Tuesday, July 29, 2014

O Ληστής και o Ασκητής



Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρόνους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους όπου εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεου.

Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νουν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν όπου δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεου η ασκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος· δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον».

Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλή τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέση η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαι, σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν».

Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεου λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια».

Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας λη­στής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπε προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέ­ροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ.

Διότι ημείς oι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμη εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντί­δα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, οτι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον».

Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξης εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κά­μνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως όπου έσυρα δια λόγου σου; Τώ­ρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήταν μάταιος· και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθεν σου ώς σίγχαμα και βδέλυγμα.

Όμως ευχα­ριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την άναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, διά τας αμέτρους άμαρτίας μου και με παρέδωκες εις χείρας ληστού και φονέως».

Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσης και γίνεται και η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος όπου είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δος μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με».

Και ώς ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυ­μίας να πληρώση το ζητημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, όπου εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγεν εις το ποτάμι όπου ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, διά να φέρη του γέροντος να πίη.

Και εκεί όπου ήθελε να γεμίση το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως απέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και διά τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση.

Και αφού τον θυμώσω με τούτον τον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανόν εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει». Υπήγε λοιπόν ό γέρων μέ­σα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν, εθαύμασε και εξεπλάγη.

Και σηκώνοντας τα χέ­ρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φι­λάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κά­τω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο».

Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυ­τόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Διά λόγου σου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, διά να γλυτώσης εσύ και να μη σε θανατώση.

Λοι­πόν θάψε τον ως ένα σωσμένον. Διότι ή υπακοή όπου έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, διά να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον εκαταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής.

Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τούς σωσμένους. Και γνώρισε διά τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ό Θεός ένα μυστήριον.

Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι oι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού· διότι δεν είναι κανένας κόπος όπου γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμ­προσθεν αυτού». Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν.


Γεροντικό

Self-accusation ( Elder Paisios )



Sensitive people must be very careful of self-accusation, because the devil tries to convert it into despair (through hypersensitivity). Self-accusation must always be accompanied by hope in God. When someone feels anxiety in this case, he must realize that the evil one has his tail in it.



Elder Paisios

O God, make speed to save me ( St. John Cassian )


O God, make speed to save me: O Lord, make haste to help me. For this verse has, not undeservedly,

been taken out of the whole of Scripture for this purpose. It contains all the feeling that can come upon human nature. It is very rightly and properly suited for every situation and for every need that may come upon us.



St. John Cassian

Monday, July 28, 2014

Ο καλόγερος και ο ταξιτζής





Πριν από τρεις μήνες συνέβη το εξής. Ένας οδηγός πήγαινε από τη περιοχή της Θέρμης στη Θεσσαλονίκη. Τον σταματά ένας καλόγερος και του λέει: «Παλικάρι, με παίρνεις μέχρι τη Θεσσαλονίκη;». «Βεβαίως, ελάτε». Ήταν μόνος ο οδηγός.

Κάθισε δίπλα του και του λέει: « Κώστα, -χωρίς να τον ξέρει- έχεις αρχόμενο καρκίνο στους πνεύμονες. Να πας στο νοσοκομείο και θα τον προλάβεις». Και αμέσως εξαφανίσθηκε. Αυτός έπαθε σοκ. Παίρνει μερικά τηλέφωνα και λέει τι του συνέβη.

Του φέρνουν μερικές φωτογραφίες. Τον ρωτούν αν αναγνωρίζει ποιος είναι ο καλόγερος; Αυτός αναγνώρισε τον π. Παΐσιο. Πήγε πράγματι στο νοσοκομείο. Τον εξέτασαν οι γιατροί και βρήκαν αρχόμενο καρκίνο στους πνεύμονες, ενώ ο ίδιος δεν αισθανόταν πόνους.

Βλέπετε αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι ευαρέστησαν τον Θεό εμφανίζονται μετά το θάνατο τους και πιστοποιούν την αλήθεια του ευαγγελίου.

απόσπασμα από ομιλία του π.Εφραίμ Βατοπαιδινού

Πηγή

Ένα συγκλονιστικό και θαυμαστό γεγονός. Μυρόβλησε φωτογραφία του π. Ιουστίνου Parvu




Εισαγωγικά

Από την ρουμανική ιστοσελίδα http://www.Paltin-Petruvoda.ro/ της γυναικείας Ιεράς Μονής Paltin-Petruvoda,πού ίδρυσε ο π.Ιουστίνος Parvu, αναδημοσιεύουμε το άρθρο με την είδηση της μυροβλυσίας φωτογραφίας του μακαριστού Γέροντος.Το άρθρο δημοσιεύεται και στα ρουμανικά και στα ελληνικά.

Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό γεγονός που συνέβη την ημέρα που συμπληρωνόταν ακριβώς 40 μέρες μετά την οσιακή κοίμησή του.(23 Ιουλίου 2013).Άλλα θαυμαστά γεγονότα που έγιναν μετά την οσιακή κοίμησή του έχουν δημοσιευτεί σε προηγούμενο άρθρο.

Σήμερα 27 Ιουλίου 2013 τελείται στην Ιερά Μονή Petru Voda το 40ήμερο μνημόσυνο του Γέροντος.





Το βράδυ στις 23 Ιουλίου 2013, γύρω στις 11..00 το βράδυ την ώρα δηλαδή που συμπληρώνονταν ακριβώς 40 ημέρες από την κοίμηση του γέροντα Ιουστίνου, εκείνος παρηγόρησε τα πνευματικά του παιδιά μ’ ένα θαύμα μέσα στο κελί που πέρασε τα 3 τελευταία χρόνια της ζωής του και όπου κοιμήθηκε.





Το κελί του γέροντα ήταν ανοικτό προς επίσκεψη από τις 25 Ιουλίου.Στην πολυθρόνα του γέροντα,εκεί που συνήθιζε να εξομολογεί,να ευλογεί και να μυρώνει τους πιστούς,βρίσκεται τοποθετημένη μια μεγάλη φωτογραφία του.
Προχθές το βράδυ λοιπόν όπου κάποιοι μοναχοί και λαϊκοί προσεύχονταν στο κελί του γέροντα άρχισε να τρέχει μύρο από την φωτογραφία ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκεται το χέρι του ευλογώντας..


Αυτό επαναλήφθηκε και εχτές το πρωί όταν κάποιοι προσκυνητές προσευχόνταν εκεί στο κελάκι του.
Είναι ένα σημάδι από την αγιασμένη αυτή μορφή πως και εκεί που βρίσκεται ακούει και βοηθάει όποιον το ζητήσει.

Judgment day ( Saint Nektarios of Aegina )


After the end of the General Judgment, the Righteous Judge (God) will declare the decision both to the righteous and to the sinners. To the righteous He will say: "Come, ye blessed of my Father, inherit the Kingdom prepared for you from the foundation of the world;" while to the sinners He will say: "Depart from me, ye cursed, into everlasting fire, prepared for the devil and his angels." And these will go away to eternal hades, while the righteous will go to eternal life. This retribution after the General Judgment will be complete, final, and definitive. It will complete, because it is not the soul alone, as the Partial Judgment of man after death, but the soul together with the body, that will receive what is deserved. It will be final, because it will be enduring and not temporary like that at Partial Judgment. And it will be definitive, because both for the righteous and for the sinners it will be unalterable and eternal.



Saint Nektarios of Aegina

God is Love ( Saint Anthony the Great )



God is good, dispassionate, and immutable. Now someone who thinks it reasonable and true to affirm that God does not change, may well ask how, in that case, it is possible to speak of God as rejoicing over those who are good and showing mercy to those who honor Him, and as turning away from the wicked and being angry with sinners. To this it must be answered that God neither rejoices nor grows angry, for to rejoice and to be offended are passions; nor is He won over by the gifts of those who honor Him, for that would mean He is swayed by pleasure. It is not right that the Divinity feel pleasure or displeasure from human conditions. He is good, and He only bestows blessings and never does harm, remaining always the same. We men, on the other hand, if we remain good through resembling God, are united to Him, but if we become evil through not resembling God, we are separated from Him. By living in holiness we cleave to God; but by becoming wicked we make Him our enemy. It is not that He grows angry with us in an arbitrary way, but it is our own sins that prevent God from shining within us and expose us to demons who torture us. And if through prayer and acts of compassion we gain release from our sins, this does not mean that we have won God over and made Him to change, but that through our actions and our turning to the Divinity, we have cured our wickedness and so once more have enjoyment of God’s goodness. Thus to say that God turns away from the wicked is like saying that the sun hides itself from the blind.

Saint Anthony the Great

Sunday, July 27, 2014

Ο Θεός μας δίνει πολλές ευκαιρείες για να κερδίσουμε τον Παράδεισο ( Γεροντας Παϊσιος )


Ο Θεός μας δίνει πολλές ευκαιρείες για να κερδίσουμε τον Παράδεισο, αλλ' εμείς αυτές τις ευκαιρείες δεν τις δεχόμαστε όλες, τις διώχνουμε. Εάν όσα οφείλει ο άνθρωπος τα ξεπλήρωσε σ' αυτή τη ζωή, σώζεται.

Γεροντας Παϊσιος


Any soul which has lost its peace must repent ( Elder Siluan )


Any soul which has lost its peace must repent, and the Lord will forgive its sins, and then peace and joy will visit the soul. There need be no witnesses, for the Holy Spirit is the witness of the remission of sins. Here is a sign of forgiveness: if you have come to hate sin, then the Lord has forgiven your sin.


Elder Siluan

Searching for your spiritual doctor ( St Nikodemos of the Holy Mountain )



First, search around and learn who is the most experienced Spiritual Father, because Basil the Great says, just as people do not show their maladies and bodily wounds to just any physician, but to experienced physicians who know how to treat them, so also sins must be revealed, not to just anyone, but to those who are able to heal them: “The same fashion should be observed in the confession of sins as in the showing of bodily diseases. As then men reveal the diseases of the body not to all or to chance corners but to those who are experienced in their treatment; so also the confession of sins ought to take place in the presence of those who are able to treat them, as it is written: ‘Ye that are strong bear the infirmities of the weak’ (Rom. 15:1) – that is, take them away by your care.”

St Nikodemos of the Holy Mountain

Saturday, July 26, 2014

Tο ποτήρι νερο


Μία ψυχολόγος περπατούσε ανάμεσα στο κοινό της όση ώρα τους μιλούσε για τη διαχείριση του άγχους. Τη στιγμή που ύψωσε ένα ποτήρι με νερό, όλοι σκέφτηκαν ότι θα έκανε την κλασική ερώτηση «είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο;» Αντί για αυτό όμως, εκείνη, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της, έκανε την ερώτηση: «Πόσο βαρύ είναι ένα ποτήρι με νερό;»


Διάφορες απαντήσεις ακούστηκαν, με διακύμανση από 100 ως 300 γραμμάρια. Εκείνη απάντησε:


«Το απόλυτο βάρος του δεν έχει σημασία. Εξαρτάται από το πόση ώρα το κρατάμε. Αν το κρατήσω για ένα λεπτό δεν είναι πρόβλημα. Αν το κρατήσω για μία ώρα θα μου πονέσει ο ώμος. Αν το κρατήσω για μία ημέρα θα μουδιάσει ο ώμος μου και θα παραλύσω. Σε κάθε περίπτωση, το βάρος του ποτηριού δεν αλλάζει, αλλά όσο περισσότερο το κρατήσω τόσο πιο βαρύ θα γίνεται».


Και συνέχισε: «Τα άγχη και οι ανησυχίες στη ζωή είναι ακριβώς όπως αυτό το ποτήρι νερό. Αν τα σκέφτεστε λίγο δεν θα συμβεί τίποτε. Αν τα σκέφτεστε κάπως παραπάνω θα αρχίσουν να σας ενοχλούν. Και αν τα σκέφτεστε συνεχώς θα αισθανθείτε παράλυτοι, ανίκανοι να κάνετε οτιδήποτε».


Να θυμάμαι να αφήνω το ποτήρι κάτω.

Να καθαρίσουμε την πονηρή μας καρδιά ( Γέροντας Παϊσιος )

 
Για να αναπαυθή η Χάρις του Θεού στον άνθρωπο, πρέπει να υπάρχη μέσα του αυτό το άδολο, το καθαρό. Ο Θεός χαρίζεται σε όσους έχουν εξαγνισμένη απλότητα.

Όταν προηγηθή η απλότητα και η καθαρότητα, με την θερμή πίστη και την ευλάβεια, φθάνει μετά ο άνθρωπος να έχη θεία γεγονότα και να γνωρίζη τα μυστήρια του Θεού, χωρίς να έχει γνώσεις.

Γιατί τότε φιλοξενείται μέσα του η Αγία Τριάδα και με τον θείο φωτισμό που έχει βρίσκει εύκολα τα κλειδιά των θείων νοημάτων και ερμηνεύει το πνεύμα του Θεού πολύ απλά και φυσικά, χωρίς διανοητικό πονοκέφαλο.

Όταν καθαρίσουμε την πονηρή μας καρδιά, «εκ της οποίας εξέρχονται όλα τα κακά», θα γίνουμε καθαρά και ταπεινά δοχεία της θείας Χάριτος και Θα αναπαύεται πλέον μέσα μας η Αγία Τριάδα.

Θα εύχωμαι κι εγώ για σας, καθώς κι εσείς να εύχεσθε για μένα ,να βοηθήσουν ο Χριστός και η Παναγία να καθαρισθούν οι καρδιές μας, για να δούμε τον Θεό. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Αμήν.


Γέροντας Παϊσιος
 

Η μετάνοια σημαίνει αλλαγή και θέλει κόπο




Αγαπητή εν Κυρίω Α.!

Τρομερή είδηση μου φέρατε με το γράμμα σας. Και ποιος τώρα θα βοηθήσει εσάς και την κόρη σας; Ε, εσείς έχετε κάποια ελπίδα, αλλά μόνο σε περίπτωση που έχετε πίστη. Σχετικά με την κόρη, ας σιωπήσουμε προς το παρόν, διότι τώρα ούτε εσάς ούτε κανέναν άλλο πρόκειται να ακούσει, αφού θεωρεί ότι στη ζωή της δεν συμβαίνει κάτι το ιδιαίτερο. Ζει όπως όλοι οι κανονικοί άνθρωποι.

Τέτοιος είναι ο γενικός κανόνας της εποχής μας. Το ότι αυτό είναι δρόμος, που οδηγεί κατευθείαν στην απώλεια και σε φοβερές ασθένειες, αυτό προς το παρόν ούτε που περνά από τον νου και την αίσθησή μας. Θέλετε να ακούσετε από μένα πώς πρέπει να οικοδομείται η χριστιανική ζωή. Ευχαρίστως, μόνο που αυτό τώρα δεν ταιριάζει στην κόρη σας. Γι’ αυτό χρειάζεται να αρχίσει να σκέφτεται και να αισθάνεται χριστιανικά.

1. Να σταματήσει να ζει στην πορνεία (ας θυμηθούμε την ευαγγελική διήγηση: «πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ»).

2. Να μετανοήσει και οπωσδήποτε να κάνει Ευχέλαιο.

3. Να ζει μόνη με καθαρότητα, αναθρέφοντας το παιδί.

Τίποτε τέτοιο δεν θα κάνει.



Κι εσείς μην παίζετε με τις λέξεις, δεν υπάρχει το θέλημα του Θεού ούτε σε ένα από τα έργα, που περιγράψατε. Είναι το θέλημα του απειθούς ανθρώπου συν το θέλημα του εχθρού του ανθρωπίνου γένους. Ορίστε τί πρέπει να συνειδητοποιήσετε καλά και να αρχίσετε η ίδια να μετανοείτε για όλη τη ζωή σας, μιας και για την κόρη θα ζητηθούν ευθύνες από εσάς. Αυτή δεν ανατράφηκε ούτε με πίστη ούτε με υγιείς ηθικές αρχές. Εσείς, λοιπόν, πρέπει να μετανοείτε και να προσεύχεστε και να κλαίτε από την καρδιά σας ενώπιον του Θεού και δια παντός να ικετεύετε για την κόρη σας. Τίποτα περισσότερο δεν μπορείτε να κάνετε γι’ αυτή και για σας. Κι αφού πια μετακομίζετε σε νέο διαμέρισμα, ας μείνετε η ίδια σε δυάρι, εγκαθιστώντας τους στο ένα δωμάτιο. Στο μέλλον, σε σας θα αναζητήσει καταφύγιο και όχι άπαξ- κόρη σας είναι. Μα πώς εσείς, χριστιανή ούσα, με ρωτάτε για τις εκτρώσεις; Αφού αυτό είναι δολοφονία του βρέφους και συγχρόνως δολοφονία της μητέρας.

Λοιπόν, συνειδητοποιήστε τα έργα σας με αυτή τη συναίσθηση, αφού κάθε συμμέτοχος σε αυτό το αμάρτημα είναι δολοφόνος. «Πόρνοι, μοιχοὶ και φονεῖς βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι». Διότι εκτελούν τα έργα του διαβόλου, κι αυτός είναι ανθρωποκτόνος απ’ αρχής.

Για σας μόνο μία συμβουλή μπορεί να υπάρξει: να συνειδητοποιήσετε την άκρως άσχημη κατάσταση της ψυχής σας και την ακόμη πιο βαριά κατάσταση της ψυχής της κόρης σας, να συνειδητοποιήσετε και να αρχίσετε να προσεύχεστε, βγάζοντας λίγο-λίγο από τη ζωή σας τον όλεθρο, που την αποπλανά.

Δεν αρμόζει να γράφετε τέτοια γράμματα το Πάσχα, όταν σε όλους ο Κύριος υπόσχεται τη χαρά της αιωνίου ζωής και όλους καλεί στον εαυτό Του. Το μόνο που πρέπει να κάνετε τώρα, είναι να επιστρέψετε χωρίς συμβιβασμούς στον Θεό.

Πηγή: «με λεπτότητα και αγάπη
Επιστολές του Γέροντα Ιωάννη της Μονής των Σπηλαίων (Πσκωφ)”

Belonging to a larger family of God



Although saints are not substitutes for Christ, Orthodox Christians believe firmly in the communion of saints. By this we mean that the Church Triumphant in heaven is not insensitive to the needs and sufferings of the Church Militant on earth. The two churches remain connected through the bond of love which is expressed through prayer. The communion of saints is a communion of never-ending prayer.

Thus, besides our Church Family on earth, we belong to a larger family of God, which includes those who have gone before us. We are united with those in heaven. We call this the Communion of Saints, that is, the union of all who share in the life of Christ, whether on earth or in the other world.

Commenting on this, Fr. Kallistos Ware writes: “In God and in His Church there is no division between the living and the departed, but all are one in the love of the Father. Whether we are alive or whether we are dead, as members of the Church we still belong to the same family, and still have a duty to bear one another's burdens. Therefore just as Orthodox Christians here on earth pray for one another and ask for one another's prayers, so they pray for the faithful departed and ask the faithful departed to pray for them. Death cannot sever the bond of mutual love which links the members of the Church together.”

Fr. John of Kronstadt writes on the communion of saints: “We live together with them (the Saints in heaven), in the house of the Heavenly Father, only in different parts of it. We live in the earthly, they in the heavenly half; but we can converse with them, and they with us.”

How effectively the Communion of Saints is expressed on the walls of Orthodox Churches where the angels, prophets, apostles, martyrs and saints are all gathered together with the worshippers around the figure of the All-Ruling Christ in the dome. The entire Church, that in heaven and that on earth, converses with each other and lifts its heart in praise to God.

Sergius Bolshakoff caught this when he visited the Monastery of Dionysiou on Mt. Athos. He writes: “The church had its own air of mystery. A few red lamps burned before the golden iconostasis and the icons on the stand. Hieratic saints solemly looked down from the blue walls. It seemed as though they, too, had come to assist at the Liturgy, representing the church triumphant.”

Noting the small congregation in church one Sunday morning, a cynic said to the priest, “Not many in church this morning, Father. Not many at all.” The old priest replied, “You are wrong, my son. There were thousands at church this morning. Thousands and thousands and tens of thousands.” For, the priest had just read in the prayers of the liturgy: “Therefore with angels and archangels and all the company of heaven we laud and magnify thy glorious name, evermore praising Thee . It was the Communion of Saints in action!

От чего люди грешат ( старца Амвросия Оптинского )


задавал иногда Старец вопрос, и сам же решал его: "Или от того, что не знают, что должно делать и чего избегать; или если знают, то забывают; если же не забывают, то ленятся, унывают. Наоборот: так как люди очень ленивы к делам благочестия, то весьма часто забывают о своей главной обязанности, служить Богу. От лености же и забвения доходят до крайнего неразумия или неведения. Это три исполина: уныние или леность, забвение и неведение, от которых связан весь род человеческий нерешимыми узами. А затем уже следует нерадение со всем сонмищем злых страстей. Потому мы и молимся Царице Небесной: "Пресвятая Владычица моя Богородице, святыми твоими и всесильными мольбами отгони от меня смиренного и окаянного раба твоего лень, уныние, забвение, неразумие, нерадение, и все скверные, лукавые и хульные помышления.



старца Амвросия Оптинского

Do not concern yourself with things that others can do ( Elder Paisios )

The elder said: In order for you to have time for prayer you must not concern yourself with things that other people can do. Let's take an example. A doctor should not be concerned with gauzes and bandages. A nurse can do that. The doctor will take care of the serious matters. He'll do the examinations and operations, etc. If he sits to put the gauze he won't get to the serious work and then to many who have need won't benefit. The same with you. Pray for your suffering parishioners (applied to the correspondent and two other priests) remember their names and note those who have greater need. It's better for you to know what pains each one. That way the prayer is better.



Elder Paisios

Αγρυπνία Ι.Μ. Καρακάλλου ( Άγιον Όρος) - Δόξα Πολυελέων

Friday, July 25, 2014

θαύματα του Χριστού σήμερα - π Ανδρέα Κονάνου

Why Are Prayers Said In Church Without Kneeling On All Sundays and From Pascha Until Pentecost?


As is evident from the Holy Scriptures, bows, kneeling and prostrations were employed during prayer even in the Old Testament. The holy Prophet King David refers to bowing down to God or to His temple in many of the psalms, for example: "Bow down to the Lord in His holy court" (Ps. 28:2); "I shall bow down toward Thy holy temple in fear of Thee" (Ps. 5:8); "O come, let us worship and fall down before Him" (Ps. 94:6); "Let us go forth into His tabernacles, let us bow down at the place where His feet have stood" (Ps. 131:7), etc.

About kneeling, it is known that the holy Prophet Daniel, for example, thrice daily "knelt upon his knees, and prayed and gave thanks before his God" (Dan. 6:10). Full prostrations are also mentioned in the books of the Old Testament. For example: the Prophets Moses and Aaron besought God, "having fallen on their faces" (Numbers 16:22), to be merciful to the children of Israel who had grievously sinned. In the New Testament also, the custom of performing kneelings, prostrations and, of course, bows had been preserved and still had a place at the time of the earthly life of our Lord Jesus Christ, Who sanctified this Old Testament custom by His own example, praying on bended knees and failing down upon His face. Thus, we know from the Holy Gospels that before His passion, in the Garden of Gethsemane, He "kneeled down, and prayed" (Matt. 26:39), "fell on the ground and prayed" (Mark 14:35). And after the Lord's ascension, during the time of the holy apostles, this custom, of which the Holy Scriptures also speak, existed unchanged. For example, the holy Protomartyr and Archdeacon Stephen "knelt down," and prayed for his enemies who were stoning him (Acts 7:60); the Apostle Peter, before raising Tabitha from the dead, "knelt down, and prayed" (Acts 9:40), etc. It is an indisputable fact that, as under the first successors of the apostles, so even in much later periods of the existence of the Church of Christ, kneelings, bows and prostrations upon the ground were always employed by true believers at domestic prayers and at the divine services. In antiquity, among the other bodily activities, kneeling was considered the outward manifestation of prayer most pleasing to God. Thus, St. Ambrose of Milan says: "Beyond the rest of the ascetic labors, kneeling has the power to assuage the wrath of God and to evoke His mercy" (Book VI on the Six Days of Creation, ch. 9).

The canons concerning bows and kneelings now accepted by the Orthodox Church and set forth in the books of the divine services, and particularly in the Church Typicon, are observed in monasteries. But in general, Orthodox Christian laymen who have zeal are, of course, permitted to pray on their knees in church and to make full prostrations whenever they wish, excepting only those times when the Gospel, Epistle, Old Testament readings, six psalms and sermon are read. The Holy Church lovingly regards such people, and does not constrain their devout feelings. However, the exceptions with regard to Sundays and the days between Pascha and Pentecost apply generally to everyone. According to ancient tradition and a clear church law, kneeling must not be performed on these days. The brilliant solemnity of the events which the Church commemorates throughout the period of Pentecost and on Sundays precludes, in and of itself, any external manifestation of sorrow or lamentation over one's sins: for ever since Jesus Christ, "blotting out the handwriting of the ordinances that was against us, ... nailing it to His Cross; and having spoiled principalities and powers, He made a show of them openly, triumphing over them in it" (Col. 2:14-15)—ever since then "there is, therefore, no condemnation to them who are in Jesus Christ" (Rom. 8:1). For this reason, the practice was observed in the Church from the earliest times, beyond a doubt handed down by the apostles, whereby on all these days, in that they are consecrated to the commemoration of the glorious victory of Jesus Christ over sin and death, it was required to perform the public divine service brightly and with solemnity, and in particular without kneeling, which is a sign of repentant grief for one's sins. The second century writer Tertullian gives testimony concerning this practice: "On the Lord's Day (i.e. Sunday) we consider it improper to fast or to kneel; and we also enjoy this freedom from Pascha until Pentecost" (On the Crown, ch. 3). St. Peter of Alexandria (3rd cent.—cf. his Canon XV in the Rudder), and the Apostolic Constitutions (Book II, Ch. 59) also say the same thing.

Subsequently, the First Ecumenical Council found it necessary to make this legally binding by a special canon obligatory for the entire Church. The canon of this council states: "Since there are some persons who kneel in church on Sundays and on the days of Pentecost, with a view to preserving uniformity in all parishes, it has seemed best to the holy council for prayers to be offered to God while standing" (Canon XX).

Pointing out this canon, St. Basil the Great explains the rationale and meaning of the practice established by it thus: "We stand up when praying on the first of the week, though not all of us know the reason. For it is not only that it serves to remind us that when we have risen from the dead together with Christ we ought to seek the things above, in the day of resurrection of the grace given us, by standing at prayer, but that it also seems to serve in a way as a picture of the expected age. Wherefore, being also the starting point of days, though not the first with Moses, yet it has been called the first. For it says: ‘The evening and the morning were the first day’ (Gen. 1:5), on the ground that it returns again and again. The eighth, therefore, is also the first, especially as respects that really first and true eighth day, which the Psalmist too has mentioned in some of the superscriptions of his psalms, serving to exhibit the state which is to succeed this period of time, the unceasing day, the day without a night that follows, the day without successor, the never-ending and unaging age. Of necessity, therefore, the Church teaches her children to fulfill their obligations to pray therein while standing up, in order by constantly reminding them of the deathless life to prevent them from neglecting the provisions for the journey thither. And every Pentecost is a reminder of the expected resurrection in the age to come. For that one first day, being multiplied seven times over, constitutes the seven weeks of the holy Pentecost. For by starting from the first day of the week, one arrives on the same day… The laws of the Church have taught us to prefer the upright posture at prayer, thus transporting our mind, so to speak, as a result of a vivid and clear suggestions, from the present age to the things come in the future. And during each kneeling and standing up again we are in fact showing by our actions that is was through sin that we fell to earth, and that through the kindness of the One Who created us we have been called back to Heaven…" (Canon XCI of St. Basil the Great). The three well-known kneeling prayers of Pentecost composed by this great Father of the Church are thus not read at third hour, when the Holy Spirit descended upon the Apostles, nor at Liturgy on Pentecost, but at vespers, which is already part of the following day, after the Entrance. The holy Father was determined not to break the ancient custom of the Church.

In Canon XC of the Council of Trullo, held in conjunction with the Sixth Ecumenical Council, we read: "We have received it canonical from our God-bearing Fathers not to bend the knee on Sundays when honoring the resurrection of Christ. Since this observation may not be clear to some of us, we are making it plain to the faithful, that after the entrance of those in holy orders into the sacrificial altar on the evening of the Saturday in question, let none of them bend the knee until the evening of the following Sunday, when, following the entrance after the lamps have been lit, again bending knees, we thus begin to offer our prayers to the Lord. For, inasmuch as we have received it that the night succeeding Saturday was the precursor of our Savior’s rising, we commence our hymns at this point in a spiritual manner, ending the festival by passing out of darkness into light, in order that we may hence celebrate the resurrection together for a whole day and a whole night." John Zonaras, explaining the canon, says: "Various canons have made it a law not to kneel on Sundays or during the fifty days of Pentecost, and Basil the Great also supplied the reasons for which this was forbidden. This canon decrees only with regard to Sunday, clearly indicates from what hour and until hour to kneel, and says: ‘On Saturday, after the entrance of the celebrants into the altar at vespers, no one may bend the knee until vespers on Sunday itself, when, i.e., again the entrance of the celebrants takes place: for we do not transgress by bending the knee and praying in such a manner from that time on. For Saturday night is considered the night of the day of resurrection, which, according to the words of this canon, we must pass in the chanting of psalms, carrying the feast over from darkness to light, and in such manner celebrate the resurrection for the entire night and day" (Book of the Canons With Interpretations, p. 729).

There appears in the Church Typicon a direction concerning how the priest must approach and kiss the Gospel after reading it during the all-night vigil for the resurrection: "Do not make prostrations to the ground, but small bows, until the hand touches the ground. For on Sunday and feasts of the Lord and during the entire fifty days between Pascha and Pentecost the knee is not bent," (Typicon, ch. 2).

Nevertheless, standing at the divine services on Sunday and on the days between Pascha and Pentecost was the privilege of those who were in full communion with the Church; but the so-called "penitents" were not dispensed from kneeling even on those days.

We will close with these words from the famous interpreter of the Church canons, Theodore Balsamon, Patriarch of Antioch: "Preserve the canonical decrees, whereever and however they should be phrased; and say not that there are contradictions among them, for the All-holy Spirit has worded them all" (Interpretation of Canon XC of the Council of Trullo).

From Orthodox Life, Vol. 27, No. 3 (May-June, 1977), pp. 47-50. 


 http://orthodoxinfo.com/praxis/kneeling.aspx

Η μεγαλύτερη αρρώστια στην εποχή μας ( Γέροντας Παΐσιος )


Η μεγαλύτερη αρρώστια στην εποχή μας είναι οι μάταιοι λογισμοί των κοσμικών ανθρώπων, που φέρνουν άγχος. Την θεραπεία την φέρνει ο Χριστός με την ψυχική γαλήνη, μαζί και την αιωνιότητα, αρκεί να μετανοήσει ο άνθρωπος και να στραφεί στον Χριστό.


Γέροντας Παΐσιος

Man consists of soul and body


Man consists of soul and body. Many ancient religions and philosophical teachings spoke of man's soul being created by God, while the body supposedly came from the evil principle from the devil. Orthodoxy teaches otherwise. Both the soul and body of man are created by God. According to Apostolic teaching, after the mystery of baptism, man's body is a temple of the Holy Spirit and the members of the body - through union with Christ in the mystery of Holy Communion - are members of Christ. Therefore, man will pass over into the future eternal blessedness (or into eternal torment) with his entire being - both the deathless soul and the body which will be resurrected and reunited with the soul before Christ's judgment. This means that, while caring about one's soul, an Orthodox Christian must not leave the body without attention. One must guard it - guard it in an Orthodox way - not only from illnesses, but also from sins which corrupt, defile and weaken it. Among such sins, the most dangerous and harmful is licentiousness - the loss of chastity and bodily purity.

Thursday, July 24, 2014

Η αχαριστία είναι μεγάλη αμαρτία, την οποία ήλεγξε ο Χριστός ( Γέροντας Παΐσιος )


- Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι , ενώ τα έχουν όλα ,νιώθουν άγχος και στενοχώρια;

- Όταν βλέπετε έναν άνθρωπο να έχη μεγάλο άγχος, στενοχώρια και λύπη, ενώ τίποτε δεν του λείπει, να ξέρετε ότι του λείπει ο Θεός.

Όποιος τα έχει όλα, και υλικά αγαθά και υγεία, και, αντί να ευγνωμονή τον Θεό , έχει παράλογες απαιτήσεις και γκρινιάζει, είναι για την κόλαση με τα παπούτσια. Ο άνθρωπος, όταν έχη ευγνωμοσύνη, με όλα είναι ευχαριστημένος. Σκέφτεται τί του δίνει ο Θεός κάθε μέρα και χαίρεται τα πάντα. Όταν όμως είναι αχάριστος, με τίποτε δεν είναι ευχαριστημένος∙ γκρινιάζει και βασανίζεται με όλα. Αν, ας πούμε, δεν εκτιμάη την λιακάδα και γκρινιάζει, έρχεται ο Βαρδάρης και τον παγώνει… Δεν θέλει την λιακάδα∙ θέλει το τουρτούρισμα που προκαλεί ο Βαρδάρης.

- Γέροντα, τί θέλετε να πήτε μ’ αυτό;

- Θέλω να πω ότι, αν δεν αναγνωρίζουμε τις ευλογίες που μας δίνει ο Θεός και γκρινιάζουμε, έρχονται οι δοκιμασίες και μαζευόμαστε κουβάρι. Όχι, αλήθεια σας λέω, όποιος έχει αυτό το τυπικό , την συνήθεια της γκρίνιας, να ξέρη ότι θα του έρθη σκαμπιλάκι από τον Θεό, για να ξοφλήση τουλάχιστον λίγο σ’ αυτήν την ζωή. Και αν δεν του έρθη σκαμπιλάκι , αυτό θα είναι χειρότερο, γιατί τότε θα τα πληρώση όλα μια και καλή στην άλλη ζωή.

- Δηλαδή , Γέροντα, η γκρίνια μπορεί να είναι συνήθεια;

- Γίνεται συνήθεια, γιατί η γκρίνια φέρνει γκρίνια και η κακομοιριά φέρνει κακομοιριά. Όποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριά και αποθηκεύει άγχος. Ενώ , όποιος σπέρνει δοξολογία, δέχεται την θεϊκή χαρά και την αιώνια ευλογία. Ο γκρινιάρης, όσες ευλογίες κι αν του δώση ο Θεός, δεν τις αναγνωρίζει. Γι’ αυτό απομακρύνεται η Χάρις του Θεού και τον πλησιάζει ο πειρασμός∙ τον κυνηγάει συνέχεια ο πειρασμός και του φέρνει όλο αναποδιές, ενώ τον ευγνώμονα τον κυνηγάει ο Θεός με τις ευλογίες Του.

Η αχαριστία είναι μεγάλη αμαρτία, την οποία ήλεγξε ο Χριστός. «Ουχ οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δε εννέα πού», είπε στον λεπρό που επέτρεψε να Τον ευχαριστήση . Ο Χριστός ζήτησε την ευγνωμοσύνη από τους δέκα λεπρούς όχι για τον εαυτό Του αλλά για τους ίδιους, γιατί η ευγνωμοσύνη εκείνους θα ωφελούσε.



Από το βιβλίο: «ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Ε΄

ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ

«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»

ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

2007

The medicine the body and the soul need ( St. John Chrysostom )




Fasting is a medicine; but a medicine, though it be never so profitable, becomes frequently useless owing to the unskillfulness of him who employs it. For it is necessary to know, moreover, the time when it should be applied, and the requisite quantity of it; and the nature of the country, and the season of the year; and the corresponding diet; as well as various other particulars; any of which, if one overlooks, he will mar all the rest that have been named. Now if, when the body needs healing, such exactness is required on our part, much more ought we, when our care is about the soul, and we seek to heal the distempers of the mind, to look, and to search into every particular with the utmost accuracy.
 

St. John Chrysostom

Leaving the place of the heart ( St. Symeon the New Theologian )


As soon as your mind has experienced what the scripture says: '' How gracious is the Lord, '' it will be so touched with that delight that it will no longer want to leave the place of the heart. It will echo the words of the apostle Peter: ''How good is it to be here.''


St. Symeon the New Theologian

Wednesday, July 23, 2014

Γιὰ τὴν ἀόρατη βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. (Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ)




Ἦταν κάποτε ἕνας ἄνθρωπος εὐλαβής πού ὠνομαζόταν Ἀγαθόνικος. Αὐτός εἶχε διδαχθῆ, ἀκόμη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, νά λέγη μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τόν ὕμνο αὐτό: «Θεοτόκε, Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ.
Εὐλογημένη, σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες, τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Ἀργότερα ἔκανε μιά ζωή μέ πολλές φροντίδες καί ἔλεγε σπανιώτερα αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά ἔπαυσε νά τόν λέγη.

Ὁ Θεός ὅμως, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἔστειλε στό σπίτι του ἕναν ἐρημίτη ἀπό τήν Θηβαΐδα γιά νά τόν ἐλέγξη διότι ἐξέχασε αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὁ Ἀγαθόνικος ἀπήντησε στόν ἐρημίτη μοναχό ὅτι ἔπαυσε νά τόν λέγη, διότι, παρότι τόν ἔλεγε γιά πολλά χρόνια, ὅμως δέν εὑρῆκε καμμία ὠφέλεια.
Τότε ὁ ἐρημίτης τοῦ εἶπε: «Φέρε στόν νοῦ σου τυφλέ καί ἀχάριστε, πόσες φορές σέ ἐβοήθησε αὐτή ἡ δοξολογική προσευχή καί σέ ἔσωσε ἀπό διάφορους πειρασμούς!




Θυμήσου, ὅταν ἤσουν ἀκόμη παιδί, πῶς λυτρώθηκες ἀπό πνιγμό κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο! Ἐνθυμήσου, ὅταν σέ ἐκτύπησαν πολλοί γείτονες σέ μία λακκούβα πού εἶχες πέσει κι ὅμως ἔμεινες ἀτραυμάτιστος! Θυμήσου ἀκόμη, ὅταν ταξίδευες κάποτε μέ κάποιον φίλον σου, ἐπέσατε καί οἱ δυό σας ἀπό τήν καρότσα!

Αὐτός ἔσπασε τό πόδι του καί σύ δέν ἔπαθες τίποτε. Δέν γνωρίζεις ὅτι ὁ φίλος σου εἶναι κάτω ἀδύνατος ἀπό μία ἀσθένεια, ἐνῶ ἐσύ εἶσαι ὑγιής καί δέν αἰσθάνεσαι κανένα πόνο;
Καί, ὅταν τοῦ ἔφερε στήν μνήμη ὅλα αὐτά τά θαυμαστά ἔργα, στό τέλος τοῦ εἶπε: «Νά ξέρης ὅτι ὅλες αὐτές οἱ δυστυχίες καί ἀτυχίες πού ἦλθαν στήν ζωήν σου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν θεία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στήν μικρή σου αὐτή δοξολογική προσευχή, τήν ὁποίαν ἔλεγες κάθε ἡμέρα ἐνώπιόν της.
Δώσε λοιπόν προσευχή καί συνέχιζε νά προσεύχεσαι καί στό μέλλον μέ τήν προσευχή αὐτή καί ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας δέν θά σέ ἐγκαταλείψη ποτέ». Ἔτσι κατάλαβε ὁ Ἀγαθόνικος καί δέν ἄφησε πάλι αὐτή τήν προσευχή.

Οὔτε ἐμεῖς νά μήν ἀφήνουμε νά περνᾶ μία ἡμέρα χωρίς νά προσευχηθοῦμε μ᾿ αὐτή τήν προσευχή μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο κι ἔτσι θά φυλαγώμεθα ἀπό πολλές δοκιμασίες καί πειρασμούς στήν ζωή μας.
Στό σκίτσο τῆς σελίδος 22 τοῦ 5ου βιβλίου εἶναι τά ἑξῆς γραμμένα κάτω ἀπ᾿ αὐτό:
«Μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θα τρώγης τό ψωμί σου» (Γένεσις 3,19)

Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010

Πηγή

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794) ΜΕΡΟΣ 1





Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ. ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ (1722-1794)
ΜΕΡΟΣ 1



Διήγηση περί της ιεράς συνοδείας των πολυαγαπημένων εν Χριστώ πατέρων, αδελφών και πνευματικών μου τέκνων, αυτών πού συνάχθηκαν στο όνομα του Χριστού γύρω από εμένα τον ανάξιο και πού από θεία Πρόνοια, για χάρη της ψυχικής σωτηρίας, έγκαταβιώνουν στα ιερά και τίμια αυτά μοναστήρια: στην αγία και μεγάλη Μονή της Αναλήψεως τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την επονομαζόμενη Νεάμτς, και στην ιερά Μονή τού Τιμίου ενδόξου Προδρόμου και Βαπτιστού τού Κυρίου Ιωάννου, την ονομαζόμενη Σέκου• πώς και για ποιο λόγο αυτή ή ιερή συνοδεία συνάχθηκε γύρω από εμένα τον αμαρτωλό και ανάξιο.






Ο ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΓΡΑΦTΗΚΕ Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ






Βλέποντας ότι ή ζωή μου πλησιάζει πια στο τέλος της και κρίνοντας πώς κάθε πράγμα πού δεν μεταβιβάζεται γραπτώς παραδίδεται στην ολοκληρωτική λήθη, σκέφθηκα να γράψω, έστω Κάι συντόμως, γι’ αυτήν την ιερή συνοδεία των άγιων πατέρων Κάι αδελφών Κάι πολυαγαπημένων πνευματικών μου τέκνων, τα όποια, χάριν της σωτηρίας της ψυχής τους συνάχθηκαν γύρω από εμένα στο όνομα τού Χριστού να τούς πληροφορήσω, ώστε μετά τον θάνατό μου όχι μόνο στα τέκνα μου, αλλά και στα τέκνα τών τέκνων μου, αν ευδοκήσει ό Θεός και διατηρηθεί ή ιερή αυτή συνοδεία, να απομείνει έστω και κάποια μικρή πληροφορία για την αρχή της και για το πώς αυτή συνάχθηκε. Αποφάσισα λοιπόν να γράψω αυτά τά λίγα, πρώτο γιατί φοβάμαι μήπως κάποιος από τούς κρυφούς διαβολείς αυτής της συνοδείας, ιδίως μάλιστα από αυτούς πού δεν έχουν γεννηθεί σε ορθόδοξη χώρα , όταν θα έχω περάσει πια από αυτήν τη ζωή και θα έχουν κοιμηθεί και οι άγιοι αδελφοί πού γνωρίζουν καλά πού γεννήθηκα, φέρει την αγία αδελφότητα σε αμφιβολία για μένα, δηλαδή για τη χώρα όπου έχω γεννηθεί. Το πράττω όμως και γιατί σκέφτομαι πόσο πολύ επιθυμούν τά πνευματικά μου τέκνα, αυτά πού έχουν αποκτήσει αληθινή κατά Θεόν αγάπη για μένα, έστω και μερικώς, να ακούσουν για τη γέννησή μου, την ανατροφή μου, την άποταγή μου τού κόσμου, και την πολιτεία μου στο μοναχικό σχήμα, έως και τη στιγμή πού ήρθαν κοντά μου και άρχισαν την ιερά υπακοή .




Έτσι λοιπόν γι’ αυτό σκέφθηκα να γράψω κατά μέρος περί τών πνευματικών μου τέκνων καθώς και για μένα τον ίδιο, αλλά και για όσα συνέβησαν προτού ακόμη δημιουργηθεί ή αδελφότητα. Και τά γράφω όχι γιατί επιθυμώ να αφήσω τη βιογραφία μου γραμμένη —να μην επιτρέψει Χριστός ό Θεός να υποπέσω σέ τέτοιο δαιμονισμό• γιατί ποιός είμαι εγώ πού σ’ όλες τις ημέρες της ζωής μου δεν έχω κάνει τίποτε το καλό;— αλλά για τις αιτίες πού προανέφερα, περισσότερο όμως για χάρη της διαβεβαίωσης τών αδελφών περί τού το ότι, ιδίως σ’ αυτούς τούς ελεεινούς και αξιοθρήνητους καιρούς, είναι πρέπον να ακολουθείται ή ορθή και αληθινή γνώση και το φρόνημα της αγίας και ’Αποστολικής Ανατολικής Εκκλησίας, με τη δύναμη τών θείων Γραφών και της διδασκαλίας τών θεοφόρων Πατέρων μας. Με τη συνέργεια λοιπόν τού Θεού κάνω έτσι την αρχή της διηγήσεως.








Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ






Εγώ ό ανάξιος τού μοναχικού σχήματος και της ιεροσύνης, ιερομόναχος και μεγαλόσχημος μοναχός Παΐσιος, γεννήθηκα και ανατράφηκα στην πανένδοξη πόλη της Μικράς Ρωσίας, την Πολτάβα , από γονείς ευσεβείς ορθόδοξους. Γεννήθηκα στο τέλος του έτους 1722, στις 21 Δεκεμβρίου. Από την κολυμβήθρα μου δόθηκε το όνομα Πέτρος, στη μνήμη του άγιου πατρός μας Πέτρου, μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας . Πατέρας μου ήταν ό Ιωάννης Βελιτσκόφσκι, πρωτοπρεσβύτερος της Πολτάβας, και μητέρα μου ή Ειρήνη, ή οποία, όταν μόνασε, μετονομάστηκε σε Ιουλιανή μοναχή.






Ό από πατέρα προπάππος μου ήταν ό Συμεών, γνωστός και πλούσιος Κοζάκος, και προπάππος μου ήταν ό Λουκάς Βελιτσκόφσκι, πρωτοπρεσβύτερος της Πολτάβας. Από μητέρα, πάλι, προπάππος μου ήταν ένας φημισμένος και πλούσιος, εβραϊκού γένους έμπορος, ονομαζόμενος Μάντια, ό όποιος βαφτίστηκε στην Πολτάβα, στην ενορία της Μεταμορφώσεως τού Κυρίου, με ολόκληρο τον οίκο του. Παππούς μου ήταν ό Γρηγόριος Μάντενκο. Στον τέταρτο χρόνο μετά τη γέννησή μου, ό πατέρας μου μετοίκισε από την προσωρινή αυτή ζωή στην αιώνια.




Τότε έμεινα με τη μητέρα μου και τον πρεσβύτερο αδελφό μου, τον Ιωάννη Βελιτσκόφσκι, ό όποιος στη συνέχεια έγινε και προϊστάμενος του καθεδρικού ναού της Πολτάβας, της εκκλησίας της Κοιμήσεως της Παναγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και άειπαρθένου Μαρίας, στην οποία εκκλησία ιεράτευσαν ό πατέρας μου, ό παππούς και ό προπάππος μου. Στη συνέχεια, ή μητέρα μου με έστειλε να μάθω γράμματα, μαζί με τον μικρότερο αδελφό μου, τον Θεόδωρο, ό όποιος στα έφτά του χρόνια μετέστη προς Κύριον.




Εγώ τότε, τού Κυρίου συνεργούντος, μέσα σέ δύο και κάτι χρόνια έμαθα καλά το Αλφαβητάριο, την Όκτώηχο και το Ψαλτήριο, και αμέσως, με τη βοήθεια τού Θεού, άρχισα πολύ εύκολα να διαβάζω βιβλία, αλλά μέσα σέ λίγο χρόνο, μέσα στο σπίτι μας, διδάχτηκα και να γράφω από τον μεγαλύτερο αδελφό μου, τον όποιο ανέφερα. Ενώ διδασκόμουν αυτά, όποτε έβρισκα καιρό, διάβαζα επιμελώς τις γραφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, τούς Βίους των άγιων, τον Άγιο Έφραίμ με τον Άγιο Δωρόθεο , τον Μαργαρίτη τού Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου , και όσα άλλα βιβλία υπήρχαν στον ιερό εκείνο ναό πού ανέφερα. Από την ανάγνωση τέτοιων ιερών βιβλίων, προπαντός όμως τών Βίων των άγιων Πατέρων ημών, αυτών πού έγιναν ευάρεστοι στον Θεό με το άγιο και αγγελικό μοναχικό σχήμα, άρχισε να γεννιέται και στη δική μου ψυχή ό ζήλος για να απαρνηθώ τον κόσμο και να ντυθώ το ιερό μοναχικό σχήμα. Όσο ζούσα στον κόσμο, αυτός ό ζήλος δεν στέρεψε μέσα στην ψυχή μου.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.


ΟΣΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΒΕΛΙΤΣΚΟΦΣΚΙ. UNIVERSITY PRESS.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ –ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ



http://apantaortodoxias.blogspot.ca/

Sadness and stress always dominate the person who is dominated by material things ( Elder Paisios )


Sadness and stress always dominate the person who is dominated by material things, for sometimes he fears that people will take away his possessions, and other times he is afraid they will take away his soul. The miser, whose hand has become numb from squeezing it too hard, has also constricted his heart and turned it into stone. In order to be cured, he must visit destitute people and sympathize with them, so he will be forced to slowly open up his hand. Consequently, his stony heart will soften and become humane, and thus the gates of Paradise will also open for him.



Elder Paisios

Γιά τα νέα ζευγάρια- Γέροντας Δημήτριος Γκαγκαστάθης


 

Ο αείμνηστος Γέροντας πατήρ Δημήτριος Γκαγκαστάθης σε κάθε νεαρό ζευγάρι τους έλεγε:

«Μάθετε από την αρχή της γνωριμίας σας και μάλιστα του γάμου, από την πρώτη νύκτα του γάμου σας, να κάνετε μαζί την πρώτη προσευχή, το πρώτο απόδειπνο. Και αφού τελειώσει το απόδειπνο -όπως γίνεται στα μοναστήρια- να κάνετε μια μετάνοια ο ένας στον άλλον και να ζητήσετε συγγνώμη».
Τον ρώτησα λοιπόν -τότε που μας το είπε ο Γέροντας αυτό:

«Κι αν δεν έχουμε καμία διαφωνία, γέροντα, γιατί να το κάνουμε αυτό;»

Λέει: «Να το κάνετε υποχρεωτικά, γιατί έτσι θα μάθετε να ζητάτε ο ένας από τον άλλο συγγνώμη».
Διότι, όταν θα έρθει το πρόβλημα, κι όταν πλέον θα έρθει ο ίδιος ο διάβολος για να γεμίσει τον νου με τις δικές του αναρiθμητες πληροφορίες, τις αλλοτριωμένες πληροφορίες, τότε βλέποντας τους δύο συζύγους να κάνουν μετάνοια και να υπακούουν ο ένας στον άλλον, επειδή δεν μπορεί να σταθεί σε μια τέτοια ταπεινοφροσύνη, ασφαλώς θα φύγει.
Γιατί σιχαίνεται τους ανθρώπους αυτούς οι οποίοι έχουν ταπεινοφροσύνη και έχουν αυτό το φρόνημα των μετανοιών.
Πραγματικά, μια τέτοια κατάσταση, όταν από την αρχή λειτουργήσει, μπορεί να διαφυλάξει τον νου, τον ηγεμόνα νου και των δύο ανθρώπων από την παραπληροφόρηση, ώστε να μην κατέβουν οι πληροφορίες στην συνέχεια στην καρδιά και πλέον τραυματίσουν την αγάπη.

Γέροντας Δημήτριος Γκαγκαστάθης

Πηγή: εδώ

Foul stench ( Elder Joseph the Hesychast )




When Elder Joseph was still living at the skete of St. Basil, one day he went to a neighboring church to visit Fr. Gerasimos. That day there happened to be a certain layman visiting from the world. When Elder Joseph saw the man, he approached him and said: “You have a mistake, a serious problem.”
The layman asked: “What mistake do I have?”
“I don’t know,” replied Elder Joseph. “All I know is that there is
something seriously wrong with you.”
“Can we find out what it is?”
“We cannot determine this now during the day. If you’d like, come
down to my hut tonight.”
“I will be there after midnight, Elder.”
Indeed, during the middle of the night the laymen went to visit him. They started talking, and eventually Elder Joseph discovered that this person, who had obtained a college degree in theology, had written an entire book in support of Darwin’s theory of evolution of the species. Elder Joseph advised him, “When you want to support a theory or opinion, why don’t you draw from the writings of the holy Fathers? A theory or viewpoint is confirmed when it is validated by either the Holy Scriptures or the holy and God-bearing Fathers.”
The theologian ultimately admitted that he had made a mistake to believe in this theory. He then asked Elder Joseph to tell him how he knew he was mistaken.
“Yesterday, as I approached you,” explained the Elder, “ I sensed a foul odor and smelled a bad stench coming from you, and from this I realized that there was something wrong with you.”




from the book My Elder Joseph the Hesychast

Tuesday, July 22, 2014

Η ευθύνη δια τα τέκνα μας (Γέροντας Ιερώνυμος της Αιγίνης )



Θα κάμεις ότι ημπορείς δια τα παιδιά σου, διότι εις την άλλην ζωήν ό Χριστός μας θα σου ζητήσει ή τα παιδιά σου σεσωσμένα ή τις πληγές στα γόνατα σου, από την πολλήν σου προσευχήν. Δεν γνωρίζουν δυστυχώς, οι γονείς την ευθύνη την οποίαν έχουν δια τα τέκνα των.



Γέροντας Ιερώνυμος της Αιγίνης

Temptation is beneficial only to those that endure it without agitation ( Abba Dorotheus )



Temptation is beneficial only to those that endure it without agitation. For example, when some type of temptation disturbs us, don’t be agitated, because agitation arises from senselessness and pride, and from the fact that by not knowing our spiritual composition, we avoid the ordeal of self-denial. That’s why we don’t succeed in our spiritual life, because we don’t know our spiritual dimension and have insufficient patience, yet want to become creators of good deeds without effort.



Abba Dorotheus

St. Makarios speaks with the devil




Disciple of St. Anthony the Great

SPEAKS WITH THE DEVIL

ABBÂ Makarios used to dwell by himself in the desert, and there was below him another desert wherein many dwelt; and the old man was himself watching the road one day, and saw Satan traveling on it in the form of a man, and he came along with the intention of passing him; and he was arrayed in a garment, which was full of holes, and various fruits were hanging about him. And the old man Makarios said unto him, “Whither goest thou?” And he said, “I am going to visit the brethren, and to make them mindful [of their work].” And the old man said to him, “For what purpose are the various fruits which are on thee required?” And Satan answered and said, “I am carrying them to the brethren for food.” And the old man said, “All these?” And Satan said, “Yea. For if one pleaseth not a brother, I hand him over another; and if that pleaseth him not, I give him another, and one or other of these must certainly please him.” And having said these things Satan went on his way.

Then the old man continued to watch the road until Satan came along to return, and when he saw him, he said unto him, “Hast thou been successful?” And Satan said, “Whence am I to obtain help?” And the old man said, “For what purpose?” Then Satan said, “They have all forsaken me, and have rebelled against me, and not one of them will allow himself to be over persuaded by me.” And the old man said, “Hast thou not then one friend left there?” And Satan said to him, “Yea, I have one brother, but one only who will be persuaded by me, although whensoever he seeth me he turneth away his face as from that of an adversary.” The old man saith to him, “What is the name of this brother?” And Satan saith, “Theopemptus”; and having said these things he departed and went on his way.

Then Abbâ Makarios rose up and went down to the lower desert, and the brethren heard [of his coming], and they brought palm leaves, and went out to meet him, and every monk prepared and made ready his abode, thinking that he would come and dwell there; but the old man [only] asked for the brother whose name was Theopemptus, and he received him joyfully. Now when the brethren began to speak among themselves, the old man said unto him, “What hast thou to say, O my brother, and how are thine own affairs?” And Theopemptus said to him, “At the present moment matters are well with me,” for he was ashamed to speak. The old man said unto him, “Behold, I have now lived a life of stern asceticism for many years, and I am held in honour by every man, nevertheless, even though I am an old man, the spirit of fornication disturbeth me.” And Theopemptus answered and said, “Believe me, father, [it disturbeth] me also”; and the old man, like one who was vexed by many thoughts, made a reason for talking, and at length he led the brother to confess the matter. And afterwards he said unto him, “How long dost thou fast?” And the brother said unto Makarios, “Until the ninth hour.” And the old man saith, “Fast until the evening, and continue to do so, and thou shalt repeat passages from the Book of the Gospels, and from the other scriptures. If a thought riseth in thy mind let not thy mind look downwards, but always upwards, and the Lord shall help thee.” Thus having made the brother reveal his thoughts, and having given him encouragement, he departed to go to his own desert, and he traveled along the road and watched according to his custom.

And he saw the devil again, and said unto him, “Whither goest thou?” And he answered and said unto him, “I go to remind the brethren [of their work].” And having departed and come back again, the holy man said unto him, “How are the brethren?” and the devil said, “They are an evil case.” And the old man said, “Why?” and the devil said, “Because they are all [like] savage animals, and they are rebellious. But the worst thing of all is that even the one brother who used to be obedient to me hath turned, through what cause I know not, and he will not be in any way persuaded by me, and he is the most savage of them all against me; I have on this account taken an oath that I will never again go to that place, at least, only after a very long time.”

Now this Abbâ Makarios was marvelous in his life and deeds. Once as he was traveling along in the inner desert, he looked, and, behold, there was an old man coming towards him, and he was arrayed in apparel which was very old, and over his whole body there were hung very many things which were like unto pots, each one being provided with rings, and he was covering them over as it were with a covering. And he drove his staff into the ground, and though he was as timid and as terrified as a fugitive slave, he pretended to be bold, and stood up like a brave man, and spake to the blessed Makarios, face to face, saying, “What dost thou in this wilderness, and why art thou wandering hither and thither herein?” And the blessed Makarios answered and said unto him, “I wish to find God, for I am fleeing from error. But who art thou, O old man? Tell me, for I observe that thy raiment is very different from that of the children of men. Tell me, now, what are these things which thou hast upon thee?” Then the old man, though unwilling, confessed and said, “I am he whom thou callest by the name of ‘Calumniator,’ and these things which thou seest upon me are those wherewith I draw towards myself the children of men, and with each one of these, according as it befitteth and is suitable for a man, I take care to fulfil the work of error; and by means of their lusts, as with wings, I make to turn backwards those who are obedient unto me, and I have great happiness in those who, through my crafts and wiles, stumble and fall.”

And when the blessed Makarios had heard these things, he plucked up courage, and said unto Satan, “By Christ, Who caused thee to make a mockery of the holy angels, explain to me, one by one, each and all of the things which thou carriest, for by this thou shalt be revealed, so that a man may see the insidiousness of thy arts and wiles, and may learn thy hidden snares, and may recognize the multitude of the burning arrows of thine error, and may flee from the performance of thy will.” Then the Calumniator answered and said, “I must reveal unto thee my craftiness, even though I be unwilling so to do, for it is impossible for me to hide from thee any of the things which thou seest; learn thou the use (or reason) of each pot. If I find a man who meditateth continually on the Law of God, I pour out upon him from the pot which is on my head dizziness and headache, and I restrain him [from this work] thereby. On the man who hath chosen to watch by means of [the recital of] prayers and psalms I pour out from the pot which is on my eyelids a disposition to sleep, and I lead and drive him along by main force into slumber. These which thou seest that I have on my ears are prepared for disobedience and the transgression of the Commandments, and by their means I trap those who wish to lead a good life to disobey the word of truth. From those which hang from my nose I sprinkle on the young the sweet smell of happiness, and lead them into fornication. From those which are on my mouth I throw out flowers (?), and I incite the ascetic by means of blandishments, and I make to sin those who live a life of abstinence and self-denial by means of such dainty meats and foods according to my desire; and by means of those which are on my mouth I also draw many into the utterance of calumnies, and into filthy talk, and to speak briefly, in each one of these pots is the seed which is most useful for increasing the fruits which are worthy of me, and which may be gathered from the labours of the husbandmen who labour in my vineyard. And from the pots which are hung about my neck I pour out “pride, and I enclose with my nets those who are haughty in their minds; and so by means of all these I possess in the world multitudes of subjects who love the things which are mine, that is to say, worldly praise and wealth, which are the things that, by those who are remote from God, are believed to be good things in the world.

“And the pots which thou seest hanging from my breasts are full of my imaginings, and with some of these I water the hearts of the children of men, and by means of the drunkenness of the passions I dissipate and destroy the mind which feareth God; and through my error I confound the memory of those men who wish to meditate upon and to think about the things which concern the world to come. And those which hang upon my body are full of want of feeling and perception, and by their means I prepare those who are without understanding to live in a savage and animal manner a life which is characterized by various kinds of brutish habits. And in the pots which I carry below my body will be found all things which are useful and suitable for union with women in fornication, and for filthy wantonness. Those which are on my hands are useful in the committal of murders, and by their means, as by hands, is carried out and performed the work of those who are subject unto me voluntarily. And the pots which thou seest hanging from my neck and back have in them the thick darkness of my temptations, wherewith I am able to vanquish those who are so bold as to contend against me; and I lay ambushes behind me, and I rush out to overthrow those who depend upon and who boast in their own strength. And the pots which thou seest hanging on my loins and thighs, and which are arranged downwards to my feet, are full of the snares and nets which I pour out, and with which I make crooked and confound the ways of those who wish to journey in the narrow path of the fear of God; and I impede thereby the goings of those who cultivate ascetic excellence, and I make them to journey on my way which is easy to travel. For I take my seat between the two ways of life and death, and whilst I confound and lead astray those who wish to journey in the way of life, I lead and help on their way those who are traveling on the road of death, and I strengthen them also, and I make them valiant so that they may go forward easily in my paths. And when they are bowed down and labour under my yoke I sow evil and abominable vices among them like thorns and brambles, and having gathered in from seed of this kind the fruit of such crops which they believe to be pleasant, they deny the way of truth, because evil men are taken in the snares of the filthiness of abominable things. But thou, O Makarios, has never once inclined thyself to obey me, so that by thine obedience I might be able to find even a little consolation; but thou burnest me up wholly by means of the mighty armour of the humility which thou bearest, and for this reason I haste to depart to mine own subjects. For thou possessest a good Lord, and thou hast mighty companions, who tranquilly and happily serve God, and who protect thee as a beloved son.” And when the chosen athlete had heard these things, he made the sign of the Cross over himself, and said, “Blessed be God, Who hath made those who have put their hopes in Him to make thee a mockery and a laughing-stock, and Who hath preserved me wholly and completely from thy error, so that whilst turning aside from the same I was able to advance in the good fight; and having fought and conquered I shall receive a crown from the good Lord Whom I possess. Flee then, and get thee afar off, O thou who art envious of the things which are good, for Christ will make an end of thee, “so that thou mayest not dare to attack any of those who worship Him. For sufficient for thee are those whom thou hast drawn unto thyself by flattery, through thy evil wiles and their own sluggish will, and made to travel on the flat, wide road of destruction. Thou shalt not then dare to draw nigh unto those who of their own will have elected to travel in the narrow, and straight, and troubled, and vexatious way of life, but have fear, and depart from those who dwell in waste places and in deserts.” Now when the blessed man had said these things, straightway the Calumniator disappeared, and the holy man Makarios prostrated, and prayed, saying, “Glory be unto Thee, O Christ, Thou Who art the Refuge of those who are overtaken by storms, Thou Who art the straight way of those who err, Thou Who art the Redeemer of those who flee unto Thee for refuge, now both now, and always, and for ever and ever! Amen.”

Φιλόχρυση παρά Φιλόχριστη


Ζούσε στην Αλεξάνδρεια μια ανύπαντρη Χριστιανή γυναίκα που φαινόταν ταπεινή, στην πραγματικότητα όμως ήταν περήφανη και πολύ φυλαργυρη.

Ηταν μάλλον φιλόχρυση παρά φιλόχριστη. Δεν είχε προσφέρει ποτέ κάτι από την περιουσία της, ούτε σε ξένο ούτε σε φτωχό, ούτε σε καταπιεσμένο, ούτε σε μοναχό, ούτε σε φτωχό κορίτσι ...

Αυτή η γυναίκα που στο όνομα ήταν παρθένα και όχι στον τρόπο ζωής, ο αγιότατος Μακάριος ο πρεσβύτερος και προϊστάμενος του λεπροκομείου, θέλησε - κατά κάποιον τρόπο- να την εγχειρίσει σαν γιατρός για να την ανακουφίσει από την πλεονεξία και επινόησε το εξής τέχνασμα.

Πήγε και τη βρήκε και της είπε:

-Εχουν πέσει στα χέρια μου πολύτιμοι λίθοι, σμαράγδια και υάκινθοι. Δεν ξέρω αν προέρχονται από κλοπή ή από νόμιμο εμπόριο.Δεν έχουν αποτιμηθεί, μιας και είναι πέρα από κάθε αποτίμηση. Ο ιδιοκτήτης τους τους πουλάει πεντακόσια νομίσματα ...

Πέφτει αυτή στα πόδια του και του λέει:

- Να μη τους αγοράσει άλλος, σε παρακαλώ, αγόρασέ τους εσύ για λογαριασμό μου ...

Πήρε, λοιπόν, ο Μακάριος απ' αυτήν τα πεντακόσια νομίσματα, τα διέθεσε όμως για τις ανάγκες του λεπροκομείου.

Περνούσε ο καιρός, μα αυτή δίσταζε να του το υπενθυμίσει, επειδή ο Άγιος είχε μεγάλη υπόληψη στην Αλεξάνδρεια ...Τελικά, κάποια στιγμή που τον συνάντησε στην Εκκλησία, του είπε:

-Σε παρακαλώ, πες μου τι έγινε με εκείνους τους πολύτιμους λίθους για τους οποίους έδωσα τα πεντακόσια νομίσματα; Αυτός της απάντησε:

- Από την ημέρα που έδωσες τα χρήματα πλήρωσα την αξία των λίθων. Αν θέλεις να τους δεις, έλα στο σπίτι μου.Εκει βρίσκονται.Δες αν σου αρέσουν, αλλιώς πάρε πίσω τα χρήματά σου. Κι εκείνη πήγε πολύ ευχαρίστως

Στους επάνω ορόφους του λεπροκομείου βρισκόταν οι λεπρές γυναίκες και στους κάτω οι λεπροί άνδρες. Όταν φτάσανε στην είσοδο τη ρώτησε:

-Τι θέλεις να δεις πρώτα; Τους υάκινθους ή τα σμάραγδα; Του απάντησε:

-Ότι νομίζεις.

Τότε την ανεβάζει στους επάνω ορόφους, της δείχνει ακρωτηριασμένες γυναίκες με πληγιασμένα πρόσωπα και της λέει:

- Να οι υάκινθοι. Κατόπιν την κατεβάζει στα κάτω πατώματα και της δείχνει τους άνδρες λέγοντας:

- Να τα σμαράγδια. Και νομίζω ότι δε θα βρεθούν πολυτιμότερα. Αν, λοιπόν, σου αρέσουν, πάει καλά, αλλιώς πάρε πίσω τα χρήματά σου.

Μετανιωμένη αυτή, βγήκε και αφού πήγε στο σπίτι της, αρρώστησε από τη στενοχώρια της που δεν έκανε ένα τέτοιο καλό σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αλλά αναγκαστικά.

Αργότερα ευχαρίστησε τον Μακάριο και πορεύτηκε στη ζωή της όπως έπρεπε.

Μερικά θαύματα του λειψάνου της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας (Άγιον Όρος).




Η Αγ. Μαρία η Μαγδαληνή. Λεπτομέρεια χαλκογραφίας του 1870 με τη Μονή Σιμωνόπετρας. Από το βιβλίο του Παταπίου Μοναχού Αγιορείτου, “Αγία Μαρία η Μαγδαληνή: Αυτή που αγάπησε πολύ”, εκδ. Τέρτιος, 2005.

Εξαιρετική θέση ανάμεσα στα Άγια Λείψανα, που βρίσκονται στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, κατέχει το αριστερό χέρι της Αγ. Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής. Αυτό το χέρι της Αγίας είναι άφθαρτο, με το δέρμα και τους τένοντες και έχει ευωδία ουράνια. Ακόμη όσοι το ασπάζονται με ευλάβεια και πίστι διαπιστώνουν ότι είναι θερμό.

Στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, από τα πολλά θαύματα που κάνει μέχρι σήμερα η Αγία Μαρία, θεωρείται και τιμάται από τους αδελφούς σαν δεύτερη Κτιτόρισσα της Ιεράς Μονής. Ας δούμε όμως μερικά από αυτά:



Το 1945, ξέσπασε μεγάλη πυρακαϊά στα δάση της Ιεράς Μονής των Ιβήρων. Ο άνεμος έπνεε δυνατός και η φωτιά μέσα σε λίγες ώρες έφθασε στην κορυφογραμμή που συνορεύουν τα μοναστήρια Ιβήρων, Φιλοθέου και Ξηροποτάμου με το δικό μας δάσος.
Όλοι πιστεύανε ότι τα δάση θα καταστραφούν. Οι αδελφοί του μοναστηριού μας ειδοποιήθηκαν έγκαιρα και τρέξανε στον τόπο της πυρκαϊάς. Τότε οι αδελφοί Ιερομόναχοι Νεόφυτος και Παντελεήμων, κινούμενοι από τη μεγάλη ευλάβεια, που είχαν στο λείψανο της Αγίας Μαρίας, το πήρανε μαζί τους. Κανένας δεν μπορούσε να πλησιάση στην πυρκαϊά, γιατί ήταν φόβος να περικυκλωθή από τη μανιασμένη φωτιά. Παρ’ όλα αυτά, ώ των θαυμάτων Σου Χριστέ Βασιλεύ! Μόλις πλησιάσανε οι αδελφοί με τα άγια λείψανα μπροστά από τη φωτιά, αμέσως η φωτιά έκοψε το δρόμο και μέχρις ότου οι Ιερείς τελειώσουν τον αγιασμό και τον Παρακλητικό κανόνα της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, η πυρκαϊά είχε τελείως σβήσει, σε μεγάλη έκπληξη των πατέρων που είχαν συγκεντρωθή εκεί.

Παρόμοιο θαύμα έγινε στο δάσος του ίδιου μοναστηριού από το Άγιο τούτο Λείψανο το 1947.

Στην περιοχή Γαλάτιστα της Θεσσαλονίκης το 1911 είχε εμφανιστεί σκουλήκι που κατέστρεψε τα φυτά. Οι κάτοικοι καλέσανε το λείψανο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής και κάνανε Αγιασμό. Αμέσως το καταστρεπτικό σκουλήκι εξαφανίστηκε.

Επίσης το 1912 στην περιοχή Επανωμής της Θεσσαλονίκης, είχε εμφανιστή πλήθος ακρίδων. Οι κάτοικοι παρακαλέσανε να τους σταλή το Άγιο Λείψανο. Όταν έγινε Παράκλησι και Αγιασμός, εξαφανίστηκαν τελείως οι ακρίδες. Οι Επανωμίτες ευγνωμονούν πολύ την Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή.

Και άλλα πολλά θαύματα ετέλεσε και τελεί η Αγία καθημερινά σ’ αυτούς που την επικαλούνται με πίστι.

Πηγή: + Αρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλόπουλου, Η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, εκδ. Ορθόδοξου Τύπου, Κάνιγγος 10, Αθήναι 1984 (σελ. 42-45)

Monday, July 21, 2014

Εάν κάνετε καλά έργα, θα έχετε μεγάλο μισθό από τον Θεό ( Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης )


Να μη σκέπτεσθε μόνο τι θα φάτε, τι θα φορέσετε, τι μεγάλο σπίτι θα χτίσετε. Να κτυπάτε τις πόρτες των φτωχών, των αρρώστων, των ορφανών. Περισσότερο να προτιμάτε τα σπίτια των θλιμμένων παρά των χαρούμενων. Εάν κάνετε καλά έργα, θα έχετε μεγάλο μισθό από τον Θεό. Θ’ αξιωθείτε να δείτε θαύματα, και στην άλλη ζωή θα έχετε απέραντη αγαλλίαση.


Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης

Το Θαύμα της Παναγίας "Κουδουμιανής" στον Γέροντα Ευμένιο




Το Θαύμα της Παναγίας "Κουδουμιανής" στον Γέροντα Ευμένιο

Όταν ήταν νέος μοναχός και δεν είχε αποκτήσει την εμπειρία από τον πόλεμο του Πονηρού, υπερηφανεύθηκε ότι νίκησε πια τις πλεκτάνες του Σατανά, τότε ακριβώς εισήλθε μέσα του ο Πονηρός ώστε να τον ταλαιπωρήσει για αρκετό χρονικό διάστημα.

Κάποτε "κυνηγημένος" έτρεχε στα δύσβατα μονοπάτια από το χωριό του, Εθιά, προς το μοναστήρι του "Κουδουμά", πριν ακόμα φθάσει τον αγκάλιασε η Παναγία και έτσι απαλλάχτηκε από την ενέργεια του Πονηρού. Μάλιστα του εδόθη πλουσιοπάροχα το διορατικό χάρισμα ώστε να βοηθήσει πολύ κόσμο.

Πηγή

Every Christian is subjected to some kind of test (Elder Ambrose of Optina )



The free will of all intelligent beings has been tested and till now is being tested until it is confirmed in goodness. Because without trials, goodness is never firm. Every Christian is subjected to some kind of test: one with poverty, another with sickness, a third with various bad thoughts, the fourth with some type of misfortune or humiliation, while another, with perplexities. This tests the strength of one’s faith, and hope, and love for God, that is, shows the person’s inclinations, his attachments, whether he aims for sorrows or is still affixed to earthly things. So that through these trials a person-Christian himself could see in what position he is in, what his disposition is, and involuntarily humble himself. Because without humility, as all the holy fathers of Godly wisdom confirm in one voice, all our works are unsettled. Even the free will of Angels was tested. If the Heavenly dwellers could not escape the test, then more so must the free will be tested of those living on earth.



Elder Ambrose of Optina

Theology is life ( Father Seraphim Rose )



…Orthodox Christians of these latter times are indeed spiritually sleeping and desperately need to be awakened by a trumpet of the Spirit like Saint Symeon [the New Theologian]. Those who are Orthodox by birth and habit are not those who will inherit the eternal Kingdom of Heaven; they must be awakened to the conscious fulfillment of Christs commandments and a conscious reception of God’s Holy Spirit, as Saint Symeon so eloquently taught.

…For Saint Symeon, as for all true Orthodox Christians, theology is life; the true words of God which speak to the Christian heart, raise it from its sloth and negligence, and inspire it to struggle for the eternal Kingdom, which may be tasted in advance even now in the life of grace which God sends down upon His faithful through His sanctifying Holy Spirit.


Father Seraphim Rose

Sunday, July 20, 2014

Περι Αγγέλων και Θεωρίας - Γέροντας Εφραίμ Φιλοθέου (Αριζόνα)

Νοερά Προσευχή - Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιο

Υπεράγαθε Δέσποινα Θεοτόκε…( Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά )




Επάκουσον της οικτράς μου δεήσεως και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου, η μετά Θεόν ελπίς πάντων των περάτων της γης. Τον βρασμόν της σαρκός μου κατάσβεσον.
Τον εν τη ψυχή μου αγριώτατον• κλύδωνα κατεύνασον.
Τον πικρόν θυμόν καταπράϋνον.
Τον τύφον και την αλαζονείαν της ματαίας οιήσεως εκ του νοός μου αφάνισον.
Τας νυκτερινάς φαντασίας των πονηρών πνευμάτων και τας μεθημερινάς των ακαθάρων εννοιών προσβολάς εκ της καρδίας μου μείωσον.

Παίδευσόν μου την γλώσσαν λαλείν τα συμφέροντα.
Δίδαξον τους οφθαλμούς μου βλέπειν ορθώς της αρετής την ευθύτητα.
Τους πόδας μου τρέχειν ανυποσκελίστως ποίησον την μακαρίαν οδόν των του Θεού εντολών.
Τας χείράς μου αγιασθήναι παρασκεύασον, ίνα αξίως αίρω αυτάς προς τον Ύψιστον.
Κάθαρόν μου το στόμα, ίνα μετά παρρησίας επικαλήται Πατέραν, τον φοβερόν Θεόν και πανάγιον.
Άνοιξόν μου τα ώτα, ίνα ακούω αισθητώς και νοητώς τα υπέρ μέλι και κηρίον γλυκύτερα των αγίων Γραφών λόγια, και βιώ κατ αὐτά από Σου κραταιούμενος.
Δια γαρ Σου, πανύμνητε και υπεράγαθε Δέσποινα, περισώζεται πάσα βροτεία φύσις αινούσα και ευλογούσα Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την παναγίαν Τριάδα και ομοούσιον, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. »
Αμήν!
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Κανών Παρακλητικός εις τον πατέρα Παΐσιον τον Αγιορείτην


Κανών Παρακλητικός

εις τον αρτιφανώς εκλάμψαντα

Όσιον και Θεοφόρον πατέρα ημών

Παΐσιον τον Αγιορείτην* [*] Η παρούσα υμνογραφία αποτελεί προϊόν ευλαβείας του υμνογράφου προς τον εν οσίοις Γέροντα και προορίζεται δια προσευχητική χρήση. Θα τεθεί εις δημοσίαν λατρείαν άμα τη αγιοκατατάξει του Γέροντος από τη Μητέρα Εκκλησία.

Ιερεύς: Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ψαλμός 142

Κυριε εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσόν μου εν τη δικαιοσύνη σου. Και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων. Ότι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου· εταπείνωσεν εις γην την ζωήν μου. Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνος, και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμά μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείράς μου· η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. Ταχύ εισάκουσόν μου, Κυριε· εξέλιπε το πνεύμά μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου, ότι επί σοι ήλπισα. Γνώρισόν μοι, Κυριε, οδόν, εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κυριε, προς σε κατέφυγον· δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου. Το πνεύμά σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία· ένεκεν του ονόματός σου, Κυριε, ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου. Και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλός σου ειμι.



Και ευθύς το· Θεός Κύριος ως εξής:

Θεός Κυριος, και επέφανεν ημίν, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Στίχ. α . Εξομολογείσθε τω Κυρίω, και επικαλείσθε το όνομα το άγιον αυτού.

Θεός Κυριος, και επέφανεν ημίν,ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Στιχ. β . Παντα τα έθνη εκύκλωσάν με, και τω ονόματι Κυρίου ημυνάμην αυτούς.

Θεός Κυριος, και επέφανεν ημίν, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Στιχ. γ . Παρά Κυρίου εγένετο αύτη, και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών.

Θεός Κυριος, και επέφανεν ημίν, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.

Ήχος δ . Τη Θεοτόκω εκτενώς.

Τω φρυκτωρήσαντι αρτίως τα σύμπαντα, χαρίτων θείων ταις ακτίσι προσπέσωμεν, εν σκότει οι καθεύδοντες παθών ζοφερών, κράζοντες· Παΐσιε, ασκητών ωραιότης, Άθωνος αγλάϊσμα και προπύργιον μέγα των ευσεβών, μη παύση εκτενώς, Χριστώ πρεσβεύων υπέρ των τιμώντων σε.

Δόξα. Το αυτό.

Και νυν. Θεοτοκίον.

Ου σιωπήσομέν ποτε, Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι· ει μη γαρ συ προΐστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο εκ τοσούτων κινδύνων; Τις δε διεφύλαξεν έως νυν ελευθέρους; Ουκ αποστώμεν, Δέσποινα, εκ σου· σους γαρ δούλους σώζεις αεί εκ παντοίων δεινών.

Είτα ο Ν Ψαλμός

Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα ελεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου.

Επί πλείον πλύνόν με από της ανομίας μου, και από της αμαρτίας μου καθάρισόν με.

Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι δια παντός.

Σοι μόνω ήμαρτον, και το πονηρόν ενώπιόν σου εποίησα, όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε.

Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου.

Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας· τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι.

Ραντιείς με υσσώπω, και καθαρισθήσομαι· πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι

Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην· αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα.

Απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον.

Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου.

Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, και το πνεύμά σου το άγιόν μη αντανέλης απ’ εμού.

Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με.

Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι.

Ρύσαί με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου· αγαλλιάσεται η γλώσσά μου την δικαιοσύνην σου.

Κυριε, τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου.

Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν έδωκα αν· ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις.

Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει.

Αγάθυνον, Κυριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ.

Τοτε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα.

Τοτε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Είτα ο Κανών, ου η ακροστιχίς·

«Παΐσιε, νέε ασκητά, πρέσβευε υπέρ ημών.Χ»



Ωδή α . Ήχος πλ. δ . Υγράν διοδεύσας.

Παΐσιε, άστρον νεολαμπές, Χριστού Εκκλησίας, εν τω Άθω αρτιφανώς, ο λάμψας ασκήσεως βολίσιν, υπέρ ημών τον Χριστόν καθικέτευε.

Αγάπης θεόδοτε θησαυρέ, Παΐσιε μάκαρ, Αθωνίτα πανευκλεές, αγάπης προς πέλας σους ικέτας, και προς Θεόν δείξον τείχη ακράδαντα.

Ικάνωσον, πάτερ, τυχείν ημάς, του θείου ελέους τους τιμώντας πανευλαβώς, Παΐσιε, πόνους τους αόκνους, ους έτλης άρτι ποθών την τελείωσιν.

Θεοτοκίον

Σωτήρος του γένους των χοϊκών υπέρλαμπρε Μήτερ, πανυπέρτιμε Μαριάμ, οδούς σωτηρίας δείξον τάχος, τω σω οικέτη και σώσόν με δέομαι.

Ωδή γ . Ουρανίας αψίδος.

Ισαγγέλως βιώσας, εν τοις δρυμοίς Άθωνος, άρτι και μυρίσας χαρίτων, θείων σου άπαντας, ταις ηδυπνόοις οδμαίς, την δυσωδίαν παθών μου, κάθαρον, Παΐσιε, ταις ικεσίαις σου.

Ευσυμπάθητε πάτερ, των μοναστών σέμνωμα, ο πιστών χορείας φαιδρύνας, θείοις σου ρήμασιν, αξίωσόν με τυχείν, του αμετρήτου ελέους, του Θεού, Παΐσιε, και Παντοκράτορος.

Νεοπύρσευτον σέλας, του νοητού, όσιε πάτερ, στερεώματος κόσμου πλήθη εφώτισας, πεζοπορούντα σεμνώς προς Παναγούδης κελλίον, ίνα ευλογίας σου φέγγους πλησθήσωνται.

Θεοτοκίον

Εντολών με των θείων, τον σε πιστώς, Δέσποινα, ανυμνολογούντα εργάτην, δείξον ανύστακτον, ίνα γεέννης πυρός, ταις προς Υιόν σου πρεσβείαις, ταις σεπταίς ρυσθήσωμαι, Θεογεννήτρια.

Διάνοιξον, τους οφθαλμούς της καρδίας ημών του βλέπειν, και απαύστως επιζητείν εν πόλω τα άρρευστα, Παΐσιε, σύσκηνε των αγγέλων.

Επίβλεψον, εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι, της ψυχής μου το άλγος.

Αίτησις και το Κάθισμα.

Ήχος β . Πρεσβεία θερμή.

Βοήθει πιστοίς υψόθεν τοις προστρέχουσι, τη ση αρωγή εν κλύδωσι, Παΐσιε, και πιστώς ανακράζουσιν· ίσθι πάντων προστάτης και πρόμαχος, των σε τιμώντων ύμνοις μελιχροίς, νεότευκτον οίκον ως χρηστότητος.

Ωδή δ . Εισακήκοα, Κύριε.

Εγκρατείας καμάτοις σου, δωρεών επλήσθης του θείου Πνεύματος, χαριτόβρυτε Παΐσιε, θλιβομένων πάντων παραμύθιον.

Ακτησία και δάκρυσιν, έλεος προσείλκυσας του Παντάνακτος, Ου ευχαίς σου νυν, Παΐσιε, πέμψον και ημίν το μέγα έλεος.

Συμπαθείας ακρώρεια, ο μετά κλαιόντων αεί θλιβόμενος, κλίνον ους ημίν ευήκοον τοις σοι καταφεύγουσι, Παΐσιε.

Θεοτοκίον

Κυβερνήτις μοι, Δέσποινα, τω εν τω πελάγει νυν θαλαττεύοντι, πειρασμών γενού και θλίψεων, ζοφερών του βίου μου και σώσόν με.

Ωδή ε . Φώτισον ημάς.

Ήσχυνας εχθρόν, τον παμβέβηλον αγώσί σου, θεαρέστοις εν εσχάτοις τοις καιροίς, πρεσβευτά ημών θερμότατε, Παΐσιε.

Τλήμονες βροτοί, οι μη γνώντές σε, Παΐσιε, και μηδέποτε λαβόντες σην ευχήν, την ανοίγουσαν οδόν αυτοίς θεώσεως.

Άγγελον φωτός, ο σχων πάτερ, εστιάτορα, ομοζήλους πολιτείας της αυτού, δείξον πάντας τους τιμώντάς σε, Παΐσιε.

Θεοτοκίον

Πάντα της σαρκός, τα κινήματα υπόταξον, τω νοΐ των οικετών σου, αγαθή, τας ημών αισθήσεις πάσας ασφαλίζουσα.

Ωδή ς . Την δέησιν.

Ρωννύμενοι σαις ευχαίς, Παΐσιε, προς τον Κύριον της δόξης βοώμεν· εγκρατευτά Αθωνίτα, μη παύση, υπέρ ημών δυσωπών τον Θεάνθρωπον τον αναδείξαντα φανόν, διοράσεως σε τηλαυγέστατον.

Επίκουρος πάσης περιστάσεως, και ανάγκης άρτι τάχιστος ώφθης, τους πρόσφυγάς σου ρυόμενος, πάτερ, ως συμπαθέστατος φύλαξ, Παΐσιε, ους περίφρούρει, ασκητά, ανυποίστων κινδύνων απήμονας.

Στερέωσον τας καρδίας, όσιε, εις το θέλημα Χριστού του Σωτήρος, των σε τιμώντων, Παΐσιε μάκαρ, ως στυλοβάτην νεότευκτον πίστεως, θεμέλιον υπακοής, και κρηπίδα διπλής αγαπήσεως.

Θεοτοκίον



Βοήθησον τους εν ώρα θλίψεων, σε καλούντας ευλαβώς, Θεοτόκε, και εις χαράν τρέψον πάντων την λύπην, ευλογημένη, πανύμνητε Δέσποινα, τη ράβδω σου των πρεσβειών, προς Ον έτεκες Κτίστην και Κύριον.

Διάνοιξον, τους οφθαλμούς της καρδίας ημών του βλέπειν και απαύστως επιζητείν εν πόλω τα άρρευστα, Παΐσιε, σύσκηνε των αγγέλων.

Άχραντε, η δια λόγου τον Λόγον ανερμηνεύτως, επ’ εσχάτων των ημερών τεκούσα δυσώπησον, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Αίτησις και το Κοντάκιον.

Ήχος β . Τοις των αιμάτων σου.

Νεοφανέντα των πάλαι εφάμιλλον, πατέρων πάντες Παΐσιον όσιον, ευώδες οσφράδιον Άθωνος, εγκωμιάσωμεν κράζοντες· πρέσβευε Χριστώ υπέρ των τιμώντων την μνήμην σου.

Προκείμενον. Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του Οσίου Αυτού.

Στιχ. Μακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον.

Ευαγγέλιον. Ματθ. ια , 27-30.

Δόξα. Ταις του Σου Οσίου πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.

Και νυν. Ταις της Θεοτόκου, πρεσβείαις, Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.

Προσόμοιον

Στιχ. Ελεήμον, ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός Σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών Σου εξάλειψον το ανόμημά μου.

Ήχος πλ. β . Όλην αποθέμενοι.



Όσιε Παΐσιε, των αρετών μυροθήκη, έμπνουν στηλογράφημα, νήψεως και κόσμημα, ταπεινώσεως, άρτι εφώτισας, ευσεβών τα πλήθη, διοράσεως ακτίσί σου, και ευηρέστησας τω Χριστώ ασκήσει συντόνω σου· διο και χάριν είληφας, δυσωπείν υπέρ των τιμώντων σε, τον Σωτήρα πάντων, Χριστόν και προσκυνούντων ευλαβώς, τον αναβλύζοντα νάματα, θαυμασίων τάφον σου.

Ο ιερεύς: Σώσον, ο Θεός, τον λαόν Σου…

Ωδή ζ . Οι εκ της Ιουδαίας.

Εραστής θείου κάλλους, εκ νεότητος πέλων, σοφέ Παΐσιε, και ζηλωτής αγγέλων, φωτολαμπών υπάρχων, ισαγγέλως εβίωσας, διδάσκων πάντας ημάς, ακολουθείν σαις τρίβοις.

Υπερόπτα γηΐνων, και φθαρτών μη παρίδης, τας ικεσίας μου, Παΐσιε παμμάκαρ, αλλά Χριστώ τω μόνω, φιλανθρώπω προσάγαγε, Θεώ αυτάς ασκητά, ως έχων παρρησίαν.

Εποπτεύων μη παύση, ουρανόθεν τους πίστει, σοι καταφεύγοντας, και θείαν αρωγήν σου, ταχύ προσδεχομένους, θεοφόρε Παΐσιε, χειραγωγί προς ζωήν, αγήρω σων προσφύγων.

Θεοτοκίον

Υπερύμνητε Κόρη, Παϊσίου πρεσβείαις, του ωραΐσαντος, τον σον λειμώνα άρτι, ασκήσεσι συντόνοις, και πιστούς κατευφράναντος, αυτού χαρίτων οδμαίς, ελέησον τον κόσμον.

Ωδή η . Τον Βασιλέα.

Ποδηγετήσας, πιστούς προς πόλιν την άνω, συμβουλών σου Παΐσιε πλήθει, ώφθης Παρακλήτου, χαρίτων κολυμβήθρα.

Ελέους βρύσις, και συμπαθείας χειμάρρους, πέλων πάτερ Παΐσιε κόσμου, άρδευσον καρδίας, των σων προσφύγων χέρσους.

Ρύσαι ικέτας, τους σους Παΐσιε πάτερ, κατακρίσεως πάσης και σκότους, αιωνίου λύχνε, αείφωτε αγάπης.

Θεοτοκίον

Η τον Σωτήρα, Χριστόν αφράστως τεκούσα, Θεοτόκε αγνή σώσον πάντας, μεγαλύνοντάς σε, πρεσβείαις σου αόκνοις.





Ωδή θ . Κυρίως Θεοτόκον.



Μεσίτην σε προς Κτίστην, ευμενή πλουτούντες, και τον σον τάφον πιστώς ασπαζόμενοι, βοώμεν· Χαίρε, οσίων φωστήρ, Παΐσιε.

Ωδήγησας σοις λόγοις, τον λαόν Κυρίου, προς σωτηρίας σκηνώσεις, Παΐσιε, ιθύντωρ θείος αρτίως πιστών γενόμενος.

Νεόφωτον ως άστρον, αρετής ενθέου, σε ανυμνούντες βοώμεν· Παΐσιε, των ικετών σου ακέστωρ γενού ταχύτατος.

Θεοτοκίον

Χαρίτων πλήσον πάντας, θεϊκών τους πόθω, σε μεγαλύνοντας, Μήτερ θεόνυμφε, του Παϊσίου πρεσβείαις, Κυρία Δέσποινα.

Άξιόν εστι ….και τα παρόντα

Μεγαλυνάρια.

Χαίροις, Εκκλησίας νεολαμπές, άστρον το εν Άθω, εξαστράψαν διαγωγή, ακραιφνεί εν χρόνοις, ημών τοις δυσχειμέροις, Παΐσιε, οσίων έμπνουν θησαύρισμα.

Ως οιακοστρόφος ψυχών στερρός, ίθυνας προς όρμον, ακλυδώνιστον αρετών, τους εν βίου ζάλαις, πανδείνως ποντουμένους, και καταφεύγοντάς σοι, πάτερ Παΐσιε.

Δέχου τας αιτήσεις των ευσεβώς, νυν ασπαζομένων, πνευματέμφορε ασκητά, τάφον σου τον θείον, και προστασίαν τάχος, την σην εκδεχομένων, μάκαρ Παΐσιε.

Τον φωστήρα πάντες τον φαεινόν, εν Αγίω Όρει, εγκρατεία και προσευχή, λάμψαντα αρτίως, Παΐσιον τον θείον, μελισταγέσιν ύμνοις, πάντες τιμήσωμεν.

Των θαυμάτων πάντες τον ποταμόν, και αγάπης κέρας, προς πλησίον και προς Θεόν, τον τας ασθενείας, βαστάζοντα των άλλων, τιμήσωμεν ασμένως, θείον Παΐσιον.

Στύλον αδιάσειστον προσευχής, τείχος συμπαθείας, και κρηπίδα υπακοής, τον εν Άθω άρτι, εκλάμψαντα τοις ύμνων, Παΐσιον παντέρπνοις, άνθεσι στέψωμεν.

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Άγιοι πάντες, μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις το σωθήναι ημάς.

Το Τρισάγιον και το Απολυτίκιον.

Ήχος πλ. α . Τον συνάναρχον Λόγον.

Τον εν Όρει Αγίω αρτίως λάμψαντα, αδιαλείπτω ασκήσει, και νοερά προσευχή, επαινέσωμεν πιστοί, σεπτόν Παΐσιον, ότι ως ρόδον ευανθές, κατεμύρισε ψυχάς, τοις λόγοις τοις θεοφθόγγοις· και νυν τα κρείττονα νέμει, αυτού λιταίς τοις καταφεύγουσιν.

Εκτενής και Απόλυσις, μεθ’ ην ψάλλομεν το εξής·

Ήχος β . Ότε εκ του Ξύλου.

Δεύτε, αρετής τον ζηλωτήν, και μοναδικής πολιτείας, τον νεαυγή και λαμπρόν, νυν φανόν τιμήσωμεν, αυτού μιμούμενοι, την αγάπην προς άπαντας, και φρόνημα θείον, κράζοντες· Παΐσιε, Χριστόν ικέτευε, πέμψαι τοις πιστώς σε υμνούσιν, υετόν ελέους πλουσίου, και ψεκάδας θείας επιγνώσεως.

Δεσποινα, πρόσδεξαι τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.

Δίστιχον

Απέλασον νέφος εμής αθυμίας,

Παΐσιε μάκαρ, βοά Χαραλάμπης.



http://www.pemptousia.gr

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...