Ο π. Δανιήλ Κατουνακιώτης θεραπεύεται από νεφρίτιδα
Στο βιβλίο του μακαριστού Αρχ. Χερουβείμ της σειράς, «Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές»,τ.4, περιγράφεται η θαυματουργική θεραπεία του π. Δανιήλ Κατουνακιώτη από οξεία προσβολή της νεφρίτιδος. Παραθέτουμε την περιγραφή: «Δεν πρόλαβε καλά-καλά να φθάσει (στό Βατοπαίδι) και έπαθε οξεία προσβολή της νεφρίτιδος. Ο «σκόλοψ τη σαρκί» τον εκέντησε αυτή την φορά πολύ οδυνηρά και τον καθήλωσε για εβδομάδες στο κρεβάτι.
Οι Προϊστάμενοι της Μονής τον ενοσήλευσαν με περισσή αγάπη. Περισσότερη όμως στοργή του έδειξε ο μεγάλος γιατρός του Όρους, η Θεοτόκος.
Ο π. Δανιήλ έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Κυρία Θεοτόκο. Την ίδια ευλάβεια, την ίδια εμπιστοσύνη και την ίδια τιμή, που έχουν απέναντί της όλοι οι άγιοι. Την ικέτευσε με δάκρυα και θέρμη, και ήταν βέβαιος για την απάντηση. Ήξερε τις υποσχέσεις της. Ήταν δυνατό να μην τις εκπληρώσει; Και πράγματι. Την ημέρα που το μοναστήρι γιόρταζε την εορτή της Αγίας Ζώνης (31 Αυγούστου), ο ασθενής γιατρεύθηκε ξαφνικά και η θεραπεία του ήταν οριστική! Ποτέ πια δεν τον ενώχλησε η φοβερή αυτή αρρώστια, που τον ταλαιπώρησε δέκα ολόκληρα χρόνια».
Θεραπεία π. Φιλοθέου Ζερβάκου
Ο μακαριστός Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος περιγράφει την θεραπεία από αφόρητους πόνους που του προκαλούσε συνεχής πονοκέφαλος. Ακούστε πως διηγείται ο ίδιος το γεγονός.
«Ήλθομεν εις την Μονήν του Βατοπαιδίου την 31ην Ιουλίου. Εισελθών εις το Αρχονταρίκιον με εφιλοξένησαν, αλλ’ εγώ εκ των αφορήτων πόνων δεν ηδυνάμην να υποφέρω. Αφού παρήλθεν ολίγη ώρα, τόσον με ηρέθισεν ο πονοκέφαλος, όπου έτρεχον ένθεν κακείθεν κρατών την κεφαλήν μου. Παρακαλέσας τον Αρχοντάρην με επήγεν εις τον ιατρόν, όστις μοι έδωσε φάρμακα προς καταστολήν του πονοκεφάλου. Κατερχόμενος δε εκ του φαρμακείου επέρασα από την Εκκλησίαν, έτυχε τότε να είναι ανοικτή. Εισελθών δε είδον ότι εις το Άγιον Βήμα είχον ανοίξει τα άγια λείψανα και επροσκυνούσεν Ιεροδιάκονός τις εξ Ικονίου. Εισχωρήσας δε και εγώ ήρχισα να προσκυνώ μετ’ ευλαβείας πρώτον τον Σταυρόν και την εικόνα της Βηματαρίσσης. Έπειτα επροσκύνησα μέρος του Τιμίου Ξύλου. Ωσαύτως και την Τιμίαν Ζώνην, αισθανόμενος ότι προσκυνώ ο άθλιος και ελεεινός την Τιμίαν Ζώνην όπου εζωννύετο η Πανάχραντος Θεοτόκος ασπαζόμενος δε και περιπτυσσόμενος την Τιμίαν Ζώνην μετά θερμής ευλαβείας και δακρύων, ησθάνθην, –ω του θαύματος!– ότι η ασθένειά μου υπεχώρησε και ευρέθην εντελώς υγιής! Ως μεγάλα και τεράστια τα θαυμάσιά Σου, Δέσποινα Πανύμνητε! Ας είναι υπερδεδοξασμένον και υπερύμνητον το όνομά Σου, ότι ου παύεις παρέχουσα ημίν ιάματα ψυχής και σώματος…, και εξελθών του Ιερού Βήματος ιστάμην εν τω μέσω του ναού ως άλαλος και έλεγον καθ’ εαυτόν, πως ήμουν πριν και πως εξαίφνης εθεραπεύθην τελείως».
Οι ακρίδες έπεφταν στην θάλασσα
Στο βιβλίο «Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, τόμ. Α, «Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», περιέχεται στην σ. 113 θαύμα της Αγίας Ζώνης. Το μεταφέρουμε.
«Έρριξες φάρμακο για τις κάμπιες;
-Έρριξα, Γέροντα.
- Τόσες καλόγριες ούτε μία κάμπια δεν μπορείτε να σκοτώσετε! Στην Κατοχή, όταν είχε πέσει ακρίδα, είχαν βγάλει εδώ στην Χαλκιδική την Αγία Ζώνη από την Μονή Βατοπαιδίου και η ακρίδα έπεφτε σύννεφα-σύννεφα στην θάλασσα».
Παύση λοιμώδους νόσου
Τον Σεπτέμβριο του έτους 1818 πατέρες της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου μετέβησαν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας μεταφέροντας την Τιμία Ζώνη, τεμάχιο Τιμίου Ξύλου και την αγία κάρα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Σε επιστολή του ο Μητροπολίτης Μολδαβίας Βενιαμίν μεταξύ άλλων αναφέρει: «… ιδία τε έκαστος και κοινή μετελάβομεν του θείου αγιάσματος, την παύσιν της πολυωδύνου πανωλεθρίας λοιμώδους νόσου είδομεν».
Έπαυσε το θανατικόν
22 Αυγούστου 1827. Ο παπα-Σάββας γράφει: «Το θανατικόν με την Χάριν της Αγίας Ζώνης από 15 Ιουνίου έπαυσεν εις την Αίνον». Από την Αίνον η Αγία Ζώνη μεταφέρθηκε στο Διδυμότειχο. Σε άλλη επιστολή του, με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου,ο ίδιος ιερέας αναφέρει: «Εδώ με την Χάριν της Αγίας Ζώνης έπαυσε το θανατικόν, καθώς και εις την Αίνον».
Γλυτώσαμε από το κακό
Ο π. Κοσμάς Χρυσούλας σε επιστολή του προς την Μονή γράφει: «Κατά το έτος 1915 στο χωριό μας Νεοχώρι Καλλιπόλεως κάλεσαν από την Μονή Βατοπαιδίου την Αγία Ζώνη για την επιδημία των ακρίδων και όταν ήλθε η Αγία Ζώνη, και έγινε ο αγιασμός, εμφανίστηκαν στον ουρανό μαύρα πουλιά που έφαγαν τις ακρίδες και γλυτώσαμε από το κακό».
Η Αγία Ζώνη στην Ιθάκη
Η κ. Ευθυμία Σοφιανού, που μένει στο Βαθύ της Ιθάκης, διατηρούσε πριν μερικά χρόνια στο σπίτι της την «αγία ζώνη», την οποία είχε δωρίσει ο Όσιος Ιωακείμ στην γιαγιά της μητέρας της Μαρίας Μολφέση- Σοφιανού.
Το ιερό αυτό κειμήλιο ήταν μια ζώνη ανοικτού καφέ χρώματος, κεντημένη με χρυσοκλωστή. Αυτή φυλασσόταν στο εικονοστάσι της οικογένειας Σοφιανού και δινόταν σε παρθένες κόρες, όπου κατά την διάρκεια του μυστηρίου του γάμου τους την έδεναν ως «παρθενικό» στο κεφάλι τους ή στην κοιλιακή χώρα.
Αυτό θεωρούνταν μεγάλη ευλογία. Κατόπιν η αγία ζώνη επιστρεφόταν στην οικογένεια Σοφιανού. Τελευταία φορά την ζήτησε μία οικογένεια προσφύγων το 1935.
Ακόμη με την αγία ζώνη στην οικογένεια Σοφιανού σταύρωναν τα παιδιά στο σπίτι, όταν αυτά ασθενούσαν.
Δυστυχώς η αγία ζώνη χάθηκε με τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953.
Η Θάσος σώζεται από την ανομβρία
Το 1957 κάτοικοι της Θάσου ήλθαν στην Μονή και παρακαλούσαν να μεταφερθεί η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου στο νησί, διότι είχε χρόνια να βρέξει και η ξηρασία απειλούσε να το ερημώσει. Οι πατέρες αποδέχθηκαν το αίτημα και σε λίγες μέρες αποφάσισαν να ξεκινήσουν για την Θάσο.
Κατά την τάξη της Μονής, όταν η Τιμία Ζώνη αναχωρεί εκτός αυτής, ψάλλεται η ιερά Παράκληση. Από τον ναό με λάβαρα, θυμιάματα, κωδωνοκρουσίες και μεγαλοπρεπή πομπή συνοδεύουν οι πατέρες την Τιμία Ζώνη μέχρι τον αρσανά της Μονής. Καθ’ οδόν προς την θάλασσα ψάλλεται ο Παρακλητικός κανόνας.
Έτσι έγινε και τότε, και οι πατέρες αναχώρησαν με καραβάκι για την Θάσο που απέχει 2-3 ώρες από την Μονή μας. Ο καιρός ήταν καλός και δεν εφαίνοντο ίχνη που να προμηνύουν βροχή. Όταν όμως έφθασαν στο λιμάνι της Θάσου, ήδη είχε αρχίσει να πέφτει καταρρακτώδης βροχή και έγινε τόση πλημμύρα, ώστε δεν μπόρεσαν να αποβιβαστούν, αλλά αμέσως επέστρεψαν πίσω στην Μονή δοξάζοντες την Υπεραγία Θεοτόκο, που πρόφθασε και έσωσε τον ευλαβή λαό του νησιού βλέποντας την αγαθή πρόθεση και επιθυμία του.
Because prayer is the most powerful weapon against the invisible foe, he tries in various ways to distract people from it. Starets related the following story: "A monk at Mt. Athos had a much-loved, talking starling that used to entertain him with his chatter. But here was a strange thing – no sooner than the monk commenced to fulfil his rule of prayer, the starling would commence talking non-stop, not allowing the monk to pray. Once, on the bright Holy Day of the Resurrection of Christ, the monk came up to the cage and said: "Starling, Christ has risen!" And the starling replied: "That is the woe to us that He did," and immediately perished, filling the cell with unbearable stench. Thereupon the monk realised his error and repented."
Elder Ambrose of Optina
Ο Γέροντας Εφραίμ της Αμερικής
Αρκετοί από αυτούς τους μοναχους έχουν έλθει για κάποιο διάστημα και στο Άγιο Όρος, για να γνωρίσουν την μοναστική ζωή και παράδοση στην κοιτίδα της. Τα μοναστήρια όλα αυτά έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια περίπου. Οι ομογενείς έχουν αγκαλιάσει τις μονές με μία αγάπη άνευ προηγουμένου. Πολλοί εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή και γιορτή και παρακολουθούν το δύσκολο τυπικό των ακολουθιών ευχαρίστως.
Το σπουδαιότερο είναι ότι τα μοναστήρια άρχισαν να επηρεάζουν και τους ιερείς μας επί το παραδοσιακότερον. Το επισκέπτονται συχνά, ανανεώνουν τις πνευματικές τους δυνάμεις, υιοθετούν εκκλησιαστικές και παραδοσιακές ποιμαντικές μεθόδους, ρασοφορούν, γίνονται ευαίσθητοι στα δογματικά θέματα, και αντιδρούν στον συγκριτισμό και στον οικουμενισμό, που πάνε να ενώσουν όλες τις θρησκείες ασχέτως των τεραστίων και φοβερών διαφορών που υπάρχουν.
Ο π. Εφραίμ έχει ως βάση του το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα, λίγη ώρα μακριά από την πρωτεύουσα της Αριζόνας τον Φοίνικα και κοντά στην πόλη Florence. Το μοναστήρι αυτό ιδρύθηκε το 1995, μέσα στη έρημο της Αριζόνας, σε μια περιοχή που κατοικούν κυρίως Μορμόνοι. Οι Μορμόνοι είναι προτεσταντική παραφυάδα, που ιδρύθηκε το ΙΘ΄ αιώνα και δέχεται την πολυγαμία και ότι οι Αμερικανοί προέρχονται από τους Εβραίους.
Έχουν ως κέντρο τους την πολιτεία Γιούτα των Η.Π.Α. και ίδρυσαν το Salt Lake City πρωτεύουσα της Γιούτα. Γύρω από το μοναστήρι αγοράσθηκαν άλλα 1200 στρέμματα, στα οποία φυτέψανε ελιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, φυστικιές Αιγίνης, αμπέλια grape fruits και άλλα. Η περιοχή από έρημος έχει μεταβληθεί σε μία καταπράσινη όαση χάρη στο νερό, που βρήκαν άφθονο κάνοντας γεωτρήσεις.
Επίσης μεταφυτεύτηκαν δένδρα που ήδη ήταν τεράστια, όπως φοίνικες και κάκτοι, που προσδίδουν μία ιδιαίτερη εξωτική ομορφιά και χάρη. Παρτέρια πλακόστρωτα, κρυφός φωτισμός τη νύκτα, συντριβάνια, ομοιώματα ζώων μέσα στους κήπους, συμπληρώνουν την παραδεισένια ομορφιά. Τα πρώτα κτίρια του μοναστηριού ήταν 4 τροχόσπιτα των 24 τετραγωνικών μέτρων περίπου, τα οποία έχουν μετατραπεί σε κτήρια, ενώ κτίσθηκαν πλήθος άλλα σε μόνιμες βάσεις.
Εκτός της κεντρικής εκκλησίας του αγίου Αντωνίου ( αφιερωμένη και στον άγιο Νεκτάριο ), έχει άλλες πέντε εκκλησίες και μία υπό ίδρυση σε ένα γειτονικό βουναλάκι. Οι εκκλησίες είναι του αγίου Δημητρίου, του αγίου Γεωργίου, του αγίου Νικολάου, του αγίου Παντελεήμονος, του αγίου Ιωάννου μέσα στο καμπαναριό της μονής, και του προφήτου Ηλία που κτίζεται τώρα.
Οι ρυθμοί των ναών είναι διάφοροι και από όλα τα μέρη της ορθοδοξίας καταλλήλως προσαρμοσμένα στο αμερικανικό περιβάλλον. Το μοναστήρι εκτείνεται σε μία έκταση 432 στρεμμάτων περίπου, έχει επτά ξενώνες και μπορεί να φιλοξενήσει 500 άτομα. Ο αριθμός επισκεπτών είναι τεράστιος.
Το μοναστήρι έρχεται σε επισκέψεις 2ο μετά το Γκραντ Κάνυον, το μεγάλο φαράγγι που κυλάει ο ποταμός Κολοράντο, και είναι ορατό λόγω του μεγέθους του από τη σελήνη δια γυμνού οφθαλμού. Το Γκραντ Κάνυον έχει μήκος 450 χιλιόμετρα, πλάτος στο φαρδύτερο σημείο 30 χιλιόμετρα και στο στενότερο σημείο 6,5 χιλιόμετρα, βάθος δε 1600 μέτρα.
Το Γκραντ Κάνυον είναι ένα από τα επτά θαύματα του φυσικού κόσμου γι'; αυτό είναι από τα μεγαλύτερα αξιοθέατα της Αμερικής. Καταλαβαίνουμε τώρα τι σημαίνει, να έρχεται το μοναστήρι του αγίου Αντωνίου δεύτερο στις επισκέψεις μετά το Γκραντ Κάνυον. Η φιλοξενία παρέχεται δωρεάν κατά το αγιορείτικο πρότυπο, και είναι αβραμιαία. Τράπεζα παρέχεται το πρωί μετά την ακολουθία και το απόγευμα μετά τον εσπερινό.
Οι προσκυνητές άνδρες και γυναίκες συντρώγουν μετά των μοναχών, ακούγοντας το ανάγνωσμα από πατερικά κείμενα όπως συνηθίζεται στις οργανωμένες μονές. Στους ξενώνες υπάρχουν φρούτα, αναψυκτικά, γλυκά, ξηροί καρποι, καφές, τσάϊ, που προσφέρονται ελεύθερα. Το μοναστήρι εκτός από την φιλοξενία παρέχει και φιλανθρωπικό έργο. Έχει συσσίτια για φτωχούς και προσφέρει βοήθεια σε όποιον του ζητήσει. Στο Tucson, μια κοντινή πόλη νοτιώτερα του μοναστηριού, δημιουργείται ίδρυμα για φτωχιές και εγκαταλειμμένες γυναίκες.
Συνεπώς στη μονή ησυχασμός, ιεραποστολή, φιλοξενία και φιλανθρωπία συνυπάρχουν σε μια αρμονική σύνδεση. Οι ακολουθίες γίνονται κατά το αγιορείτικο τυπικό, ελαφρά προσαρμοσμένο για τις συνθήκες της Αμερικής. Καθημερινά προσεύχονται 2-6 το βράδυ και όταν έχει ολονυκτία από τις 12 τα μεσάνυκτα μέχρι 6.30 το πρωϊ. Το απόγευμα τελείται η Θ΄ ώρα, ο Εσπερινός και το Απόδειπνο με τους Χαιρετισμούς. Οι μοναχοί είναι γύρω στους 35 και ηγούμενος είναι ο αγιορείτης ιερομόναχος Παϊσιος που είχε έρθει στην αρχή με πέντε άλλους μοναχούς από το Όρος για να το επανδρώσουν.
Ο π. Εφραίμ δεν έχει διοικητικά καθήκοντα αλλά είναι ο Γέροντας των ιερών μονών, τόσο στην Αμερική όσο και εδώ στην Ελλάδα. Είναι από τους χαρισματούχους εκείνους κληρικούς, που συγκεντρώνουν πλήθος κόσμου για εξομολόγηση, νουθεσία, και πνευματική καθοδήγηση. Ακόμη και από την Ελλάδα έρχονται για να εξομολογηθούν. Και παρατηρείται το αντίστροφο φαινόμενο απ'; ότι ίσχυε μέχρι τώρα, να έρχονται δηλαδή από την Αμερική για εξομολόγηση και καθοδήγηση στην Ελλάδα και μάλιστα στο Άγιο Όρος.
Τώρα οι όροι αντιστράφηκαν και θα πρέπει να προσέξουμε μήπως εφησυχάζοντες για την πνευματικότητά μας, σε λίγο αναγκασθούμε να προστρέχουμε στο εξωτερικό για πνευματική βοήθεια.
Ο π. Αντώνιος Μοσχονάς συνταξιούχος εφημέριος στο Tucson από τους βασικούς συνεργάτες και συμπαραστάτες του Γέροντα Εφραίμ στην περιοχή, αναφέρει ότι: «εμείς οι ιερείς και οι αρχιερείς στην Αμερική για 70 χρόνια περίπου προσπαθούσαμε να φέρουμε τον κόσμο στις εκκλησίες κάνοντας φεστιβάλ. Δηλαδή διοργανώναμε γιορτές και πανηγύρια και προσφέραμε ποτά, φαγητά, χαρά, διασκέδαση και άλλα παρόμοια. Είχαμε ξεχάσει την προσευχή το κομποσχοίνι την εξομολόγηση τη νηστεία, την άσκηση, την παράδοση της Εκκλησίας μας.
Το σπουδαιότερο, δεν αφήναμε να δημιουργηθούν μοναστικά κέντρα. Τα θεωρούσαμε ότι δεν χρειάζονται και ότι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στην Εκκλησία μας. Και ήρθε ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι χωρίς κοσμικές σπουδές, χωρίς πτυχία θεολογίας, χωρίς να έχει ρηξικέλευθες και καινοτόμους ιδέες, όπως πιστεύαμε ότι έχουμε εμείς και μας θύμισε την παράδοσή μας. Δεν πούλησε σουβλάκια, γύρο, μουσακά, μπακλαβάδες και τα άλλα φαγητά της ελληνικής κουζίνας, αλλά πούλησε, ή μάλλον προσέφερε δωρεάν, τον ξεχασμένο Χριστό της Ορθοδοξίας.
Δεν κάλεσε σε χορούς και διασκεδάσεις, αλλά σε αγρυπνίες και νηστείες. Και ο κόσμος, φωτισμένος από το Θεό, τον πλαισίωσε και τον περιτριγύρισε και τον ενίσχυσε. Η κοσμοσυρροή που παρατηρείται είναι άνευ προηγουμένου. Η Αμερική που προσπαθούσε να ξεφύγει από την καταναλωτική κοινωνία, την αφθονία και τον κόρο των υλικών αγαθών, με κινήματα όπως των hippies και τη στροφή προς τις ανατολικές θρησκείες, άρχισε να ανακαλύπτει τον γνήσιο και αρχέγονο χριστιανισμό της Ορθοδοξίας μας.
Ο π. Εφραίμ ήρθε και έκανε μία μεγάλη σκάλα από τη γη στον ουρανό. Μας έδωσε την δυνατότητα εδώ στην Αμερική ν'; ανεβαίνουμε πάνω στον ουρανό με τα μέσα της ορθοδόξου παραδόσεως. Το μοναστήρι, του Αγίου Αντωνίου εδώ στην Αριζόνα, κτίσθηκε με σημεία που έδειξε ο Θεός. Όταν ήρθε ο Γέροντας στην περιοχή μας και έψαχνε για μέρος που θα έκτιζε τη νέα μονή, ενώ προσπαθούσε να πάει αλλού, έχασε το δρόμο του και ήρθε εδώ.
Έμεινε κατενθουσιασμένος. Αμέσως πήγαμε σε κτηματομεσίτη της περιοχής για να δούμε τι μπορούσαμε να αγοράσουμε. Όταν φθάσαμε στο μέρος που κτίσθηκε το μοναστήρι αργότερα, ενώ μιλούσαμε με τον κτηματομεσίτη, ακούσαμε να χτυπάνε καμπάνες όπως χτυπάνε οι καμπάνες της Φιλοθέου. Ο Γέροντας είπε τότε: «εδώ θα το κτίσουμε». Το είπα στον αείμνηστο Αντώνιο, επίσκοπο του Σαν Φρανσίσκο, στον οποίο υπαγόμαστε και κείνος είπε μέσα του «Κεφαλλονίτικη φάρσα», διότι είμαι από την Κεφαλλονιά.
Μετά δύο χρόνια όμως, ενώ πηγαίναμε στο μοναστήρι και σταματήσαμε λίγο πριν φθάσουμε να φορέσουμε τα ράσα μας, γιατί φορούσαμε λαϊκά ρούχα όπως συνηθίζουμε εδώ στην Αμερική, άκουσε τις καμπάνες και ο δεσπότης. Είχε δώσει εντολή στον ηγούμενο να μην κάνουν επίσημη υποδοχή, γι'; αυτό όταν φθάσαμε τον μάλωσε. Εκείνος όμως απάντησε ότι δεν χτύπησαν τις καμπάνες και ότι οι πατέρες είναι στα κελλιά. Τότε ο δεσπότης κατάλαβε τι συνέβη και μου εξομολογήθηκε τι είχε σκεφθεί όταν του ανακοίνωσα τι είχε συμβεί σε μας.
Ο επίσκοπος Αντώνιος όταν γνώρισε τον π. Εφραίμ και το έργο του, μου είπε: «ο Εφραίμ θα γεμίσει την Αμερική με μοναστήρια. Πόσο τυχεροί είμαστε, που έχουμε γνωρίσει και περπατάμε και μιλάμε και ευλογούμεθα από ένα ζωντανό άγιο». Ας ευχηθούμε το «Γκραν Κάνυον» της Ορθοδοξίας μας, τα Ορθόδοξα μοναστήρια της Αμερικής, να πολλαπλασιασθούν αριθμητικά και να προοδεύουν συνεχώς ποιοτικά. Δεν ξέρουμε ποιες είναι οι βουλές του Κυρίου μας.
«Μπορεί στο μέλλον η Αμερική να γίνει μία νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία»
(πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, καθηγητής θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)

Our life with the Elder had the character of childhood rather than a mature state. Our effort, in basic terms, was directed towards the monastic tradition, and we exerted ourselves as forcibly as possible in the obligations of our rule. What we lacked, essentially, was the discernment of an experience in discrimination so as to evaluate the situation, so that the spiritual scope of the Elder did not elude us in its depth and breadth and height. But is it perhaps usual and inevitable for disciples to discover their teacher ‘when he is taken from them’? (cf. Lk 24:31). Untiringly, the Elder made a constant effort to pass on to us everything that is spiritual and he did not fail in his aim, because ‘the wise man has his eyes in his head’ (Eccl. 2:14). It is true, however, that ‘for everything there is a season, and a time for every matter’ (Eccl. 3:1).
At a mature age, when the Elder was no longer with us, we understood the depth of his words and his actions even down to the details, whereas while he lived they seemed, to our inexperience, riddles that made no sense. We put all our meagre powers into our effort to be obedient and not to grieve the Elder. But we had virtually no comprehension of the meaning and main aim of the spiritual law which the Elder passed on to us with such fervour. I will not go into biographical details again, but I want to comment a little on the aforementioned subject of the spiritual law, which is what chiefly governs human beings.
We observed that the Elder never embarked on anything without first praying. We would ask him about something in the future or for the next day, and his reply was that he would tell us tomorrow. The object was so that he could pray first.
Our desire focussed on knowledge of the divine will: how should one recognise the divine will? He would say, ‘Are you asking about this, boys, when it is the most basic thing?’ We would encourage him with increased curiosity, ‘But, Elder, isn’t God’s will known in general terms through the Scriptures and the whole of divine revelation? Since everything in our life is regulated – what other question should we monks have?’ And the Elder replied, ‘May God give you “understanding in everything” (2 Tim. 2:7). St Nilus the Calabrian prayed that he might be granted “to think and speak according to
the divine will.”
In general terms, to do good and every other commandment is the will of God, but the detail which governs it is unknown. “For who has known the mind of the Lord?” (Rom. 11:34); and again, “the judgements of the Lord are a great abyss” (Ps. 36:6). The divine will is not differentiated only by time, but also by place, persons, and things, as also by quantity, manner and circumstance. And is that all? Man himself, when he changes his disposition, also changes the divine decision in many ways. So it is not enough to know the general expression of the divine will; one needs to know the specific verdict on the subject of concern, whether yes or no, and only thus is success assured. The chief aim of the divine will is the expression and manifestation of divine love, because the driving force of all our actions is precisely the fullness of His love. If “whether we live or whether we die, we are the Lord’s” (Rom. 14:8), as St Paul says, then, however much the will we are seeking seems to be personal to us or to someone close to us, its centre of gravity is the Divine Person, for whose sake “we live and move and have our being” (cf. Acts 17:28). Have you forgotten the Lord’s prayer in the garden of Gethsemane, “if it be possible let it pass from me, nevertheless, not as I will, but as Thou wilt!” (Mt 26:39)? Any expression of obedience towards the venerable divine will that does not have love for Him as its basis risks remaining a human action – or, to put it better, a human failing. If, as St Paul says, we have to “subordinate every thought to obedience to Christ” (2 Cor. 10:5) because “we are not our own” (1 Cor. 6:19), how is this to be implemented in the conscience of the person who gives his obedience if he does not know precisely what the divine will is for this circumstance? Besides, the ensuing divine blessing and grace, towards which we hasten, is revealed only in perfect obedience.
‘So when you want to find out the will of God, abandon your own will completely together with every other thought or plan, and with great humility ask for this knowledge in prayer. And whatever takes shape or carries weight in your heart, do it, and it will be according to God’s will. Those who have greater boldness and practice in praying for this will hear a clearer assurance within them, and will become more careful in their lives not to do anything without divine assurance.
‘There is also another way of discovering the will of God which the Church uses generally, and that is advice through spiritual fathers or confessors. The great blessing of obedience which beneficently overshadows those who esteem it becomes for them knowledge where they are ignorant and protection and strength to carry out the advice or commandment, because God is revealed to those who are obedient in His character as a father. The perfection of obedience, as the consummate virtue, puts its followers on a level with the Son of God, who became “obedient… unto a cross” (Phil. 2:8). And as our Jesus was given all power (Mt 28:18) and all the good pleasure of the Father, so the obedient are given assurance of the divine will and the grace to carry it out successfully and to the full.
‘Those who ask spiritual people in order to discover the divine will should be aware of this point: the will of God is not revealed magically, nor does it hold a position of relativity, since it is not contained within the narrow confines of human reason. In His consummate goodness God condescends to human weakness and gives man sure knowledge. But man must firstly believe absolutely, and secondly humble himself by thirsting ardently for this assurance and being disposed to carry it out. This is why he receives with faith and gratitude the first word of the spiritual father who is advising him. When, however, these requirements of faith, obedience and humility do not coexist – and it is a sign of this when someone objects or counters with other questions, or worst of all has a mind to keep asking for second opinions – then the will of God is hidden, like the sun behind a passing cloud. This is a delicate matter, and requires great care. Abba Mark says, “A man gives advice to his neighbour according to what he knows; but God works in the hearer according to his faith.” An essential requirement in seeking the divine will is that the person who is asking should make himself receptive to this revelation, because, as I have said before, the divine will with its transcendent character is not magically contained within positions or places or instruments, but is revealed only to those who are worthy of this divine condescension.’
I can also recall now what happened with us, when we asked the Elder to tell us the will of God. We had got into the habit from previous experience and received as absolute his first word, without contradiction; and indeed everything happened just as we would have wished, even in cases where the thing did not seem to make good sense humanly speaking. We knew that if we put forward some sort of objection on pretexts that were reasonable according to our own judgement, the Elder would give way to us, saying, ‘Do as you think best’; but the mysterious power and protection of success would be lost to us. Therefore it was the ‘first word’ from the spiritual father, received with faith and obedience, that expressed the divine will. In its general form this subject is complex and obscure because, as we know, the divine will is not always known even to the perfect, particularly when someone wants to discover it within a limited time-frame. At other times a difficulty also arises from the state of the person who is interested, depending on how far he is free from impassioned tendencies and appetites under the influence of which he acts and makes decisions, in which case patience is also required.
I myself have heard from a spiritual man, someone altogether reliable, that he besought God to reveal His will on a question in his own personal life and received the answer he had asked for forty-two years later! I in my slothfulness was quite alarmed, wondering at his cast iron patience.
The general conclusion is that discernment of the divine will is one of the most delicate and complex matters in our lives. Especially for those who try to discover it through prayer – even though this is required, according to the saying ‘knock, seek, ask and it will be given you’ (Mt 7:7) – it must is nevertheless be preceded by patient endurance, trials and tribulations and experience so as to remove the passions and the individual will, which the exceeding subtlety and sensitivity of divine grace abhors. Anyway, whether it is arduous or whether it requires patient endurance, the method of prayer remains a requirement as the only means whereby we communicate with God, and by which we shall also know His divine will.
Elder Joseph the Hesychast
A tropario of the liturgical Service in honour of the Forty Martyrs says: ‘Suffering with bravery at present, we are rejoicing at what we are anticipating, said the martyrs’. There was evident readiness from the very beginning to employ the confessionary approach to Christianity.
What were they ‘suffering at present’ from? They were tortured with whatever the devil threw at them, since he is always generating ways to prevent the devout from getting on with their business. He begins with minor internal or external annoyances and reaches even the highest of all evil, death. Hence Christians must always be ready to face the entire range of wickedness in order to endure what is inflicted on them ‘at present’ without cowardice. They will only be able to accomplish this if they ‘rejoice at what they are anticipating’. Indeed! Once we comprehend what the divine trophies will be for the devout, we will be able to say: ‘that the sufferings of this present time are not worth comparing with the glory that is to be revealed to us (Romans 8, 18). What kind of glory is this? It is the one revealed by the athlete of love: ‘We are God’s children now, and what we will be has not yet appeared; but we know that when he appears we shall be like him (A John 3, 2). Our Jesus will then dwell amongst us. God amongst Gods. As He rightly says: ‘I said, “You are gods, sons of the Most High, all of you’’ ‘(Psalms 82, 6).
Thinking about these anticipated trophies the forty martyrs were rejoicing and comforting each other, saying: ‘Even if we do not die now we will die one day nevertheless’. If we refuse to die now that we are called upon to demonstrate our faith and the devil is obstructing our path to Jesus, will we not die a little later nonetheless? Death exists and it is unavoidable. What will we gain therefore, if our lives extend a little longer in this hellish and chaotic life? We will die for the sake of the Lord to gain His love. See how prudent they were? Thus they endured the relentless frost and all the other torments inflicted on them. Indeed! Didn’t the torture come to pass? It didn’t last long. Did it?
Ever since their martyrdom on the 2nd century, how many millions of knees have bowed in front of their icon in the churches, pleading humbly for their assistance? This is the glory which followed them on earth. In what kind of glory are they basking now that they have become sons of the Lord?
We also ought to urge ourselves along in this way. For as our Jesus said: ‘The spirit is willing but the flesh is weak’ (Matthew 26, 41). The spirit and the flesh are two separate entities but they influence each other since they are in some way united. If we fail to find ways to coach the man of the ‘flesh’ away from his confusing and dark sentiments, acquired after the fall and he remains in this state, then his spirit will be affected and will obstruct his progress in spite of his good intentions. The flesh affects and drives him towards indifference and laziness, preventing him from accomplishing his fine goals.
Man is a fine creature and tends towards goodness. But he is also strongly drawn towards wickedness because of the fall; therefore he benefits greatly from persuasion which encourages him to remain in the right path, since he is an imitator by nature. We employ various ways and means, fear and threats, to incite and persuade ourselves to habitually turn towards goodness and avoid evil. We find this kind of encouragement in the lives of our Holy Fathers and the martyrs. During their martyrdom inside the arena, the martyrs either consoled each other or encouraged themselves. They knew that human nature had acquired some kind of heaviness after the fall and unless one cajoles it, it does not rise to the occasion. The Holy fathers, especially Abba Isaiah, give a number of examples and good illustrations which are helpful. Let us return however, to the martyrdom of these Saints.
As soon as one of them gave in to the pressure and denied the Lord, the rest started praying to the Lord to increase their number to forty just as they were in the beginning. Thus, immediately another one took the place of the deserter and forty of them became martyrs. After torturing them with various means, the executioners were ordered to throw all bodies either in the river or to the fire. One, however, was found to be alive. They put him aside since they only had orders to get rid of the dead bodies. The mother of the one who was still alive had been watching their suffering. She was a most devout woman. As soon as she heard that her son was arrested and was suffering martyrdom, she rushed to watch and boast about her Christian faith but also to strengthen him in case he relented. She was a true heroine! As soon as she saw that her son was left behind because he was not dead yet, she yelled to the executioners to take him along too, but they didn’t hear her. What did she do? She picked him up and followed them. And in order to complete her confession as a Christian mother, she tried to throw him in with the other bodies to die and not miss out on the glory which belonged to him.
One can only fall silent here. How it is possible for anyone to describe what went on inside her Christian heart? A mother who sees her smashed up son, screaming in pain, instead of finding ways to comfort him and alleviate his pain, or look to ease the horror inside her own wounded heard, she worries in case her love towards Jesus as well as her son’s is not fulfilled. She forgoes all pain and her female weakness and runs after them so that her son is not excluded from the wholesome glory awaiting those who had suffered martyrdom. Here is a Christian heart which loves the Lord above all else!
This is a perfect illustration which ought to move us, as monks, who have heeded the Lord’s call and special providence. The Lord has absolved us of the bondage of vainglory and has called us to fight at the special arena amongst all those who loved Him exclusively and sacrificed everything, even their lives, in fulfilling their love for Him.
We are the ancestors and co-athletes of the Forty Martyrs as well as of all those who, having heeded our Jesus’ call and been attracted by His Father and strengthened by the grace of the Holy Spirit, have demonstrated their absolute love for Him through all kinds of self-denials and adoration to the best of their human ability. We are not exaggerating when we consider ourselves amongst them. Of course we are found wanting in these unfortunate times. And it is also true that we have progressed to our detriment, but the Lord has not changed His stance towards us. His absolute Fatherly love stands as it was and He also loves us as He had loved the earlier athletes- those great martyrs and confessors. He has assigned us to the same arena and expects us to demonstrate to the measure of our ability that we prefer His love over everything else. ‘We put no obstacle in anyone’s way, so that no fault may be found with our ministry, but as servants of God we commend ourselves in every way’ (2 Corinthians 6, 3-4).
Therefore, you must be certain that in Its greatness Divine Grace which never errs and which has foreknown that we are indeed weak, worthless and wretched beings, has agreed not to deny us the blessing and has consigned us among the chosen ones. The earlier deified martyrs condescend to our wretchedness and support us. They plead with the Lord to make allowances for our weaknesses and strengthen us in our deficiencies without rescinding His fine call to us, in spite of our treason.
Let us, therefore, arm ourselves with our fine intention. Let us plead with the Martyrs today and all the Saints thereafter who are expecting us in the heavens, to intensify their effort and increase their fatherly affection by pleading with the most kind Jesus to receive us. And to pass down to us even a fraction of the zeal which they had when they had accomplished their mighty mission.
Indeed we will then resemble the children who had rich parents. Even though they had not worked nor were able to work, they nevertheless had inherited plenty of riches. If we try our best, then our holy Fathers, the Martyrs and the Saints will condescend and intercede on our behalf so that we will receive what is missing in order to succeed too.
All of us ought to truly demonstrate that we are not going back on our promise and that we also suffer daily because of our weaknesses. We ought to confess our wretchedness and our inability, as well as our intention to pursue our fine goal. We too intend to continue with our mission and complete it in Christ. Amen.
http://pemptousia.com

Θα παρακαλούσα να μου δώσετε την ευχή σας, για να φωτίση ο Θεός το σκότος μου και να μπορέσω να σας μιλήσω δυο λόγια.
Θα σας διαβάσω μια μικρή περικοπή του Ευαγγελίου μας: «Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (Ματθ. ιε’, 21-28).
Εδώ βλέπουμε μία γυναίκα Χαναναία, εννοείται ειδωλολάτρισσα, η οποία είχε μία κόρη, που ήταν δαιμονισμένη. και πάρα πολύ φυσικό ήταν να υποφέρη αυτή η μητέρα μαζί με την κόρη. Εκείνη σαν δαιμονισμένη βέβαια δεν καταλάβαινε, όταν το δαιμόνιο την τυραννούσε και την έθλιβε. αλλά η μητέρα βλέπουσα το παιδί της σ’ αυτήν την κατάστασι -άρρωστη για πολλά χρόνια- είχε πληγή μέσα της πολύ μεγάλη και φλεγόταν. Οπωσδήποτε θα την πήγε σε γιατρούς, θα έτρεξε εδώ κι εκεί. θεραπεία μηδεμία. Άκουσε ότι στο Ισραήλ υπάρχει ένας άνθρωπος, ένας προφήτης, ο οποίος κάνει θαύματα. Δαιμόνια βγάζει, ασθένειες θεραπεύει, αμαρτωλούς συγχωρεί, τους πάντας δέχεται, κανένα δεν διώχνει. Έτσι πήρε το θάρρος. Σκέφθηκε: «Αυτός θα είναι ο Σωτήρας μου, σ’ Αυτόν θα τρέξω. το βλέπω στην πράξι, ότι κάνει τόσες θεραπείες και τόσα καλά στους ανθρώπους».
Και ήρθε. ήρθε με πολλή πίστι και Τον προσκύνησε τον Χριστό μας και του είπε: «Κύριε, η θυγάτηρ μου κακώς, δηλαδή πολύ άσχημα, δαιμονίζεται και υποφέρει τρομερά και θεραπεία από πουθενά. Παρακαλώ, Σε ικετεύω, Σε προσκυνώ, Σε λατρεύω, κάνε τη θεραπεία, κάνε το θαύμα Σου και στο δικό μου κορίτσι». Φαίνεται ότι Τον πίεζε τον Χριστό με τις κραυγές και τις παρακλήσεις της ακολουθώντας από πίσω Του, Τον έθλιβε, Τον κούραζε. Αλλά ο Κύριος δεν κουράζεται. Οι μαθηταί βλέποντας τη Χαναναία να ακολουθή με τόση επιμονή και νομίζοντας ότι τον Κύριο τον στενοχωρεί, Τον παρεκάλεσαν να την απολύση, να τη διώξη, να τελείωση το θέμα της. Αυτή όμως ήρθε με περισσότερη επιμονή και Τον παρακαλούσε, κι έπεφτε στα πόδια Του λέγοντας: «Κύριε, κάνε έλεος». Τότε ο Κύριος στράφηκε στους αποστόλους Του και είπε: «Δεν ήρθα εγώ εδώ κάτω στη γη να θεραπεύσω αλλοτρίους, παρά μόνον τα χαμένα, τα απολωλότα πρόβατα του Ισραήλ».
Επειδή ο Ισραήλ ήταν ο εκλεκτός λαός του Θεού, οι Ισραηλίται πίστευαν ότι αυτοί ήταν αποκλειστικά τα παιδιά του Θεού κι όλους τους άλλους ανθρώπους τους θεωρούσαν για τίποτα. Βέβαια ο Κύριος είχε το σκοπό Του, που το είπε αυτό. Το έκανε για να προκαλέση τη γυναίκα να πέση με περισσότερη θερμότητα, να αναπτύξη περισσότερο τη μεγάλη της πίστι, ώστε να θεατρίση τους Γραμματείς και Φαρισαίους, τους νομοδιδασκάλους, που ενομίζοντο ότι ήταν σπουδαίοι, ότι ήταν τα κατ’ εξοχήν παιδιά του Θεού, οι ευπειθείς και υπάκουοι στο νόμο του Θεού. Και στη συνέχεια είπε ο Κύριος: «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις», δηλαδή δεν είναι δυνατόν, δεν είναι καλό να στερήσω τη θεραπεία, την οποία έχω να δώσω στα παιδιά του Ισραήλ και να τη δώσω στα κυνάρια, στα σκυλάκια, όπως ελογίζοντο οι αλλότριοι, οι έξω από την πίστι στο Θεό, οι ειδωλολάτρες.
Όταν αυτή ήκουσε τον Κύριο να λέγη αυτό το πράγμα, φαίνεται ότι πόνεσε πολύ και με το φόβο μήπως αποτύχη αυτής της μεγάλης θεραπείας, αυτού του μεγάλου καλού, αυτής της λυτρώσεως, που προσδοκούσε από τον Κύριο, έπεσε κάτω στα πόδια Του και είπε: «Ναι, Κύριε, πράγματι εμείς είμαστε κυνάρια, ενώ τα παιδιά του Ισραήλ είναι τα παιδιά του Θεού. Αλλά και τα κυνάρια πολλές φορές τρώγουν τα ψιχία, τα ψίχουλα, αυτά που πέφτουν από το τραπέζι των παιδιών!» Σαν να έλεγε: «Ψίχουλα δώσε και σε μένα, μια και λογίζομαι κυνάριο και όχι ένα από τα παιδιά του Ισραήλ τα διαλεχτά». Κι όταν είδε ο Κύριος την τόσο μεγάλη της πίστι, αμέσως της είπε: «Γυναίκα μεγάλη είναι η πίστις σου! Να γίνη ό,τι επιθυμείς!» Κι από την στιγμή εκείνη το κορίτσι της έγινε καλά. Εθριάμβευσε η πίστις!
Έχουμε επίσης και την αιμορροούσα γυνή. Κι αυτή όπως βλέπουμε στο Ιερό Ευαγγέλιο έπασχε επί δώδεκα έτη από χρόνια αιμορραγία. δεν έβρισκε πουθενά θεραπεία. Ξόδεψε πάρα πολλά χρήματα σε γιατρούς και φάρμακα και θεραπεία μηδεμία. Με την πίστι της στο Χριστό μας Τον πλησίασε. Πίστευε ακράδαντα ότι αν Τον ακουμπήση τον Ιησού, θα γίνη καλά. Και δεν απέτυχε του αιτήματος της καρδιάς της. Ο Χριστός για να δείξη τη μεγάλη της πίστι και τη θεραπεία συγχρόνως, είπε στους μαθητάς Του: «Κάποιος με ακούμπησε, ποιος είναι;» Απάντησαν οι απόστολοι: «Μα, Κύριε, τόσος κόσμος είναι εδώ και οι όχλοι Σε συνθλίβουν και λες τώρα, ποιος Σε ακούμπησε ιδιαίτερα;» «Ναι, κάποιος με ακούμπησε. Εγώ γνώρισα ότι από μένα βγήκε κάποια δύναμι. ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;» Βλέποντας η γυναίκα ότι δεν λανθάνει του Χριστού αυτό που έκανε, Τον πλησίασε και τρέμοντας έπεσε στα πόδια Του κι ομολόγησε ενώπιον όλου του λαού το θαύμα, ότι δηλαδή από τη στιγμή εκείνη που Τον άγγιξε, σταμάτησε η αιμορραγία και εθεραπεύθη αμέσως. Τότε της είπε ο Ιησούς: «Έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστις σου σε έσωσε.
Πορεύου εις ειρήνην» (Λουκ. η’, 43-48).
Και σε μία άλλη παραβολή του Ευαγγελίου βλέπουμε κάποια χήρα να ενοχλή φορτικά, να «υποπιάζη» έναν κριτή, ο οποίος δεν είχε φόβο Θεού και εντροπή ανθρώπων, να την «εκδικήση», δηλαδή να την προστατεύση και να την απαλλάξη από κάτι, που ηδικείτο από κάποιον αντίδικο. Και είδατε τί έκανε ο κριτής της αδικίας; Μετά από την πολλή πίεσι και ενόχλησι, που του δημιούργησε αυτή η γυναίκα, για να την ξεφορτωθή, της έκανε το αίτημα (Λουκ. ιη’, 1-8). Εάν αυτός ο κριτής ο αθεόφοβος κατέληξε να κάνη το αίτημα της χήρας, γιατί τον ενοχλούσε και τον πίεζε, πολλώ μάλλον ο Ουράνιος Πατέρας θα κάνη τα αιτήματα των τέκνων του! Αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Να αιτούμεθα, να παρακαλούμε, να κρούωμε την θύρα του ελέους του Κυρίου και θα τύχουμε απαντήσεως. Γι’ αυτό να πάρουμε το θάρρος, να εγκολπωθούμε την πίστι και να μη σταματήσουμε ποτέ να αιτούμεθα δια της προσευχής τα όσα μας απασχολούν, τόσο σαν αμαρτήματα, όσο και σαν πάθη ή και ακόμη σαν υποθέσεις ζωής. Έχουμε την προσευχή, η οποία τόσα πολλά καλά επιφέρει στον προσευχόμενο, όταν πιστεύη ακράδαντα ότι θα τύχη της απαντήσεως.
Όταν κατέβηκε ο Κύριος από το Όρος Θαβώρ μετά την Μεταμόρφωσι, ήρθε ένας πατέρας ο οποίος είχε κι αυτός παιδί σεληνιαζόμενο και προσέπεσε στα πόδια του Χριστού μας και του είπε: «Κύριε, δέομαί σου, Σε παρακαλώ, ελέησε το παιδί μου, γιατί σεληνιάζεται και κακώς πάσχει. Το ωδήγησα στους μαθητάς σου, αλλά δεν μπόρεσαν να το θεραπεύσουν. Λυπήσου μας και όσο δύνασαι βοήθησέ μας». Και ο Κύριος του είπε: «Εάν μπορής να πιστεύσης ότι δύναμαι να κάνω καλά το παιδί σου, τα πάντα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει». Φοβούμενος δε ο φτωχός μήπως τυχόν δεν πιστεύει, όπως χρειάζεται και όσο χρειάζεται, για να θεραπευθή το παιδί του, λέγει με δάκρυα στον Κύριο: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ μου την απιστία, ενίσχυσέ μου την απιστία, για να γίνη η πίστις μου δυνατή, ώστε το παιδί μου να γίνη καλά». Και τότε ο Κύριος επετίμησε το ακάθαρτο πνεύμα κι αφού εσπάραξε πολύ το παιδί βγήκε από μέσα του, αφήνοντάς το κάτω στη γη σαν νεκρό. Τότε ο Χριστός μας το έπιασε από το χέρι, το σήκωσε και το παρέδωσε στον πατέρα του θεραπευμένο (Ματθ. ιζ’, 14-20, Μάρκ. θ’, 17-27, και Λουκ. θ’, 37-43).
Κι εμείς όταν έχουμε τα αιτήματά μας, όταν έχουμε τις ανάγκες μας, όταν μας προσβάλλη η αμαρτία, μας προσβάλλουν, μας στριμώχνουν, μας πρεσσάρουν τα πάθη, να γονατίζουμε με όλη μας την καρδιά και να φωνάζουμε -ει δυνατόν οι προσευχές μας να συνοδεύωνται από δάκρυα- και τα αιτήματά μας θα γίνουν εισακουστά από τον Θεό. Βλέπουμε και τον Δαυίδ στον ρμ’ (140) Ψαλμό του, στον Εσπερινό να λέγη: «Κύριε, εκέκραξα προς Σε, εισάκουσόν μου, εισάκουσόν μου Κύριε». Κύριε κράζω προς Σε, φωνάζω σε Σένα με όλη την καρδιά μου, με όλη την ψυχή μου. ας εισακουσθούν τα λόγια της προσευχής μου, ας έρθουν στα αυτιά Σου και εκπλήρωσε τα αιτήματά μου. «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου». Πράγματι μια τέτοια προσευχή είναι αδύνατον να μην εισακουσθή. Αλλά οι προσευχές μας και ιδιαίτερα οι δικές μου, είναι αυτές που δεν παίρνουν απάντησι. Γιατί; Γιατί όταν προσευχόμαστε ο νους μας δεν είναι εκεί.
Κάποιος ειδωλολάτρης ιερεύς είπε σε κάποιους μοναχούς:
- Όταν εσείς προσεύχεσθε στο Θεό σας, σας απαντά ο Θεός σας;
- Όχι, είπαν οι μοναχοί.
- Εμένα μου απαντά ο θεός μου. Για να μη σας απαντά, λέει, ο Θεός σας, σημαίνει ότι έχετε κακούς λογισμούς. Και είπαν οι πατέρες:
- Όντως έτσι έχει η αλήθεια.
Βέβαια σ’ αυτόν απαντούσε ο διάβολος, αλλά οι πατέρες είδαν ότι είπε την αλήθεια. Όταν προσευχώμεθα, ο νους μας, η διάνοιά μας σκορπάει εδώ κι εκεί και δεν ξέρουμε τι λέμε. Κι αφού εμείς δεν καταλαβαίνουμε τι λέμε, πώς θα καταλάβη ο Θεός την προσευχή μας; Γι’ αυτό χρειάζεται, όταν προσευχώμεθα, προηγουμένως να συλλάβουμε την αμαρτωλότητά μας, να την κάνουμε αίσθησι και να τοποθετούμεθα με ταπείνωσι και με συντριβή καρδίας. Και όταν γίνη αίσθησις η αμαρτωλότητα μέσα στην καρδιά μας, τότε γίνεται καταστολή του μετεωρισμού. Η δε καταστολή του μετεωρισμού θα δημιουργήση τη διάθεσι και το αμετεώριστο της προσευχής. Τότε τα λόγια μας θα έχουν απήχησι.
Όπως βλέπουμε τον Τελώνη και τον Φαρισαίο. Ο Φαρισαίος έκανε προσευχή πολύ περισσότερη από τον τελώνη κι έλεγε: «Νηστεύω, αποδεκατώ… κ.λπ. και δεν είμαι σαν και τούτον εδώ τον τελώνη τον άδικο, ο οποίος κάνει καταχρήσεις και τόσα άλλα» (Λουκ. ιη’ 9-14). Ο μεν Φαρισαίος ήταν δίκαιος, διότι είχε τη δικαιοσύνη, έκανε πράξεις εξωτερικά βέβαια καλές, νήστευε, αγρυπνούσε, έκανε για το «θεαθήναι» ελεημοσύνη, έκανε προσευχές στα σταυροδρόμια όπου σήκωνε ψηλά τα χέρια του, ένιπτε τα χέρια του προτού να φάγη κι όλα τα άλλα τα τυπικά του Νόμου και ενόμιζε κατά τη συνείδησί του ότι ήταν πολύ εντάξει.
Ο τελώνης δεν έκανε πολλή προσευχή. Τί έλεγε; «Ιλάσθητί μοι, Κύριε, τω αμαρτωλώ». Δεν είπε πολλά πράγματα, αλλά τί είχε η προσευχή του; Είχε κάτι το ιδιαίτερο. Ποιο ήταν αυτό; Η αναγνώρισις ότι πράγματι ήταν τελώνης. και οι τελώνες τότε εθεωρούντο άδικοι, είχαν εις βάρος τους την κατηγορία του αμαρτωλού, του τελευταίου ανθρώπου, γιατί έκλεβαν. Κι επομένως ο καημένος ο τελώνης αισθανόταν τις αδικίες του. Πώς θα μπορούσε να σηκώση ο φτωχός κεφάλι και να πη: «Αποδεκατώ όσα κτώμαι και νηστεύω δις του Σαββάτου, ότι κάνω καλές πράξεις και τόσα άλλα;» Αυτός βλέποντας τη μαυρίλα της αδικίας και της αμαρτίας του, έπεσε χάμω και δεν σήκωνε τα μάτια του να κοιτάξη ψηλά, διότι θεωρούσε τον εαυτό του σαν τον πιο τελευταίο άνθρωπο, τον πιο υπεύθυνο αμαρτωλό. Κι όμως αυτό το σκύψιμο, αυτό το ότι δεν τολμούσε να κοιτάξη ψηλά, όλα αυτά ήταν προσευχή, όλα αυτά συγκλόνιζαν τον θρόνο του θείου ελέους. Και κατέβηκε, λέει, ο τελώνης δεδικαιωμένος, ο δε Φαρισαίος καταδικασμένος. Η ταπείνωσις αυτή, το σκύψιμο κάτω με τα μάτια χαμηλά, η εντροπή που ένοιωθε, ο έλεγχος της συνειδήσεως που τον συνείχε, όλα αυτά συνετέλεσαν και κατέβηκε δεδικαιωμένος, δηλαδή συγχωρημένος από τον Θεό.
Το παράδειγμα ιδιαίτερα αυτού του τελώνου μας δίνει το δίδαγμα, μας φωτίζει το δρόμο, μας δίνει την ευκαιρία να σκεφθούμε, να δούμε πως ακούγεται η προσευχή του προσευχομένου. Ας ελέγξουμε λίγο τον εαυτό μας κι ας κάνουμε μία παρατήρησι, μία αυτοεξέτασι. Όταν προσευχηθήκαμε και το μυαλό μας, ο νους μας γύρισε όλο τον κόσμο και δεν καταλάβαμε καν τι είπαμε, νοιώσαμε καμμία αλλοίωσι μέσα μας; Νοιώσαμε ξηρασία σαν να μη κάναμε προσευχή. Αυτή είναι η απάντησις που πήραμε. Το γνωρίσαμε κι αυτό από την πράξι. Όταν όμως σαν τον τελώνη έτσι κι εμείς προσευχώμεθα, γονατισμένοι, με δάκρυα, με ταπείνωσι, με αυτογνωσία, να πιστεύουμε ότι οι προσευχές μας θα τύχουν απαντήσεως.
Η Άννα η Προφήτις, η μητέρα του Σαμουήλ του Προφήτου, ήταν στείρα, όπως γνωρίζουμε από τη Γραφή και δεν είχε παιδιά καθόλου. Η άλλη γυναίκα του ανδρός της είχε πολλά παιδιά. Σαν στείρα πονούσε κι επιθυμούσε κι αυτή να αποκτήση ένα παιδάκι. Ο πόνος αυτός της ψυχής την ωδήγησε στο ναό του Θεού να προσευχηθή. Γονατισμένη μέσα στο ναό γοερώς έκλαιγε και παρακαλούσε το Θεό. Από την πολλή της προσευχή κι από το πολύ δόσιμο στο Θεό, δεν καταλάβαινε τίποτα, τι γινόταν γύρω της, γιατί ήταν εξ ολοκλήρου δοσμένη ψυχή τε και σώματι στο αίτημα. τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι, η καρδιά της φλεγόταν και η φωνή της ανέκραζε γοερώς. Ο Ηλί ο ιερεύς ήταν μέσα στο ιερό, στα Άγια των Αγίων, καθώς και ο υπηρέτης. Λέγει ο υπηρέτης στον ιερέα του Θεού:
- Τί γίνεται μ’ αυτή τη μεθυσμένη έξω; Να τη βγάλουμε απ’ το ναό.
- Όχι, δεν θα τη βγάλουμε, διότι η ψυχή της είναι κατώδυνος, πονάει πάρα πολύ. Άφησέ την εκεί να εκχύση τον πόνο της ενώπιον του Θεού. Και γνωρίζουμε ότι αυτή η προσευχή της έφερε τον καρπό τον άγιο μέσα στην κοιλία της και εγέννησε τον μεγάλο Προφήτη Σαμουήλ.
Βλέπετε, τί προσευχές χρειάζονται για να πάρουμε απάντησι στα αιτήματά μας από τον Θεό και ιδιαίτερα, όταν αυτά είναι σοβαρά και δυσεπίλυτα; Πόσα προβλήματα μας απασχολούν, οικογενειακά, οικονομικά, προβλήματα σχετικά με τα παιδιά, για τα οποία όλοι οι γονείς έχουν τρομερή αγωνία σήμερα, εντός του δικαίου βέβαια. Διότι έξω από το σπίτι καιροφυλακτούν λύκοι και λέοντες να τα καταβροχθίσουν. Επομένως η αγωνία αυτών των ανθρώπων είναι πολύ μεγάλη, γιατί βλέπουμε πως ακριβώς ο σατανάς περιπλέκει τα παιδιά με το δίχτυ του, τα αγκιστρώνει και τα τραβάει έξω από τη θάλασσα και έτσι δημιουργείται όλη αυτή η σήψις και ο ψυχικός θάνατος των παιδιών. Όλα αυτά τα παιδιά θέλουν πολλή προσευχή.
Έχουμε βέβαια πολλά παραδείγματα μητέρων, που η προσευχή τους έσωσε τα παιδιά τους, όπως την Αγία Μόνικα. Όπως γνωρίζετε η Αγία Μόνικα ήταν η μητέρα του Ιερού Αυγουστίνου. Ο Ιερός Αυγουστίνος πριν γίνη «Ιερός», ήταν ο άσωτος Αυγουστίνος, ένας από τους πολύ μεγάλους αμαρτωλούς. Αλλά η αγία αυτή μητέρα δεν γονάτισε προ του μεγίστου κινδύνου, προ της μεγάλης απώλειας του παιδιού της. Δεν δειλίασε, που το έβλεπε στην ασωτεία να καταρρέη συνέχεια, αλλά το θάρρος της ήταν μεγάλο και η πίστις της μεγάλη. Αγωνιζόταν στην προσευχή. ανάλογα και τα δάκρυά της. Και ο πόνος της τον έφερε εις μετάνοιαν. Μετανόησε ο Ιερός Αυγουστίνος. Αλλά και όταν αργότερα έπεσε σε αίρεσι, έκανε άλλον αγώνα μεγάλο η μητέρα, για να τον επαναφέρη στην Ορθόδοξη πίστι. Έφτασε στα Μεδιόλανα και συνάντησε τον Άγιο Αμβρόσιο και έκλαιγε και θρηνούσε μπροστά του εκθέτοντας τα όσα το παιδί της είχε κάνει στη ζωή του. Βλέποντας ο άγιος τα δάκρυα, βλέποντας τον πόνο και την πίστι της, της είπε:
- Γύναι, αυτά τα δάκρυα που χύνεις, δεν θα μείνουν έτσι, θα φέρουν καρπό. Πίστευε ότι το παιδί σου θα αλλάξη. Και άλλαξε και έγινε ο Ιερός Αυγουστίνος, που εορτάζεται μεταξύ των Αγίων από την Εκκλησία μας.
Βλέπετε των μεγάλων μητέρων τα κατορθώματα! Δεν εδειλίασαν, δεν απελπίστηκαν, όταν έβλεπαν τα παιδιά τους να καταστρέφωνται. Ποτέ απελπισία. Η απελπισία είναι πάρα πολύ μεγάλο κακό. Γι’ αυτό πρέπει να ενισχύουμε τα παιδιά, να τους σπέρνουμε τον σπόρο της ευσεβείας και να μη χάνουμε το θάρρος μας, διότι ό,τι σπέρνουμε, δεν χάνεται. Εισέρχεται ο σπόρος στην ψυχή τους κι ας φαίνεται ότι τώρα, που είναι στη νεανική τους ηλικία, δεν δέχονται τίποτα, αντιλογούν, βγαίνουν προς τα έξω, δεν έρχονται στην εκκλησία και κάνουν ωρισμένα λάθη. Στο βάθος έχουν πίστι, στο βάθος έχουν ένα πάρα πολύ όμορφο άνθρωπο. Να ξέρετε ότι ο σπόρος αυτός θα βλαστήση. Θα έρθη καιρός που ο Θεός θα δώση ούριο άνεμο, θα βρέξη, θα ανατείλη ο ήλιος της δικαιοσύνης και τα παιδιά αυτά θα καρποφορήσουν καρπόν εκατονταπλασίονα. Αν ο Θεός το καλέση, όπως περιμένουμε να γίνη, και αξιωθούν του μαρτυρίου, τότε θα δήτε ότι τίποτα δεν χάθηκε. Διότι ο Χριστός μας σταυρώθηκε για όλον τον κόσμο και ιδιαίτερα για τα παιδιά, τα οποία στη σημερινή εποχή κινδυνεύουν άμεσα.
Και οι γονείς και η εκκλησία ολόκληρη και ιδιαίτερα εμείς οι πνευματικοί που βλέπουμε τα βαθύτερα του κάθε παιδιού και γνωρίζουμε το τι συμβαίνει, πρέπει να προσευχώμεθα. Να παρακαλούμε νύχτα μέρα και ιδιαίτερα για εκείνα τα παιδιά, που είναι γεννημένα στις αιρέσεις και για εκείνα, που τα έχουν καταστρέψει τα ναρκωτικά και γυρίζουν έρημα μέσα στους δρόμους, χωρίς καμμία σχετική προστασία, χωρίς κανένας να λαβαίνη πρόνοια γι’ αυτά. Όλοι έχουν ανάγκη από μια ανακούφισι κι από τον πόνο κι από την ασθένεια κι από τα προβλήματα τα ψυχολογικά, τα οποία είναι μία μόνιμη κατάστασι πλέον στο νεανικό κόσμο.
Εμείς οι χριστιανοί οι οποίοι γνωρίζουμε την αγάπη του Θεού, θα πρέπη να προσευχώμεθα για κάθε πλάσμα επάνω στη γη, για κάθε χαμένο, για κάθε πονεμένο άνθρωπο, για κάθε πονεμένη ψυχή, διότι τότε θα εκπληρώσουμε το χρέος μας απέναντι στον Θεό και τότε θα είμεθα πραγματικά παιδιά του Θεού. Και ο Θεός έτσι κάνει. Είναι απλωμένος σε όλον τον κόσμο, άσχετα αν οι άνθρωποι Τον βλασφημούν, αν ασεβούν, αν Τον έχουν ξεχάσει ή κι αν δεν Τον γνωρίζουν καθόλου. Η αγάπη μας πρέπει να απλωθή, να μην περιορίζεται μόνο στη δική μας οικογένεια ή στη διπλανή μας, αλλά σε όλον τον κόσμο. Οι άγιοι Πατέρες και για τα κτήνη ακόμη είχαν ευσπλαχνία και οικτιρμούς. Τα ελυπούντο και τα αγαπούσαν από την αγιότητα της ψυχής των.
Τα δεινά χρόνια πλησιάζουν. Όταν δούμε πολέμους και σεισμούς και διάφορα γεγονότα, εγγύς το τέλος. Περιμένουμε πολλά να μας συμβούν σύμφωνα με τις προφητείες των αγίων, εις τους εσχάτους χρόνους θα συμβούν μεγάλα γεγονότα. Και ο λόγος του Θεού και των αγίων είναι αλήθεια. Το άθλημα, το οποίον περιμένουμε να δώσουμε είναι για την πίστι στην Θεανθρωπία του Ιησού, αφού βέβαια πιστεύουμε ότι ο Χριστός ήτο Θεός κι έγινε άνθρωπος κι ότι κατέβηκε στη γη, να δώση τη λύτρωσι και να διώξη το σκοτάδι της απιστίας και της αθεΐας. Κι εμείς σαν στρατιώτες του Χριστού μας, αφού αποτελούμε το στράτευμα του Χριστού, οφείλουμε να προετοιμαστούμε, να οπλισθούμε. Ένα κράτος, όταν αντιληφθή ότι κάποιο άλλο κράτος ετοιμάζει επίθεσι αρχίζει την προετοιμασία της άμυνας και της αντεπιθέσεως. Ούτω πως και εμείς. Και η προετοιμασία είναι γνωστή.
Να πιστεύουμε κατά πρώτον, ότι εάν έχουμε πίστι και ταπείνωσι θα ελκύσουμε την Χάρι κι αυτή τη μεγάλη δύναμι του Χριστού, για να μαρτυρήσουμε. Ποτέ να μη πιστέψουμε και να τολμήσουμε να σκεφθούμε, ότι εμείς μόνοι μας έχουμε αυτή τη δύναμι. Θα λέμε: «Εγώ είμαι αδύναμος, είμαι ανίκανος, είμαι αμαρτωλός, είμαι τίποτα, είμαι μηδέν, είμαι ο πιο άχρηστος άνθρωπος». Μόνον η ταπείνωσις θα ελκύση τη δύναμι του Χριστού και θα νικήση. Διότι όπου ο Χριστός επιφοιτά με την υπερφυσική Του δύναμι, υπέρ φύσιν ποιεί πράγματα. Μη νομίσετε ότι με τις προσωπικές και τις ανθρώπινες δυνάμεις θα αντιμετωπίσουμε οιανδήποτε ενέργεια και επέμβασι του διαβόλου και των συνεργατών του. Ποτέ. Ο άνθρωπος είναι ασθενικός, δεν έχει καμμία δύναμι να αντιμετωπίση όλα αυτά τα δεινά, παρά μόνο με τη δύναμι του Θεού. Να πιστέψουμε ότι, όταν ο Θεός μας καλέση σ’ αυτό το μαρτύριο, θα δώση «συν τω πειρασμώ και την έκβασιν» (Α’ Κορινθ. ι’ 13) κι ότι όταν εν ταπεινώσει δεχθούμε να δώσουμε αυτή τη μαρτυρία, θα πάρουμε τη Χάρι του Θεού, για να νικήσουμε τον πονηρό και να στεφανωθούμε.
Εν συνεχεία πρέπει να διορθώσουμε τη ζωή μας, να την κάνουμε ορθόδοξη από απόψεως αρετών και αγωνισμάτων, για να αισθανθούμε, να γευθούμε και να πιστέψουμε πραγματικά στον Θεό. Όταν πιστέψουμε ότι ο Χριστός εις τον καιρό των μαρτυρίων έκανε θαύματα στους αγίους και τους ενίσχυε στον αγώνα, θα νοιώσουμε την ύπαρξί Του μέσα μας ζωντανή, όπως την ένοιωσαν οι Μάρτυρες. Βλέπουμε στα μαρτύρια των αγίων, ότι και οι Μάρτυρες και οι Ασκηταί εδέχοντο επίσκεψι θεϊκή, μαρτυρική, οράματα θεία και επεμβάσεις Χάριτος, χωρίς οι γύρω τους να το αντιλαμβάνωνται, κι έτσι έπαιρναν δύναμι. Κι όλα αυτά τους βοηθούσαν και ξεπερνούσαν τη μαρτυρική δυσκολία και έτσι ετελειώνοντο εν Κυρίω. Ο Απόστολος Παύλος σε μία από τις Επιστολές του λέγει: «Δια πίστεως οι άγιοι πάντες κατηγωνίσαντο βασιλείας, ….επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, …» (Εβρ. ια’, 33-40) και τόσα άλλα έπαθον. Δια της πίστεως οι Μάρτυρες κατώρθωσαν όλα αυτά τα μεγάλα. αγωνίσθηκαν εναντίον βασιλέων, εναντίον τυράννων, εναντίον βασάνων, εναντίον του πυρός και τόσων άλλων δεινών και εθριάμβευσαν και εστεφανώθησαν και ηγίασαν.
Αλλά λέμε: Αφού τώρα δεν βλέπουμε αρετή, έχουμε βαθύ σκότος αμαρτίας και απιστίας και ιδιαίτερα στις χώρες αυτές, που μας κατακλύζουν όλες οι θρησκείες, όλες οι φυλές, όλα τα χρώματα, οι σατανιστές, που έχουν μεγάλη ισχύ, και τόσες άλλες δοξασίες και βλασφημίες και αιρέσεις, πώς θα αναδειχθούν σήμερα οι Άγιοι; Αφού έχει εκλείψει κάθε αρετή, αφού ασκητάς δεν έχουμε τώρα, όπως τα παληά χρόνια, που ηγίαζαν στας ερήμους, αφού η πίστις θα κλονισθή μέχρι τα θεμέλια, ποιοι θα είναι οι Άγιοι των τελευταίων χρόνων;
Και όμως οι Άγιοι δεν θα εκλείψουν μέχρι της συντελείας των αιώνων. Μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία η Εκκλησία θα καρποφορή Αγίους. Και επειδή τα χρόνια αυτά θα είναι πολύ κοντινά και περιμένουμε να δώσουμε αυτή τη μεγάλη μαρτυρία, οφείλουμε όλοι να προετοιμαζώμεθα και να ενισχύουμε συνεχώς και τα παιδιά μας, έστω και με τα λίγα, που γνωρίζουμε, και να τα τονώνουμε την Ορθόδοξη πίστι και στο μαρτύριο. Όποιος θα αξιωθή να δώση αυτή τη μαρτυρία της πίστεως τα επόμενα χρόνια, τα οποία θα είναι τα τελευταία και τα ένδοξα, αυτός ο Μάρτυς θα είναι δέκα φορές λαμπρότερος εις την Βασιλείαν των Ουρανών από τους προηγουμένους Μάρτυρας, που εορτάζει η Εκκλησία μας. Ας ελπίσουμε κι εμείς, με τη Χάρι του Κυρίου, ότι θα αξιωθούμε αυτής της μεγάλης τιμής του μαρτυρίου στους εσχάτους χρόνους. Αμήν. Γένοιτο.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
"Lord Jesus Christ, Son of God, have mercy on me a sinner": let all thine attention and training be in this. Walking, sitting, doing, and standing in church before the divine service, coming in and going out, keep this unceasingly on thy lips and in thy heart. In calling in this manner on the name of God thou wilt find peace, thou wilt attain to purity of spirit and body, and the Holy Spirit, the Origin of all good things, will dwell in thee, and He will guide thee unto holiness, unto all piety and purity."
Saint Seraphim of Sarov

Πως γίνεται μέσα στην καρδιά μας η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
«Τον 7ο αιώνα υψώθηκε πανηγυρικά ο τίμιος Σταυρός στα Ιεροσόλυμα, για να τον δει και να τον προσκυνήσει όλος ο λαός.*
Εκείνου του γεγονότος ανάμνηση είναι η τελετή της υψώσεως του Σταυρού, που γίνεται κάθε χρόνο, στις 14 Σεπτεμβρίου, στους ενοριακούς και μοναστηριακούς ναούς. Αυτή η Ύψωση, όμως, είναι εξωτερική. Υπάρχει, θα λέγαμε, και μια πνευματική Ύψωση του Σταυρού που συντελείται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.
Πότε;
Όταν κάποιος σταθερά αποφασίζει να αυτοσταυρωθεί, νεκρώνοντας τα πάθη του. Όποιος δεν το κάνει, δεν είναι αληθινός Χριστιανός. Το λέει ξεκάθαρα ο απόστολος: «Οι του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλάτας 5, 24). Όσοι, δηλαδή, είναι του Χριστού, έχουν σταυρώσει τον αμαρτωλό εαυτό τους μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες του.
Οι Χριστιανοί, λοιπόν, υψώνουν μέσα τους αυτόν τον Σταυρό και τον κρατούν υψωμένο σε όλη τους τη ζωή. Έτσι είναι, άραγε; Ο καθένας ας ρωτήσει τη συνείδησή του. Και μακάρι να μην πάρει την απάντηση· «Εσύ κάνεις τα σαρκικά σου θελήματα και υπακούεις στις επιθυμίες σου. Ο σταυρός σου δεν είναι υψωμένος, αλλά ριγμένος στο λάκκο των παθών, όπου σαπίζει από την καταφρόνια και την αμέλειά σου».
Μετά την αποκαθήλωση του νεκρού σώματος του Χριστού, ο τίμιος Σταυρός έμεινε στο Γολγοθά. Οι Ιουδαίοι τον πήραν και τον έριξαν σε ένα σκουπιδόλακκο.
Μετά την Ανάσταση του Κυρίου, πάλι, δεν δίστασαν να επιχώσουν με πέτρες και χώματα τον Πανάγιο τάφο Του, για να τον εξαφανίσουν.
Τέλος, όταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν την επαναστατημένη Ιερουσαλήμ, το 70, κατέσκαψαν και ισοπέδωσαν όλη την πόλη και τα περίχωρά της. Και αργότερα, κατά την ανοικοδόμησή της, στον τόπο όπου πρώτα ήταν ο Πανάγιος τάφος, με υποκίνηση του εχθρού, έχτισαν ναό της Αφροδίτης, της ειδωλολατρικής θεάς της ασέλγειας.
Κάτι παρόμοιο γίνεται και με τον εσωτερικό σταυρό μας. Όταν ο εχθρός κυριεύσει και κατασκάψει τη νοητή Ιερουσαλήμ, την ψυχή μας, ο Σταυρός αυτός γκρεμίζεται από τον καρδιακό Γολγοθά στο σπουπιδόλακκο των αμαρτωλών επιθυμιών και ηδονών. Στη θέση του τότε βάζουμε και προσκυνάμε το είδωλο της Αφροδίτης, ώσπου να μας επισκεφτεί η Θεία Χάρη, αν βέβαια μετανοήσουμε ειλικρινά, η οποία θα τσακίσει το είδωλο της αμαρτίας και θα υψώσει μέσα μας το Σταυρό της νεκρώσεως των παθών» (Από το βιβλίο, «Χειραγωγία στην πνευματική ζωή»).
Σημείωση
* Ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης Β’ (590- 628), που κατέλαβε την Αγία Πόλη το 614, άρπαξε το τίμιο Ξύλο και το μετέφερε στην Περσία. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Ηράκλειτος (610- 641) νίκησε τους Πέρσες και πήρε πάλι το Σταυρό. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 628 τον έφερε στο ναό της Αναστάσεως των Ιεροσολύμων, όπου τον ύψωσε ο πατριάρχης άγιος Ζαχαρίας (609- 631). Από τότε επικράτησε σε Ανατολή και Δύση η εορτή της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού ως λαμπρή πανήγυρη.
«Δεῦτε χαρμονικῶς, ἀσπασώμεθα πάντες, τὸ σωτήριον ξύλον, ἐν ὧ ἐξετανύθῃ, Χριστὸς ἡ ἀπολύτρωσις».
Απολυτίκιο
«Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοὶς Βασιλεύσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα».
Ὁ Oἶκος
«Ὁ μετὰ τρίτον οὐρανὸν ἀρθεὶς ἐν Παραδείσῳ, καὶ ῥήματα τὰ ἄρρητα καὶ θεία, ἃ οὐκ ἐξὸν γλώσσαις λαλεῖν, τὶ τοὶς Γαλάταις γράφει, ὡς ἐρασταὶ τῶν Γραφῶν, ἀνέγνωτε καὶ ἔγνωτε, Ἐμοί, φησί, καυχάσθαι μὴ γένοιτο, πλὴν εἰ μὴ ἐν μόνῳ τῶ Σταυρῶ τῶ τοῦ Κυρίου, ἐν ὧ παθῶν, ἔκτεινε τὰ πάθη, Αὐτὸν οὖν καὶ ἡμεῖς βεβαίως κραιῶμεν τοῦ Κυρίου τὸν Σταυρὸν καύχημα πάντες, ἔστι γὰρ σωτήριον ἡμῖν τοῦτο τὸ ξύλον, ὅπλον εἰρήνης ἀήττητον τρόπαιον».
Κοντάκιο
«Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῶ ἑκουσίως, τὴ ἐπωνύμω σου καινὴ πολιτεία, τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι, Χριστὲ ὁ Θεός, Εὔφρανον ἐν τῇ δυνάμει σου, τοὺς πιστοὺς Βασιλεῖς ἡμῶν, νίκας χορηγῶν αὐτοῖς, κατὰ τῶν πολεμίων, τὴν συμμαχίαν ἔχοιεν τὴν σήν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον».
Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου
http://exprotestant.blogspot.gr/2012/09/blog-post_13.html
Our Dear Lord Jesus will satisfy the requests of the members of His holy church, when He deems that the outcome will only be for our own good. Therefore we should not be demanding, and similarly, we should not be impatient. We should ask politely and with perfect abandon. We will receive if, and when, HE knows, this is to our own true and eternal advantage.
“When the Lord does not give us something we persistently request of Him, then one of two things may be happening. He does not wish to give us something which is not for our own good, or we are unable to see when, and especially how, we should be asking. And these are not mutually exclusive; that is, both may be happening.
Regarding the first case, no one may discover the Lord’s wishes. And this is because no one is able to know the Mind of God. That is why I shall refrain from making a comment.
Regarding the second case, however, I could say a lot. First and foremost, when we are asking something from God we should refrain from digging our heels in and retort… “I must absolutely have this right now..”. Because this response is not just absurd; but also constitutes a great disrespect towards our Maker. Who are you, or, if you prefer, who am I, that I can demand things of the Lord? And not only that, but I am also prepared to tell Him exactly when He is supposed to satisfy these demands.
-But.., dear grandpa.., I have not demanded anything, and I haven’t set any time limits either. This you are already aware of, very well. And I am only asking because my problem has now become age-old…
-This is precisely what I am trying to explain to you, and by this, I am referring to the reason it has taken so long. In other words, when we are asking something from God, we should do so politely and pleadingly, and even then, only for a while. If we see that the Lord is continuing to refuse, then we, on our part, should stop bothering Him also. That is why insisting about something, as in this case, might only make it move further away. That is the reason we should now stop asking. And when we have already forgotten the whole thing, it will return to us without us being aware. And that is because God never forgets. He has received our message! He will save it and when the time is ripe He will respond accordingly, by granting our request!
That is why we must never insist that God does exactly what we want and, certainly not, at the time we want. To insist in this case, is counterproductive. It may cause harm instead of good. And in a case such as yours, where the demand is very intense, and it comes from a person who is not prepared to let go at all, then anything is possible, and it certainly won’t be any good.
Generally speaking my child, I wish you to understand that we must never try to change the Mind of God just because it suits us and especially whenever we see fit. Whenever we need to receive something we should never chase it but leave it entirely up to His wish. Otherwise the more we chase something, the further away it gets! Compare this with your shadow. No matter how fast you run, you will never catch it. No matter how fast you run, it runs the same way as you do!
Are you now clear about what I said regarding being persistent?
-I have understood grandpa, but I cannot agree with you….
-Well, in that case I shall give you a simple example and you will see that you will now agree with me.
Suppose we now take a large bottle with a bottleneck large enough for your hand to fit through (and thus come out the same way), and that once you have placed your hand in the bottle you clench your fingers to create a fist, and at the same time you are trying to bring it out again. You are now going to find out that, no matter how hard you insist, this is impossible to achieve and your hand will remain in the bottle. You may well be trying for days, months or even years without any result whatsoever. However, the minute you let go of your hand, in other words you stop clenching your fist, your hand will emerge from the bottle the same way it went in!
This is exactly what is happening with your problem.
For as long as you insist for a solution to appear, this in fact will be moving further away. And please remember me when I say so. If you wish, to achieve the solution to your problem, then, stop insisting. God already knows all about your problems. You have made your application to Him. He will decide. Please wait for his response, calmly and faithfully. If you act this way you will have a positive result. If you continue to insist, the way you are insisting, you will find that you have the opposite effect.
I advise you to stop being concerned with your problem, if you wish God to be concerned instead!
-And what about the “Knock and it will be opened; seek and you shall find”? What happens then grandpa? If I were to stop knocking on God’s door, how is He going to open? And if again, I were to stop seeking, how is He going to let me have anything?
-It all depends on how you are knocking on a door, for it to open, and again, how you are asking for something to be given.
If, for example you were to dare knock on a door with an audacious and threatening manner, please be certain that this door will never be opened to you! Even if it were to open, do not expect the owner to greet you with hospitality. More than likely, he will end up beating you up! On the contrary, if you knock on the door gently and pleadingly, the door will be opened wide, and the home owner will offer you every available type of hospitality!
The same you would expect to happen, if you are asking for something from someone. If you ask with audacity and threat, you will never receive anything. While if you ask gently and pleadingly you are bound to receive immediately. To a great extend, this is mostly true for God, Who cannot respond to pressure, audacity or threats from anyone. God forbid, if this were to be the other way round.
So you see that, it’s not enough to knock on the door of God, but to also know how to do so, if the door were to open for us some day.
The same is true also, when we are requesting something from Him. In this case again, what actually counts, is not how many times we file in our request, as much as the way we do so. [1]
[1] Anargirou Kalliatsou, Father Porphyrios, 6th edition, Publications: Holy Monastery “ I metamorphosis tou Sotiros” Athens 2005, page. 165-168
Comment: The great wisdom of Father Porphyrios can be clearly observed within the lines of the above event. Father Porphyrios is actually teaching us what it means not to “possess an own wish”, and never request anything other than the will of God. This is the way our life becomes devoid of sadness and completely relaxed, since we are always glad to accept all that happens, as God’s wish. May we have the blessings of our spiritually wise father Porphyrios.
Savvas Agioritis, Hieronmonk.
http://pemptousia.com/
Σατανική ενέργεια
Ο φθονερός, όταν βλέπει κάτι το καλό στον άλλο, υποφέρει. Το ίδιο παθαίνει και ο πανούργος διάβολος. Διάβολος και φθονερός φθονούν το καλό του άλλου. Έχουν μεταξύ τους το κοινό αυτό σημείο. Κι ο διάβολος το «εκμεταλλεύεται». Περνά μέσα απ’ αυτό, (=φθόνο) την κακία του σ’ ανθρώπους.
Ο φθόνος δηλ. του φθονερού ανθρώπου είναι αγωγός, απ’ όπου διοχετεύεται στις ανθρώπινες ψυχές το δηλητήριο (=βασκανία) του διαβόλου. «Η βασκανία είναι μία δαιμονική ενέργεια, που γίνεται μέσω των φθονερών ανθρώπων» (Μ. Βασίλειος περί φθόνου, 4), «…απέλασον πάσαν διαβολικήν ενέργειαν, πάσαν σατανικήν έφοδον» (Ευχή εις βασκανίαν).
Κι αυτό σημαίνει: Βασκανία ΔΕΝ είναι ένας λ.χ. συνηθισμένος πονοκέφαλος, ή μια συνηθισμένη ζάλη κλπ., αλλά είναι κάτι το ασυνήθιστο!! Κάτι το φοβερό, το ανυπόφορο, το …σατανικό!!
Είχε κάποιος, (διηγούνται αυτόπτες μάρτυρες) ένα ωραίο άλογο. Το είδε κάποιος (φθονερός) και είπε: «Τι ωραίο άλογο». Και το άλογο δεν άντεξε το «μάτι». Έσκασε, ψόφησε ακαριαία!
Ποιοί έχουν «μάτι»;
Κακό «μάτι» έχει εκείνος, που έχει μέσα του κακία! «απέλασον πάσαν φαρμακείαν των φθοροποιών και φθονερών ανθρώπων» (ευχή εις βασκανίαν).
Γι’ αυτό παλαιότερα, οι αγράμματες γριούλες, όταν έβλεπαν ένα όμορφο παιδάκι, ή άλλο τι ωραίο, το έφτυναν· και έλεγαν: «Να μην αβασκαθεί». Έβγαζαν από μέσα τους (έφτυναν) τον τυχόν κρυμμένο φθόνο.
Ποιούς πιάνει το «μάτι»;
Εφόσον η βασκανία είναι χτύπημα του σατανά στον άνθρωπο, είναι λογικό να «χτυπιόνται» από τη βασκανία, όσοι δεν είναι εφοδιασμένοι με όπλα, που πολεμούν και συντρίβουν το διάβολο («νηστεία» προσευχή εξομολόγηση, Θ. Κοινωνία, θα το δούμε).
Για αυτό:
Τους αγίους δεν τους πιάνει «μάτι».
Τους ιερείς (λόγω της ιεροσύνης τους).
Και τον κάθε χριστιανό, που ζει την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.
«Ξεμάτιασμα»
Και πάλι, εφόσον η βασκανία είναι χτύπημα του σατανά, απαιτείται ειδική προσευχή, που να χτυπά, εξορκίζει το διάβολο.
Η Εκκλησία μας για την περίπτωση αυτή έχει θεσπίσει την ευχή «εις βασκανίαν», που διαβάζεται από ιερέα. Που σημαίνει, πως όταν σε «πιάσει» το μάτι, θα πρέπει να πας στον ιερέα, και μόνο στον ιερέα.
Αμαρτωλό ξεμάτιασμα
Σε έπιασε το «μάτι». Αντί, λοιπόν, να πας στον ιερέα, πας στη γειτόνισσά σου, στη κουμπάρα σου, κ.λ.π., και σου κάνουν ξόρκια! Όμως έτσι αμαρτάνεις και συ, και αυτές που σε ξεματιάζουν. Εσύ, γιατί περιφρόνησες το λειτουργό του Χριστού (τον ιερέα), και κτύπησες ξένες πόρτες, αυτές γιατί πήραν τη θέση του ιερέα.
Μάθε, λοιπόν, πως ο λαϊκός, επειδή στερείται ιεροσύνης, δεν έχει δικαίωμα να σε «σταυρώνει».
Ο πατέρας ή η μητέρα, επειδή είναι πρόσωπα ιερά, και επειδή έχουν εξουσία στα παιδιά τους, μπορούν να «σταυρώνουν» τα παιδιά τους και μόνο τα παιδιά τους.(Το ίδιο ισχύει και για τον παππού ή τη γιαγιά σε σχέση με τα εγγονάκια τους). Όμως και πάλι προσοχή! Θα πρέπει να λένε προσευχές της Εκκλησίας μας και μόνο της Εκκλησίας μας, (λ.χ. «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ή το «απολυτίκιο» ενός αγίου κ. ά).
Με ποιό, λοιπόν, δικαίωμα σε σταυρώνουν άνθρωποι χωρίς ιεροσύνη; (Και γιατί δεν σταυρώνεσαι από μόνος σου; Άγιο είναι το χεράκι τους;)
Το εξίσου σημαντικό: Ο λαϊκός επειδή δεν έχει ιεροσύνη, δεν μπορεί να κάνει ένα μυστήριο, λ.χ. «ευχέλαιο». Και όμως, η γειτόνισσά σου, η κουμπάρα σου τολμούν (!) και κάνουν «ευχέλαιο». «Αγιάζουν» από μόνες τους το λαδάκι (!), που θα σε …σταυρώσουν!! (Διερωτήθηκες ποτέ, γιατί δεν προτιμούν το λαδάκι του κανδηλιού;).
Και να ήταν μόνο αυτό; Στο «μυστήριό» τους ανακατεύουν λόγια της Εκκλησίας μας με ξένα λόγια (=του διαβόλου). Λες και οι ευχές της Εκκλησίας μας χρειάζονται την ενίσχυση των «ευχών» του διαβόλου!
Λοιπόν, ποιά λόγια θα πιάσουν; Της Εκκλησίας ή του διαβόλου; Είναι δυνατόν να ακούσει ο Κύριος «μαγαρισμένες» προσευχές;
Θα πεις:
-Μα είναι γυναίκες χριστιανές, κάνουν τον σταυρό τους, επικαλούνται το όνομα του Θεού!
-«Γι’ αυτό (απαντά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) τις αποστρέφομαι! Γιατί χρησιμοποιούν το όνομα του Θεού για να Τον υβρίζουν! Γιατί, λέγοντας πως είναι χριστιανές, κάνουν εκείνα που κάνουν οι ειδωλολάτρες! Και οι δαίμονες ανέφεραν το όνομα του Θεού, αλλά ήταν δαίμονες! Ο Κύριος τους επέπληξε και τους έδιωξε!» (Κατήχησις I΄).
Και πάλι:
Μα μόλις με ξορκίζουν, είμαι μια χαρά!
Μπορεί να είναι ψυχολογικό.
Μπορεί και να σε έκανε ό διάβολος καλά, φυσικά για το κακό σου…
Διδακτικό περιστατικό
Στις 2.3.1998 ο πατρινός κ. Ε., μου ανέφερε, κάτι που συνέβη στον ίδιο, πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Από 14 ετών οι δικοί του κάθε τόσο τον πήγαιναν σε μια κυρία για «ξεμάτιασμα».
Όμως το συνεχές «ξεμάτιασμα» έδωσε «λαβή» στο διάβολο. Άρχισε τώρα και ο ίδιος (κ. Ε.) να έχει «μάτι», να «αβασκαίνει». Όποιον θαύμαζε, του συνέβαινε κακό. Έβλεπε λ.χ γυναίκα να περπατά, αμέσως η γυναίκα σκόνταφτε και έπεφτε.
Το 1983, Μ. Πέμπτη βράδυ, παρακολουθούσε την ακολουθία των αγίων Παθών στον ι. ναό αγίου Σπυρίδωνος Αιγάλεω. Ξαφνικά ένοιωσε ζάλη. Θόλωσε το μυαλό του. Έβλεπε το εκκλησίασμα να χάνεται από μπροστά του. Ταυτόχρονα τον έπιασε κρύος ιδρώτας. Δεν άντεξε. Βγήκε έξω.
Τον ακολούθησε «κατά πόδας» (έξω, στην αυλή) μια γνωστή κυρία (που ξεμάτιαζε…). Τον πλησίασε και του είπε: «Τί έπαθες, Ε;». Και άρχισε να τον ξεματιάζει, διαβάζοντας κάτι παράξενες «ευχές»(επικλήσεις δαιμόνων).
Στην «ιερή» (=δαιμονική) αυτή στιγμή, ο κ. Ε. παρατήρησε κάτι, που τον συγκλόνισε!
Η όψη της κυρίας αλλοιώθηκε! Το βλέμμα της ήταν απαίσιο! Ταυτόχρονα την «έπιασε» ένα παράξενο χασμουρητό! Το στόμα της θύμιζε στόμα άγριου θηρίου! Στο τέλος έβγαλε από την κοιλιά της ένα φυλακτό». «Πάρτο (του είπε), φόρεσέ το και δεν θα σε ξαναπιάσει».
Και με τις σατανικές της επικλήσεις (=βοήθεια του διαβόλου) ο ασθενής έγινε καλά…
Ο κ. Ε., μετά απ’ αυτό, εξομολογήθηκε, και ησύχασε. Αλλά, και έπαψε να αβασκαίνει».
(Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη, «Διάβολος, Μάγια, Μέντιουμ»)
Πηγή
Now, my children, I want to ask you the following, and tell me the truth: Who do you love? God or the devil? Undoubtedly, you will say that you love God..
Let us see if this love for God is correct and perfect, or if it is deficient and in need of anything else? How can we determine this? Let us suppose that you have a child.
I love you, respect you, and say good things about you to others; however, I beat up your child, I brush him aside, I speak badly about him to others, I take his food and eat it, I take his clothes and wear them.
It seems to me that this is not real love. If we love the father, we must also love his child.
Similarly, whoever loves God must also love his brother, his fellow Christian. Because we all have one father: God. We have one faith and one baptism. We commune from the same Holy Mysteries. We have one head: our Christ. We have one faith, one law, one worship, and we are all brothers.
Furthermore, my children, you should realize that love has two attributes. One strengthens man to do good; the other restrains him from doing evil. Assume, my children, that I have a loaf of bread to
eat and water to drink, but you have nothing.
Love tells me, "Do not eat your bread alone, but give some of it to your brothers and then eat the rest of it." I have clothes to wear. Love tells me, "Give one of your garments to your brother and keep the other one to wear." I am about to open my mouth to criticizeyou, to lie to you, to trick you. As soon as I think of love, it paralyzes my lips and does not allow me to mislead you.
I am about to stretch out my hands to steal your
possessions, your money, everything you own. Love, however, does not allow me to take
anything.Do you see, my brothers, what kind of gifts love contains?
St. Kosmas Aitolos

Θὰ μακρυγορούσαμε, ἂν θέλαμε νὰ περιγράψουμε ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τὸ θέμα αὐτὸ σὲ σχέση μὲ τὸ Γέροντά μας. Ἡ προσευχὴ ἦταν γιὰ τὸν Γέροντα ἕνα ἀπέραντο κεφάλαιο καὶ τὸ κύριο μέλημά του. Σὲ αὐτὴν εἶχε δοθεῖ ὁλόκληρος. Ὅλη τὴν ζωή του, ὅλη τὴν ἐπίδοση καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του, ὅλη τὴν φροντίδα καὶ τὴν προσπάθειά του, ὅλο του τὸ εἶναι τὰ εἶχε ἀποθέσει στὴν ἀρετὴ τῆς προσευχῆς. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ νὰ περιγράψουμε ἀπὸ τὰ δυσπρόσιτα καὶ ἀπροσπέλαστα μυστήρια ποὺ ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, πτωχοὶ καὶ ἀδύνατοι ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴν κατάστασή μας;
Βλέπαμε ἐξωτερικὰ τὴν πρακτικὴ ζωή του. Παρατηρούσαμε, πόσο ἀνελέητα φερόταν πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ ἀνάλογα συλλογιζόμασταν. Ποιὸς ὅμως ἦταν δυνατὸν νὰ δεῖ ἢ νὰ περιγράψει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ τοὺς ἀλαλήτους στεναγμούς του καὶ ὅλα ὅσα ἡμέρα καὶ νύχτα προσέφερε στὸν Θεό;
Δικαιολογημένες ἀπαιτήσεις μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀποσπάσουν ἀνάλογες ὑποχωρήσεις σὲ σχέση μὲ ὁ,τιδήποτε πρακτικὸ τὸν ἀπασχολοῦσε. Στὴν τάξη ὅμως καὶ τὸν τύπο τῆς προσευχῆς ἦταν ἀδύνατο νὰ γίνουν ὑποχωρήσεις. Ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ἐμμονή του στὸ θεῖο ἔργο τῆς προσευχῆς μαρτυροῦσαν τὸ ὕψος καὶ τὸ πλάτος τῆς φροντίδας του καὶ τὰ ἀντίστοιχα ἀποτελέσματα ἦταν πολὺ φανερά. Κατὰ τὴν κρίση τῶν Πατέρων μας, τὸ σαφέστερο δεῖγμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μιᾶς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ, ποὺ ὑπάρχει ὡς ἐσωτερικὴ μόνιμη κατάσταση καὶ ὄχι ὡς προϊὸν προσπαθείας. Καὶ στὸν πνευματικὸ Γέροντά μας βλέπαμε ὅτι τὸ κύριο μέλημα καὶ ὁ κύριος στόχος του ἦταν ἡ προσευχή.
Ὁ ἀείμνηστος μᾶς παιδαγωγοῦσε καὶ μᾶς ὑπεδείκνυε ἀκούραστα τὴν ἀξία καὶ τὸν πλοῦτο τοῦ καρποῦ τῆς προσευχῆς. Συχνὰ τόνιζε: «ἡ ἀκρίβεια τῆς ἐντολῆς αὐτῆς καὶ ἡ προσπάθεια τῆς προσευχῆς θὰ σᾶς ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς προσευχῆς» ἢ «αὐτὸ τὸ λάθος θὰ σᾶς γίνει ἐμπόδιο στὴν προσευχή».
Τὴν ἰδιαίτερη μέριμνα τοῦ Γέροντος γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς μπορεῖ νὰ τὴν διαπιστώσει ὁ καθένας καὶ ἀπὸ τὶς διάφορες ἐπιστολές του, ποὺ δημοσίευσε ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφός μας, ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου. Γράφει ὁ Γέροντας πρὸς ἕνα νεώτερο: «Ἡ νοερὰ προσευχὴ εἰς ἐμένα εἶναι ὅπως τοῦ καθενὸς ἡ τέχνη. Καθότι ἐργάζομαι αὐτὴν τριάντα ἓξ καὶ ἐπέκεινα χρόνια», δηλαδὴ σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἕως τότε μοναχικῆς του ζωῆς. Ἡ ἄνεση, μὲ τὴν ὁποία περιγράφει αὐτὴ τὴν παναρετὴ ὁ μακαριστὸς Γέροντας – τὴν ἀρχή της, τὴν λεπτομερῆ ἐξήγηση τῶν διαφόρων σταδίων καὶ καταστάσεων ποὺ ἀκολουθοῦν ὡς καὶ αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη καὶ ἁρπαγή, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ἡ ἴδια αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀσκοῦν μὲ ζῆλο –μαρτυρεῖ τὸν βαθμὸ τῆς προαγωγῆς μὲ τὴν δύναμη τῆς Χάριτος, καὶ τῆς κατοχῆς τῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἰδιοτήτων τῆς προσευχῆς...
... Σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ, ποὺ περιγράφει τὴν ἰδιότητα τῆς προσευχῆς, μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει «τὸν δὲ φωτισμὸν διαδέχονται διακοπὴ τῆς εὐχῆς καὶ συχναὶ θεωρίαι. Ἁρπαγὴ τοῦ νοός, κατάπαυσις τῶν αἰσθήσεων, ἀκινησία καὶ ἄκρα σιγὴ τῶν μελῶν, ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἰς ἕν». Συνεχεῖς ἐμπειρίες του ἦταν ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ἡ συνάντηση μὲ ἄλλον ἀέρα, ἡ «ζωοποιὸς νέκρωση» καὶ γαλήνη τῶν μελῶν, ἡ αἴσθηση λεπτῆς αὔρας, ἡ ἄρρητη εὐωδία, τὸ ἄϋλο, ὑπέρλευκο καὶ ἄκτιστο φῶς. Γι᾿ αὐτὸ συχνὰ μᾶς μιλοῦσε μὲ τέτοιες ἐκφράσεις. Χαρακτηριστικό του ἦταν ἐπίσης ἡ εὐχέρεια νὰ ἑρμηνεύει τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς σὲ ὅλο τὸ στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ ἰδίως στὸ πρακτικὸ μέρος. Αὐτὸ ἦταν ἐπισφράγιση καὶ ἀπόδειξη τοῦ αἰωνίου κύρους τῆς Πατερικῆς παραδόσεως, ποὺ συνεχίζεται καὶ παρατείνεται ἀδιάκοπα καὶ ἀπαραχάρακτα ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες ὡς τὶς ἡμέρες μας.
Τὸν πατρικὸ χαρακτήρα τῆς χαριτωμένης καὶ ἀληθινῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντος ἐπισφράγιζε καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τὸν πανανθρώπινο πόνο. Νοιώθαμε ὅτι αὐτὸ τὸ ζοῦσε ἔντονα καὶ σχεδὸν διαρκῶς. Πολλὲς φορὲς τὸν βλέπαμε νὰ βυθίζεται ἤρεμα στὸν ἑαυτό του, καὶ φαινόταν ὅτι δὲν ἦταν κοντά μας. Ἀλλοιωνόταν ἡ ἔκφρασή του καὶ μὲ λυπημένο ὕφος ἀναστέναζε ἐλαφρά. «Γέροντα, τί συμβαίνει;», ρωτούσαμε μὲ τὴν νεανική μας περιέργεια. «Κάποιος πάσχει, παιδιά» μᾶς ἔλεγε. Ἡ διαπίστωση γινόταν ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες λαμβάναμε ἕνα γράμμα μὲ τὴν περιγραφὴ κάποιας περιπέτειας. «Πῶς γίνεται, Γέροντα, αὐτοὶ ποὺ προσεύχονται περισσότερο νὰ γίνονται κοινωνικότεροι τῶν ἄλλων;». Γιατὶ βλέπαμε ὅτι αὐτοὶ αἰσθάνονται τὸν πλησίον καὶ κοινωνοῦν μὲ αὐτὸν πρακτικότερα, μολονότι οἱ ἴδιοι εἶναι σχεδὸν κρυμμένοι καὶ ἄγνωστοι. Μὲ τὸ δικό του λεξιλόγιο μᾶς ἀποδείκνυε τότε τὴν καθολικότητα τῆς προσευχῆς, ποὺ εἶναι ὁ κυριότερος φορέας τῆς οἰκουμενικότητος. Μὲ τὴν προσευχὴ πραγματοποιεῖται τελειότερα ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, καὶ ἔτσι τὰ πάντα καταλήγουν στὴν Χριστοένωση καὶ Χριστοκοινωνία. Ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ θέματα ποὺ «ἔπασχε», ἴσως νὰ μειονεκτοῦσε μερικὲς φορὲς στὴν δυνατότητα ἐκφράσεως. Δὲν μποροῦσε νὰ διατυπώσει πλήρως τὰ πνευματικὰ βιώματά του μὲ τοὺς λεπτοὺς φιλοσοφικοὺς ὅρους τῆς θεολογίας. Μᾶς πληροφοροῦσε ὅμως μὲ λεπτομέρεια γιὰ τὸ κάθε νόημα ποὺ περικλείεται στὸν πνευματικὸ ἀγώνα τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς γενικά, ἀλλὰ καὶ εἰδικὰ σὲ ὅ,τι ἀναφέρεται στὴν προσευχή, μὲ ἕναν ἐπαγωγικὸ τρόπο, ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ ἐλευθερία τῆς ἐμπειρίας του.
Μᾶς ἔλεγε: «Ἡ μάχη πρὸς τὰ πάθη εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς πορείας πρὸς τὴν καθαρὰ προσευχή. Εἶναι ἀδύνατον νὰ προοδεύσει κάποιος στὴν εὐχή, ὅταν ἐνεργοῦν τὰ πάθη. Στὴν ἀγριότητα τῆς μάχης κατὰ τῶν παθῶν, ἐνῶ ὁ ἀγωνιστὴς πολεμάει μὲ σωστὸ τρόπο καὶ πρόθυμα, συμβαίνει κάποτε νὰ τὸν «ὑποκλέπτουν» τὰ πάθη, εἴτε ἀπὸ ἀπειρία γιὰ τὸ ἄγνωστο εἶδος τοῦ πολέμου εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία. Παρόλα ὅμως αὐτά, δὲν ἐμποδίζεται ἡ παρουσία τῆς Χάριτος τῆς προσευχῆς. Ὅταν ὅμως ὁ «ὑποσκελισμός» τῶν παθῶν προέρχεται ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἔχει κάποια κενοδοξία, τότε ἡ παρουσία τῆς Χάριτος εἶναι ἀδύνατη. Ἔπειτα ὁ νοῦς, κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀπαλλαγῆς του ἀπὸ τὰ πάθη, παίρνει διὰ τῆς Χάριτος Θάρρος καὶ δύναμη στὸν πόλεμο κατὰ τῶν λογισμῶν καὶ στέκεται μὲ ἐπιμονὴ στὴν προσευχὴ καὶ γενικότερα στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ».
... Πάμπολλα παραδείγματα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθουν γιὰ τὴν σωτηρία ἀπὸ ἐπικείμενους ὀλέθρους ἐξαιτίας τῆς προσευχῆς ἐναρέτων ἀνθρώπων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐκδηλώνουν οἱ τέλειοι ἐν Θεῷ τὶς δυὸ κύριες ἀρετές τους. Τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσευχή. Ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς προσωπικότητος τῶν τελείων, ἐνῶ ἡ προσευχὴ τὸ ἀποδεικνύει.
Ὁ Γέροντας μᾶς ἔλεγε ὅτι σὲ ὅποιον προσεύχεται ἀληθινὰ ἀποκαλύπτεται ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, «ὅταν ἡ Χάρις ἐνεργήσει στὴν ψυχὴ τοῦ εὐχομένου, τότε τὸν πλημμυρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ ἄλλο νὰ ἀντέξει αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται. Στὴν συνέχεια, στρέφεται ἡ ἀγάπη αὐτὴ πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ἀγαπᾶ τόσο, ὥστε νὰ θέλει νὰ πάρει ἐπάνω του ὅλο τὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὴν δυστυχία γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ἄλλοι. Συμπάσχει σὲ κάθε θλίψη καὶ δυσκολία, θλίβεται ἀκόμα καὶ γιὰ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῷα καὶ κλαίει, ὅταν σκεφθεῖ ὅτι πάσχουν! Αὐτὰ εἶναι χαρακτηριστικὰ ἀγάπης, ποὺ τὰ προκαλεῖ καὶ τὰ δραστηριοποιεῖ ἡ προσευχή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅσοι πρόκοψαν στὴν προσευχὴ δὲν παύουν νὰ εὔχονται ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Σὲ αὐτοὺς ἀνήκει καὶ ἡ παράταση τῆς ζωῆς του - ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ φαίνεται παράδοξο καὶ τολμηρὸ - καὶ νὰ ξέρετε ὅτι, ἂν αὐτοὶ ἐκλείψουν, τότε θὰ ἔρθει τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου» .
Ὁ Θεός, ὡς ἡ αὐτούσια Παναγάπη, μεταδίδει καὶ μεταφέρει μέρος ἀπὸ τὴν Παναγαθότητά Του στὰ κτίσματά Του, ὅπως καὶ ὅσο Αὐτὸς γνωρίζει. Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια νὰ κάνουν τὸ ἴδιο πράγμα καὶ οἱ θεούμενοι δοῦλοι Του, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐπίκλησή τους μεταδίδουν ἐπίσης τὴν ἀγάπη στὸν κόσμο. Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι, ἂν ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ σῶμα, ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ δύναμή του. Καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι μὲ τὴν προσευχὴ κατορθώνεται ἐπιτυχέστερα ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἀγάπης σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἐκεῖ ὅπου ἀδυνατοῦν οἱ τόσοι ἄλλοι πόροι καὶ τρόποι...
Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ» ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ ΒΙΟΣ-ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ-«Η ΔΕΚΑΦΩΝΟΣ ΣΑΛΠΙΓΞ» ΨΥΧΩΦΕΛΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΑ 1

1. Κάποια φορά την ώρα που ο άγιος Αντώνιος προσευχόταν στο κελί του, άκουσε μια φωνή που του έλεγε: «Αντώνιε, δεν έφθασες ακόμη στο μέτρο του τάδε τσαγκάρη που ζει στην Αλεξάνδρεια».
Σηκώθηκε το πρωί, πήρε το βαϊτικο ραβδί του και πήγε να τον βρει. Έφθασε σε κείνο το μέρος και μπήκε στο εργαστήριό του. Εκείνος όταν τον είδε ταράχτηκε. Του λέει λοιπόν ο Γέροντας:
«Μίλησέ μου για τις πράξεις σου». Ο τσαγκάρης είπε: «Δεν ξέρω να έχω κάνει ποτέ κάτι καλό, παρά μόνο, μόλις σηκωθώ το πρωί να καθίσω στο εργόχειρό μου, λέω ότι ολόκληρη η πόλη αυτή, από τον πιο
μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού για τις ενάρετες πράξεις τους και ότι μόνο εγώ κληρονομώ την κόλαση για τις αμαρτίες μου. Το βράδυ πάλι λέω τα ίδια λόγια, πριν κοιμηθώ».
Τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Αντώνιος και είπε: «Αληθινά, σαν καλός χρυσοχόος, ενώ κάθεσαι στο σπίτι, αναπαυτικά κληρονόμησες τη Βασιλεία των Ουρανών. Εγώ όλο μου τον χρόνο τον περνώ στην έρημο, όμως, καθώς δεν έχω διάκριση, δεν σε έφθασα».
5. Κάποτε την ώρα που προσευχόταν ο αββάς Μακάριος στο κελί του, άκουσε μια φωνή που έλεγε:
«Μακάριε, δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα των τάδε γυναικών αυτής εδώ της πόλης». Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, πήρε το βαϊτικο ραβδί του κι άρχισε να οδοιπορεί για την πόλη. Όταν έφτασε στην πόλη και βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα. Βγήκε η μία και τον υποδέχτηκε στο σπίτι. Αφού κάθισε για λίγο, ήρθε και η άλλη. Τις κάλεσε, κι εκείνες ήρθαν και κάθισαν μαζί του. Τις λέει ο Γέροντας: «Για σας έκανα τόση πορεία και υπέμεινα τόσο κόπο, ώσπου να φτάσω από την έρημο. Πέστε μου λοιπόν την εργασία σας, ποια είναι;» «Πάτερ -του λένε-πίστεψέ μας, δεν είμαστε η καθεμιά μας έξω από την κλίνη του άνδρα της μέχρι σήμερα. Ποια εργασία λοιπόν ζητάς από μας;» Ο Γέροντας έβαλε μετάνοια και τις παρακαλούσε: «Φανερώστε μου το έργο σας». Τότε του λένε: «Εμείς κατά κόσμον είμαστε ξένες μεταξύ μας. Έτυχε όμως να παντρευτούμε δύο αδελφούς κατά σάρκα. Και να, εδώ και δεκαπέντε χρόνια ως σήμερα κατοικούμε σ΄ αυτό το σπίτι και δεν ξέρουμε να φιλονικήσαμε ποτέ ή να αναφερθήκαμε σε αισχρά πράγματα. Μάλιστα, ήρθε στο λογισμό μας να αφήσουμε τους άνδρες μας και να μπούμε στο τάγμα των μοναχών. Πολύ παρακαλέσαμε τους άνδρες μας να μας επιτρέψουν να φύγουμε, αλλά δεν τους πείσαμε. Έτσι, αφού δεν πετύχαμε αυτόν τον σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας και με τον Θεό, μέχρι τον θάνατό μας να μη βγει από το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος». Όταν τ΄ άκουσε αυτά ο αββάς Μακάριος, είπε: «Αληθινά, δεν υπάρχει παρθένα ή παντρεμένη ή μοναχός ή κοσμικός, ο Θεός την πρόθεση ζητάει και δίνει το Άγιο Πνεύμα σε όλους».
6. Ο αββάς Ποιμήν είπε ότι ο αββάς Αντώνιος είχε πει για τον αββά Παμβώ ότι από τον φόβο του Θεού, που είχε, έκανε το Πνεύμα του Θεού να κατοικεί μέσα του.
7. Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Πολλοί από τους Πατέρες μας έγιναν ανδρείοι στην άσκηση, αλλά στη
λεπτότητα των λογισμών ελάχιστοι».
8. Ο ίδιος είπε: «Τρεις σωματικές πράξεις είδαμε στον αββά Παμβώ: Ασιτία κάθε μέρα ως το βράδυ, σιωπή και εργόχειρο».
9. Έλεγαν για τον αββά Ποιμένα ότι αν κάθονταν μπροστά του κάποιοι Γέροντες και μιλούσαν για αββάδες ή ανέφεραν το όνομα του αββά Σισώη, τους έλεγε: «Αφήστε τον αββά Σισώη, τα σχετικά μ΄ αυτόν ξεπερνούν κάθε διήγηση».
17. Έλεγαν για τον αββά Σαρματά ότι πολλές φορές έκανε άσκηση επί σαράντα ημέρες σύμφωνα με τη γνώμη του αββά Ποιμένα, και περνούσαν οι μέρες σαν ένα τίποτε γι αυτόν. Ήρθε ο αββάς Ποιμήν και του λέει: «Πες μου τι έχεις κερδίσει κάνοντας τόσο κόπο». Εκείνος έλεγε: «Τίποτε περισσότερο». Του λέει πάλι ο αββάς: «Δεν θα σ΄ αφήσω, αν δεν μου πεις». Εκείνος είπε: «Ένα μόνο είδα, ότι αν πω στον ύπνο «πήγαινε», πηγαίνει. Και αν πω «έλα», έρχεται».
20. Έλεγαν για τον αββά Ώρ ότι ούτε ποτέ είπε ψέματα ούτε ορκίστηκε ούτε έδωσε κατάρα σε άνθρωπο ούτε μίλησε χωρίς να υπάρχει ανάγκη.
21. Ο ίδιος ο αββάς Ώρ έλεγε στον μαθητή του Παύλο: «Πρόσεχε να μη φέρεις ποτέ σ΄ αυτό το κελί ανάρμοστα λόγια».
22. Έλεγαν για τον αββά Ωρ και τον αββά Θεόδωρο ότι συνήθιζαν αδιάκοπα να βάζουν αρχή για κάθε καλό και να ευχαριστούν τον Θεό.
31. Δύο άνθρωποι συμφώνησαν και έγιναν ασκητές. Έκαναν μεγάλη άσκηση κι έζησαν ενάρετη ζωή. Ο ένας συνέβη να γίνει ηγούμενος κοινοβίου. Ο άλλος παρέμεινε αναχωρητής και φτάνοντας στην τελειότητα της ασκήσεως, έκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, έλαβε το προορατικό χάρισμα, και αρρώστους θεράπευε. Εκείνος πού από ασκητής έγινε κοινοβιάρχης, όταν άκουσε ότι τόσα χαρίσματα αξιώθηκε να πάρει ο συνασκητής του, απομονώθηκε για τρεις βδομάδες από τους ανθρώπους
και προσευχήθηκε εκτενώς στον θεό να του φανερώσει «πώς εκείνος κάνει θαύματα κι έχει γίνει περιβόητος σ΄ όλους, εγώ όμως σε τίποτε απ΄ αυτά δεν μετέχω». Παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου σ΄ αυτόν και του λέει: «Εκείνος την πνευματική εργασία του μέσα στο κελί την κάνει με στεναγμούς και δάκρυα στον Θεό μέρα και νύχτα, πεινώντας και διψώντας για χάρη του Κυρίου. Εσύ καθώς μεριμνάς για πολλά, έχεις την επικοινωνία με τους πολλούς, έ, σου φτάνει η παρηγοριά των ανθρώπων».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ΄
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ
ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
After the end of the General Judgement, the Righteous Judge (God) will declare the decision both to the righteous and to the sinners. To the righteous He will say: "Come, ye blessed of my Father, inherit the Kingdom prepared for you from the foundation of the world;" while to the sinners He will say: "Depart from me, ye cursed, into everlasting fire, prepared for the devil and his angels." And these will go away to eternal hades, while the righteous will go to eternal life. This retribution after the General Judgement will be complete, final, and definitive. It will complete, because it is not the soul alone, as the Partial Judgment of man after death, but the soul together with the body, that will receive what is deserved. It will be final, because it will be enduring and not temporary like that at Partial Judgement. And it will be definitive, because both for the righteous and for the sinners it will be unalterable and eternal.
Saint Nektarios of Aegina