούν νερό απ’ το πηγάδι και το αδειάζουν σε τρύπιο πιθάρι.


► Μην αγαπάς τα πολλά λόγια και την ανθρώπινη δόξα. Διαφορετικά, όχι πίσω από την πλάτη σου, αλλά μπροστά στα μάτια σου θα σε επιβουλεύονται οι δαίμονες και θα χαίρονται μαζί σου στον καιρό της προσευχής, καθώς εύκολα τότε θα σε παρασύρουν και θα σε δελεάζουν με αλλόκοτους λογισμούς.


► Αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, μην υποχωρήσεις σε καμιά σαρκική απαίτηση, και δεν θα 'χεις στην ώρα της προσευχής κανένα σύννεφο να σε σκοτίζει.


► Μην αποφεύγεις τη φτώχεια και τη θλίψη, γιατί αυτές κάνουν ανάλαφρη την προσευχή.


► Πρόσεχε! Στέκεσαι αληθινά ενώπιον του Θεού την ώρα της προσευχής, ή μήπως νικιέσαι απ’ τον ανθρώπινο έπαινο κι αυτόν επιδιώκεις με το να κάνεις πολλές και μεγάλες προσευχές;


► Να προσεύχεσαι όχι φαρισαϊκά αλλά τελωνικά, για να δικαιωθείς κι εσύ από τον Κύριο.


► Έπαινος της προσευχής δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου και από το λόγο του Χριστού: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν» (Ματθαίος 6: 7).


► Μην προσεύχεσαι μόνο με εξωτερικά σχήματα, αλλά να προτρέπεις το νου σου να συναισθάνεται το έργο της προσευχής με πολύ φόβο.


► Είτε μόνος σου είτε μαζί με αδελφούς προσεύχεσαι, αγωνίσου να προσεύχεσαι όχι από συνήθεια, αλλά με συναίσθηση.


► Συναίσθηση προσευχής σημαίνει συγκέντρωση του νου με ευλάβεια, με κατάνυξη, με στεναγμούς μυστικούς και με πόνο ψυχής, που συνοδεύει την εξομολόγηση των αμαρτιών μας.


► Να στέκεσαι υπομένοντας τον κόπο, να προσεύχεσαι με ένταση και επιμονή και ν' αποστρέφεσαι τις φροντίδες και τις σκέψεις που σου έρχονται. Γιατί σε ταράζουν και σε θορυβούν, για να παραλύσουν τη δύναμη και την ένταση σου.


► Αν είσαι υπομονετικός, θα προσεύχεσαι πάντα με χαρά.


► Αγωνίσου να κρατήσεις το νου σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο. Έτσι μόνο θα μπορέσεις να προσευχηθείς.


► Η ψαλμωδία καταπραΰνει τα πάθη και γαληνεύει τις άτακτες κινήσεις του σώματος. Γι’ αυτό να ψάλλεις με συναίσθηση και κοσμιότητα και θα μοιάζεις έτσι με αετόπουλο που πετάει στα ύψη.


► Αν δεν έλαβες ακόμα χάρισμα προσευχής ή ψαλμωδίας, ζήτησε το με επιμονή και θα το λάβεις.


► Ο διάβολος φθονεί πολύ τον άνθρωπο που προσεύχεται, και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα, προκειμένου να πλήξει το σκοπό του. Έτσι, όταν δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, σου θυμίζουν κάποια δήθεν αναγκαία πράγματα. Σε λίγο όμως σε κάνουν να τα ξεχάσεις και σε σπρώχνουν να τα αναζητήσεις. Κι επειδή δεν τα θυμάσαι, στενοχωριέσαι και λυπάσαι. Όταν ξανασταθείς στην προσευχή, σου υπενθυμίζουν πάλι εκείνα που έψαχνες, για να στραφεί ξανά ο νους σ' αυτά και να χάσει τελικά την καρποφόρα προσευχή.


► Στην ώρα της προσευχής, η μνήμη σού φέρνει ή φαντασίες παλαιών πραγμάτων ή καινούργιες φροντίδες ή το πρόσωπο εκείνου που σ' έχει λυπήσει. Φύλαγε λοιπόν καλά τη μνήμη σου, για να μη σου παρουσιάζει τις δικές της υποθέσεις. Και να παρακινείς συνεχώς τον εαυτό σου να συνειδητοποιεί μπροστά σε ποιόν βρίσκεται. Γιατί είναι πολύ φυσικό για το νου να παρασύρεται εύκολα από τη μνήμη στον καιρό της προσευχής.


► Η προσοχή του νου που προσπαθεί να βρει προσευχή, θα βρει προσευχή. Γιατί η προσευχή ακολουθεί όσο τίποτε άλλο την προσοχή. Ας φροντίσουμε, λοιπόν, με προθυμία ν' αποκτήσουμε την προσοχή.


► Άλλοτε, με το που θα σταθείς στην προσευχή, μπορείς αμέσως να συγκεντρωθείς και να προσευχηθείς καλά κι άλλοτε πάλι θα κοπιάσεις πολύ χωρίς να πετύχεις το σκοπό σου. Αυτό συμβαίνει για να ζητήσεις με περισσότερη ζέση την προσευχή· κι αφού τη λάβεις, να την έχεις αναφαίρετο κατόρθωμα.


► Να ξέρεις πως οι άγιοι άγγελοι μας παροτρύνουν σε προσευχή και στέκονται μαζί μας και χαίρονται και προσεύχονται για μας. Αν λοιπόν αμελήσουμε και δεχθούμε τους λογισμούς που μας υποβάλλουν οι δαίμονες, πολύ παροργίζουμε τους αγγέλους. Γιατί, ενώ αυτοί τόσο πολύ αγωνίζονται για μας, εμείς ούτε για τον εαυτό μας δεν θέλουμε να ικετεύσουμε τον Θεό, αλλά, περιφρονώντας την υπηρεσία τους και εγκαταλείποντας τον Κύριό τους και Θεό, συνομιλούμε με ακάθαρτους δαίμονες.


► Πραγματική προσευχή κάνει εκείνος που προσφέρει πάντα στον Θεό ως θυσία την πρώτη του σκέψη.


► Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού αλλά μάλλον, καθώς διδάχθηκες, λέγε στην προσευχή σου: «Γενηθήτω το θέλημά σου» (Ματθαίος 6:10). Και για κάθε πράγμα αυτό να ζητάς από τον Θεό, να γίνει το θέλημά Του, γιατί Αυτός θέλει το καλό και το συμφέρον της ψυχής σου ενώ εσύ οπωσδήποτε δεν ζητάς πάντοτε το συμφέρον σου.


► Πολλές φορές ζήτησα με την προσευχή από τον Θεό να μου γίνει κάτι που νόμιζα καλό. Και επέμενα παράλογα να το ζητώ, βιάζοντας το θείο θέλημα. Δεν άφηνα τον Θεό να οικονομήσει ό,τι Αυτός γνώριζε ως δικό μου συμφέρον. Και λοιπόν, αφού έλαβα ό,τι ζητούσα, στενοχωρήθηκα ύστερα πολύ, που δεν είχα παρακαλέσει να γίνει μάλλον το θέλημα Του. Γιατί δεν μου ήρθε το πράγμα έτσι όπως το νόμιζα.


► Τί είναι αγαθό, παρά ο Θεός; Σ' Αυτόν λοιπόν ας αναθέσουμε όλα μας τα ζητήματα, και θα πάνε καλά. Γιατί ο αγαθός οπωσδήποτε χορηγεί και αγαθές δωρεές.


► Στην προσευχή σου να ζητάς μόνο τη δικαιοσύνη και τη βασιλεία του Θεού, δηλαδή την αρετή και τη θεία γνώση. Και όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.


► Ανάθεσε με εμπιστοσύνη στον Θεό τις ανάγκες του σώματός σου, κι αυτό θα φανερώσει πως Του αναθέτεις και τις ανάγκες του πνεύματος.


► Ν' αγωνίζεσαι, ώστε να μη ζητήσεις το κακό κανενός στην προσευχή σου, για να μην γκρεμίσεις ό,τι χτίζεις, κάνοντας σιχαμερή την προσευχή σου.


► Ο χρεωφειλέτης των μυρίων ταλάντων της ευαγγελικής παραβολής ας σου γίνει παράδειγμα. Αν δεν συγχωρέσεις αυτόν που σ' έβλαψε, ουτ' εσύ θα πετύχεις την άφεση των αμαρτιών σου. Γιατί λέει το Ευαγγέλιο για τον χρεωφειλέτη των μυρίων ταλάντων, που δεν συγχωρούσε τον δικό του χρεώστη, ότι «τον παρέδωσε στους βασανιστές» (Ματθαίος 18:24-35).


► Καλό είναι να μην προσεύχεσαι μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για κάθε συνάνθρωπό σου, ώστε να μιμηθείς έτσι τον αγγελικό τρόπο προσευχής.


► Μη θλίβεσαι, αν δεν παίρνεις αμέσως από τον Θεό ό,τι ζητάς. Γιατί θέλει να σ' ευεργετήσει περισσότερο με το να υπομένεις καρτερικά στην προσευχή. Τί ανώτερο υπάρχει, αλήθεια, από το να συναναστρέφεσαι τον Θεό και να συνομιλείς μαζί Του;


► Ο Κύριος, θέλοντας να διδάξει τους μαθητές Του ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποθαρρύνονται, τους διηγήθηκε μια σχετική παραβολή (Λουκ. 18:1-8). Σ' αυτή την παραβολή κάποιος άδικος δικαστής είπε για μια χήρα γυναίκα, που ζητούσε επίμονα το δίκιο της: Αν ούτε τον Θεό φοβάμαι ούτε τους ανθρώπους ντρέπομαι, όμως, επειδή αυτή η γυναίκα με ενοχλεί συνεχώς, ζητώντας το δίκιο της, θα της το δώσω. Και ο Κύριος κατέληξε στο συμπέρασμα: Έτσι και ο Θεός θα εκπληρώσει σύντομα το θέλημα αυτών που Τον παρακαλούν νύχτα-μέρα. Γι’ αυτό, λοιπόν, κι εσύ μη χάνεις το θάρρος σου και μη στενοχωριέσαι, επειδή δεν έλαβες. Γιατί θα λάβεις αργότερα. Να είσαι χαρούμενος και να επιμένεις, υπομένοντας τον κόπο της αγίας προσευχής.


► Να παραβλέπεις τις ανάγκες του σώματος όταν προσεύχεσαι, για να μη χάσεις το μέγιστο κέρδος της προσευχής σου από το τσίμπημα ενός κουνουπιού ή την ενόχληση μιας μύγας.


► Αν έχεις επιμέλεια στην προσευχή, να ετοιμάζεσαι για επιθέσεις δαιμόνων και να υπομένεις με γενναιότητα τα χτυπήματά τους. Γιατί θα ορμήσουν επάνω σου σαν άγρια θηρία, για να σε ταλαιπωρήσουν.


► Εκείνος που υποφέρει τα λυπηρά, θα επιτύχει και τα χαρμόσυνα. Κι εκείνος που εγκαρτερεί στα δυσάρεστα, θα απολαύσει και τα ευχάριστα.


► Μη φανταστείς κανένα σχήμα για τον Θεό όταν προσεύχεσαι, μήτε να επιτρέψεις να τυπωθεί κάποια μορφή στο νου σου, αλλά πλησίασε με άυλο τρόπο τον άυλο Θεό.


► Μην επιθυμήσεις να δεις με τα μάτια τού σώματός σου αγγέλους ή δυνάμεις ή το Χριστό, μην τυχόν και χάσεις εντελώς το μυαλό σου και δεχθείς έτσι λύκο αντί για βοσκό και προσκυνήσεις τους εχθρούς δαίμονες.


► Φυλάξου από τις παγίδες των δαιμόνων. Γιατί συμβαίνει, εκεί που προσεύχεσαι ήσυχα και καθαρά, ξαφνικά να σου παρουσιάσουν κάποια παράξενη μορφή, για να σε οδηγήσουν στην υπερηφάνεια, καθώς θα υποθέσεις ότι εκεί βρίσκεται το θείο. Το θείο όμως είναι άυλο και χωρίς σχήμα.

► Φρόντισε να έχεις πολλή ταπεινοφροσύνη και ανδρεία, και δεν θ' αγγίξει την ψυχή σου δαιμονική επήρεια. Οι άγγελοι αοράτως θα διώξουν μακριά όλη την ενέργεια των δαιμόνων.


► Όταν μεταχειριστεί ο παμπόνηρος δαίμονας πολλά μέσα και δεν μπορέσει να εμποδίσει την προσευχή του δικαίου, τότε αποσύρεται για λίγο. Μα τον εκδικείται αργότερα, σπρώχνοντας τον στην οργή, για να εξαφανίσει την εξαίρετη εσωτερική κατάσταση που δημιουργήθηκε με την προσευχή, ή ερεθίζοντάς τον σε σαρκική ηδονή, για να μολύνει την ψυχή του.


► Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, να περιμένεις πειρασμούς. Στάσου λοιπόν γενναία, για να διατηρήσεις τον καρπό της προσευχής. Γιατί εξαρχής σ' αυτό έχεις ταχθεί, να εργάζεσαι την προσευχή και να φυλάττεις τους καρπούς της (Παράβαλλε Γεν. 2:15). Αφού εργαστείς, λοιπόν, μην αφήσεις αφύλαχτο ό,τι κέρδισες· διαφορετικά, δεν ωφελήθηκες καθόλου από την προσευχή σου.


► Αν προσεύχεσαι θεάρεστα, θα σε βρουν τέτοιες δοκιμασίες, ώστε να νομίσεις πώς είναι δίκαιο να θυμώσεις. Δεν υπάρχει όμως καθόλου δικαιολογημένος θυμός εναντίον του πλησίον. Αν καλοεξετάσεις την υπόθεση, θα βρεις πώς είναι δυνατό και χωρίς θυμό να διευθετηθεί το ζήτημα. Μεταχειρίσου, λοιπόν, κάθε τρόπο για να μη θυμώσεις.


► Το Άγιο Πνεύμα, συμπάσχοντας με την ασθένειά μας, έρχεται σ' εμάς, μολονότι είμαστε ακάθαρτοι από τα πάθη και τις αμαρτίες. Κι αν βρει το νου να προσεύχεται ειλικρινά μόνο σ' Αυτό, κυριαρχεί πάνω του, εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των πονηρών λογισμών και σκέψεων, που τον περικυκλώνουν, και τον προτρέπει στον έρωτα της πνευματικής προσευχής.


► Έχεις πόθο να προσευχηθείς; Γίνε νεκρός για τη γη. Έχε παντοτινά πατρίδα τον ουρανό όχι με λόγια, αλλά με ζωή αγγελική και με γνώση θεϊκή. Απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το παν.


► Αν είσαι πραγματικός θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά. Κι αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι πραγματικός θεολόγος.


► Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής δεν σχηματίζει μέσα του καμιάν απολύτως μορφή. Μακάριος ο νους, που προσεύχεται απερίσπαστα και αποκτά διαρκώς περισσότερο πόθο για τον Θεό. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής γίνεται άυλος κι ελεύθερος απ’ όλα. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής μένει ανεπηρέαστος από κάθε πράγμα.

► Αν στον καιρό της προσευχής σου νιώσεις χαρά μεγαλύτερη από κάθε άλλη χαρά, τότε πράγματι βρήκες την αληθινή προσευχή.

(Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Νο 29, Έκδοση Ιερά Μονής Παρακλήτου Ωρωπού)

http://www.alopsis.gr

It is a great goodness to submit to the will of God ( St Silouan the Athonite )


When you have no kind mentors, then you must submit humbly to the will of God. And then the Lord will make you wiser with His grace, for the Lord loves us more than words can describe.

It is a great goodness to submit to the will of God. Then your soul is filled with the Lord only, and it has no other thought, it prays to God with a special purity, and feels the love of God, even though the body may suffer. When the soul has submitted wholly to the will of God, then the Lord Himself begins to lead it, and the soul learns directly from God, where before it had learnt from teachers and Scripture. But it is very rare that the Teacher of a soul should be the Lord Himself through the Holy Spirit, and few know of this, except those who live according to the will of God.

The proud do not wish to live according to the will of God, they prefer to direct their own lives, and they do not understand that man lacks the capacity to direct his own life without God. And when I lived in the world and did not know the Lord and His Holy Spirit, I did not know how much the Lord loved us; I only depended on my own abilities. But when through the Holy Spirit I felt the presence of Our Lord Jesus Christ, the Son of God, then my soul submitted to God, and everything wicked that befalls me I accept with the words, "The Lord watcheth over me, what have I to fear?" Previously, I could not live like this.

The most precious thing on earth is to know God and at least in part understand His will. The soul that has felt God must submit to his will in everything and live before Him in fear and love. In love, because the Lord is love. In fear, because it must be afraid to insult God by some evil thought.

How do you know whether you are living according to the will of God? Here is a sign: if you long for some thing, then you have not submitted to the will of God, even though you may think that you live according to His will. Whoever lives according to the will of God does not concern himself with anything. And if he needs some thing, then he submits himself and that thing to God; and if he does not receive it, then he remains content as though he had received it. The soul which has submitted to the will of God, fears nothing: neither storm nor bandits; nothing. And whatever should happen, it says, "It is God’s will." If the body is ill, the soul thinks, "Then I am in need of this illness, otherwise God would not have given it to me." And so the body and the soul remain at peace.

Any soul that feels burdened by doubt must appeal to the Lord, and the Lord shall answer it. But in general, this should only be done in an hour of crisis and confusion; ordinarily, one should appeal to a confessor, for this is an expression of humility. The Lord has provided for the Holy Spirit to be present on earth, and those in whom He lives feel Heaven in their hearts. Perhaps you ask, why do I not feel such grace? Because you have not submitted to the will of God, but live according to your own.

We must always pray, so that the Lord will tell us what we must do, and the Lord will not leave us in confusion. Adam was unwise not to ask the Lord about the fruit brought to him by Eve, and so lost Eden. David did not ask the Lord, "will it be good if I take for myself the wife of Uriah?" and so fell into the sins of murder and adultery. And so all the saints who have sinned, sinned because they did not call upon God for help and spiritual guidance. Saint Serafim of Sarov once said, "When I spoke of my own mind, I made mistakes."

If you speak or write of God, then pray and ask the Lord for help and guidance, and the Lord will aid and teach you. And if you are bewildered, bow three times and say, "Merciful Lord, You see that my soul is confused, and I fear falling into sin, guide me, oh Lord." And the Lord will certainly direct you because He is very close to you. If you doubt this, then you will not receive that for which you ask. Thus the Lord said to Peter, "Why did you doubt, you of little faith" (Matthew 14:31), when Peter began to drown in the water. It is the same with the soul that begins to drown in evil thoughts when it enters into doubt.

And so, only the Lord knows all; as for us, whoever we are, we must pray to God for enlightenment and turn to our spiritual confessors, so as not to make mistakes.

St Silouan the Athonite

Wednesday, August 19, 2015

Ἡ φοβερή πλάνη τοῦ ἱδίου θελήματος



Στα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, προς τη θάλασσα έμενε ενάρετος Γέροντας, με έναν επίσης ευλαβέστατο υποτακτικό, ό όποιος στην αρχή έκανε υπακοή, άλλα με μια μικρή δώσει υποκρισίας. Ή υποκρισία του έφερε ψευτοταπείνωσι, και ενώ στην αρχή, όπως είπαμε, πράγματι υποτάζονταν στο θέλημα του Γέροντα του και του Πνευματικού του και ήταν πράος και ήσυχος, με τον καιρό όμως, επειδή δεν είχε ειλικρίνεια, άρχισε να κάνει κρυφά το θέλημα του.
Όπως μου διηγήθηκαν Πατέρες της ερήμου αυτής, το όνομα του Γέροντα του δεν ενθυμούνται, άλλα πολύ καλά ενθυμούνται, πώς ό Μοναχός αυτός, πνευματικό είχε τον ξακουστό και ενάρετο Παπα – Γρηγόρη, ό όποιος ησύχαζε στη Μικρή Άγιάννα, στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου», πού είναι στο ψηλότερο μέρος.
Στους δοκίμους και αρχαρίους Μοναχούς, από τον Πνευματικό έξομολόγο, σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός, δίδεται ανάλογος Κανόνας προσευχής και νηστείας.Συνήθως στην αρχή ορίζονται 50 γονυκλισίες—Μετάνοιες— και έξι κομβοσχοίνια. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μονοφαγία, δηλαδή μια φορά την ήμερα φαγητό χωρίς λάδι ή τίποτε το λιπαρό. Αν ό οργανισμός αντέχει, με την πάροδο του χρόνου, αυξάνει ό Κανόνας της προσευχής και της νηστείας. Οι Μετάνοιες γίνονται 100 και 10 κομβοσχοίνια την ήμερα και δυο φορές την εβδομάδα απόλυτη ξηροφαγία ή τέλεια νηστεία.
Όταν γίνει Μοναχός μεγαλόσχημος, οι μετάνοιες γίνονται 300 και τα κομβοσχοίνια 15 την ήμερα, ανάλογα γίνεται και με την νηστεία. Αυτή ή προσευχή πού κάνει ό κάθε αδελφός μόνος του είναι ό καθορισμένος Κανόνας, ό όποιος θα πρέπει να γίνεται, εκτός από τις καθιερωμένες κοινές προσευχές με όλους τους αδελφούς, δηλαδή την προσευχή του Εσπερινού, του Μεσονυκτικού, του Όρθρου, των Ωρών, της θείας Λειτουργίας, των Τυπικών και του Απόδειπνου, ή οποία είναι κοινή για όλους τους αδελφούς και υποχρεωτική, εκτός ασθενείας ή αναγκαιας υπηρεσίας —διακονήματος— το όποιο θα διακρίνει και θα καθορίζει ό Γέροντας ή ό ηγούμενος και ό Πνευματικός.
Έκτος, λοιπόν, άπ' αυτά, που είναι καθορισμένα και συνεχίζονται από την ιερή Παράδοση, ότι άλλο κάνει ιδιαίτερο ό Μοναχός, χωρίς την άδεια ή ευλογία από το Γέροντα του ή τον Πνευματικό του, αυτό λογίζεται θέλημα κι όταν μάλιστα γίνεται κρυφά είναι αμαρτία μεγάλη. Ό υποτακτικός αυτός, πού το όνομά του, καθώς με βεβαίωσαν ήταν «Σπυρίδων» είχε πολλά χρόνια στην Καλογερική και στην υπακοή, πού στην αρχή ακολουθούσε τη σειρά των Πατέρων, αλλά σιγά ,σιγά τον πλάνεψε ό διάβολος κι άρχισε να κάνει κρυφά νηστείες και προσευχές περισσότερες άπ' εκείνες πού του είχαν ορίσει.
Από το θέλημα αυτό, αισθάνονταν μέσα του ικανοποίηση και άρχισε να πιστεύει, πώς αυτός έβαλε κάποια καλύτερη σειρά, άπ' εκείνη πού είχανε οι άλλοι Πατέρες. Νήστευε πιο πολύ και έτσι λίγο – λίγο χωρίς να το καταλάβει έπεσε σε υπερηφάνεια κι είχε τον εαυτό του σε υπόληψη και τους άλλους θεωρούσε κατώτερους του, στην αρετή και σ' όλα τ' άλλα, πώς δεν τον έφτανε στην αρετή, ούτε αυτός ό Γέροντας του. Τον δε Πνευματικό του θεωρούσε στενοκέφαλο, όπως και ό ίδιος διηγόταν αργότερα, στους Πατέρες, μετά το πάθημα του.
Πνευματικός του ήταν ό Παπα – Γρηγόρης, πού με τα καλογέρια του, Κοσμά και Δαμιανό τους Μοναχούς, έμενε στην «Κοίμηση της Θεοτόκου», όπως είπαμε, στη Μικρή Άγιάννα.
ΚΑΛΟΣΤΗΜΕΝΗ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Μια νύχτα του Γενάρη, τα μεσάνυχτα χτύπησαν την πόρτα του δωματίου του, αφού είπαν δυο λέξεις μόνον από το «Δι' ευχών».
Ό Μοναχός Σπυρίδων άνοιξε την πόρτα και βλέπει μπροστά του έναν Άγγελο. Μόλις τον είδε ταράχτηκε τόσο πού δεν ήξερε τι να ειπεί, μόνον έτριβε τα μάτια του και του φάνηκε ο Άγγελος πολύ κόκκινος.
Ό φαινόμενος Άγγελος, δεν του έδωκε καιρό να σκεφθεί, άρχισε να του λέει επαίνους και κολακείες: «— Αδελφέ, ό Θεός δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, σα θυμίαμα και επειδή ευχαριστήθηκε πολύ από αυτά πού κάνεις, από τον εαυτό σου και την προαίρεση σου, με έστειλε να σε πάρω νάρθεις ν' ανέβουμε μαζί στην κορυφή του Άθωνα, και κείνος θα κατέβει με όλους τους αγίους, για να τον προσκυνήσεις, να πάρεις θάρρος και δύναμη, για να κάνεις μεγαλύτερες και περισσότερες αρετές. Εμπρός να φύγουμε, έχω εντολή να σε πάρω αμέσως, γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεση μας, ό Δεσπότης Χριστός θα είναι στο θρόνο να τον προσκυνήσεις και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα». Ό Μοναχός Σπυρίδων, από τη φαντασία και την υπερηφάνεια σκοτισμένος, δε σκέφτηκε ούτε μια φορά να ειπεί την προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» ή καν να κάνει έστω και μια φορά το σταυρό του, χωρίς να σκεφθεί τίποτε το πονηρό, ακολούθησε τον φαινόμενο Άγγελο και πήραν τον ανήφορο να πάνε στην κορυφή του Άθωνα από τα Κατουνάκια, μες την καρδιά του χειμώνα. Ό δρόμος ήταν καλυμμένος με πολλά χιόνια, πολλές φορές ό Μοναχός βούλιαζε μέχρι τη μέση στα χιόνια, παραπονιόταν πώς κουράστηκε, κι έλεγε να καθίσουν λίγο, αλλά ό φαινόμενος Άγγελος του απαντούσε: «Κάνε κουράγιο, αδελφέ, δεν είδες ότι τα καλά έργα «κόποις κτώνται και μόχθοις κατωρθούνται λίγο ακόμη φθάνουμε».
Ό Μοναχός άλλου έπεφτε κι άλλου σηκωνότανε, με πολλή ταλαιπωρία και κόπο, σε τρεις ώρες φτάσανε επί τέλους στην κορυφή !
Ό φαινόμενος Άγγελος όλος χαρά, λέγει στο Μοναχό Σπυρίδωνα: Κοίταξε άββά προς τα εκεί. Ό Μοναχός σαστισμένος από την πολλή κούραση, γύρισε προς τα δυτικά της Κορυφής και είδε μέσα σε ένα μεγάλο στρογγυλό δίσκο πού είχε πολύ φως κόκκινο σα φωτιά, στη μέση φαινότανε σαν το Δεσπότη Χριστό φορεμένο αρχιερατικά άμφια, να κάθεται σε θρόνο, γύρω – γύρω να είναι Άγγελοι. Μετά βλέπει να έρχονται κύματα – κύματα οι άγιοι σε Τάγματα. Τότε άρχισε να διακρίνει, πώς ερχόντουσαν τα διάφορα Τάγματα των Αγγέλων, των Αποστόλων, των Όσίων, των Ιεραρχών και των Δικαιων ανδρών και γυναικών, ακριβώς όπως παριστάνονται στην εικόνα των Αγίων Πάντων.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Από τους ιεράρχες, μπροστά – μπροστά φαινόταν να έρχεται ό Άγιος Σπυρίδων, τότε ό φαινόμενος Άγγελος προστακτικά είπε στο μοναχό Σπυρίδωνα: «τι κάθεσαι και βλέπεις σα χαζός και κοιτάς έτσι περίεργα; Δε βλέπεις το Δεσπότη Χριστό πού σε περιμένει; Πήγαινε σύντομα να τον προσκυνήσεις».
Ό Μοναχός Σπυρίδων, επηρεασμένος από τη φαντασία της υπερηφάνειας, φούσκωνε πιο πολύ σαν το Παγώνι και προχώρησε λίγο, αλλά σιγά – σιγά πήγαινε με δισταγμό κάπως, σαν να του έλεγε κάτι από μέσα του, μην προχωρείς άλλο! τι να ήταν άραγε ; Να ήταν ή φωνή της συνειδήσεως ή ό φύλακας Άγγελος του; Σε μια στιγμή, ό πάτερ Σπυρίδων, πρόσεξε τον Άγιο Σπυρίδωνα, πού ερχότανε μπροστά, πώς στο κεφάλι του φορούσε ένα μεγάλο σκούφο, πού, το ύψος του έφτανε το ένα μέτρο. Τον άγιο Σπυρίδωνα, επειδή έφερε το όνομά του, σαν προστάτη του, τον είχε περισσότερη ευλάβεια και σεβασμό και επειδή συνήθως οι αγιογράφοι στις εικόνες, τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον παριστάνουν αντίθετα από εκείνο πού αυτός έβλεπε, με πολύ μικρή σκούφια, ό πάτερ Σπυρίδων, παραξενεύτηκε βλέποντας τόσο μεγάλη και ψηλή σκούφια να φορεί ό άγιος του και κάνοντας το σταυρό του είπε φωναχτά: «Κύριε ελέησον, ό άγιος μου Σπυρίδωνας να έχει τόσο μεγάλη σκούφια, πολύ περίεργο πράγμα! !»
Μόλις έκαμε το σημείο του σταυρού, χάθηκαν όλα τα φαινόμενα και οι απάτες του Σατανά έγιναν άφαντες, αλλά ό ίδιος, είδε πώς βρισκότανε στο χείλος του γκρεμού, ευτυχώς το ένα πόδι ήταν βουλιαγμένο στο χιόνι και το άλλο πού είχε σηκωμένο, γιο: να προχωρήσει, βρίσκονταν στο κενό, δηλαδή δεν είχε μέρος να το πατήσει, γιατί αν έκανε μισό βήμα ακόμη, θα έπεφτε στο κενό πού είναι περισσότερο από χίλια μέτρα βάθος. Τον λυπήθηκε όμως ό Θεός, γιατί αντί να πέσει μπροστά, έγειρε προς τα πίσω και έμεινε εκεί από το φόβο και τη φρίκη πού δοκίμασε περισσότερο από τρεις ώρες λιπόθυμος και συνήλθε σαν πήρε για καλά ή ήμερα και, τον ζέστανε ό ήλιος.
Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΙΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Πήρε το δρόμο του γυρισμού, άλλα τα πόδια κι όλο το σώμα πονούσαν φρικτά και έτρεμαν από το φόβο και την υπερβολική νηστεία. Ταλαιπωρημένος όπως ήταν, έκαμε 12 ολόκληρες ώρες να κατέβει από τον Άθωνα και με πολύ κόπο πήγε στο ησυχαστήριο, κτύπησε την πόρτα του Γέροντα του, άνοιξε και τον βρήκε να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια και να παρακαλεί το Θεό.
στην ερώτηση τι του συνέβη, ό Πάτερ Σπυρίδων, αντί απαντήσεως έπεσε στα πόδια του Γέροντα του, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια το φρικτό πάθημα του και την απάτη πού του έκαναν οι Δαίμονες.
Ό Γέροντας του, απλός και ενάρετος άνθρωπος, ζήτησε να μάθει την αίτια και αφού έμαθε τα κρυφά θελήματα, τις επί πλέον προσευχές, νηστείες και γονυκλισίες, του έδωκε επιτίμιο και αυστηρό κανόνα και εν συνεχεία τον έστειλε στον Πνευματικό του Παπα – Γρηγόρη, ό όποιος με τη σειρά του, επειδή ό πάτερ Σπυρίδων, πίστεψε στις φαντασίες του Σατανά και τον ακολούθησε, χωρίς να ρωτήσει το Γέροντα του ή καν να κάνει το σταυρό του, κίνησε και πήγε στο άγνωστο, τον έπετίμησε και τον τιμώρησε επί τρία χρόνια να μη κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Του επέβαλε αποκλεισμό από την κοινή προσευχή και υποχρεωτικά, για τις κρυφές νηστείες πού έκανε με το θέλημα του, θα κατέλυε κάθε μέρα αρτύσιμοι τροφή και για να του ταπεινώσει το φρόνημα, τον έστειλε στο ιερό Κοινόβιο της Μονής του αγίου Διονυσίου, πού ήταν ένα από τα αυστηρότερα Μοναστήρια, να πλένει υποχρεωτικά τα πιάτα στο μαγειρείο του Κοινοβίου και να λέγει αύτη την προσευχή συνέχεια: «ελέησον με ό Θεός το βδέλυγμα».
Τρία χρόνια έμεινε στον κανόνα αυτό στο Μοναστήρι του Διονυσίου και μετά γύρισε και πάλι στο Γέροντα του, ό όποιος με χαρά τον δέχτηκε μετανοημένο και διορθωμένο.
Ό αδελφός Σπυρίδων, έλεγε το πάθημα του αυτό, σ' όλους τους Πατέρες, τους οποίους παρακαλούσε να προσεύχονται και γι' αυτόν. Σ' όλη δε τη ζωή του, δεν έλειψαν ποτέ τα δάκρυα από τα μάτια του. Για την υπακοή του δε αυτή, πού ακολούθησε κατά γράμμα τον κανόνα του Γέροντα και του Πνευματικού -του, τον αξίωσε ό Θεός να αποκτήσει ταπείνωση πλέον αληθινή και όχι ψεύτικη και να τελειωθεί με μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση, γενόμενος υπόδειγμα κάλου υποτακτικού και τέλειου Μονάχου.
Ο ΘΕΟΣ ΔΕ ΔΕΧΕΤΑΙ ΓΙΑ ΑΡΕΤΕΣ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΘΕΛΗΜΑΤΑ
Λίγα χρόνια μετά από το συμβάν αυτό, σε μια από τις ησυχαστικές Καλύβες στα Κατουνάκια, ασκήτευε ένας Ιερομόναχος σαν υποτακτικός σε έναν ευλαβέστατο και διακριτικό Γέροντα Σεραφείμ.
Ό υποτακτικός νέος Ιερεύς τότε, με πολλή προθυμία και ευλάβεια στα πνευματικά καθήκοντα, από τον μισόκαλο διάβολο παρακινούμενος, έκανε κρυφά προσευχές και νηστείες, χωρίς να έχει τη γνώμη και συγκατάθεση του Γέροντα του.
Πέρασαν αρκετά χρόνια, με τη νοθευμένη, από το θέλημα του, αύτη ευλάβεια, πού του έδωσε και μια ψευτοταπείνωσι στα μάτια των άλλων αδελφών να φαίνεται αγαθός και άκακος.
Μια βραδιά τα μεσάνυχτα, όπως έκανε την κρυφή προσευχή του αυτή, βλέπει στη γωνιά της οροφής του Κελιού του, να κατεβαίνει από το ταβάνι ένας κατακόκκινος άγγελος πού έμοιαζε σαν φωτιά (παίρνει ό Σατανάς το σχήμα του αγγέλου, αλλά το διακριτικό πού τον ξεχωρίζει από τον πραγματικό άγγελο είναι πώς φαίνεται κατακόκκινος σα φωτιά και φέρνει ταραχή και φρίκη στην ψυχή εκείνου πού τον βλέπει), ό όποιος αφού κατέβηκε δήθεν από τον ουρανό χωρίς να πιάνεται από πουθενά, για να κατέβει στο δωμάτιο του αδελφού, πιανότανε από τα ξυλοπάταρα του ταβανιού, όπως έχουν εκεί τα παλιά σπίτια και Καλύβια, πιανότανε λοιπόν ό φαινόμενος άγγελος για να μην πέσει στο κενό.
Ό Ιερομόναχος όταν τον είδε τρόμαξε και άρχισε με το δεξί του χέρι να σταυρώνει τον αέρα και να φωνάζει: «Κύριος επιτίμησε σε διάβολε, φύγε από το δωμάτιο μου καταραμένε» και συνέχιζε να σταυρώνει.
Ό φαινόμενος άγγελος όμως δεν έφευγε, άλλα με κολακευτικό τρόπο, του έλεγε: «Αδελφέ, μην ενοχλείσαι από την παρουσία μου, γιατί μ' έστειλε ό Θεός να σου ειπώ, πώς δέχτηκε τις προσευχές σου και τις νηστείες σου, ευχαριστήθηκε πολύ άπ' αυτές και θα σου δώσει πολλά χαρίσματα».
Ό Ιερομόναχος υστέρα άπ' αυτά άρχισε να υποχωρεί και να παίρνει θάρρος, άλλ' ό φανείς άγγελος έγινε άφαντος, αφού συνέχιζε να σταυρώνει τον αέρα και επειδή έδωκε βάση κάπως σ' αυτά πού άκουσε, φαίνεται πίστεψε στα κολακευτικά λόγια του Σατανά, διότι άρχισε από μέσα του να φουσκώνει από εγωισμό και δεν είπε σε κανέναν τίποτε.
Δεν πέρασαν όμως ούτε 15 ήμερες και επειδή δεν φανέρωσε σε κανέναν τη σατανική παγίδα, ό δαίμονας πείραξε τον Ιερομόναχο με πολύ σκληρό σαρκικό πόλεμο, τόσο πού δεν έβρισκε ησυχία μέρα – νύχτα επί σαράντα ή μερόνυχτα. Τότε εξαναγκάστηκε να το εξομολογηθεί στο Γέροντα του και στο πνευματικό του, Παπα – Συμεών, ό όποιος ήταν καλός και διακριτικός, τον κανόνισε περισσότερο για την απόκρυψη των κρυφών αυτών ενεργειών του και του επέβαλε αυστηρή τιμωρία.
Στην αρχή του επέβαλε, να εξευτελίζει τον εαυτό του ενώπιον όλων των Πατέρων και να λογαριάζει πώς είναι ό αμαρτωλότερος άνθρωπος της γης. Σε συνέχεια του λοιπού δε θα κάνει τίποτε χωρίς τη γνώμη και γνώση του Γέροντα και του Πνευματικού, δε θα κάνει ούτε προσευχή πέραν της κεκανονισμένης ούτε θα λειτουργήσει επί αρκετό χρονικό διάστημα.
Έτσι αφού εξομολογηθεί και ταπεινώθηκε ζητώντας συγχώρεση από το Θεό και τους ανθρώπους, άρχισε να υποχωρεί ό σαρκικός πόλεμος, ό οποίος κυρίως τρέφεται με τον εγωισμό, την πολυφαγία και τη φαντασία των αισχρών λογισμών και πραγμάτων, και ανάλογα ό άνθρωπος γίνεται θύμα του πολέμου ή νικητής και στεφανώνεται από τον αγωνοθέτη Δεσπότη Χριστό, πού βραβεύει τις καλές μας πράξεις και τιμωρεί τίς κακές και κρυφές ενέργειες μας.
Εις δε τους ανθρώπους που επιμένουν να κάνουν το θέλημα τους αυτά και χειρότερα παραχωρεί ό Πανάγαθος θεός, πού θέλει με κάθε τρόπο να μας σώσει και να μας παραλάβει καθαρούς και αγνούς στη βασιλεία των ουρανών, όπως έγινε με τον εν λόγω ιερομόναχο, πού για παραδειγματισμό όλων ημών παραχώρησε να πάθει αυτά για να προσέχομε εμείς.


http://agiameteora.net/index.php/istories/2452-foveri-plani-to-diou-thelimatos.html

St. Basil the Great-On the Value of the Psalms



Page from a greek psalter

From St. Basil’s homily on Psalm 1

When, indeed, the Holy Spirit saw that the human race was guided only with difficulty toward virtue, and that, because of our inclination toward pleasure, we were neglectful of an upright life, what did He do? The delight of melody He mingled with the doctrines so that by the pleasantness and softness of the sound heard we might receive without perceiving it the benefit of the words, just as wise physicians who, when giving the fastidious rather bitter drugs to drink, frequently smear the cup with honey.
Therefore, He devised for us these harmonious melodies of the psalms, that they who are children in age, or even those who are youthful in disposition, might to all appearances chant, but in reality, become trained in soul. For, never has any one of the many indifferent persons gone away easily holding in mind either an apostolic or prophetic message, but they do chant the words of the psalms, even in the home, and they spread them around in the market place, and, if perchance, someone becomes exceedingly wrathful, when he begins to be soothed by the psalm, he departs with the wrath immediately lulled to sleep by means of the melody.
A psalm implies serenity of Soul; it is the author of peace, which calms bewildering and seething thoughts. For, it softens the wrath of the soul, and what is unbridled it chastens. A psalm forms friendships, unites those separated, conciliates those at enmity. Who, indeed, can still consider as an enemy him with whom he has uttered the same prayer to God? So that psalmody, bringing about choral singing, a bond, as it were, toward unity, and joining people into a harmonious union of one choir, produces also the greatest of blessings, love.
A psalm is a city of refuge from the demons; a means of inducing help from the angels, a weapon in fears by night, a rest from the toils of the day, a safeguard for infants, an adornment for those at the height of their vigour, a consolation for the elders, a most fitting ornament for women. It peoples the solitudes; it rids the market places of excesses; it is the elementary exposition of beginners, the improvement of those advancing, the solid support of the perfect, the voice of the Church. It brightens feast days; it creates a sorrow which is in accordance with God. For, a psalm calls forth a tear even from a heart of stone.
A psalm is the work of angels, a heavenly institution, the spiritual incense. 


http://tokandylaki.blogspot.ca/2013_08_20_archive.html

Tuesday, August 18, 2015

Γιατί φεύγει ο νους μου στην προσευχή;




Αγαπώ την προσευχή. Γνωρίζω ότι είναι μεγάλη δυνατότητα να μπορεί να στέκεται ο άνθρωπος ενώπιον του Θεού, να αναφέρει τα προβλήματά του και να ζητεί βοήθεια· ότι είναι μέγιστη τιμή να μπορεί να συνομιλεί με τον άπειρο και παντοδύναμο Θεό ο μικρός και αδύναμος άνθρωπος· ότι είναι πολύ μεγάλο και αποτελεσματικό όπλο στον αγώνα μας, που χαρίζει παρηγοριά, ελπίδα και ανάπαυση στην κουρασμένη ψυχή μας η προσευχή. Για όλους αυτούς τους λόγους μου αρέσει η προσευχή, θέλω να προσεύχομαι· και να προσεύχομαι σωστά, με καθαρή την ψυχή μου, με πίστη στην καρδιά, με συγκεντρωμένο το νου.
Δυστυχώς όμως τόσο συχνά διαπιστώνω ότι δεν τα καταφέρνω. Δεν μπορώ να συγκεντρώσω το νου, έστω και για λίγη ώρα, στην προσευχή. Κάνω το σταυρό μου και ξεκινώ. Λέω λίγα λόγια και χαίρομαι γι’ αυτό. Άρχισε η συνομιλία μου με τον Θεό. Τι όμορφα που είναι! Πόση χαρά νιώθω, όταν σκέπτομαι ότι μ’ ακούει ο Θεός, ο πανάγαθος Πατέρας, που όλα τα γνωρίζει, όλα τα μπορεί και μόνο το καλό μου θέλει! Σύντομα όμως φεύγει ο νους! Μόλις το καταλάβω, τον συμμαζεύω στην προσευχή. Όμως ξανά σε λίγο διαπιστώνω ότι βρίσκομαι αλλού και αρχίζω πάλι να προσπαθώ να συγκεντρωθώ στα λόγια της προσευχής και να μιλήσω στον άγιο Θεό. Δεν περνά λίγη ώρα και κάτι απ’ όσα με απασχολούν έρχεται και πάλι να κερδίσει το νου. Το συνειδητοποιώ σύντομα και διερωτώμαι με λύπη: Τι προσευχή είναι αυτή;
Αχ, αυτός ο νους! Ταχύτατος, ασυγκράτητος! Καλπάζει, φεύγει, μετατίθεται από το ένα στο άλλο, από τη γη στον ουρανό, από την Αμερική στην Αυστραλία, από τον ήλιο μας μέχρι την άκρη του σύμπαντος, από το παρόν στο μέλλον, και με την ίση ευκολία στο παρελθόν, στα χρόνια του Χριστού, και από εκεί ακόμη πιο πίσω, μέχρι την αρχή της δημιουργίας. Και όλα αυτά περνούν μπροστά μου πολύ γρήγορα και μετακινούμαι από το ένα στο άλλο σε μια μόνο στιγμή. Όσο ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου καλύπτω τεράστιες αποστάσεις στο χώρο και στο χρόνο, στα παλιά και στα σύγχρονα, στα πλησιέστερα και στα πιο μακρινά. Με το νου. Το ταχύτερο μέσο μεταφοράς! Πώς να τον συμμαζέψεις, να τον συγκρατήσεις; Πώς να δαμάσεις τον ατίθασο νου;
Και το χειρότερο είναι ότι δεν κινείται μόνο ταχύτατα ο νους. Κινείται και επικίνδυνα, πάει και εκεί που δεν πρέπει, εκεί που κινδυνεύει η καθαρότητά του, εκεί όπου είναι η αμαρτία! Και αυτό μπορεί να το κάνει και στις πιο ιερές ώρες, και στον πιο άγιο τόπο. Να βρίσκεσαι στην ιερότατη ώρα της θείας Λειτουργίας, μέσα στον άγιο τόπο του ναού, και να σκέφτεσαι αυτά που δεν πρέπει! Να πνίγεται ο νους από σκέψεις μνησικακίας, εκδικητικότητος, κενοδοξίας, φιλοπρωτίας, σαρκικότητος και κάθε άλλης βρωμερής αμαρτίας! Είναι, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, «ταχυπετές όρνεον καί αναιδέστατον», κινείται γρήγορα και πηγαίνει αναιδώς και εκεί που δεν είναι επιτρεπτό. Είναι ένα βρώμικο χασαπόσκυλο, «φιλομάκελλος κύων καί φιλόβρωμος».
Έχει ο νους μας την τάση να κινείται στα χαμηλά, σ’ αυτά που δεν μας ταιριάζουν, στα αμαρτωλά. «Ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ», λέγει ο Θεός (Γεν. η’ 21). «Ἔγκειται», στρέφεται η διάνοια του ανθρώπου «ἐπὶ τὰ πονηρὰ», μάλιστα «ἐπιμελῶς», και έπιπλέον «ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Με την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία διεστράφη το εσωτερικό του. Γι’ αυτό και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια πηγαίνει ο νους μας στα αμαρτωλά, ενώ με πολύ κόπο μπορεί κανείς να τον οδηγήσει στα ανώτερα και πνευματικά. Κάτι χάλασε μέσα μας και αναπτύχθηκε στην ψυχή μας η ροπή προς το κακό. Αυτή η ροπή είναι που επηρεάζει συχνά και σκοτίζει το νου. Γι’ αυτό και δεν αντέχει ο νους πολύ στην προσευχή και φεύγει.
Υπάρχει όμως και κάποια άλλη αιτία αυτού του κακού. Είναι ο πονηρός δαίμων, ο διάβολος. Αυτός είναι τελείως σκοτισμένο πνεύμα, ανεπανόρθωτα διεστραμμένος, σκέπτεται μόνο το κακό, δεν μπορεί να σκεφθεί το αγαθό. Και η κακία του τον ωθεί να πολεμεί τον άνθρωπο για να τον παρασύρει στο κακό. Γι’ αυτό και πολλές φορές οι σκέψεις οι αμαρτωλές και η διάσπαση του νου στην προσευχή έρχεται ως αποτέλεσμα δικών του επιθέσεων. «Ἐχθροῦ προσβολαῖς τοῦ δυσμενοῦς» μετακινείται ο νους από το αγαθό κι πέφτει σε ποικίλους λογισμούς που το μολύνουν, που τον αποσπούν από τη προσευχή και δεν τον αφήνουν ν’ ανεβεί ελεύθερος στον Θεό. Μάλιστα μπορεί κάποτε ο διάβολος να φέρει και καλές σκέψεις την ώρα της προσευχής, προκειμένου να μας αποσπάσει την προσοχή. Γιατί η προσευχή τον καίει και δεν αντέχει τη δύναμή της. Προκειμένου λοιπόν να σταματήσει η προσευχή, μπορεί να χρησιμοποιήσει και καλούς λογισμούς. Και αφού μ’ αυτό τον τρόπο πάρει τον νου από την προσευχή, στη συνέχεια θα επιχειρήσει και με κατά μέτωπον επίθεση με πονηρούς λογισμούς, να κάνει τη ζημιά.
Πώς λοιπόν θα αντιμετωπισθεί η κατάσταση αυτή της αδύναμης ψυχής μας; Πώς πρέπει να ενεργήσουμε ώστε να ανεβάσουμε την ποιότητα της προσευχής, ώστε η συνομιλία μας με τον Θεό να γίνεται χωρίς παρεμβολές, να μην καταντά μία ψυχρή, ράθυμη και τυπική εκπλήρωση ενός βασικού θρησκευτικού καθήκοντος; Πώς η προσευχή μας θα γίνεται «μετ’ ἐκτενείας, μετά ὀδυνωμένης ψυχῆς, μετά συντεταμένης διανοίας», δηλαδή με επίμονη και εκτενή προσπάθεια, με ψυχή που πονάει, με τη διάνοια σταθερή και με έντονο αγώνα προσηλωμένη; «Αὕτη ἐστίν ἡ πρός τόν οὐρανόν ἀναβαίνουσα» προσευχή, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.


Πηγή:orthmad

More humility and a lighter stomach - St. Paisios


It is better for someone to eat a little twice a day and have more humility and a lighter stomach, than to eat once a day, have a full stomach and a head full of pride.


St. Paisios

Sunday, August 16, 2015

ΜΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙΣ ΤΗΝ ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΣΟΥ ( Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου )



Δεν υπάρχει πιο κρύο πράγμα από τον χριστιανό που δεν σώζει άλλους. Δεν μπορείς εδώ να επικαλεσθείς την φτώχια, διότι θα σε κατηγορήσει η χήρα που κατέβαλε τα δύο λεπτά... Δεν μπορείς να επικαλεστείς την ταπεινή σου καταγωγή, διότι και οι απόστολοι ήταν άσημοι και κατάγονταν από ασήμους. Δεν μπορείς να προβάλεις την αγραμματοσύνη σου κι εκείνοι ήταν αγράμματοι.
Ακόμη κι αν είσαι δούλος, κι αν είσαι δραπέτης, θα μπορέσεις να εκπληρώσεις το καθήκον σου, διότι και ο Ονήσιμος τέτοιος ήταν. Κοίταξε όμως που τον καλεί και σε τι υψηλό αξίωμα τον ανεβάζει ο απόστολος «ίνα κοινωνή μοι», λέγει, «εν τοις δεσμοίς μου». Δεν μπορείς να προφασισθείς την ασθένεια, διότι και ο Τιμόθεος τέτοιος ήταν, είχε «πυκνάς ασθενείας»...
Δεν βλέπετε τα δένδρα τα άκαρπα πως είναι γερά, πως είναι ωραία, μεγάλα, λεία και ψηλά; Αλλά αν είχαμε κήπο, θα προτιμούσαμε να έχουμε ροδιές και ελιές καρποφόρες παρά αυτά, διότι αυτά είναι για την τέρψη και όχι για την ωφέλειά μας ελάχιστα ωφελούν. Τέτοιοι είναι οι χριστιανοί που φροντίζουν μόνο για τα δικά τους, η μάλλον ούτε τέτοιοι, διότι αυτοί είναι για την φωτιά, ενώ τα καλλωπιστικά δένδρα χρησιμοποιούνται και για την οικοδόμηση και για την ασφάλεια των ιδιοκτητών.
Τέτοιες ήταν και οι πέντε παρθένες, αγνές βέβαια και κόσμιες και σώφρονες, αλλά σε κανέναν χρήσιμες, γι' αυτό και κατακαίονται. Τέτοιοι είναι αυτοί που δεν έθρεψαν τον Χριστό. Πρόσεξε ότι κανείς απ' αυτούς δεν κατηγορείται για προσωπικά του αμαρτήματα δεν κατηγορείται ότι πόρνευσε ούτε ότι επιόρκησε, καθόλου, αλλά ότι δεν υπήρξε χρήσιμος στον άλλο... Πως είναι χριστιανός τέτοιος άνθρωπος;
Πες μου, αν το προζύμι που ανακατεύεται με το αλεύρι δεν μεταβάλλει στη δική του φύση όλο το φύραμα, είναι προζύμι; Και αλήθεια, το μύρο που δεν γεμίζει ευωδιά εκείνους που πλησιάζουν θα το ονομάζαμε μύρο;
Μην πεις μου είναι αδύνατο να παρακινήσω άλλους. Αν πράγματι είσαι Χριστιανός, αδύνατο είναι το να μη συμβαίνει αυτό. Όπως αυτά που βλέπουμε στη φύση είναι αναντίρρητα, έτσι και τούτο διότι στη φύση του Χριστιανού βρίσκεται το πράγμα. Μην υβρίζεις τον Θεό. Αν πεις ότι δεν μπορεί να φωτίζει ο ήλιος, τον ύβρισες αν πεις ότι ο Χριστιανός δεν μπορεί να ωφελεί, ύβρισες τον Θεό και τον είπες ψεύτη. Διότι είναι ευκολότερο να μη θερμαίνει και να μη χύνει φως ο ήλιος, παρά να μη φωτίζει ο χριστιανός είναι ευκολότερο να γίνει σκοτάδι το φως, παρά να συμβεί αυτό. Μη λες, λοιπόν, είναι αδύνατο, διότι αδύνατο είναι το αντίθετο. Μην υβρίζεις, λοιπόν, τον Θεό.
Αν ρυθμίσουμε σωστά τη ζωή μας, οπωσδήποτε θα συμβούν κι εκείνα και θα ακολουθήσουν σαν κάτι το φυσικό. Δεν είναι δυνατόν να μείνει κρυφό το φως του Χριστιανού δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί μια τόσο φωτεινή λαμπάδα. Ας μην αμελούμε, λοιπόν!


Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου 

http://agiameteora.net/index.php/paterika/2478-mi-dikaiologeis-tin-adraneia-sou.html

Stand your ground courageously ... St. John Climacus


“Do not be surprised that you fall every day; do not give up, but stand your ground courageously. And assuredly the angel who guards you will honour your patience. While a wound is still fresh andwarm it is easy to heal, but old, neglected and festering ones are hard to cure, and require for their care much treatment, cutting, plastering and cauterization. Many from long neglect become incurable. But with God all things are possible [Matthew 19:26].”
 

St. John Climacus

Saturday, August 15, 2015

Για τους δαιμονισμένους ( Άγιος Παΐσιος )



Γέροντα, στον δαιμονισμένο των Γαδαρηνών πόσοι δαίμονες κατοικούσαν;

-«Δαιμόνια πολλά» , γράφει το Ευαγγέλιο. Γι’ αυτό είπε ο δαιμονισμένος ότι το όνομα του ήταν «λεγεών». Και βλέπετε, όπως σε έναν δαιμονισμένο μπορεί να κατοικούν ένα σωρό δαίμονες, έτσι και στην καρδιά του πιστού μπορεί να χωρέσουν όλοι οι Άγιοι. Αφού ο Χριστός χωράει, πόσο μάλλον οι Άγιοι! Μεγάλα μυστήρια! Μια φορά, όταν ήμουν στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού, χτύπησε κάποιος το καμπανάκι. Κοίταξα από το παράθυρο, και τι να δω! Έναν άνδρα που τον ακολουθούσε μια ολόκληρη φάλαγγα δαιμόνων, ένα μαύρο σμήνος! Πρώτη φορά είδα να εξουσιάζουν έναν άνθρωπο τόσοι δαίμονες. Αυτός ήταν μέντιουμ· είχε ανακατέψει ευχές της Εκκλησίας με επικλήσεις δαιμόνων, χριστιανικά βιβλία με μαγικά, και μετά τον εξουσίαζαν οι δαίμονες. Φοβερό! Πολύ στενοχωρέθηκα.

Μερικοί ψυχίατροι και τους δαιμονισμένους τους θεωρούν ψυχοπαθείς. Μερικοί ιερείς πάλι κάποιους ψυχοπαθείς τους βγάζουν δαιμονισμένους. Ενώ, ένας ψυχοπαθής, για να βοηθηθεί πρέπει να πάει αλλού, ένας δαιμονισμένος αλλού. Ο ψυχίατρος πως μπορεί να βοηθήσει τον δαιμονισμένο;

-Γέροντα, ένας δαιμονισμένος είναι σε θέση να καταλάβει σε τι έφταιξε και δαιμονίστηκε;

-Ναι, μπορεί να το καταλάβει, εκτός να έχει πάθει και το μυαλό του, οπότε είναι πολύ δύσκολο να βοηθηθεί. Αν είναι μόνο δαιμονισμένος, μπορεί πιο εύκολα να συνεννοηθείς μαζί του και να τον βοηθήσεις, αλλά πρέπει να κάνει υπακοή. Αλλιώς πώς να βοηθηθεί;

Μια φορά ήρθε στον Καλύβι ένας από την νότια Ελλάδα, που είχε πάει στους Ινδούς, και είχε δαιμονιστεί. Έλεγε κάτι βρισιές και έβγαζε από το στόμα του αφρούς. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, άγρια. Του έλεγα: «μη λες αυτές τις βλαστήμιες, γιατί έτσι καλείς τα δαιμόνια», δεν άκουγε. Και από την άλλη ζητούσε να τον βοηθήσω. «Βοήθησε με, έλεγε, μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις». «Εμ, πώς να σε βοηθήσω; του λέω. Θέλεις να προσευχηθώ, για να λυτρωθείς με την Χάρη του Χριστού, κι εσύ καλείς τα δαιμόνια. Πήγαινε να εξομολογηθείς, να σου διαβάσουν εξορκισμούς και έλα μετά να συζητήσουμε». «Δεν πηγαίνω», μου λέει. «Έλα μέσα να σου βάλω λαδάκι από το κανδήλι», του λέω. «Δεν θέλω. Θέλω να με βοηθήσεις». Πήγαινε μετά πιο πέρα και κουβέντιαζε με κάποιον. Κάποια στιγμή που έλεγα σε μια συντροφιά ότι ο Θεός επιτρέπει τις δοκιμασίες για την σωτηρία μας, φώναξε από πέρα: «Ρε συ, γιατί λες πως εργάζεται ο Θεός, για να σωθούν οι άνθρωποι; Έχουμε έναν πατέρα στον ουρανό και έναν στην γη και πιο πάνω είναι ένας άρχοντας». «Πάψε τις δαιμονολογίες», του λέω, και έλεγα την ευχή. «Τώρα με μπέρδεψες», μου λέει. «Φύγε», του είπα και τον τίναξα πέρα. Έγινε κουβάρι. «Εσύ με ποιόν είσαι;», με ρωτάει. «Με τον Χριστό», του λέω. «Ψέματα λες, μου λέει, δεν είσαι με τον Χριστό, αφού εγώ είμαι ο Χριστός κι εσύ με χτυπάς». Του τα παρουσιάζει ανάποδα ο διάβολος.

-Αυτά τα λέει ο διάβολος;

-Ναι, ο διάβολος, αλλά, βλέπεις, ο Θεός του έδωσε το κουράγιο να έρθει μέχρι το Άγιον Όρος. Για να ξεκινήσει από τον άλλη άκρη της Ελλάδος να έρθει στο Όρος σε τέτοια κατάσταση, είναι μεγάλο πράγμα! Αλλά δεν ακούει και γίνεται χειρότερα. Αν έκανε υπακοή, θα βοηθιόταν.

Άγιος Παΐσιος

Accidental sins ( St. Isaac the Syrian )



“The fact that a man slips into accidental sins demonstrates the weakness of his nature; for to our profit God has permitted our nature to be susceptible to sinful occurrences. For He has not thought it good to make the soul superior to these occurrences before the second regeneration. It is profitable for the soul to be susceptible to accidental sins because this pricks the conscience. To persist in them is, however, audacious and shameful.”
 

 St. Isaac the Syrian,

Friday, August 14, 2015

Ευχές Αγίου Πατρός ημων Νικοδήμου


Του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

ΕΥΧΑΙ ΚΑΤΑ ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ

Εν είδει Οίκων, εις τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, κατανυκτικαί και ωραίαι, αρχόμεναι μεν από της Θεολογίας, και τελευτώσαι μέχρι της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας, περιέχουσαι δε, κατά τάξιν, δοξολογίας, ευχαριστίας, εξομολογήσεις, και αιτήσεις.1

Κοντάκιον, ήχος πλ. δ’. Τη Υπερμάχω.
Τω Παντοκράτορι Θεώ και Πανοικτίρμονι, Ως επί θρόνου σου του θείου παριστάμενος, Απετόλμησα ο δούλός σου μετά φόβου, Προσκομίσαι σοι τους Οίκους τούτους Δέσποτα˙ Όθεν, δέξαι με ως εύσπλαγχνός σοι κράζοντα˙

Ιησού Υιέ του Θεού, ελέησόν με.
Άναρχος εξ Ανάρχου, του Πατρός προ αιώνων, ετέχθης ενυπόστατος Λόγος, και Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού˙ όθεν μου, τον νουν και γλώτταν τράνωσον, προς ύμνον του σωτηρίου και φοβερού σου Ονόματος˙ και αξίωσόν με δοξολογείν σε Θεοπρεπώς και λέγειν˙ Ιησού, η Ουσία η υπερούσιος, δοξολογώ σε τον όντα υπέρ πάσαν θέσιν και υπεροχικήν αφαίρεσιν.

Ιησού, η υπόστασις η ακατάληπτος, δοξολογώ σε τον όντα υπέρ πάσαν κατάφασιν και απόφασιν.

Ιησού, ο τω Πατρί και Πνεύματι Ομοούσιος, ευχαριστώ σοι, ότι εχαρίσω μοι τον ανεξιχνίαστον πλούτον της Θεογνωσίας σου.

Ιησού, η τελειότης η υπερτέλειος, ευχαριστώ σοι υπέρ πασών των εις εμέ δεξιών και αριστερών ευεργεσιών σου.

Ιησού, η απεριόριστος Θεότης, εξομολογούμαί σοι, ότι εγώ μεν ως άνθρωπος ήμαρτον, Συ δε ως Θεός ελέησον.

Ιησού, η άπειρος μεγαλειότης, εξομολογούμαί σοι, ότι εγώ ο απείρως ελάχιστος, ελύπησα και λυπώ το Πνεύμα σου το Άγιον.

Ιησού, η αγαθότης η υπεράγαθος, ουδέν εποίησα αγαθό ενώπιόν σου˙ αλλά δος μοι δια την αγαθότητά σου βαλείν αρχήν.

Ιησού, η Δύναμις η απρόσιτος, κραταίωσόν με τον ασθενή, ίνα φοβήταί με ο εχθρός δια την εν εμοί δύναμιν την σην.

Ιησού, η Σοφία η ανεξιχνίαστος, σόφισόν με, ίνα εκκλινω ραδίως τα του σοφιστού της κακίας σοφίσματα.

Ιησού, η Δικαιοσύνη η προαιώνιος εύθυνον εν τω μέσω της αρετής, και μη εν υπερβολαίς, και ελλείψεσι τα εμά διαβήματα.

Ιησού, Θεέ ανώνυμε, δίδαξόν με του ποιείν το αγαθόν, και ευάρεστον και τέλειον θέλημά σου.

Ιησού, Λόγε απειρώνυμε, γνώρισόν μοι, τίνα δει, και πως δει ζητείν παρά σου τα αιτήματά μου.

Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Βουληθείς εκ μη όντων, όντα κτίσαι ώ Λόγε, υπέστησας Αγγέλους το πρώτον˙ και ευθύς παρέστησάν σοι δουλικώς, χίλιαι χιλιάδες και μύριαι μυριάδες νόων καθαρών λεπτοτάτων, αινούσαί σε συν τω Πατρί σου και Πνεύματι, και ακαταπαύστως βοώσαι˙ Άγιος˙ Άγιος˙ και άδουσαι˙
Αλληλούϊα.

Γνώρισον πάσι θείναι πλούτον ώ Θεού Λόγε, ιδίας αγαθότητος θέλων, και δεύτερον Κόσμον αισθητόν, τον εξ ουρανού και γης, και των εν μέσω συνεστώτα παρήγαγες, παμμέγιστον ποσότητι ποικίλον δε τοις είδεσι. Δι’ ό σοι κελαδώ τοιαύτα˙

Ιησού, ο Ποιητής των Αγγέλων, δοξολογώ σε, τον υπό των εννέα Ταγμάτων ακαταπαύστως δοξολογούμενον.

Ιησού, ο Κύριος των αΰλων Νόων, δοξολογώ σε τον υπό των νοερών ουσιών ασιγήτως θεολογούμενον.

Ιησού, ο Δημιουργός των υπερκοσμίων και εγκοσμίων, ευχαριστώ σοι, ότι δε’ εμέ τους δύο Κόσμους εποίησας.

Ιησού, ο Καλλωπιστής πάντων των κτισμάτων, ευχαριστώ σοι, ότι δια του λογικού θεωρόν με τούτων ανέδειξας.

Ιησού, ο Προπονητής και Συνοχεύς, των υπό σου δημιουργηθέντων και καλλωπισθέντων, εξομολογούμαί σοι, ότι μόνος εγώ ανάξιος της Προνοίας σου δια τας ανομίας μου εύρημαι.

Ιησού, ο νεύματι τανύσας τον ουρανόν, εξομολογούμαί σοι, ότι ταις πολλαίς αμαρτίαις κατακαμπτόμενος, ουδέ το πρόσωπον του ουρανού ιδείν δύναμαι.

Ιησού, ο τους δύω φωστήρας κατασκευάσας, το τριμερές της ψυχής μου φώτισον.

Ιησού, ο τον Πόλον κοσμήσας τοις άστρασι, τοις σοις χαρίσμασι κόσμησον.

Ιησού, ο την γην ζωφραφήσας τοις άνθεσι, παντοδαπάς αρετάς με βλαστάνειν ενίσχυσον.

Ιησού, ο τα φυτά ποικίλοις καρποίς ποιήσας κατάκοσμα, τοις καρποίς με του αγίου σου Πνεύματος καταπλούτισον.

Ιησού, ο τοις ζώοις αίσθησιν ενθείς και ζωήν, αποθανείν με τω Κόσμω, και ζήσαι εν σοι ενδυνάμωσον.

Ιησού, ο τα τέσσαρα στοιχεία παραγαγών, ταις τέσσαρσι γενικαίς αρεταίς με περίφραξον.

Ιησού Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Δείξαι μείζονα θέλων, Σοφίαν της προτέρας, τον άνθρωπον διέπλασας, Λόγε, εκ των νοητών και αισθητών, ώσπερ Κόσμον μέγαν ταις δυνάμεσιν εν τω μικρώ, και ως επίλογον του παγκοσμίου λόγου σου, και έθου τούτον εν τω Παραδείσω, προσκυνητήν του Κράτους σου˙ ός παραβάς την εντολήν σου, και μεταγνούς, έμαθέ σοι ψάλλειν˙
Αλληλούϊα.

Εφάνης Πατριάρχαις και Μωσεί τελευταίον, Σινά επί του Όρους ο Λόγος, και Νόμον έδωκας τον γραπτόν˙ είτα και Προφήτας απέστειλας, την επί γης Παρουσίαν σου προφητεύοντας. Όθεν εγώ ταύτα τω νοΐ μελετών, τοιάδε προσφωνώ σοι πόθω˙

Ιησού, ο Θεός των Θεών˙ δοξολογώ σε τον συναΐδιον της Πατρικής δόξης απαύγασμα.

Ιησού, ο Κύριος των Κυρίων, δοξολογώ σε τον απαράλλακτον της του Γεννήτορος υποστάσεως χαρακτήρα.

Ιησού, ο Βασιλεύς των βασιλέων, ευχαριστώ σοι, ότι καμέ το βδέλυγμα εις την Ουράνιόν σου Βασιλείαν εκάλεσας.

Ιησού, ο Άγιος των Αγίων, τί ανταποδώσω σοι περί πάντων, ών εμοί ανταπέδωκας;

Ιησού, Πανθαύμαστε, η γλυκεία ελπίς των Προπατόρων, εξομολογούμαί σοι, ότι δια τας πολλάς αμαρτίας μου ούκ έχω βεβαίαν ελπίδα της σωτηρίας μου.

Ιησού, Παντοδύναμε, η εξαίρετος επαγγελία των Πατριαρχών, εξομολογούμαί σοι, ότι εκπέπτωκα των επηγγελμένων σου αγαθών δια τας ανομίας μου.

Ιησού, ζωαρχικώτατε, η ένδοξος τελείωσις των θεσπισμάτων των νομικών, εν πάσί με ποίησον κατηρτησμένον και τέλειον.

Ιησού, υπέρτιμε, το ποθητόν πλήρωμα των Προφητών˙ του Πληρώματος του Νόμου της αγάπης, δείξόν με μέτοχον.

Ιησού, ο γλυκύτατος Πλάστης μου, τον υπό της αμαρτίας συντριβέντα ανάπλασόν με.

Ιησού, η ψυχή της ψυχής μου, πάσας τας εντολάς σου τηρείν ενίσχυσόν με.

Ιησού, ο Επουράνιός μου, Πατήρ, αξίωσόν με της υιοθεσίας σου.

Ιησού, το πρωτότυπον κάλλος μου, αναμόρφωσόν με την εικόνα σου.

Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Ζωής της αθανάτου, εκπεσούσαν ώ Λόγε, θεώμενος ανθρώπων την φύσιν, ευσπλαγχνίσθης επ’ αυτή˙ και πέμψας τον Αρχάγγελον Γαβριήλ, ευαγγελισόμενον τη Αειπαρθένω Μαριάμ, εξ αυτής σάρκα προσείληφας ασπόρως και υπέρ έννοιαν, ευδοκία του Πατρός και συνεργεία του Αγίου Πνεύματος, κα την προαιώνιον βουλήν εκπεπλήρωκας, ακούων παρά πάντων ούτως˙
Αλληλούϊα.

Ήκοντος εις το πέρας, του της Κυοφορίας χρόνου εγεννήθης αφθόρως, εκ της Απειράνδρου σου Μητρός, εν Πόλει Βηθλεέμ, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, μία υπόστασις σύνθετος, γνωριζομένη εν δυσί τελείαις φύσεσι, και ενεργείαις, και θελήσεσιν. Όθεν, εγώ τοιούτο φρικτόν μυστήριον εννοών, συν θαύματι ανακράζω˙

Ιησού, Υιέ Πατρός άνευ μητρός κατά την Θεότητα, δοξολογώ σε τον εν αρχή όντα υπέρ αιτίαν και λόγον.

Ιησού, Υιέ Μητρός άνευ πατρός κατά την ανθρωπότητα, δοξολογώ σε τον εν τέλει γεγονότα δι’ ημάς άνθρωπον.

Ιησού, Θαυμαστέ Σύμβουλε, ο πεμφθείς παρά του Πατρός Απόστολος, ευχαριστώ σοι δια την περί ημάς ένσαρκον Οικονομίαν σου.

Ιησού, Εμμανουήλ αναλλοίωτε, ο της μεγάλης Βουλής Άγγελος, ευχαριστώ σοι δια την εις ημάς άκραν φιλανθρωπίαν σου.

Ιησού, Αμνέ Θεού άκακε, εξομολογούμαί σοι αεί, υπέρ πάντας ανθρώπους σοι ήμαρτον.

Ιησού, Καλέ μου Ποιμήν, εξομολογούμαί σοι αεί, ότι εγώ ειμί το απολωλός πρόβατον.

Ιησού, ευσπλαγχνικώτατε Παράκλητε, ενεργούσαν εν εμοί την χάριν του Πνεύματός σου ποίησον.

Ιησού, νέε Αδάμ, έκδυσόν με τον παλαιόν άνθρωπον, και σε τον νέον με ένδυσον.

Ιησού, ο καταβάς επί την γην, εν ουρανοίς και μη επί γης έχειν με το πολίτευμα καταξίωσον.

Ιησού, ο φύσει γενόμενος άνθρωπος, μέτοχόν με χάριτι της σης Θεώσεως ένδειξον.

Ιησού, η Ανατολή των Ανατολών, την λήθην και άγνοιαν και ραθυμίαν απ’ εμού δίωξον.

Ιησού, η ανεκλάλητος παντός του Κόσμου χαρά, πάσης κοσμικής λύπης με ελευθέρωσον.

Ιησού Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Θείω Νόμω υπείκων, ο τον Νόμον δους πάλαι, σαρκί περιετμήθης ως βρέφος, και έλαβες το Όνομα Ιησούς, παρ’ ό ούκ έστιν υπό τον ουρανόν έτερον, εν ώ δει σωθήναι τον άνθρωπον˙ και ώ κάμπει παν γόνυ, Επουρανίων, και Επιγείων, και Καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογείται κράζουσα˙
Αλληλούϊα.

Ιδών σε ο Πρεσβύτης, Συμεών προσαχθέντα, ως βρέφος εν Ναώ του Κυρίου, ηγκαλισατό σε ταις χερσί, και νυν απολύεις με ανεβόησε, ζωής και του θανάτου σε Δεσπότην δια τούτων κηρύττων άπασιν. Όθεν εγώ την τοιαύτην σου Συγκατάβασιν εκπληττόμενος, ταύτα προσάδω˙

Ιησού, το γλυκύ μου και πράγμα και όνομα˙ δοξολογώ σε, τον εκ των όντων ότι ει αναμφιβόλως πιστευόμενον.

Ιησού, το πυκνόν της διανοίας μου μελέτημα, δοξολογώ σε, τον μηδαμώς τις ει, ή πώς εί, γνωριζόμενον.

Ιησού, όλη η υπόθεσις της νοεράς προσευχής, ευχαριστώ σοι, ότι τοιαύτης Αγγελικής εργασίας το γένος των ανθρώπων ηξίωσας.

Ιησού, του νοός η κίνησις η κυκλική τε και απλανής, ευχαριστώ σοι, ότι δι’ αυτής, της πλάνης του διαβόλου τον νουν ελευθερούν ηυδόκησας.

Ιησού, το ύψος και βάθος, μήκος και πλάτος της γνώσεως, εξομολογούμαί σοι, ότι δια την προσπάθειαν των υλικών, ο νους μου εν αγνωσία κατάκειται.

Ιησού, η μνήμη η φωτολαμπής και ακόρεστος, εξομολογούμαί σοι, ότι αι εμπαθείς μνήμαι σκότος αεί μοι γίνονται.

Ιησού, η αγαλλίασις της καρδίας, απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου.

Ιησου, η ρώσις του σώματος, υγιές και εύχρηστον εις διακονίαν ποίησον το σαρκίον μου.

Ιησού, η αναπνοή μου, ελθέ εις επίσκεψίν μου.

Ιησού, το ηδύ εντρύφημα της γλώσσης μου, δος μοι μνήμην του θανάτου, της κολάσεως και της Κρίσεώς σου.

Ιησού, ο φερώνυμος Σωτήρ μου, δωρεάν σώσόν με δια μόνον το σωτήριον Όνομά σου.

Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Καθαρσίων μη χρήζων, ως Θεός Ιησού μου, βεβάπτισαι χειρί του Προδρόμου, εν τω Ιορδάνη ποταμώ, εμοί οικονομών την κάθαρσιν˙ και Υιός αγαπητός του Πατρός εμαρτυθήθης, και Πνεύμα Άγιον, επί Σε ως περιστερά κατελθόν, εδίδαξε τους πάντας βοάν σοι˙
Αλληλούϊα.

Λαμπράν ήρας την νίκην κατά του διαβόλου έρημον αχθείς Ιησού μου˙ μετά γαρ Νηστείαν τεσσαρακονθήμερον, ουδέν προτιμήσας της αγάπης του Θεού, ουχ ηδονάς, ου δόξαν ανθρώπων, ου πλούτον ρέοντα, υπό Αγγέλων ώφθης υπηρετούμενος, δι’ ό σοι κράζω˙

Ιησού, Αγαπητέ Υιέ, αγαπητού Πατρός κατ’ αιτίαν, δοξολογώ σε, δι’ ου την προς τον Αρχίφωτον Πατέρα προσαγωγήν εσχήκαμεν.

Ιησού, Αγαπητέ Λόγε, αγαπητού Πνεύματος δια την συμφυΐαν δοξολογώ σε, δι’ ού το Πανάγιον και ζωοποιόν Πνεύμα επέγνωμεν.

Ιησού, η ευδοκία του Πατρός, ήτοι το προηγούμενον˙ θέλημα, ευχαριστώ σοι δια το υπερβάλλον της περί εμέ ευδοκίας σου.

Ιησού, εν ώ κατοικεί παν το της Θεότητος πλήρωμα, ευχαριστώ σοι δια τον εις ημάς κενωθέντα πλούτον της χάριτός σου.

Ιησού, η του μυστηρίου της Τριάδος φανέρωσις, εξομολογούμαί σοι, ότι επωρώθη η καρδία μου προς την τοιαύτην ουράνιον Αποκάλυψίν σου.

Ιησού, η πάντων των αισθητών και νοητών ανακεφαλαίωσις, εξομολογούμαί σοι, ότι μόνος εγώ αλλότριος κατά γνώμην ειμί της κοινής ταύτης ενώσεώς σου.

Ιησού, ο εν πολέμοις κραταιός, τους νοητώς και αισθητώς πολεμούντάς με πολέμησον.

Ιησού, ο μόνος νικητής των πειρασμών, εν τοις πειρασμοίς υπομονήν μοι βράβευσον.

Ιησού, ο τας κεφαλάς των δρακόντων συνθλάσας, τον Σατανάν σύντριψον υπό τους πόδας σου.

Ιησού, ο τοις νάμασι, του Ιορδάνου, βαπτισθείς, δός μοι δάκρυα, ίνα απολούσω τας αμαρτίας μου.

Ιησού, Πανάγαθε, ελευθέρωσόν με της φιληδονίας, φιλοδοξίας και φιλαργυρίας.

Ιησού, μακρόθυμε, απάλλαξόν με της μητρός πάντων των παθών της φιλαυτίας.

Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Μέλλων της Βασιλείας,εν τω Κόσμω κηρύξαι, Χριστέ μου ευαγγέλιον θείον, από μετανοίας την αρχήν, εποιήσω. Και γαρ ελήλυθας καλέσαι ου Δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν˙ εν η καμέ ενίσχυσον την ζωήν διανύειν, ίνα κράζω σοι˙
Αλληλούϊα.

Νέαν έδειξας πάσαν, των ανθρώπων την φύσιν, αστράψας εν Θαβώρ Ιησού μου, υπέρ φέγγος το ηλιακόν, και συνδοξάσας αυτήν τη ακτίστω δόξη της Σης Θεότητος. Όθεν εγώ εν σοι εμαυτόν καθορών, αναλαβόντα το αρχαίον κάλλος μου, υπό χαράς αφάτου τοιάδε σοι εν πίστει ψάλλω˙

Ιησού, η ωραιότης η εκστατική και υπέρκαλλος, δοξολογώ σε τον τη βουλήσει την δύναμιν σύνδρομον έχοντα.

Ιησού, ο έρως ο μανικός τε και παντεπόθητος, δοξολογώ σε τον απείρους Κόσμους υποστήσαι ισχύοντα.

Ιησού, η οδός και η αλήθεια και η ζωή, ευχαριστώ σοι, ότι ωδήγησάς με εις την αλήθειαν των θείων και ζωοποιών λογίων σου.

Ιησού, το άκρον αντικείμενον της θεωρίας των μακαρίων, ευχαριστώ σοι, ότι την αναξίαν φύσιν ημών, της τοιαύτης ηξίωσας δόξης σου.

Ιησού, το φως το υπέρ πάν φως, εξομολογούμαί σοι, ότι εν σκότει της αμαρτίας ο εσκοτισμένος πορεύομαι.

Ιησού, το έσχατον των εφετών, εξομολογούμαί σοι, ότι ουδέποτε, ως δει, τη ση αγάπη τέτρωμαι.

Ιησού, η ζωοποιός και Γλυκυτάτη θέρμη, θέρμανόν με τον ψυχραθέντα.

Ιησού, η αστεροειδής και λαμπροτάτη στολή, κόσμησόν με τον γυμνητεύοντα.

Ιησού, η αρχή και μέση και τέλος μου, καθάρισον την καρδίαν μου, ίνα σε οπτάνωμαι.

Ιησού, ο πάντα ών, και υπέρ πάντα Θεός μου, επίφανον επ’ εμέ το πρόσωπόν σου, και σωθήσομαι.

Ιησού, το υπέρ νουν έν, όλον ηνωμένον εμαυτώ δι’ επιστροφής του νοός και συννεύσεως δείξον με.

Ιησού, το Μυστήριον της υπεραγνώστου σιγής, ανώτερον παντός αισθητού και νοητού ποίησόν με.

Ιησού Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Ξενίζει τα σα έργα, νουν βροτών και Αγγέλων, ά έδρασας εν γη Ιησού μου, ουχ ικετικώς ως οι λοιποί, άλλ’ αυθεντικώς ως Θεός τέλειος, νόσους παντοίας θεραπεύων, και νεκρούς ανιστών, εξαιρέτως δε τον τετραήμερον Λάζαρον˙ ος παλινζωΐας τυχών, μετά φωνής αινέσεως έψαλλέ σοι˙
Αλληλούϊα.

Όλος άνω εν θρόνω, συν Πατρί αχωρίστως, και Πνεύματι υπήρχες Χριστέ μου˙ και όλος κάτω εν τη γη, επί πώλου όνου ώφθης καθήμενος εκεί μεν το, Γέλ Γέλ, και των Αγγέλων την αίνεσιν, ενταύθα δε το, ωσαννά, και την των Παίδων ανύμνησιν προσδεχόμενος˙ μεθ’ ών καμού την αίνεσιν πρόσδεξαι ταύτην˙

Ιησού, ο θησαυρός των αγαθών απάντων ο ακένωτος, δοξολογώ σε τον όντα και προόντα, και αεί εις τους αιώνας όντα.

Ιησού, ο πλούτος των χαρισμάτων ο αδαπάνητος, δοξολογώ σε τον πανταχού διαφόρως και κατά ταυτόν ενεργούντα.

Ιησού, ο των ψυχών και σωμάτων Ιατρός, ευχαριστώ σοι, ότι πολλάκις κατ΄ άμφω ιάτρευσάς με.

Ιησού, ο τα πάντα ειδώς διδάσκαλος, ευχαριστώ σοι, ότι δια των μακαρισμών σου οδεύειν εδίδαξάς με.

Ιησού, ο τοις κρούουσιν ανοίγων, εξομολογούμαί σοι, ότι ουδέποτέ σοι ήνοιξα ίνα εισέλθης, την πεπωρωμένην καρδίαν μου.

Ιησού, ο τους δέκα λεπρούς καθαρίσας, εξομολογούμαί σοι, ότι λεπρός ειμί, και καθάρσεως χρήζω της από των κρυφίων μου.

Ιησού, ο την πόρνην σωφρονεστέραν παρθένου ποιήσας, από του πολέμου της πορνείας με σκέπασον.

Ιησού, ο την Μαγδαληνήν των επτά Δαιμόνων απαλλάξας, των επτά θανασίμων αμαρτιών με εξάρπασον.

Ιησού, ο των πεπλανημένων οδηγός, εις το ορθώς κινείσθαι τας πέντε μου αισθήσεις οδήγησον.

Ιησού, ο του Κόσμου εξαλείφων τας ανομίας, τας εμπαθείς μου προλήψεις εξάλειψον.

Ιησού, ο των ανθρώπων ελευθερωτής, από των της γλώττης δυσφυλάκτων πτωμάτων με ελευθέρωσον.

Ιησού, ο τα πάντα τοις πάσι γινόμενος, πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματά μου πλήρωσον.

Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Πάσας φύσις Αγγέλων, κατεπλάγη το μέγα της σης Συγκαταβάσεως έργον˙ πώς ο των απάντων Δεσπότης, ως δούλος ταπεινός, έκλινας γόνυ, και ένιψας τους πόδας των σων Μαθητών, και αυτού του προδότου σου. Δι’ ό εν τη γη υψώθη το Όνομά σου υπέρ παν όνομα, και παρά πάσης γλώσσης ακούεις˙
Αλληλούϊα.

Ρύσιον του Βροτείου, γένους ώ Ιησού μου, Μυστήριον παρέδωκας Μύσταις˙ τον μεν άρτον εν τω δείπνω, εις αυτό σου το Σώμα μεταβαλών, τον δε οίνον εις αυτό το Αίμα σου˙ τούτο ποιείν αυτοίς παραγγείλας εις την σην ανάμνησιν εξ ών εγώ ως αφθάρτων συνεχώς κοινωνών, αγιάζομαι˙ και θεούμενος κράζω σοι ταύτα˙

Ιησού, Αρχιερεύ αιώνιε, δοξολογώ σε τον μη νοητών αντικειμένων δεόμενον, ως υπέρ το νοείν όντα.

Ιησού, Μελχισεδέκ αγενεαλόγητε, δοξολογώ σε τον μη τοις νοούσιν υποπίπτοντα, ως υπέρ νοείσθαι υπάρχοντα.

Ιησού, των εισαγωγικών η Γλυκεία πόσις, ευχαριστώ σοι, ότι πολλάκις τω Αίματί σου το αίμά μου καθήγνισας.

Ιησού, των τελείων η στερεά βρώσις, ευχαριστώ σοι, ότι πολλάκις τω Σωμάτί σου το σώμά μου συνεκέρασας.

Ιησού, ο Θύτης ών ο αυτός και το θύμα, εξομολογούμαί σοι, ότι αναξίως μεταλαμβάνειν τολμώ των φρικτών Μυστηρίων σου.

Ιησού, ο όλος εν όλω τω Μυστηρίω, και όλος εν παντί μέρει αυτού, εξομολογούμαί σοι, ότι ου μετά της δεούσης προετοιμασίας πλησιάζω τη αγία Τραπέζη σου.

Ιησού, ο Άρτος της ζωής, έμπλησόν με συνεχώς τον πεινώντα.

Ιησού, το πόμα της ευφροσύνης, πότισόν με συνεχώς τον διψώντα.

Ιησού, ο μόσχος ο σιτευτός, θρέψον με ως τον υιόν σου τον άσωτον, κα άφεσιν των πταισμάτων μου δώρησαι.

Ιησού, το μάννα το ουράνιον, γλύκανόν με ως τον λαόν σου τον αχάριστον, και εις την γην της επαγγελίας εισάγαγε.

Ιησού, μέχρι των εσχάτων ταπεινωθείς, τον υπερήφανον εν έργοις, και λόγοις και εννοίαις, ταπείνωσόν με.

Ιησού, ο πάντα ποιήσας εις ημών υπόδειγμα, ακολουθείν σου τοις ίχνεσιν ενδυνάμωσόν με.

Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Σώσαι θέλων τον Κόσμον, Κοσμοσώστα Σωτήρ μου, υπέμεινας σαρκί εκουσίως, τα φρικτά Πάθη και τον σταυρόν, τον άτιμον θάνατον, και Ταφήν την θεόσωμον, μείνας απαθής τη θεότητι. Δι’ ών εγώ της φθοράς απαλλαγείς, πόθω σοι μέλπω˙
Αλληλούϊα.

Τριήμερος ανέστης εκ νεκρών Ιησού μου, μη λύσας τας σφραγίδας του τάφου, και εισήλθες κεκλεισμένων των θυρών, προς τους μαθητάς σου ως Παντοδύναμος, πιστοποιών αυτοίς την υπερένδοξόν σου Ανάστασιν˙ υφ’ ης εγώ ζωοποιηθείς, προσφθέγγομαι από καρδίας˙

Ιησού, ο Μεσίτης Θεού και ανθρώπων, δοξολογώ σε τον παντός νοήματος σημαντικού απειράκις υπέρτερον.

Ιησού, ο δους εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων, δοξολογώ σε τον παντός λόγου προφορικού απειράκις απείρως ανώτερον.

Ιησού, ο σαρκί τα Πάθη καταδεξάμενος, ευχαριστώ σοι ότι τοις Παθεσί σου ηλευθέρωσάς με της εμπαθείας, ηδυπαθείας, και προσπαθείας.

Ιησού, ο μείνας απαθής καθ’ ό Θεός, ευχαριστώ σοι, ότι την ποθητήν μου φύσιν ανήγαγες εις το αξίωμα της απαθείας.

Ιησού, ο σταυρόν υπομείνας, εξομολογούμαί σοι, ότι ανάξιος ευρέθην του διπλού σταυρού της πράξεως και θεωρίας.

Ιησού, ο δια του Αίματός σου εξαγοραστής των αμαρτωλών, εξομολογούμαί σοι, ότι εισέτι πεπραμένος ειμί τη δουλεία του εχθρού και της αμαρτίας.

Ιησού, ο τον ληστήν αυθημερόν μετανοούντα προσδεξάμενος, πρόσδεξαι καμέ τον μετανοούντά σοι.

Ιησού, ο τοις ήλοις επί του ξύλου καθηλωθείς, καθήλωσον τας σάρκας μου εν τω φόβω σου.

Ιησού, ο υπέρ της αγάπης ημών αποθανών, υπέρ της αγάπης της σης και των αδελφών, ετοίμως έχειν με αποθανείν ενδυνάμωσον.

Ιησού, ο τη Ταφή σου τον Άδην σκυλεύσας, δια των αγαθών λογισμών τους πονηρούς και αισχρούς, και βλασφήμους μου λογισμούς ενταφίασον.

Ιησού, η των πεπτωκότων Ανάστασις, ανάστησόν με τον καθ’ εκάστην ολισθαίνοντα.

Ιησού, η ζωή των νεκρών, ζωοποίησόν με τον νεκρωθέντα.

Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Υψωθείς εν νεφέλη, ουρανού Ιησού μου, ανήλθες μετά σώματος δόξης, και εκάθισας εκ δεξιών του Πατρός, υπεράνω πάσης Αρχής, και Εξουσίας, και Δυνάμεως˙ εις ό ής πάλιν επανελθών, και υπό πάντων Αγγέλων, και πάσης της Κτίσεως προσκυνούμενος, και ακούων ως Θεός τον ύμνον˙
Αλληλούϊα.

Φως υπάρχων του Κόσμου, Ιησού φωτοδότα, φως άλλο εξάπέστειλας μύσταις, εν ημέρα της Πεντηκοστής, το Παράκλητον Πνεύμα, το εκ του Αγεννήτου Φωτός, του Πατρός μόνου εκπορευόμενον, και σοι όν ομοούσιον˙ ό και εφώτισεν αυτούς, και πυρίνους ανέδειξε δι’ ών εγώ, εν και τριττόν φως ελλαμφθείς, ζέοντι πόθω αναμέλπω˙

Ιησού, η μόνη Κεφαλή πάσης της Εκκλησίας, δοξολογώ σε τον Πρωτότοκον πάσης της κτίσεως.

Ιησού, όλη η απόλαυσις της ουρανών Βασιλείας, δοξολογώ σε τον Πρωτότοκον της εκ νεκρών Αναστάσεως.

Ιησού, η Πίστις των Ορθοδόξων η ανίκητος, ευχαριστώ σοι, ότι εν τη Ορθοδόξω ταύτη Πίστει γεννηθήναι με ηυδόκησας.

Ιησού, η Ελπίς πάντων των περάτων της γης η ακαταίσχυντος, ευχαριστώ σοι, ότι ελπίδας βεβαίας ημίν της εις ουρανούς αποκαταστάσεως δέδωκας.

Ιησού, το μέγα και ατελεύτητον έλεος, εξομολογούμαί σοι, ότι ανάξιον εμαυτόν εκουσίως του τοιούτου σου ελέους εποίησα.

Ιησού, η ζωή του Κόσμου η αιώνιος, εξομολογούμαί σοι, ότι εγώ ούκ αγαπώ την ζωήν, αλλά τον αιώνιον θάνατον.

Ιησού, υπέρ ημών ιλασμός προς τον Πατέρα γενόμενος, ιλάσθητι επί ταις αμαρτίαις μου, και συγχώρησον παν άτοπον όρμημα της καρδίας μου.

Ιησού, Άρχων ειρήνης, ο ειρηνοποιήσας ουράνια και επίγεια ειρήνευσόν με προς σε, προς εμαυτόν, και προς τον πλησίον μου.

Ιησού, ο τη επιπνοία του Αγίου Πνεύματος την Οικουμένην ευωδιάσας, καμέ τον δυσωδέστατον ευωδίασον.

Ιησού, ο τους σους Μαθητάς ναούς αναδείξας του Πνεύματος, ναόν καμέ της αυτού δωρεάς και χάριτος ποίησον.

Ιησού, ο την εξ ύψους Δύναμιν ενδύσας τους Αποστόλους σου, Πνεύματι ηγεμονικώ το της διανοίας μου ολισθηρόν στήριξον.

Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Χάριν του Παρακλήτου οι σοι μύσται λαβόντες, εσπάρησαν εις πάντα τον Κόσμον, και τα Έθνη εις το Όνομα της Αγίας Τριάδος βαπτίσαντες, εδίδαξαν αυτά πιστεύειν εις ένα Θεόν Τρισυπόστατον, και εις σε τον εκ Θεού αποσταλέντα Κύριον Ιησούν Χριστόν, και ψάλλειν σοι ως Θεώ τον ύμνον˙
Αλληλούϊα.

Ψάλας σου την Προτέραν Παρουσίαν Χριστέ μου, νυν ψάλλω σοι ωδαίς τε και ύμνοις, και την Δευτέραν και φρικτήν, Παρουσίαν εν τη ερχόμενος, κρινείς τον Κόσμον άπαντα, ως Θεός μετά δόξης, και αποδώσεις εκάστω καθ’ ά έπραξε. Δι’ ό σοι μετά πόθου κράζω˙

Ιησού, ωραιότατε, το Κήρυγμα των Αποστόλων, δοξολογώ σε, δι’ ού τα πάντα γεγόνασιν.

Ιησού, Παμπόθητε, το στερέωμα των μαρτύρων, δοξολογώ σε, εις όν τα πάντα επιστρέφουσιν.

Ιησού, θεαρχικώτατε, η παρηγορία των Οσίων, ευχαριστώ σοι, ότι εκ του Κόσμου χωρίσας με, του μοναδικού σχήματος κατηξίωσας.

Ιησού Ιλαρώτατε, η δόξα των Ιεραρχών, ευχαριστώ σοι, ότι δια της Θεολογίας αυτών ασφαλή μοι την πίστιν παρέδωκας.

Ιησού, Φιλανθρωπότατε, η χαρά των Δικαίων, εξομολογούμαί σοι, ότι εγώ ουχί τους δικαίους, αλλά τους αδίκους ως άφρων εζήλωσα.
Ιησού, Πολυέλεε, ο επιθυμητός Μεσσίας υπό πάντων των Εθνών, εξομολογούμαί σοι, ότι μετά νόμον και χάριν αμαρτάνων, και τους Εθνικούς αυτούς τη κακία υπερβέβηκα.

Ιησού Χριστέ, η Επουράνιος Κλήσις των χριστιανών, ανάξιον ταύτης επί των έργων μη δείξης με.

Ιησού, αναμάρτητε, η Σωτηρία των αμαρτωλών, ει και εγώ εγκατέλιπόν σε, αλλά συ μη εγκαταλίπης με.

Ιησού, η ανάπαυσις των κοπιώντων, ώδε και εκείσε ανάπαυσόν με.

Ιησού, ο Κριτής των Νεκρών και των ζώντων, κατά τα έργα μου μη κρίνης με.

Ιησού, ο μόνος έχων τας κλεις του Άδου και του θανάτου, της αιωνίου Κολάσεως ρύσαί με..

Ιησού, ο μόνος ών από Συλλήψεως Μακάριος, κληρονόμον της Βασιλείας του δείξόν με.

Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησόν με.

Ώ Πρώτε και Έσχατε˙ Αρχή και τέλος˙ Άλφα και Ωμέγα Ιησού, ο παρά των υπερκοσμίων, και Εγκοσμίων παγκοσμίως υμνούμενος και πάλιν μένων ως Θεός αεί υπερύμνητος˙ δέξαι μου την μικράν ταύτην υμνωδίαν, ως της χήρας τα δύω λεπτά˙ και σώσον εμέ, και πάντας τους Ορθοδόξους˙ ίνα πάντες εις δόξαν του Ονόματός σου, ψάλωμεν αιωνίως˙ Αλληλούϊα.

***

Η αιτία οπού με έκανε να συνθέσω ταύτας τας ευχάς εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αδελφοί, δεν ήταν άλλη, πάρεξ δια να σας παρακινήσω εις το να μελετάτε συχνά το σωτήριον, και γλυκύτατον, και χαροπάροχον, και πάντων των καλών πρόξενον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όχι μόνον με το στόμα, αλλά και με την καρδίαν και τον νούν σας. Επειδή η τοιαύτη συχνή μελέτη του Σωτηρίου ονόματος του Ιησού, κοντά εις τα άλλα ουράνια, υπερφυσικά, και ανεκδιήγητα χαρίσματα, οπού έχει να χαρίση εις εσάς, τα οποία αναφέρει ο άγιος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος, και ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, και Συμεών ο νέος Θεολόγος, εις το βιβλίον οπού ονομάζεται Φιλοκαλία, προς τούτοις ακόμη θέλει σας αναβιβάση και εις την πλέον υψηλοτέραν αρετήν, ήτις είναι η θεϊκή αγάπη, και θέλει κατασκευάσει την καρδίαν σας ναόν και κατοικητήριον του αγίου τούτου ονόματος και ζώντας και μετά θάνατον. Και αν αμφιβάλλετε εις τούτο, πληροφορηθήτε από τα ακόλουθα τρία ωραιότατα και γλυκύτατα παραδείγματα, των οποίων γλυκύτερα και ωραιότερα δεν ευρίσκονται εις όλας τας απ’ αιώνος εκκλησιαστικάς ιστορίας.

Και πρώτον μεν παράδειγμα ας είναι ο όντως Θεοφόρος Ιγνάτιος, ο οποίος με το να εμελέτα συχνά εις την καρδίαν του το γαλακτομελίρρυτον όνομα του Ιησού Χριστού, τόσον άναπτε η ψυχή του και όλα τα εντόσθια εις την θεϊκήν αγάπην και έρωτα, οπού εγίνετο ωσάν έξω του εαυτού του! Και δια τούτο, πότέ μεν εφώναζε: «Δεν είναι μέσα εις εμένα καμμία φωτία ή επιθυμία, οπού να αγαπά κανένα πράγμα του κόσμου τούτου, αλλά ευρίσκεται μέσα εις την καρδίαν μου ένα θεϊκόν νερόν, οπού πάντοτε κινείται, και πάντοτε αναβλύζει από τον ένθεον έρωτα, το οποίον από μέσα μου φωνάζει πάντοτε και μοι λέγει’ τί κάθησαι εδώ εις τον κόσμον τούτον; Έλα να υπάγωμεν εις τον Θεόν και Πατέρα. Εγώ δεν γλυκαίνομαι πλέον εις τα φθαρτά φαγητά, ούτε εις τας ηδονάς της παρούσης ζωής, αλλά θέλω και επιθυμώ το νερόν της ζωής, και το νερόν το αθάνατον, το οποίον είναι η παντοτινή αγάπη του Θεού, και η αθάνατος ζωή». Ποτέ δε πάλιν ο ίδιος άγιος έλεγεν: «ο εδικός μου έρωτας εσταυρώθη, η εδική μου αγάπη απέθανεν», ονομάζωντας έτσι τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Τέτοια λόγια τον επαρακίνει να λέγη η άσβεστος φλόγα της θείας αγάπης, οπού άναπτε μέσα εις την καρδίαν του. Δια τούτο και όταν εμαρτύρησε εις την Ρώμην, όλα μεν τα άλλα του μέλη και τας σάρκας τας έφαγαν οι λέοντες, την δε αγίαν καρδίαν του δεν απετόλμησαν να φάγουν, αλλά την αφήκαν ακέραιον! Την οποίαν πέρνοντες οι στρατιώται και ασεβείς, και σχίζοντές την εις δύω μέρη, ώ του θαύματος! ευρήκαν γεγραμμένα με χρυσά γράμματα, εις μεν το ένα μέρος ΙΗΣΟΥ, εις δε το άλλο, ΧΡΙΣΤΕ, καθώς τούτο μαρτυρεί το Σλαβονικόν συναξάριον του αγίου.2


Δεύτερον δε παράδειγμα ας είναι ο όσιος Ιουλιανός, ο οποίος ήτον πρότερον ένας άσωτος άνθρωπος, άλλ’ ύστερον έγινε μέγας ασκητής και περίφημος. Ούτος λοιπόν κοντά εις τας άλλας αρετάς οπού είχεν, είχε προς τούτοις και μίαν υπερβολικήν αγάπην εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και άναπτεν η καρδία του από τον ένθεον αυτόν έρωτα, υπό του οποίου παρακινούμενος ο μακάριος, όπου εύρισκεν εις τα βιβλία οπού ανεγίνωσκε, το όνομα Ιησούς, ή Χριστός, ή Σωτήρ, ή Θεός, έκλαιε παρευθύς, και τρέχοντας δάκρυα από τους οφθαλμούς του, κατέβρεχε τον τόπον εκείνον του χαρτίου, όπου ήτον γεγραμμένα τα άνωθεν θεία ονόματα, τόσον πολλά, οπού έσβυσαν και εχάλασαν τελείως τα γράμματα. Βλέπωντας δε τα βιβλία έτσι χαλασμένα εις εκείνους τους τόπους ο αββάς Ησαϊας, ηρώτησεν αυτόν, και του λέγει: Ποίος είναι εκείνος οπού χαλά εδώ τα βιβλία; Ο δε άγιος Ιουλιανός απεκρίθη αυτώ: δεν θέλω κρύψει από λόγου σου τίποτε, πάτερ. Η πόρνη, όταν επήγεν εις τον Σωτήρα μας, έβρεξε τους πόδας του με τα δάκρυά της, και τους εσφόγγισε με τα μαλλία της κεφαλής της, και έτσι έλαβε παρ΄ αυτού την άφεσιν των αμαρτιών της. Και εγώ, όταν κάμνω ανάγνωσιν εις τα βιβλία, όπου ευρίσκω γεγραμμένον το όνομα του Θεού μας, το βρέχω με τα δάκρυά μου, δια να λάβω παρ’ αυτού την άφεσιν των αμαρτιών μου. Τότε ο Αββά Ησαϊας χαριέντως του λέγει: ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, και δέχεται την προαίρεσίν σου, όμως τα βιβλία παρακαλώ σε να μη τα χαλάς. Ο δε Ιουλιανός του απεκρίθη: πίστευσόν μοι, ότι αν δεν κλαύσω έτσι ενώπιον του Θεού μου, δεν ημπορεί να δροσισθή η καρδία μου από την φλόγα της θείας αγάπης, οπού ανάπτει μέσα μου. Ταύτα διηγείται ο Αββάς Ησαϊας, παρά τη Συλλογή Ιωάννου Πατριάρχου Αντιοχείας εν τη πρώτη υποθέσει, τη περί θανάτου και των εκεί δικαιωτηρίων, εν χειρογράφοις σωζομένη.


Τρίτον δε παράδειγμα ας είναι ο χαριτωμένος και θεοφιλής Χριστιανός, ο ονομαζόμενος Λαργάτης, δια τον οποίον αναγινώσκομεν στας εκκλησιαστικάς ιστορίας, ότι είχε μεγάλην αγάπην εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και πάντοτε δεν έπαυεν από το να μελετά με υπερβολικόν τρόπον, το γλυκύτατον και λιθομαργαρόχρυσον όνομα του Ιησού Χριστού μέσα εις την καρδίαν του! Ούτος λοιπόν ο τρισμακάριστος άνθρωπος, παρακινούμενος από την άσβεστον φλόγα της προς τον Χριστόν αγάπης, αποφάσισε να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ, δια να προσκυνήση με άκραν ευλάβειαν τον άγιον και ζωοποιόν τάφον του ηγαπημένου του Ιησού, και μετά την προσκύνησιν αυτήν να δροσίση ολίγον τι την κάμινον την εις αυτόν αγάπης του. Όθεν έφθασεν εκεί με πολλήν δίψαν, και αγκαλιάζωντας τον θεοδόχον τάφον, και καταφιλώντας αυτόν πυκνά πυκνά με πολλά δάκρυα, και αναστεναγμούς, τόσον εχάρη, οπού από την υπερβολικήν χαράν, έμεινε ξεψυχισμένος. Οι δε σύντροφοί του βλέποντες τοιούτον θαυμαστόν και παράδοξον θέαμα, και θέλοντες να μάθουν δια ποίαν αφορμήν να απέθανε, τον έσχισαν, και ώ του θαύματος! ευρήκαν γεγραμμένα εις την καρδίαν του ταύτα τα ερωτικά και θεία λόγια: «Ιησού Χριστέ γλυκεία αγάπη».
Και εκ τούτου έγινεν εις αυτούς φανερόν, πόσην σφικτήν αγάπην και ένωσιν είχεν με τον Ιησούν Χριστόν η τετρωμένη εκείνη και μακαρία ψυχή του, οπού κάλλιον επρόκρινε να την χωρίση βιαίως από το σώμα ο θάνατος, παρά να χωρισθή πλέον αυτή θεληματικώς από τον τάφον του τόσον ερωμένου της νυμφίου Χριστού. και πώς τόσον εχάρη και τόσον ευχαριστήθη, ότι ηξιώθη να απολαύση το μνήμα εκείνο, οπού εδέχθη μέσα του τον αγαπητόν της Ιησούν, εις τρόπον οπού η φύσις και η καρδία, μη δυναμένη να χωρήση την τόσον υπερβολικήν ευχαρίστησιν και χαράν, έκαμε να απετάξη η ψυχή από το σώμα και να υπάγη εις τα ουράνια, δια να απολαύση εκεί την τελείαν αγάπην και χαράν, με την άμεσον ένωσιν του ηγαπημένου Θεού της.3



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Επεί, κατά τον μέγαν Βασίλειον τα τέτταρα ταύτα εν τη Προσευχή, φυλάττεσθαι δει, α’ Δοξολογίαν˙ β’ Ευχαριστίαν˙ γ’ Εξομολόγησιν, και δ’ Αίτησιν. Δια τούτο και ημείς ενταύθα εν ενί εκάστω οίκω, ταυτί τα τέτταρα κατά σειράν συνηρμόσαμεν.
2. Και ας μη νομίση τινάς, ότι τούτο είναι ψευδές ή απίθανον, με το να μη το αναφέρη ο εδικός μας Συμεών ο μεταφραστής εις τον βίον του αγίου. Άδεται γαρ λόγος, ότι εν τη παλαιά Ρώμη σώζεται ένας πύργος, μέσα εις τον οποίον ευρίσκονται πολλά υπομνήματα και κώδικες των διωκτών βασιλέων, και μαρτύρια μαρτύρων πολλών, εξ ών πολλά αξιομνημόνευτα επροστέθησαν εις τα συναξάρια τα Σλαβωνικά, προνοία του μεγάλου Πέτρου του αυτοκράτορος της Μοσχοβίας, τα οποία εις τα εδικά μας γραικικά δεν ευρίσκονται.
3. Την θαυμαστήν ιστορίαν ταύτην αναφέρει το βιβλιάριον το καλούμενον «Νέον Άνθος Χαρίτων», εν κεφαλαίω γ’ Και προς τούτοις ο εν υστέροις καιροίς φανείς υπέρ τις άλλος, κοινωφελής και ψυχωφελής διδάσκαλος του ημετέρου γένους, Αγάπιος ο εν Κρήτη, εν τίνι
παλαιωτυπώτω βιβλιαρίω οκτώ στόχασες περιέχοντι.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...