Ἡ ΩΦΕΛΕΙΑ ἀπὸ τὶς ἰατρικὲς συμβουλὲς φαίνεται μετὰ τὴν ἐφαρμογή τους. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς διδασκαλίες. Ἡ σοφία καὶ ἡ ὠφέλειά τους γιὰ τὴ διόρθωση τῆς ζωῆς καὶ τὴν τελειοποίηση τῶν πιστῶν ἀκροατῶν φαίνεται μετὰ τὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογή τους.
Ἔτσι κι ἐμεῖς. Ἀφοῦ ἀκούσαμε τὸν κατηγορηματικὸ στίχο τῶν Παροιμιῶν, «Ἡ ὀργὴ καταστρέφει καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς φρονίμους» (Παροιμ. 15:1)· ἀφοῦ ἀκούσαμε τὴν ἀποστολικὴ προτροπή, «Διῶξτε μακριά σας κάθε δυσαρέσκεια, θυμό, ὀργή, κραυγή, κατηγόρια, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη κακότητα» (Ἐφ. 4:31)· ἀφοῦ ἀκούσαμε ἀκόμα τὸν Κύριο νὰ λέει, «Ὅποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς λόγο, πρέπει νὰ δικαστεῖ» (Ματθ. 5:22)· κι ἀφοῦ ἀποκτήσαμε πείρα αὐτοῦ τοῦ πάθους, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ θέλησή μας, ἀλλὰ σὰν ἀπροσδόκητη καταιγίδα μᾶς προσβάλλει ἀπ’ ἔξω, μποροῦμε καλύτερα νὰ γνωρίσουμε τὸ μεγαλεῖο τῶν θείων ἐντολῶν.
«Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος ἔχει ἀποκρουστικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἐμφάνιση» (Παροιμ. 11:25). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ πάθος αὐτὸ θὰ διώξει τὴ λογικὴ καὶ θὰ κυριέψει μιὰ ψυχή, ἀποθηριώνει ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν κάνει ἀπάνθρωπο, γιατί δὲν τὸν κατευθύνει πιὰ ἡ λογική.
Ὅπως τὸ δηλητήριο στὰ φαρμακερὰ φίδια, ἔτσι εἶναι ὁ θυμὸς στοὺς ὀργισμένους. Λυσσοῦν σὰν τὰ σκυλιά, ὁρμοῦν σὰν τοὺς σκορπιούς, δαγκώνουν σὰν τὰ φίδια. Ὁ θυμὸς κάνει τὶς γλῶσσες ἀχαλίνωτες καὶ τὰ στόματα ἀπύλωτα. Ἀσυγκράτητα χέρια, βρισιές, κοροϊδίες, κακολογίες, πληγὲς καὶ ἄλλα ἀναρίθμητα κακὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὸ θυμό.
Ἐξαιτίας τοῦ θυμοῦ, ξίφη ἀκονίζονται, δολοφονίες τολμῶνται, ἀδέλφια χωρίζουν καὶ συγγενεῖς ξεχνοῦν τὸν συγγενικὸ δεσμό τους. Οἱ ὀργισμένοι ἀγνοοῦν πρῶτα τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς κι ἔπειτα ὅλους τοὺς οἰκείους. Ὅπως οἱ χείμαρροι παρασύρουν κατεβαίνοντας τὸ καθετί, ἔτσι καὶ ἡ βίαιη κι ἀσυγκράτητη ὁρμὴ τῶν ὀργισμένων δὲν ὑπολογίζει τίποτα. Οἱ θυμωμένοι δὲν σέβονται τοὺς γέροντες, τὴν ἐνάρετη ζωή, τὴ συγγένεια, τὶς προηγούμενες εὐεργεσίες, οὔτε τίποτ’ ἄλλο σεβαστὸ καὶ ἔντιμο. Ὁ θυμὸς εἶναι μιὰ πρόσκαιρη τρέλα.
Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψει αὐτὸ τὸ κακό; Πῶς μερικοὶ εἶναι τόσο εὐέξαπτοι, πού μὲ τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ θυμώνουν; Φωνάζουν καὶ ἀγριεύουν καὶ ὁρμοῦν πιὸ ἀδίσταχτα κι ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία. Δὲν σταματοῦν προτοῦ ξεθυμάνει ἡ ὀργὴ τους σ’ ἕνα μεγάλο καὶ ἀνεπανόρθωτο κακό. Οὔτε τὸ σπαθὶ οὔτε ἡ φωτιὰ οὔτε κανένα ἄλλο φόβητρο εἶναι ἱκανὸ νὰ συγκρατήσει τὴν ψυχὴ ποὺ ἔγινε μανιακὴ ἀπὸ τὴν ὀργή. Οἱ ὀργισμένοι δὲν διαφέρουν ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους σὲ τίποτα, οὔτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ οὔτε στὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση.
Βράζει μέσα στὴν καρδιὰ τὸ αἷμα ἐκείνων ποὺ διψοῦν γιὰ ἐκδίκηση. Ταράζεται καὶ κοχλάζει μὲ τὴ φλόγα τοῦ πάθους. Ὅταν βγεῖ στὴν ἐπιφάνεια ἀλλάζει τὴν ὄψη τοῦ ὀργισμένου. Μεταβάλλει σὰν θεατρικὴ προσωπίδα τὴ συνηθισμένη καὶ γνώριμη σ΄ ὅλους μορφή του. Ἀγνώριστη γίνεται ἡ γνωστὴ ὄψη τῶν ματιῶν του. Τὸ βλέμμα του εἶναι παράφορο καὶ ξαναμμένο. Τρίζει τὰ δόντια σὰν τοὺς χοίρους ποὺ συμπλέκονται. Τὸ πρόσωπό του φουντώνει καὶ μελανιάζει. Ὁλόκληρο τὸ σῶμα του παραμορφώνεται. Οἱ φλέβες τεντώνονται, λὲς καὶ θὰ σπάσουν, καθὼς ἡ ψυχὴ του συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ταραχή. Ἡ φωνὴ γίνεται σκληρὴ καὶ ἄγρια. Τὰ λόγια ἄναρθρα, ἀσυνάρτητα, ἄτακτα ἀπρόσεκτα καὶ ἀκατανόητα.
Ὅταν μάλιστα ἀνάψει ἡ ὀργὴ σὲ βαθμὸ ἀνεξέλεγκτο, ὅπως ἡ φλόγα ποὺ τροφοδοτεῖται μὲ ἄφθονα ξύλα, τότε προπαντὸς βλέπει κανεὶς θέαμα ποὺ οὔτε μὲ λόγια περιγράφεται οὔτε μὲ ἔργα παριστάνεται. Βλέπει κανεὶς χέρια νὰ σηκώνονται ἐναντίον συνανθρώπων καὶ νὰ πέφτουν σὲ κάθε σωματικὸ μέλος. Βλέπει ἀκόμα πόδια νὰ χτυποῦν ἄσπλαχνα εὐαίσθητα σημεῖα. Βλέπει τὸ καθετὶ νὰ γίνεται ὅπλο τῆς μανίας. Καὶ ἂν τύχει νὰ κυριεύεται κι ὁ ἀντίπαλος ἀπὸ τὸ ἴδιο πάθος, δηλαδὴ ἀπὸ παρόμοια ὀργὴ καὶ μανία, τότε συμπλέκονται καὶ παθαίνουν ὅσα εἶναι φυσικὸ νὰ πάθουν οἱ ὑποδουλωμένοι σ’ ἕναν τέτοιο δαίμονα. Ἀναπηρίες ἢ καὶ θανάτους ἀποκομίζουν πολλὲς φορὲς οἱ συμπλεκόμενοι σὰν βραβεῖα τῆς ὀργῆς τους.
Ἄρχισε κάποιος τὶς χειροδικίες. Ὁ ἄλλος ἀμύνθηκε. Ἀνταπέδωσε ὁ πρῶτος. Δὲν ὑποχώρησε ὁ δεύτερος. Κι ἐνῶ τὸ σῶμα κομματιάζεται ἀπὸ τὰ χτυπήματα, ὁ θυμὸς λιγοστεύει τὴν αἴσθηση τοῦ πόνου. Ἡ αἴσθηση αὐτὴ ἀτονεῖ καὶ δὲν τοὺς κάνει νὰ σταματήσουν, γιατί ὁλόκληρη ἡ ψυχὴ ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν ἐκδικητικότητα.
Μὴν προσπαθεῖς νὰ θεραπεύσεις τὸ ἕνα κακὸ μὲ ἄλλο κακό. Μὴν ἐπιχειρεῖς νὰ ξεπεράσεις τὸν ἀντίπαλο στὶς συμφορές. Γιατί στοὺς κακοὺς ἀνταγωνισμοὺς ὁ νικητὴς εἶναι ἀθλιότερος, ἀφοῦ ἀποχωρεῖ μὲ τὴ μεγαλύτερη εὐθύνη τῆς ἁμαρτίας.
Σ’ ἔβρισε ὁ ὀργισμένος; Σταμάτησε τὸ πάθος μὲ τὴ σιωπή. Μὴ σὲ διδάξει ὁ ἐχθρὸς νὰ ζηλέψεις αὐτὸ πού, ὅταν τὸ βλέπεις στὸν ἄλλο, τὸ ἀποστρέφεσαι. Εἶναι κατακόκκινος ὁ ἀντίπαλος ἀπὸ τὴν ὀργή; Ἀλλὰ μήπως κι ἐσὺ δὲν κοκκίνισες; Τὰ μάτια του εἶναι γεμάτα αἷμα; Τὰ δικά σου, πές μου, βλέπουν ἤρεμα; Ἡ φωνὴ του εἶναι ἄγρια; Ἀλλὰ καὶ ἡ δική σου εἶναι γλυκιά;
Ὁ ἀντίλαλος, στὴν ἡσυχία, δὲν ἐπιστρέφει τόσο τέλειος σ’ αὐτὸν ποὺ φώναξε, ὅσο οἱ βρισιὲς σ’ αὐτὸν ποὺ ἔβρισε. Ἢ μᾶλλον, ἐνῶ ὁ ἦχος ἐπιστρέφει αὐτούσιος, οἱ βρισιὲς ἐπιστρέφουν μὲ προσθῆκες.
Καὶ τί λένε μεταξὺ τους ὅσοι βρίζονται; Ὁ ἕνας λέει: «Εἶσαι τιποτένιος. Κατάγεσαι ἀπὸ τιποτένιους». Ὁ ἄλλος ἀπαντάει: «Εἶσαι ἄχρηστος δοῦλος». Ὁ πρῶτος τὸν λέει ψωμοζητητή. Ὁ δεύτερος ἀλήτη. Ὁ ἕνας ἀγράμματο. Ὁ ἄλλος τρελό. Ἔτσι συνεχίζουν μέχρι νὰ ἐξαντλήσουν ὅλο τὸ ὑβρεολόγιο. Καὶ μετὰ τὶς βρισιές, προχωροῦν καὶ στὶς χειροδικίες.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ θυμὸς προκαλεῖ τὴ διαμάχη, ἡ διαμάχη τὶς βρισιές, οἱ βρισιὲς τὰ χτυπήματα, τὰ χτυπήματα τὰ τραύματα, τὰ τραύματα πολλὲς φορὲς τὸ θάνατο.
Ἂς διώξουμε λοιπὸν μὲ κάθε τρόπο τὴν ὀργὴ ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ξεριζώσουμε καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα πάθη, ποὺ γεννιοῦνται ἀπ’ αὐτή.
Σ’ ἔβρισε κάποιος; Ἐσὺ παίνεψε τoν. Σὲ χτύπησε; Ἐσὺ δεῖξε ὑπομονή. Σὲ φτύνει καὶ σ’ ἐξευτελίζει; Ἐσὺ σκέψου ποιὸς εἶσαι, ὅτι δηλαδὴ ἀπό τὴ γῆ προέρχεσαι καὶ στὴ γῆ θὰ καταλήξεις. Ὅποιος μὲ τέτοιο τρόπο προετοιμαστεῖ, θὰ θεωρήσει μικρὴ κάθε προσβολή. Ἔτσι, δείχνοντας τὸν ἑαυτό σου ἄτρωτο στὶς βρισιές, ὄχι μόνο θὰ φέρεις σὲ ἀμηχανία τὸν ἀντίπαλο, ἀλλὰ καὶ θ’ ἀναδειχθεῖς ἄξιος γιὰ μεγάλο στεφάνι. Ἡ μανία τοῦ ἄλλου θὰ γίνει ἀφορμὴ δικοῦ σου ἐπαίνου.
Σὲ ὀνόμασε ἄσημο καὶ ἄδοξο ὁ ὀργισμένος ἀντίπαλός σου; Ἐσὺ σκέψου ὅτι εἶσαι «χῶμα καὶ στάχτη» (Γεν. 18:27). Γιατί δὲν εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ὀνόμασε ἔτσι τὸν ἑαυτό του. Σὲ ὀνόμασε ἀγράμματο καὶ φτωχὸ καὶ τιποτένιο; Ἐσὺ σκέψου ὅτι εἶσαι σκουλήκι καὶ ὅτι προέρχεσαι ἀπὸ τὴν κοπριά, ὅπως γράφει κι ὁ Δαβὶδ (Ψαλμ. 21:7).
Πρόσθεσε σ’ αὐτὰ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μωυσῆ, πού, ὅταν τὸν ἔβρισαν ὁ Ἀαρών καὶ ἡ Μαριάμ, δὲν παραπονέθηκε στὸ Θεὸ ἐναντίον τους, ἀλλὰ προσευχήθηκε γι’ αὐτούς. (Ἀριθ. 12:1-13).
Θέλεις νὰ εἶσαι μαθητὴς αὐτῶν τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ ἢ ἐκείνων πού εἶναι γεμάτοι ἀπὸ πνεῦμα πονηρίας;
Ὅταν νιώσεις τὸν πειρασμὸ νὰ βρίσεις, σκέψου ὅτι δοκιμάζεσαι: Θὰ πᾶς μὲ τὸ μέρος τοῦ Θεοῦ, δείχνοντας μακροθυμία, ἢ θὰ τρέξεις πρὸς τὸ διάβολο, δείχνοντας ὀργή; Μὴ χάσεις τὴν εὐκαιρία νὰ διαλέξεις τὴν ἀγαθὴ μερίδα. Γιατί ἢ θὰ ὠφελήσεις καὶ τὸν ἀντίπαλο ἀκόμα μὲ τὸ παράδειγμα τῆς πραότητός σου ἢ θὰ ζημιωθεῖτε κι οἱ δυὸ μὲ τὸν ἐγωισμό σου. Σκέψου ἐπίσης, ὅτι τίποτα δὲν εἶναι ὀδυνηρότερο στὸν ἐχθρὸ ἀπὸ τὸ νὰ βλέπει τὸν ἀντίπαλό του ἀνώτερο ἀπὸ τὶς προσβολὲς ποὺ τοῦ ἔκανε.
Σοῦ προκαλεῖ ταραχὴ ἡ κατηγόρια τῆς φτώχιας; Θυμήσου ὅτι «γυμνὸς ἦρθες στὸν κόσμο τοῦτο, γυμνὸς καὶ πάλι θὰ φύγεις» (πρβλ. Ἰὼβ 1:21). Ποιὸς ὅμως εἶναι φτωχότερος ἀπὸ τὸ γυμνό; Ποιός, ἄλλωστε, ὁδηγήθηκε ποτὲ στὴ φυλακὴ γιὰ τὴ φτώχειά του; Δὲν εἶναι ντροπὴ ἡ φτώχεια. Ντροπὴ εἶναι νὰ μὴν ὑποφέρεις μὲ ἀξιοπρέπεια τὴ φτώχεια. Θυμήσου ὅτι ὁ Κύριος «ἦταν πλούσιος κι ἔγινε γιὰ χάρη μας φτωχός» (Β΄ Κορ. 8:9).
Ἀλλὰ κι ἂν ὁ ἀντίπαλός σου σὲ ἀποκαλέσει ἀνόητο καὶ ἀγράμματο, θυμήσου τὶς βρισιὲς τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον τῆς ἀληθινῆς Σοφίας: «Εἶσαι Σαμαρείτης καὶ δαιμονισμένος» (Ἰω. 8:48). Ἂν ὀργιστεῖς, θὰ ἐπιβεβαιώσεις τὶς βρισιές. Γιατί τί ὑπάρχει πιὸ ἀνόητο ἀπὸ τὴν ὀργή; Ἂν ὅμως δὲν ὀργιστεῖς, θὰ ντροπιάσεις αὐτὸν ποὺ σὲ βρίζει, δείχνοντας ἔμπρακτα τὴ σωφροσύνη σου.
Σὲ ράπισε ὁ ἀντίπαλος; Σκέψου ὅτι καὶ τὸν Κύριο ράπισαν. Σ’ ἔφτυσε; Σκέψου ὅτι καὶ τὸν Κύριό μας ἔφτυσαν. Καὶ μάλιστα «δὲν ἔκρυψε τὸ πρόσωπό Του γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸν ἐξευτελισμὸ ἀπὸ τὰ φτυσίματα» (πρβλ. Ἡσ. 50:6). Συκοφαντήθηκες; Τὸ ἴδιο ἔπαθε κι ὁ Κύριος. Σοῦ ξέσκισαν τὰ ροῦχα; Ἀφαίρεσαν καὶ τοῦ Κυρίου τὰ ἐνδύματα οἱ στρατιῶτες καὶ τὰ μοίρασαν μεταξύ τους. (Ἰω. 19:24).
Ἐσὺ ὅμως δὲν καταδικάστηκες ἀκόμα. Οὔτε σταυρώθηκες. Πολλά σοῦ λείπουν γιὰ νὰ μιμηθεῖς τὸν Κύριο. Ἡ φλόγα τῆς ὀργῆς θὰ ὑποχωρήσει μὲ τὶς σκέψεις αὐτές. Παρόμοιες προετοιμασίες καὶ προδιαθέσεις ἐπαναφέρουν τὴ γαλήνη στὸ νοῦ καὶ ἀφαιροῦν τὰ ἄτακτα σκιρτήματα τῆς καρδιᾷς. Αὐτὸ σημαίνουν καὶ τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ: «Προετοιμάσθηκα καὶ δὲν κλονίσθηκα». (Ψαλμ. 118:60).
Ἡ μνήμη τῶν παραδειγμάτων τῶν μακαρίων ἀνδρῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναχαιτίζει τὸ μανιακὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς. Πὼς π.χ. ὁ μέγας Δαβὶδ ἀνέχθηκε μὲ πραότητα τὶς προσβολὲς τοῦ Σεμεΐ! …Δὲν κυριεύθηκε ἀπὸ τὴν ὀργή, ἀλλὰ ὕψωσε στὸ Θεὸ τὴ σκέψη του καὶ στοχάστηκε: « Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ μὲ καταριέται» (Β΄ Βασ. 16:10). Ἔτσι, ἐνῶ ἄκουγε νὰ τὸν βρίζει φονιὰ καὶ παράνομο, δὲν ὀργιζόταν ἐναντίον του, ἀλλὰ ταπείνωνε τὸν ἑαυτὸ του θεωρώντας ἀληθινὴ τὴν προσβολή.
Δυὸ λοιπὸν πράγματα κι ἐσὺ ν’ ἀποφεύγεις: Νὰ μὴ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἄξιο γιὰ ἐπαίνους καὶ νὰ μὴ νομίζεις κανέναν κατώτερό σου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ποτὲ δὲν θ’ ἀνάψει μέσα σου ὁ θυμὸς γιὰ τὶς προσβολὲς πού σοῦ γίνονται.
Κάθε φορά, ἄλλωστε, ποὺ ὀργίζεσαι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, κάνεις μιὰ μεγάλη ἀδικία. Γιατί ἄλλος εἶναι στὴν πραγματικότητα ἐκεῖνος πού σοῦ προκαλεῖ τό θυμό. Ἔτσι μοιάζεις μὲ τὸ σκύλο ποὺ δαγκώνει τὴν πέτρα, ἐνῶ δὲν πειράζει αὐτὸν ποὺ τοῦ τὴν ἔριξε. Τὸ θυμό σου νὰ τὸν στρέφεις ἐναντίον τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, ποὺ εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους καὶ ὁ πρόξενος κάθε ἁμαρτίας. Νὰ εἶσαι ὅμως σπλαχνικὸς μὲ τὸν ἀδελφό σου, γιατί, ἂν συνεχίσει ν’ ἁμαρτάνει, θὰ παραδοθεῖ στὸ αἰώνιο πῦρ μαζὶ μὲ τὸ διάβολο.
Ὅπως διαφέρουν οἱ λέξεις θυμὸς καὶ ὀργή, ἔτσι διαφέρουν καὶ οἱ σημασίες τους. Θυμὸς εἶναι μιὰ ἔντονη ἔξαψη κι ἕνα ξέσπασμα τοῦ πάθους. Ἐνῶ ὀργὴ εἶναι μιὰ μόνιμη λύπη καὶ μιὰ διαρκὴς τάση γιὰ ἐκδίκηση, σὰν νὰ φλέγεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸν πόθο ν’ ἀνταποδώσει τὸ κακό. Οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν καὶ μὲ τὶς δυὸ καταστάσεις. Ἄλλοτε ὁρμοῦν ἀπερίσκεπτα νὰ χτυπήσουν ὅσους τοὺς προκάλεσαν, καὶ ἄλλοτε καιροφυλακτοῦν δόλια νὰ ἐκδικηθοῦν ὅσους τούς λύπησαν. Ἐμεῖς καὶ τὰ δυὸ πρέπει νὰ τ’ ἀποφεύγουμε.
Πῶς μποροῦμε νὰ δαμάσουμε τὸ πάθος αὐτό;
Ἂν προηγουμένως ἀσκηθοῦμε στὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ ὁ Κύριος δίδαξε καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα. Μὲ τὰ λόγια εἶπε: «Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι ὁ πρῶτος, θὰ πρέπει νὰ γίνει ὁ τελευταῖος ἀπ’ ὅλους» (Μάρκ. 9:35). Ἀλλὰ καὶ ἔμπρακτα δίδαξε τὴν πραότητα, ὅταν ἤρεμα ἀνέχθηκε τὸ ράπισμα τοῦ δούλου. Ὁ Δεσπότης καὶ Δημιουργὸς τ’ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Αὐτὸς ποὺ προσκυνεῖται ἀπ’ ὁλόκληρη τὴν ὁρατὴ καὶ ἀόρατη κτίση, Αὐτὸς ποὺ «συγκρατεῖ τὸ σύμπαν μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου Του» (Ἑβρ. 1:3), δὲν ἐπιτρέπει ν’ ἀνοίξει ἡ γῆ καὶ νὰ καταπιεῖ ζωντανὸ τὸν ἀσεβή δοῦλο οὔτε τὸν στέλνει στὸν ἅδη, ἀλλὰ τὸν νουθετεῖ καὶ τὸν διδάσκει: «Ἂν εἶπα κάτι κακό, πὲς ποιό ἦταν αὐτό· ἂν ὅμως μίλησα σωστά, γιατί μὲ χτυπᾶς;» (Ἰω. 18:33).
Ἂν συνηθίσεις νὰ εἶσαι πάντοτε ὁ ἔσχατος, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ὑπάρχει περίπτωση ν’ ἀγανακτήσεις στὶς ἄδικες κατηγορίες; Ὅταν σὲ βρίζει ἕνα μικρὸ παιδί, θεώρησε τά λόγια του σὰν ἀφορμὴ γιὰ γέλιο. Ἀλλὰ κι ὅταν κανεὶς μεγάλος κυριευθεῖ ἀπὸ μανία καὶ ξεστομίζει ἀτιμωτικὰ λόγια, νὰ τὸν θεωρεῖς ἄξιο συμπάθειας μᾶλλον παρὰ μίσους. Δὲν εἶναι τὰ λόγια πού μᾶς λυποῦν. Εἶναι ἡ ὑπεροψία μας ἀπέναντι στὸν ὑβριστὴ καὶ ἡ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ἂν λοιπὸν ἀφαιρέσεις ἀπὸ μέσα σου αὐτὰ τὰ δύο, τότε τὰ λόγια μόνα τους εἶναι ἕνας κούφιος θόρυβος.
«Πάψε νὰ ὀργίζεσαι καὶ ἄφησε τὸ θυμό σου» (Ψαλμ. 36:8), ὥστε νὰ γλυτώσεις τὴν ὀργὴ ποὺ ἐκδηλώνεται «ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τιμωρήσει κάθε ἀσέβεια καὶ ἀδικία τῶν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1:18). Ἂν μὲ τὴ σύνεση μπορέσεις νὰ κόψεις τὴν πικρὴ ρίζα τοῦ θυμοῦ, θὰ ξεριζώσεις μαζί της πολλὰ ἄλλα πάθη. Γιατί ἡ δολιότητα, ἡ ὑποψία, ἡ θρασύτητα, ἡ ἀπιστία, ἡ κακοήθεια, ἡ ἐπιβουλὴ καὶ ὅλα τὰ συγγενικὰ πάθη εἶναι γεννήματα αὐτῆς τῆς κακίας.
Ἂς μὴν κρύβουμε μέσα μας ἕνα τόσο μεγάλο κακό. Εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, σκοτείνιασμα τοῦ νοῦ, ἀποξένωση ἀπὸ τὸ Θεό, αἰτία φιλονικίας, ἀφορμὴ συμφορᾶς, πονηρὸ δαιμόνιο ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἀποκλείει τὴν εἴσοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί ὅπου εἶναι ἔχθρες, φιλονικίες, θυμοί, φατρίες, διαμάχες, ποὺ διαρκῶς ταράζουν τὴν ψυχικὴ γαλήνη, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τῆς πραότητος δὲν ἀναπαύεται.
Ἂς συμμορφωθοῦμε, λοιπόν, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. «Διῶξτε μακριά σας κάθε δυσαρέσκεια, θυμό, ὀργή, κραυγή, κατηγόρια, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη κακότητα» (Ἐφ. 4:31), καὶ ἂς περιμένουμε τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς πράους: «Μακάριοι εἶναι οἱ πρᾶοι, γιατί αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας» (Ματθ. 5:5).
Ἀπό τό βιβλίο : «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»
Ἔτσι κι ἐμεῖς. Ἀφοῦ ἀκούσαμε τὸν κατηγορηματικὸ στίχο τῶν Παροιμιῶν, «Ἡ ὀργὴ καταστρέφει καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς φρονίμους» (Παροιμ. 15:1)· ἀφοῦ ἀκούσαμε τὴν ἀποστολικὴ προτροπή, «Διῶξτε μακριά σας κάθε δυσαρέσκεια, θυμό, ὀργή, κραυγή, κατηγόρια, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη κακότητα» (Ἐφ. 4:31)· ἀφοῦ ἀκούσαμε ἀκόμα τὸν Κύριο νὰ λέει, «Ὅποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς λόγο, πρέπει νὰ δικαστεῖ» (Ματθ. 5:22)· κι ἀφοῦ ἀποκτήσαμε πείρα αὐτοῦ τοῦ πάθους, ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ θέλησή μας, ἀλλὰ σὰν ἀπροσδόκητη καταιγίδα μᾶς προσβάλλει ἀπ’ ἔξω, μποροῦμε καλύτερα νὰ γνωρίσουμε τὸ μεγαλεῖο τῶν θείων ἐντολῶν.
«Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος ἔχει ἀποκρουστικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἐμφάνιση» (Παροιμ. 11:25). Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ πάθος αὐτὸ θὰ διώξει τὴ λογικὴ καὶ θὰ κυριέψει μιὰ ψυχή, ἀποθηριώνει ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν κάνει ἀπάνθρωπο, γιατί δὲν τὸν κατευθύνει πιὰ ἡ λογική.
Ὅπως τὸ δηλητήριο στὰ φαρμακερὰ φίδια, ἔτσι εἶναι ὁ θυμὸς στοὺς ὀργισμένους. Λυσσοῦν σὰν τὰ σκυλιά, ὁρμοῦν σὰν τοὺς σκορπιούς, δαγκώνουν σὰν τὰ φίδια. Ὁ θυμὸς κάνει τὶς γλῶσσες ἀχαλίνωτες καὶ τὰ στόματα ἀπύλωτα. Ἀσυγκράτητα χέρια, βρισιές, κοροϊδίες, κακολογίες, πληγὲς καὶ ἄλλα ἀναρίθμητα κακὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὸ θυμό.
Ἐξαιτίας τοῦ θυμοῦ, ξίφη ἀκονίζονται, δολοφονίες τολμῶνται, ἀδέλφια χωρίζουν καὶ συγγενεῖς ξεχνοῦν τὸν συγγενικὸ δεσμό τους. Οἱ ὀργισμένοι ἀγνοοῦν πρῶτα τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς κι ἔπειτα ὅλους τοὺς οἰκείους. Ὅπως οἱ χείμαρροι παρασύρουν κατεβαίνοντας τὸ καθετί, ἔτσι καὶ ἡ βίαιη κι ἀσυγκράτητη ὁρμὴ τῶν ὀργισμένων δὲν ὑπολογίζει τίποτα. Οἱ θυμωμένοι δὲν σέβονται τοὺς γέροντες, τὴν ἐνάρετη ζωή, τὴ συγγένεια, τὶς προηγούμενες εὐεργεσίες, οὔτε τίποτ’ ἄλλο σεβαστὸ καὶ ἔντιμο. Ὁ θυμὸς εἶναι μιὰ πρόσκαιρη τρέλα.
Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψει αὐτὸ τὸ κακό; Πῶς μερικοὶ εἶναι τόσο εὐέξαπτοι, πού μὲ τὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ θυμώνουν; Φωνάζουν καὶ ἀγριεύουν καὶ ὁρμοῦν πιὸ ἀδίσταχτα κι ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία. Δὲν σταματοῦν προτοῦ ξεθυμάνει ἡ ὀργὴ τους σ’ ἕνα μεγάλο καὶ ἀνεπανόρθωτο κακό. Οὔτε τὸ σπαθὶ οὔτε ἡ φωτιὰ οὔτε κανένα ἄλλο φόβητρο εἶναι ἱκανὸ νὰ συγκρατήσει τὴν ψυχὴ ποὺ ἔγινε μανιακὴ ἀπὸ τὴν ὀργή. Οἱ ὀργισμένοι δὲν διαφέρουν ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους σὲ τίποτα, οὔτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ οὔτε στὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση.
Βράζει μέσα στὴν καρδιὰ τὸ αἷμα ἐκείνων ποὺ διψοῦν γιὰ ἐκδίκηση. Ταράζεται καὶ κοχλάζει μὲ τὴ φλόγα τοῦ πάθους. Ὅταν βγεῖ στὴν ἐπιφάνεια ἀλλάζει τὴν ὄψη τοῦ ὀργισμένου. Μεταβάλλει σὰν θεατρικὴ προσωπίδα τὴ συνηθισμένη καὶ γνώριμη σ΄ ὅλους μορφή του. Ἀγνώριστη γίνεται ἡ γνωστὴ ὄψη τῶν ματιῶν του. Τὸ βλέμμα του εἶναι παράφορο καὶ ξαναμμένο. Τρίζει τὰ δόντια σὰν τοὺς χοίρους ποὺ συμπλέκονται. Τὸ πρόσωπό του φουντώνει καὶ μελανιάζει. Ὁλόκληρο τὸ σῶμα του παραμορφώνεται. Οἱ φλέβες τεντώνονται, λὲς καὶ θὰ σπάσουν, καθὼς ἡ ψυχὴ του συγκλονίζεται ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ταραχή. Ἡ φωνὴ γίνεται σκληρὴ καὶ ἄγρια. Τὰ λόγια ἄναρθρα, ἀσυνάρτητα, ἄτακτα ἀπρόσεκτα καὶ ἀκατανόητα.
Ὅταν μάλιστα ἀνάψει ἡ ὀργὴ σὲ βαθμὸ ἀνεξέλεγκτο, ὅπως ἡ φλόγα ποὺ τροφοδοτεῖται μὲ ἄφθονα ξύλα, τότε προπαντὸς βλέπει κανεὶς θέαμα ποὺ οὔτε μὲ λόγια περιγράφεται οὔτε μὲ ἔργα παριστάνεται. Βλέπει κανεὶς χέρια νὰ σηκώνονται ἐναντίον συνανθρώπων καὶ νὰ πέφτουν σὲ κάθε σωματικὸ μέλος. Βλέπει ἀκόμα πόδια νὰ χτυποῦν ἄσπλαχνα εὐαίσθητα σημεῖα. Βλέπει τὸ καθετὶ νὰ γίνεται ὅπλο τῆς μανίας. Καὶ ἂν τύχει νὰ κυριεύεται κι ὁ ἀντίπαλος ἀπὸ τὸ ἴδιο πάθος, δηλαδὴ ἀπὸ παρόμοια ὀργὴ καὶ μανία, τότε συμπλέκονται καὶ παθαίνουν ὅσα εἶναι φυσικὸ νὰ πάθουν οἱ ὑποδουλωμένοι σ’ ἕναν τέτοιο δαίμονα. Ἀναπηρίες ἢ καὶ θανάτους ἀποκομίζουν πολλὲς φορὲς οἱ συμπλεκόμενοι σὰν βραβεῖα τῆς ὀργῆς τους.
Ἄρχισε κάποιος τὶς χειροδικίες. Ὁ ἄλλος ἀμύνθηκε. Ἀνταπέδωσε ὁ πρῶτος. Δὲν ὑποχώρησε ὁ δεύτερος. Κι ἐνῶ τὸ σῶμα κομματιάζεται ἀπὸ τὰ χτυπήματα, ὁ θυμὸς λιγοστεύει τὴν αἴσθηση τοῦ πόνου. Ἡ αἴσθηση αὐτὴ ἀτονεῖ καὶ δὲν τοὺς κάνει νὰ σταματήσουν, γιατί ὁλόκληρη ἡ ψυχὴ ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ τὴν ἐκδικητικότητα.
Μὴν προσπαθεῖς νὰ θεραπεύσεις τὸ ἕνα κακὸ μὲ ἄλλο κακό. Μὴν ἐπιχειρεῖς νὰ ξεπεράσεις τὸν ἀντίπαλο στὶς συμφορές. Γιατί στοὺς κακοὺς ἀνταγωνισμοὺς ὁ νικητὴς εἶναι ἀθλιότερος, ἀφοῦ ἀποχωρεῖ μὲ τὴ μεγαλύτερη εὐθύνη τῆς ἁμαρτίας.
Σ’ ἔβρισε ὁ ὀργισμένος; Σταμάτησε τὸ πάθος μὲ τὴ σιωπή. Μὴ σὲ διδάξει ὁ ἐχθρὸς νὰ ζηλέψεις αὐτὸ πού, ὅταν τὸ βλέπεις στὸν ἄλλο, τὸ ἀποστρέφεσαι. Εἶναι κατακόκκινος ὁ ἀντίπαλος ἀπὸ τὴν ὀργή; Ἀλλὰ μήπως κι ἐσὺ δὲν κοκκίνισες; Τὰ μάτια του εἶναι γεμάτα αἷμα; Τὰ δικά σου, πές μου, βλέπουν ἤρεμα; Ἡ φωνὴ του εἶναι ἄγρια; Ἀλλὰ καὶ ἡ δική σου εἶναι γλυκιά;
Ὁ ἀντίλαλος, στὴν ἡσυχία, δὲν ἐπιστρέφει τόσο τέλειος σ’ αὐτὸν ποὺ φώναξε, ὅσο οἱ βρισιὲς σ’ αὐτὸν ποὺ ἔβρισε. Ἢ μᾶλλον, ἐνῶ ὁ ἦχος ἐπιστρέφει αὐτούσιος, οἱ βρισιὲς ἐπιστρέφουν μὲ προσθῆκες.
Καὶ τί λένε μεταξὺ τους ὅσοι βρίζονται; Ὁ ἕνας λέει: «Εἶσαι τιποτένιος. Κατάγεσαι ἀπὸ τιποτένιους». Ὁ ἄλλος ἀπαντάει: «Εἶσαι ἄχρηστος δοῦλος». Ὁ πρῶτος τὸν λέει ψωμοζητητή. Ὁ δεύτερος ἀλήτη. Ὁ ἕνας ἀγράμματο. Ὁ ἄλλος τρελό. Ἔτσι συνεχίζουν μέχρι νὰ ἐξαντλήσουν ὅλο τὸ ὑβρεολόγιο. Καὶ μετὰ τὶς βρισιές, προχωροῦν καὶ στὶς χειροδικίες.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ θυμὸς προκαλεῖ τὴ διαμάχη, ἡ διαμάχη τὶς βρισιές, οἱ βρισιὲς τὰ χτυπήματα, τὰ χτυπήματα τὰ τραύματα, τὰ τραύματα πολλὲς φορὲς τὸ θάνατο.
Ἂς διώξουμε λοιπὸν μὲ κάθε τρόπο τὴν ὀργὴ ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ξεριζώσουμε καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα πάθη, ποὺ γεννιοῦνται ἀπ’ αὐτή.
Σ’ ἔβρισε κάποιος; Ἐσὺ παίνεψε τoν. Σὲ χτύπησε; Ἐσὺ δεῖξε ὑπομονή. Σὲ φτύνει καὶ σ’ ἐξευτελίζει; Ἐσὺ σκέψου ποιὸς εἶσαι, ὅτι δηλαδὴ ἀπό τὴ γῆ προέρχεσαι καὶ στὴ γῆ θὰ καταλήξεις. Ὅποιος μὲ τέτοιο τρόπο προετοιμαστεῖ, θὰ θεωρήσει μικρὴ κάθε προσβολή. Ἔτσι, δείχνοντας τὸν ἑαυτό σου ἄτρωτο στὶς βρισιές, ὄχι μόνο θὰ φέρεις σὲ ἀμηχανία τὸν ἀντίπαλο, ἀλλὰ καὶ θ’ ἀναδειχθεῖς ἄξιος γιὰ μεγάλο στεφάνι. Ἡ μανία τοῦ ἄλλου θὰ γίνει ἀφορμὴ δικοῦ σου ἐπαίνου.
Σὲ ὀνόμασε ἄσημο καὶ ἄδοξο ὁ ὀργισμένος ἀντίπαλός σου; Ἐσὺ σκέψου ὅτι εἶσαι «χῶμα καὶ στάχτη» (Γεν. 18:27). Γιατί δὲν εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ποὺ ὀνόμασε ἔτσι τὸν ἑαυτό του. Σὲ ὀνόμασε ἀγράμματο καὶ φτωχὸ καὶ τιποτένιο; Ἐσὺ σκέψου ὅτι εἶσαι σκουλήκι καὶ ὅτι προέρχεσαι ἀπὸ τὴν κοπριά, ὅπως γράφει κι ὁ Δαβὶδ (Ψαλμ. 21:7).
Πρόσθεσε σ’ αὐτὰ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Μωυσῆ, πού, ὅταν τὸν ἔβρισαν ὁ Ἀαρών καὶ ἡ Μαριάμ, δὲν παραπονέθηκε στὸ Θεὸ ἐναντίον τους, ἀλλὰ προσευχήθηκε γι’ αὐτούς. (Ἀριθ. 12:1-13).
Θέλεις νὰ εἶσαι μαθητὴς αὐτῶν τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ ἢ ἐκείνων πού εἶναι γεμάτοι ἀπὸ πνεῦμα πονηρίας;
Ὅταν νιώσεις τὸν πειρασμὸ νὰ βρίσεις, σκέψου ὅτι δοκιμάζεσαι: Θὰ πᾶς μὲ τὸ μέρος τοῦ Θεοῦ, δείχνοντας μακροθυμία, ἢ θὰ τρέξεις πρὸς τὸ διάβολο, δείχνοντας ὀργή; Μὴ χάσεις τὴν εὐκαιρία νὰ διαλέξεις τὴν ἀγαθὴ μερίδα. Γιατί ἢ θὰ ὠφελήσεις καὶ τὸν ἀντίπαλο ἀκόμα μὲ τὸ παράδειγμα τῆς πραότητός σου ἢ θὰ ζημιωθεῖτε κι οἱ δυὸ μὲ τὸν ἐγωισμό σου. Σκέψου ἐπίσης, ὅτι τίποτα δὲν εἶναι ὀδυνηρότερο στὸν ἐχθρὸ ἀπὸ τὸ νὰ βλέπει τὸν ἀντίπαλό του ἀνώτερο ἀπὸ τὶς προσβολὲς ποὺ τοῦ ἔκανε.
Σοῦ προκαλεῖ ταραχὴ ἡ κατηγόρια τῆς φτώχιας; Θυμήσου ὅτι «γυμνὸς ἦρθες στὸν κόσμο τοῦτο, γυμνὸς καὶ πάλι θὰ φύγεις» (πρβλ. Ἰὼβ 1:21). Ποιὸς ὅμως εἶναι φτωχότερος ἀπὸ τὸ γυμνό; Ποιός, ἄλλωστε, ὁδηγήθηκε ποτὲ στὴ φυλακὴ γιὰ τὴ φτώχειά του; Δὲν εἶναι ντροπὴ ἡ φτώχεια. Ντροπὴ εἶναι νὰ μὴν ὑποφέρεις μὲ ἀξιοπρέπεια τὴ φτώχεια. Θυμήσου ὅτι ὁ Κύριος «ἦταν πλούσιος κι ἔγινε γιὰ χάρη μας φτωχός» (Β΄ Κορ. 8:9).
Ἀλλὰ κι ἂν ὁ ἀντίπαλός σου σὲ ἀποκαλέσει ἀνόητο καὶ ἀγράμματο, θυμήσου τὶς βρισιὲς τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον τῆς ἀληθινῆς Σοφίας: «Εἶσαι Σαμαρείτης καὶ δαιμονισμένος» (Ἰω. 8:48). Ἂν ὀργιστεῖς, θὰ ἐπιβεβαιώσεις τὶς βρισιές. Γιατί τί ὑπάρχει πιὸ ἀνόητο ἀπὸ τὴν ὀργή; Ἂν ὅμως δὲν ὀργιστεῖς, θὰ ντροπιάσεις αὐτὸν ποὺ σὲ βρίζει, δείχνοντας ἔμπρακτα τὴ σωφροσύνη σου.
Σὲ ράπισε ὁ ἀντίπαλος; Σκέψου ὅτι καὶ τὸν Κύριο ράπισαν. Σ’ ἔφτυσε; Σκέψου ὅτι καὶ τὸν Κύριό μας ἔφτυσαν. Καὶ μάλιστα «δὲν ἔκρυψε τὸ πρόσωπό Του γιὰ ν’ ἀποφύγει τὸν ἐξευτελισμὸ ἀπὸ τὰ φτυσίματα» (πρβλ. Ἡσ. 50:6). Συκοφαντήθηκες; Τὸ ἴδιο ἔπαθε κι ὁ Κύριος. Σοῦ ξέσκισαν τὰ ροῦχα; Ἀφαίρεσαν καὶ τοῦ Κυρίου τὰ ἐνδύματα οἱ στρατιῶτες καὶ τὰ μοίρασαν μεταξύ τους. (Ἰω. 19:24).
Ἐσὺ ὅμως δὲν καταδικάστηκες ἀκόμα. Οὔτε σταυρώθηκες. Πολλά σοῦ λείπουν γιὰ νὰ μιμηθεῖς τὸν Κύριο. Ἡ φλόγα τῆς ὀργῆς θὰ ὑποχωρήσει μὲ τὶς σκέψεις αὐτές. Παρόμοιες προετοιμασίες καὶ προδιαθέσεις ἐπαναφέρουν τὴ γαλήνη στὸ νοῦ καὶ ἀφαιροῦν τὰ ἄτακτα σκιρτήματα τῆς καρδιᾷς. Αὐτὸ σημαίνουν καὶ τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ: «Προετοιμάσθηκα καὶ δὲν κλονίσθηκα». (Ψαλμ. 118:60).
Ἡ μνήμη τῶν παραδειγμάτων τῶν μακαρίων ἀνδρῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναχαιτίζει τὸ μανιακὸ ξέσπασμα τῆς ὀργῆς. Πὼς π.χ. ὁ μέγας Δαβὶδ ἀνέχθηκε μὲ πραότητα τὶς προσβολὲς τοῦ Σεμεΐ! …Δὲν κυριεύθηκε ἀπὸ τὴν ὀργή, ἀλλὰ ὕψωσε στὸ Θεὸ τὴ σκέψη του καὶ στοχάστηκε: « Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νὰ μὲ καταριέται» (Β΄ Βασ. 16:10). Ἔτσι, ἐνῶ ἄκουγε νὰ τὸν βρίζει φονιὰ καὶ παράνομο, δὲν ὀργιζόταν ἐναντίον του, ἀλλὰ ταπείνωνε τὸν ἑαυτὸ του θεωρώντας ἀληθινὴ τὴν προσβολή.
Δυὸ λοιπὸν πράγματα κι ἐσὺ ν’ ἀποφεύγεις: Νὰ μὴ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἄξιο γιὰ ἐπαίνους καὶ νὰ μὴ νομίζεις κανέναν κατώτερό σου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ποτὲ δὲν θ’ ἀνάψει μέσα σου ὁ θυμὸς γιὰ τὶς προσβολὲς πού σοῦ γίνονται.
Κάθε φορά, ἄλλωστε, ποὺ ὀργίζεσαι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, κάνεις μιὰ μεγάλη ἀδικία. Γιατί ἄλλος εἶναι στὴν πραγματικότητα ἐκεῖνος πού σοῦ προκαλεῖ τό θυμό. Ἔτσι μοιάζεις μὲ τὸ σκύλο ποὺ δαγκώνει τὴν πέτρα, ἐνῶ δὲν πειράζει αὐτὸν ποὺ τοῦ τὴν ἔριξε. Τὸ θυμό σου νὰ τὸν στρέφεις ἐναντίον τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, ποὺ εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους καὶ ὁ πρόξενος κάθε ἁμαρτίας. Νὰ εἶσαι ὅμως σπλαχνικὸς μὲ τὸν ἀδελφό σου, γιατί, ἂν συνεχίσει ν’ ἁμαρτάνει, θὰ παραδοθεῖ στὸ αἰώνιο πῦρ μαζὶ μὲ τὸ διάβολο.
Ὅπως διαφέρουν οἱ λέξεις θυμὸς καὶ ὀργή, ἔτσι διαφέρουν καὶ οἱ σημασίες τους. Θυμὸς εἶναι μιὰ ἔντονη ἔξαψη κι ἕνα ξέσπασμα τοῦ πάθους. Ἐνῶ ὀργὴ εἶναι μιὰ μόνιμη λύπη καὶ μιὰ διαρκὴς τάση γιὰ ἐκδίκηση, σὰν νὰ φλέγεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸν πόθο ν’ ἀνταποδώσει τὸ κακό. Οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν καὶ μὲ τὶς δυὸ καταστάσεις. Ἄλλοτε ὁρμοῦν ἀπερίσκεπτα νὰ χτυπήσουν ὅσους τοὺς προκάλεσαν, καὶ ἄλλοτε καιροφυλακτοῦν δόλια νὰ ἐκδικηθοῦν ὅσους τούς λύπησαν. Ἐμεῖς καὶ τὰ δυὸ πρέπει νὰ τ’ ἀποφεύγουμε.
Πῶς μποροῦμε νὰ δαμάσουμε τὸ πάθος αὐτό;
Ἂν προηγουμένως ἀσκηθοῦμε στὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ ὁ Κύριος δίδαξε καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα. Μὲ τὰ λόγια εἶπε: «Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι ὁ πρῶτος, θὰ πρέπει νὰ γίνει ὁ τελευταῖος ἀπ’ ὅλους» (Μάρκ. 9:35). Ἀλλὰ καὶ ἔμπρακτα δίδαξε τὴν πραότητα, ὅταν ἤρεμα ἀνέχθηκε τὸ ράπισμα τοῦ δούλου. Ὁ Δεσπότης καὶ Δημιουργὸς τ’ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Αὐτὸς ποὺ προσκυνεῖται ἀπ’ ὁλόκληρη τὴν ὁρατὴ καὶ ἀόρατη κτίση, Αὐτὸς ποὺ «συγκρατεῖ τὸ σύμπαν μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου Του» (Ἑβρ. 1:3), δὲν ἐπιτρέπει ν’ ἀνοίξει ἡ γῆ καὶ νὰ καταπιεῖ ζωντανὸ τὸν ἀσεβή δοῦλο οὔτε τὸν στέλνει στὸν ἅδη, ἀλλὰ τὸν νουθετεῖ καὶ τὸν διδάσκει: «Ἂν εἶπα κάτι κακό, πὲς ποιό ἦταν αὐτό· ἂν ὅμως μίλησα σωστά, γιατί μὲ χτυπᾶς;» (Ἰω. 18:33).
Ἂν συνηθίσεις νὰ εἶσαι πάντοτε ὁ ἔσχατος, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ὑπάρχει περίπτωση ν’ ἀγανακτήσεις στὶς ἄδικες κατηγορίες; Ὅταν σὲ βρίζει ἕνα μικρὸ παιδί, θεώρησε τά λόγια του σὰν ἀφορμὴ γιὰ γέλιο. Ἀλλὰ κι ὅταν κανεὶς μεγάλος κυριευθεῖ ἀπὸ μανία καὶ ξεστομίζει ἀτιμωτικὰ λόγια, νὰ τὸν θεωρεῖς ἄξιο συμπάθειας μᾶλλον παρὰ μίσους. Δὲν εἶναι τὰ λόγια πού μᾶς λυποῦν. Εἶναι ἡ ὑπεροψία μας ἀπέναντι στὸν ὑβριστὴ καὶ ἡ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ἂν λοιπὸν ἀφαιρέσεις ἀπὸ μέσα σου αὐτὰ τὰ δύο, τότε τὰ λόγια μόνα τους εἶναι ἕνας κούφιος θόρυβος.
«Πάψε νὰ ὀργίζεσαι καὶ ἄφησε τὸ θυμό σου» (Ψαλμ. 36:8), ὥστε νὰ γλυτώσεις τὴν ὀργὴ ποὺ ἐκδηλώνεται «ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τιμωρήσει κάθε ἀσέβεια καὶ ἀδικία τῶν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 1:18). Ἂν μὲ τὴ σύνεση μπορέσεις νὰ κόψεις τὴν πικρὴ ρίζα τοῦ θυμοῦ, θὰ ξεριζώσεις μαζί της πολλὰ ἄλλα πάθη. Γιατί ἡ δολιότητα, ἡ ὑποψία, ἡ θρασύτητα, ἡ ἀπιστία, ἡ κακοήθεια, ἡ ἐπιβουλὴ καὶ ὅλα τὰ συγγενικὰ πάθη εἶναι γεννήματα αὐτῆς τῆς κακίας.
Ἂς μὴν κρύβουμε μέσα μας ἕνα τόσο μεγάλο κακό. Εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, σκοτείνιασμα τοῦ νοῦ, ἀποξένωση ἀπὸ τὸ Θεό, αἰτία φιλονικίας, ἀφορμὴ συμφορᾶς, πονηρὸ δαιμόνιο ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἀποκλείει τὴν εἴσοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί ὅπου εἶναι ἔχθρες, φιλονικίες, θυμοί, φατρίες, διαμάχες, ποὺ διαρκῶς ταράζουν τὴν ψυχικὴ γαλήνη, ἐκεῖ τὸ πνεῦμα τῆς πραότητος δὲν ἀναπαύεται.
Ἂς συμμορφωθοῦμε, λοιπόν, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. «Διῶξτε μακριά σας κάθε δυσαρέσκεια, θυμό, ὀργή, κραυγή, κατηγόρια, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη κακότητα» (Ἐφ. 4:31), καὶ ἂς περιμένουμε τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς πράους: «Μακάριοι εἶναι οἱ πρᾶοι, γιατί αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας» (Ματθ. 5:5).
Ἀπό τό βιβλίο : «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»