Tuesday, November 28, 2017

Death, for men who understand it, is immortality... ( St. Anthony the Great )

Death, for men who understand it, is immortality; while for the simple, who do not understand it, it is death. And one should not fear this death, but ought to fear the perdition of the soul, which is ignorance of God. This is what is terrible for the soul! 
 
Life is the uniting and joining of the mind (spirit), soul and body; while death is not the perdition of these joined parts, but the dissolution of their union; God preserves all this even after the dissolution. Just as a man comes forth from his mother's womb, so does a soul come forth naked from the body. Some are pure and bright, some are spotted by falls, and some are black from many transgressions. That is why the wise and God­loving soul, remembering and considering the calamities and extremities that come after death, lives piously lest it be condemned and subjected to them. But the unbelievers, the mindless in soul, do not perceive and they sin, despising what is to come. 
 
Just as on issuing forth from the womb thou dost not remember what was in the womb, so on issuing forth from the body thou dost not remember what was in the body. Just as on issuing forth from the womb thou becamest better and greater in body, so on issuing forth from the body pure and undefiled, thou wilt be better and incorrupt, abiding in the heavens.

Mortal men ought to care about themselves, knowing in advance that death awaits them. For blessed immortality is the lot of the holy soul when it is good, and death eternal meets it when it is evil. Remember that thy youth is past and thy powers exhausted, while thine infirmities have grown and already the time of thy departure is near, when thou wilt give an account of all thy deeds; and know that there, neither will brother redeem brother, nor will father deliver son. 
 
Always remember thy departure from the body, and do not let eternal condemnation out of thy thoughts; if thou wilt act thus, thou wilt not sin unto the ages. 
 
St. Anthony the Great

Saturday, November 25, 2017

Γεροντισσα Λαμπρινή ( ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ... )

Με πήρε ύστερα η Παναγία σ' έναν κάμπο μεγάλο όσο είναι η Άρτα. Έφθασα σε δυο δρόμους, και ρώτησα ποιόν να διαλέξω. «Όποιον θέλεις εσύ», είπε η Παναγία.

Εγώ πήρα τον ένα δρόμο. Καθώς προχωρούσα έβλεπα γλέντια, γάμους, ανδρόγυνα αγαπημένα, παιδιά, και έλεγα «τι ωραίος κόσμος είναι εδώ»!


--Αχ, έκανε η Παναγία. Έτσι γελιέται ο λαός στον κάτω κόσμο, τον πονηρό...

Άμα άκουσα αυτό δεν ήθελα να προχωρήσω αλλά η Παναγία είπε: «Θα προχωρήσουμε και μη φοβάσαι». Έτσι πήρα θάρρος και προχώρησα.


Συναντήσαμε ένα ποτάμι πύρινο πού τα κύματά του έπεφταν σε τρεις ανθρώπους δικούς μου και φώναζαν...

Η Παναγία μου είπε: «Μην στενοχωριέσαι. Αυτά εργάσθηκαν στην γη, αυτά απολαμβάνουν. Σε άκουγαν όταν τους έλεγες κάτι εσύ; Εγώ τους κάνω το καλό κάθε χρόνο και τους βγάζω από κει από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή».


Πιο πέρα είδα ένα ποτάμι με πίσσα πού κόχλαζε. Κι εκεί έμπαιναν και έβγαιναν κεκοιμημένοι...
Όμως τα ρούχα τους ήταν καθαρά, δεν λερώνονταν, παρ’ ότι κυλιόνταν μέσα στις πίσσες. Αλλά τι το θες; Καίγονται μέσα στην πίσσα. Δεν αντέχουν το κάψιμο.


Έπειτα βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι και με φώναξε με τ’ όνομά μου μια ψυχή από μέσα που βασανιζόταν. Προσπαθούσε να βγει και με παρακάλεσε να βρέξω το δαχτυλάκι μου να δροσιστεί λίγο το στόμα του. Τον γνώρισα από την φωνή και του είπα:

- Αυτού μέσα είσαι, ωρέ; Αυτά εργάστηκες στην ζωή; Δεν θυμάσαι εκεί έξω από την Παρηγορήτρια στην Άρτα, εσύ γύριζες από την λαϊκή και εγώ από την Εκκλησία μου και με κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ’ αυτά, στην κόλαση και στον παράδεισο, και έλεγες ότι άμα πεθάνει ο άνθρωπος, πάει όπως το πρόβατο, χάνεται; Και αλλά πολλά σου έλεγα για την κόλαση και τον παράδεισο, δεν τα θυμάσαι;


- Τα θυμάμαι αλλά τώρα είναι αργά. Φώναξε όσο μπορείς, όσο ζεις, να έρθει κανείς κοντά σου, να αποφύγει αυτήν εδώ την κόλαση.
- Τι να κάνει κοντά μου αφού και ‘γώ δεν ξέρω. Εσύ πόσες φορές με κόλαζες όταν σε συναντούσα;


- Όχι, εσύ δεν έφαγες, δεν άλλαξες, δεν ντύθηκες, δεν γλέντησες, αγωνίστηκες και ξέρεις...

Εμένα,( έλεγε η Λαμπρινή ), μετά απ’ αυτά, τον πόνεσε η ψυχή μου. Ήμουν ευαίσθητη στον πόνο των άλλων και, αν άκουγα ότι κάποιος πεινάει, δεν έτρωγα και εγώ και αν μπορούσα του πήγαινα φαγητό. Τώρα όμως σκεφτόμουν να του δώσω λίγο νερό με το δάχτυλο μου ή όχι;

Η Παναγία μου είπε ότι, αν δώσω, θα με κάψει την μισή πλευρά του χεριού μέχρι πάνω στον ώμο. Μόλις τ’ άκουσα αυτό κοντοστάθηκα, όμως τον λυπόμουν τον άνθρωπο εκεί μέσα. Παρακάλεσα τότε την Παναγία να το βρέξω και να το δώσω λίγο. Τι να σου πω; Θα καεί το χέρι σου. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, όμως και εγώ θά’ μαι στο πλευρό σου».

--«Ναι το θέλω, ψυχή είναι κι αυτή. Μπορεί και εγώ να πάθω τα ίδια».
--«Μη γένοιτο», μου είπε.
Τό’ βαλα τότε και κάηκε το χέρι μου. Με πονούσε, το φυσούσα, αλλά τίποτε. Από τότε το δάχτυλο δεν το δουλεύω είναι σκληρό. Και να το κόψεις δεν το νιώθω...


«Αυτά πού είδες εδώ δεν πρέπει να σε αναλώσουν σε στενοχώρια αλλά να βάλεις όλη την δύναμή σου να τα πεις σε άλλους ζώντες και να βοηθήσεις ψυχές πού ποθούν τον Ουρανό».


Φεύγοντας είπε η Παναγία:

«Ευλογημένοι να είστε μέχρι την Δευτέρα Παρουσία που θάρθει ο Υιός μου», και φύγαμε.


Μετά πήγαμε στον καλό τον κόσμο. Εκεί χαιρόσουν να βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού έζησαν αγαπημένα. Ήθελε να μου δείξει και άλλους, αλλά της είπα «όχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι να πεθαίνουν νέοι».

Η Παναγία μου είπε «όχι νέους, αλλά γέρους, διότι οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τους άλλους τους παίρνουμε νέους για να γλυτώσουν από τις αμαρτίες πού θα πέσουν».
Συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μου είπε η Παναγία: «Τώρα έρχεται και ο γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις είχε πεθάνει και ανέβαινε η ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ο γέρος και προσευχήθηκε στον Εσταυρωμένο πού δέσποζε πιο πέρα και είπε:

«Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που πήρες τον γιό μου σε ώριμη ηλικία και τον φέρνεις εδώ». Τον ευχαρίστησε και η γριά. «Αμήν», ακούστηκε από τον Σταυρό. Ο γέρος και η γριά ξανακάθισαν στις πολυθρόνες τους πού ήταν χρυσαφένιες, όλες ήταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ' ένα τραπεζάκι είχε ο καθένας τους μια πιατέλα που έτρωγαν.


Εγώ σκέφτηκα «τι τρώνε;» Και μου απήντησαν: «Εκείνο που μας φέρνετε εσείς στην προσκομιδή τρώμε». Η τροφή τους ήταν ένα σαν το αντίδωρο και κρασί. Τα κρεβάτια τους ήταν ολόχρυσα, ωραιότατα.


Για τις παρθένες υπήρχε άλλος ξεχωριστός τόπος, το παρθενικό σπίτι. Εκεί είδα και γνωστές μου, αλλά δεν μου μίλησαν.
Ύστερα η Παναγία μου είπε: «Θα φύγουμε τώρα και θα περάσουμε να δούμε έναν άνθρωπο πού ήρθε εδώ μετά από πολυχρόνιο ασθένεια. Αυτός ήταν πολύ αμαρτωλός, αλλά ξεπλύθηκε από την ασθένεια του. Υπέμεινε αγόγγυστα την αρρώστια του. Το κρεββάτι του βέβαια δεν ήταν όμοιο με των άλλων, αλλά κοπιασμένο από τους κόπους που υπέμεινε.


Μου είπε τότε αυτός: «Ναι, έτσι είναι όπως τα λέει η μάννα μας (Παναγία). Έλυωσα στο κρεββάτι μου, έχυσα όλο το αίμα μου σ' αυτό το κρεββάτι. Αυτά που πέρασα μόνο το κρεββάτι αυτό τα γνωρίζει και η μητέρα μου που με φύλαγε και στεκόταν στο προσκέφαλο μου.


Ύστερα η Παναγία συνέχισε: Όλοι οι άνθρωποι ναρθούν εδώ. Ας πονέσουν λίγο στην γη.
Στη γη υπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο την ψυχή σας να φυλάξετε από αμαρτίες. Όποιος θυσιαστεί για τον Υιό μου θα απολαύσει όλα αυτά τα αγαθά. Όσοι θα εργασθούν για μένα κάτω στην γη θαρθούν στον Παράδεισο. Αυτά τα αγαθά, χαρά σ' όποιον τ' απολαύσει. Όμως τώρα λίγοι έρχονται. Χάλασε ο κόσμος...»

Η Λαμπρινή άλλη φορά προείδε τον θάνατο της ανεψιάς της:

«Είχα πάρει προειδοποίηση (πληροφορία) ότι την Τετάρτη θα κοιμηθεί η ανεψιά μου Κασσιανή. Αυτή με επισκέφθηκε το προηγούμενο Σάββατο το απόγευμα και μου είπε ότι συμφώνησε με τον παπά να κάνουμε Λειτουργία την ερχόμενη Τετάρτη, με κάλεσε και μένα να βοηθήσω.

Είχα ευλογία από τον Δεσπότη να ψέλνω στο αναλόγιο όταν υπήρχε ανάγκη. Της λέω: «Όχι την Τετάρτη αλλά τη Δευτέρα». Αυτή επέμενε την Τετάρτη, διότι δεσμεύτηκε στον παπά και δεν μπορούσε να το αλλάξει.
Για να την διευκολύνω πήγα τότε εγώ και το άλλαξα. Έγινε η Λειτουργία, είχαμε προετοιμαστεί και κοινωνήσαμε.

Η Κασσιανή έδειχνε υγιέστατη. Με ευχαρίστησε πού βοήθησα και εγώ στην θεία Λειτουργία και αποχαιρετιστήκαμε.
Την Τετάρτη τα χαράματα την Κασσιανή την πήρε τηλέφωνο ο αδελφός της Νίκος να πάει στην κλινική, διότι θα γεννούσε η γυναίκα του Όλγα και ήθελε να έχει κάποιον δίπλα του. Πήγε η Κασσιανή, αλλά αμέσως μετά την γέννα η Κασσιανή έπαθε πνευμονικό οίδημα και εκοιμήθηκε ύστερα από λίγο...
Γι’ αυτό σας λέω, δεν ξέρουμε πότε θα πεθάνουμε.

Γεροντισσα Λαμπρινή 
 
http://agapienxristou.blogspot.ca/2013/06/blog-post_1329.html

Thursday, November 23, 2017

«Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» - Άγιος Νεκτάριος


Βρωμερές συκοφαντίες

Πολλά όμως διεσπείροντο από τους κακούς ανθρώπους στην Αθήνα περί του Πενταπόλεως και της ανέγερσης της Μονής [δηλαδή της γυναικείας Μονής της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, της οποίας κατόπιν διετέλεσε εφημέριος και πνευματικός]. Πολύ εδοκιμάσθη από τους διεστραμμένους, τους μοχθηρούς και τους συκοφάντες. Διέδιδαν συκοφαντίες ανηθικότητος ανηκούστους. Ησχολήθη με αυτές και η Ιερά Σύνοδος. Ο δέ τότε Πρόεδρος αυτής, ο Αθηνών Θεόκλητος μετέβη αυτοπροσώπως επιτοπίως το 1908, διά να εξετάση. Φεύγοντας όμως από εκεί αναγκάσθηκε να ομολογήση ότι «ήτο όντως Θείον έργον».


Πολύ τον κατέτρεξε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης. Αυτός διετέλεσε και Οικουμενικός Πατριάρχης και Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Αυτός ο δυστυχής ήτανε μασώνος μοντέρνος, νεωτεριστής και έκαμε πολύ κακό στην Εκκλησία.
Αυτός ήταν και κατά του μοναχισμού. Όταν ο Άγιος αγωνιζόταν με τόσες δυσκολίες να κτίση το Μοναστήρι, επήγε και τον απέτρεπε...
- Τί κάνεις εδώ; Μοναστήρι κτίζεις τώρα; Δεν βλέπεις ότι τόσα εξωκκλήσια γύρω εδώ ερήμωσαν; Δεν είναι για Μοναστήρια στη σημερινή εποχή.
Ο Πενταπόλεως όμως εξηκολούθησε και έγινε το Μοναστήρι και άλλα πολλά κατόπιν, ώστε η Αίγινα σήμερον να έχη τα περισσότερα Μοναστήρια. Το προείπεν ο Άγιος: «Θα γίνη, είπεν, η Αίγινα το Άγιον Όρος των Μοναζουσών». Και ήδη έχει εννέα Μοναστήρια γυναικών.
Αλλά και ποία διαφορά στο τέλος των δύο Ιεραρχών. Ο Μεταξάκης, που έκαμε τόσε εις βάρος της Ορθοδοξίας, είχεν οικτρόν τέλος. Τον βρήκαν ένα πρωί κάτω από το κρεββάτι του νεκρόν και με την γλώσσαν του έξω. Αυτήν ακριβώς την γλώσσαν, που έλεγε αυτά στον Άγιο και τόσα εις βάρος της Ιεράς Παραδόσεως και της Ορθοδόξου Εκκλησίας!
Εξ αντιθέτου, ο Πενταπόλεως, που έμεινε πιστός εις την Ι. Παράδοσιν και υπέμεινε τους πειρασμούς και διώξεις, είχεν άγιον τέλος και σήμερον τιμάται, όχι μόνον από το Πανελλήνιον, αλλά και από όλην την Υδρόγειον.
Είναι αληθές, ότι ο Θεός παρεχώρησε να περάση και εκεί πολλές θλίψεις και πίκρες. Παρ' όλην την εκεί εργασίαν του, πολλοί κακοί άνθρωποι, όργανα του διαβόλου έλεγαν, ότι ο Άγιος είναι υποκριτής και, ότι όλα αυτά που κάνει, είναι υποκριτικά. Έφθασαν μάλιστα στο σημείον να τον κατηγορούν για ανηθικότητες και, ότι το Μοναστήρι το κατάντησε άντρον ακολασίας! Διέδιδαν, ότι οι μοναχές γεννούσαν νόθα παιδιά και τα πετούσε στο πηγάδι.
Κάποια μητέρα, μάλιστα, που την έλεγαν στην Αίγινα «Κερού» είχε μια κόρη 16 ετών χαριτωμένη, συνετή, φρόνιμη και θεοφοβούμενη. Η μητέρα αυτή είχε μανία καταδιώξεως προς την κόρην της και πολλές φορές επιχείρησε να την σκοτώση. Το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα βρήκε καταφύγιο στο Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Ο Άγιος, πονόψυχος καθώς ήταν, το δέχτηκε και το προστάτεψε.
Η Κερού δεν μπορούσε να το χωνέψη και άρχισε να συκοφαντή τον Άγιο. Τα λόγια της ήταν πολύ φαρμακερά και πειστικά. Ο Σεβασμιώτατος ανέφερε το περιστατικό στο Μητροπολίτη Αθηνών, Θεόκλητο, ζητώντας οδηγίες. Εκείνος τού είπε να την προστατεύση την κοπέλλα. Η κοπέλλα έφθασε στα 18 της χρόνια. Η Κερού όμως το πήρε πείσμα. Είχε το σατανά μέσα της. Επήγε στον Πειραιά και άρχισε τα κλάματα μπροστά στον Ανακριτή να διηγήται την τραγωδίαν της. «Ένας Καλόγηρος, που τάχα ασκητεύει, μού την πήρε στο γυναικομονάστηρο. Αυτός έχει όλες τις καλόγρηες ερωμένες. Σώστε το παιδί μου...».
Ο Εισαγγελεύς πήρε την κατάθεσιν και την επομένην πήγε αγριεμένος στην Αίγινα με δυό χωροφύλακες. Παρεβίασε την πόρτα, παρά τους κανονισμούς του Μοναστηριού, και μπήκε κατ' ευθείαν στο διαμέρισμα του Αγίου. Οι Μοναχές αναστατώθηκαν και άρχισαν να κλαίνε. Ο Δεσπότης σηκώθηκε με το συνηθισμένο Χριστιανικό του χαμόγελο να τους υποδεχθή. Ο Ανακριτής έξω φρενών, είπε εις τον εβδομηκονταετή τότε γέροντα:
- Βρε παληοκαλόγηρε!... πού είναι τα παιδιά που κάνεις; (Επηκολούθησε αισχροτάτη φράσις). Αυτά κάνεις εδώ πέρα; Κατόπιν τον έπιασε από το ράσο και τον απειλούσε, λέγοντας:
- Θα σου ξεριζώσω τα γένια τρίχα-τρίχα.

Ο Άγιος δεν έβγαλε λέξι. Μόνον με το χέρι του έδειχνε ψηλά και έλεγε:

- Βλέπει ο Θεός. Ξέρει ο Θεός!!
Και πράγματι! «έστι δίκης οφθαλμός, Ός τα πάνθ' ορά». Ο ασεβέστατος Εισαγγελεύς σε μια εβδομάδα αρρώστησε βαρειά. Είχε τρομερούς πόνους από την αρρώστειά του. Το χέρι εκείνο, που έπιασε και κουνούσε τον Άγιο, ξεράθηκε.Τότε το συναισθάνθηκε και ζήτησε να τον πάνε μπροστά στον Άγιον, να τον συγχωρέση. Πράγματι τον πήγαν. Έπεσε στα πόδια του Αγίου, μαζί με την γυναίκα του και ζητούσε να τον λυπηθή. Ο Άγιος προσευχήθηκε στο Θεό πολύ. Ήταν ο μακάριος ανεξίκακος και μακρόθυμος. Τον συνεχώρησε με την καρδιά του. Του Εισαγγελέως [ωστόσο] έπειτα από δύο χρόνια τού κόψανε το χέρι. Εκείνο το χέρι που κουνούσε, από το γιακά του ράσου, τον Άγιο.
Το Μοναστήρι του όμως, παρ' όλα αυτά, επρόκοψε. Εν τω μεταξύ η Αδελφότης εμεγάλωσε, γιατί προσετέθησαν και άλλες Αδελφές και μάλιστα μορφωμένες. Έγινε ένα πνευματικόν κέντρον, που ξεκούραζε ψυχικά και φώτιζε τους ανθρώπους.»

Monday, November 20, 2017

The Entry into the Temple of the Most Holy Mother of God

According to Holy Tradition, the Entry of the Most Holy Theotokos into the Temple took place in the following manner. The parents of the Virgin Mary, Sts Joachim and Anna, praying for an end to their childlessness, vowed that if a child were born to them, they would dedicate it to the service of God.

When the Most Holy Virgin reached the age of three, the holy parents decided to fulfill their vow. They gathered together their relatives and acquaintances, and dressed the All-Pure Virgin in Her finest clothes. Singing sacred songs and with lighted candles in their hands, virgins escorted Her to the Temple (Ps. 44/45:14-15). There the High Priest and several priests met the handmaiden of God. In the Temple, fifteen high steps led to the sanctuary, which only the priests and High Priest could enter. (Because they recited a Psalm on each step, Psalms 119/120-133/134 are called "Psalms of Ascent.") The child Mary, so it seemed, could not make it up this stairway. But just as they placed Her on the first step, strengthened by the power of God, She quickly went up the remaining steps and ascended to the highest one. Then the High Priest, through inspiration from above, led the Most Holy Virgin into the Holy of Holies, where only the High Priest entered once a year to offer a purifying sacrifice of blood. Therefore, all those present in the Temple were astonished at this most unusual occurrence.

After entrusting their child to the Heavenly Father, Joachim and Anna returned home. The All-Holy Virgin remained in the quarters for virgins near the Temple. According to the testimony of Holy Scripture (Exodus 38; 1 Kings 1: 28; Luke 2: 37), and also the historian Josephus Flavius, there were many living quarters around the Temple, in which those who were dedicated to the service of God dwelt.

The earthly life of the Most Holy Theotokos from Her infancy until She was taken up to Heaven is shrouded in deep mystery. Her life at the Jerusalem Temple was also a secret. "If anyone were to ask me," said St Jerome, "how the Most Holy Virgin spent the time of Her youth, I would answer that that is known to God Himself and the Archangel Gabriel, Her constant guardian."

But there are accounts in Church Tradition, that during the All-Pure Virgin's stay at the Temple, She grew up in a community of pious virgins, diligently read the Holy Scripture, occupied Herself with handicrafts, prayed constantly, and grew in love for God. From ancient times, the Church has celebrated the Feast of the Entry of the Most Holy Theotokos into the Temple. Indications that the Feast was observed in the first centuries of Christianity are found in the traditions of Palestinian Christians, which say that the holy Empress Helen (May 21) built a church in honor of the Entry of the Most Holy Theotokos into the Temple.

St Gregory of Nyssa, in the fourth century, also mentions this Feast. In the eighth century Sts Germanus and Tarasius, Patriarchs of Constantinople, delivered sermons on the Feast of the Entry.

The Feast of the Entry of the Most Holy Theotokos into the Temple foretells God's blessing for the human race, the preaching of salvation, the promise of the coming of Christ.

DISCOURSE ON THE FEAST OF THE ENTRY OF OUR MOST PURE LADY THEOTOKOS INTO THE HOLY OF HOLIES by Saint Gregory Palamas, Archbishop of Thessalonica

If a tree is known by its fruit, and a good tree bears good fruit (Mt. 7:17; Luke 6:44), then is not the Mother of Goodness Itself, She who bore the Eternal Beauty, incomparably more excellent than every good, whether in this world or the world above? Therefore, the coeternal and identical Image of goodness, Preeternal, transcending all being, He Who is the preexisting and good Word of the Father, moved by His unutterable love for mankind and compassion for us, put on our image, that He might reclaim for Himself our nature which had been dragged down to uttermost Hades, so as to renew this corrupted nature and raise it to the heights of Heaven. For this purpose, He had to assume a flesh that was both new and ours, that He might refashion us from out of ourselves. Now He finds a Handmaiden perfectly suited to these needs, the supplier of Her own unsullied nature, the Ever-Virgin now hymned by us, and Whose miraculous Entrance into the Temple, into the Holy of Holies, we now celebrate. God predestined Her before the ages for the salvation and reclaiming of our kind. She was chosen, not just from the crowd, but from the ranks of the chosen of all ages, renowned for piety and understanding, and for their God-pleasing words and deeds.

In the beginning, there was one who rose up against us: the author of evil, the serpent, who dragged us into the abyss. Many reasons impelled him to rise up against us, and there are many ways by which he enslaved our nature: envy, rivalry, hatred, injustice, treachery, slyness, etc. In addition to all this, he also has within him the power of bringing death, which he himself engendered, being the first to fall away from true life.

The author of evil was jealous of Adam, when he saw him being led from earth to Heaven, from which he was justly cast down. Filled with envy, he pounced upon Adam with a terrible ferocity, and even wished to clothe him with the garb of death. Envy is not only the begetter of hatred, but also of murder, which this truly man-hating serpent brought about in us. For he wanted to be master over the earth-born for the ruin of that which was created in the image and likeness of God. Since he was not bold enough to make a face to face attack, he resorted to cunning and deceit. This truly terrible and malicious plotter pretended to be a friend and useful adviser by assuming the physical form of a serpent, and stealthily took their position. By his God-opposing advice, he instills in man his own death-bearing power, like a venomous poison.

If Adam had been sufficiently strong to keep the divine commandment, then he would have shown himself the vanquisher of his enemy, and withstood his deathly attack. But since he voluntarily gave in to sin, he was defeated and was made a sinner. Since he is the root of our race, he has produced us as death-bearing shoots. So, it was necessary for us, if he were to fight back against his defeat and to claim victory, to rid himself of the death-bearing venomous poison in his soul and body, and to absorb life, eternal and indestructible life.

It was necessary for us to have a new root for our race, a new Adam, not just one Who would be sinless and invincible, but one Who also would be able to forgive sins and set free from punishment those subject to it. And not only would He have life in Himself, but also the capacity to restore to life, so that He could grant to those who cleave to Him and are related to Him by race both life and the forgiveness of their sins, restoring to life not only those who came after Him, but also those who already had died before Him. Therefore, St Paul, that great trumpet of the Holy Spirit, exclaims, "the first man Adam was made a living soul, the last Adam was made a quickening spirit" (1 Cor. 15:45).

Except for God, there is no one who is without sin, or life-creating, or able to remit sin. Therefore, the new Adam must be not only Man, but also God. He is at the same time life, wisdom, truth, love, and mercy, and every other good thing, so that He might renew the old Adam and restore him to life through mercy, wisdom and righteousness. These are the opposites of the things which the author of evil used to bring about our aging and death.

As the slayer of mankind raised himself against us with envy and hatred, so the Source of life was lifted up [on the Cross] because of His immeasurable goodness and love for mankind. He intensely desired the salvation of His creature, i.e., that His creature would be restored by Himself. In contrast to this, the author of evil wanted to bring God's creature to ruin, and thereby put mankind under his own power, and tyrannically to afflict us. And just as he achieved the conquest and the fall of mankind by means of injustice and cunning, by deceit and his trickery, so has the Liberator brought about the defeat of the author of evil, and the restoration of His own creature with truth, justice and wisdom.

It was a deed of perfect justice that our nature, which was voluntarily enslaved and struck down, should again enter the struggle for victory and cast off its voluntary enslavement. Therefore, God deigned to receive our nature from us, hypostatically uniting with it in a marvelous way. But it was impossible to unite that Most High Nature, Whose purity is incomprehensible for human reason, to a sinful nature before it had been purified. Therefore, for the conception and birth of the Bestower of purity, a perfectly spotless and Most Pure Virgin was required.

Today we celebrate the memory of those things that contributed, if only once, to the Incarnation. He Who is God by nature, the Co-unoriginate and Coeternal Word and Son of the Transcendent Father, becomes the Son of Man, the Son of the Ever-Virgin. "Jesus Christ the same yesterday and today, and forever" (Heb. 13:8), immutable in His divinity and blameless in His humanity, He alone, as the Prophet Isaiah prophesied, "practiced no iniquity, nor deceit with His lips" (Is. 53: 9). He alone was not brought forth in iniquity, nor was He conceived in sin, in contrast to what the Prophet David says concerning himself and every other man (Ps. 50/51: 5). Even in what He assumes, He is perfectly pure and has no need to be cleansed Himself. But for our sake, He accepted purification, suffering, death and resurrection, that He might transmit them to us.

God is born of the spotless and Holy Virgin, or better to say, of the Most Pure and All-Holy Virgin. She is above every fleshly defilement, and even above every impure thought. Her conceiving resulted not from fleshly lust, but by the overshadowing of the Most Holy Spirit. Such desire being utterly alien to Her, it is through prayer and spiritual readiness that She declared to the angel: "Behold the handmaiden of the Lord; be it unto Me according to thy word" (Luke 1:38), and that She conceived and gave birth. So, in order to render the Virgin worthy of this sublime purpose, God marked this ever-virgin Daughter now praised by us, from before the ages, and from eternity, choosing Her from out of His elect.

Turn your attention then, to where this choice began. From the sons of Adam God chose the wondrous Seth, who showed himself a living heaven through his becoming behavior, and through the beauty of his virtues. That is why he was chosen, and from whom the Virgin would blossom as the divinely fitting chariot of God. She was needed to give birth and to summon the earth-born to heavenly sonship. For this reason also all the lineage of Seth were called "sons of God," because from this lineage a son of man would be born the Son of God. The name Seth signifies a rising or resurrection, or more specifically, it signifies the Lord, Who promises and gives immortal life to all who believe in Him.

And how precisely exact is this parallel! Seth was born of Eve, as she herself said, in place of Abel, whom Cain killed through jealousy (Gen. 4:25); and Christ, the Son of the Virgin, was born for us in place of Adam, whom the author of evil also killed through jealousy. But Seth did not resurrect Abel, since he was only a type of the resurrection. But our Lord Jesus Christ resurrected Adam, since He is the very Life and the Resurrection of the earth-born, for whose sake the descendents of Seth are granted divine adoption through hope, and are called the children of God. It was because of this hope that they were called sons of God, as is evident from the one who was first called so, the successor in the choice. This was Enos, the son of Seth, who as Moses wrote, first hoped to call on the Name of the Lord (Gen. 4:26).

In this manner, the choice of the future Mother of God, beginning with the very sons of Adam and proceeding through all the generations of time, through the Providence of God, passes to the Prophet-king David and the successors of his kingdom and lineage. When the chosen time had come, then from the house and posterity of David, Joachim and Anna are chosen by God. Though they were childless, they were by their virtuous life and good disposition the finest of all those descended from the line of David. And when in prayer they besought God to deliver them from their childlessness, and promised to dedicate their child to God from its infancy. By God Himself, the Mother of God was proclaimed and given to them as a child, so that from such virtuous parents the all-virtuous child would be raised. So in this manner, chastity joined with prayer came to fruition by producing the Mother of virginity, giving birth in the flesh to Him Who was born of God the Father before the ages.

Now, when Righteous Joachim and Anna saw that they had been granted their wish, and that the divine promise to them was realized in fact, then they on their part, as true lovers of God, hastened to fulfill their vow given to God as soon as the child had been weaned from milk. They have now led this truly sanctified child of God, now the Mother of God, this Virgin into the Temple of God. And She, being filled with Divine gifts even at such a tender age, ... She, rather than others, determined what was being done over Her. In Her manner She showed that She was not so much presented into the Temple, but that She Herself entered into the service of God of her own accord, as if she had wings, striving towards this sacred and divine love. She considered it desirable and fitting that she should enter into the Temple and dwell in the Holy of Holies.

Therefore, the High Priest, seeing that this child, more than anyone else, had divine grace within Her, wished to set Her within the Holy of Holies. He convinced everyone present to welcome this, since God had advanced it and approved it. Through His angel, God assisted the Virgin and sent Her mystical food, with which She was strengthened in nature, while in body She was brought to maturity and was made purer and more exalted than the angels, having the Heavenly spirits as servants. She was led into the Holy of Holies not just once, but was accepted by God to dwell there with Him during Her youth, so that through Her, the Heavenly Abodes might be opened and given for an eternal habitation to those who believe in Her miraculous birthgiving.

So it is, and this is why She, from the beginning of time, was chosen from among the chosen. She Who is manifest as the Holy of Holies, Who has a body even purer than the spirits purified by virtue, is capable of receiving ... the Hypostatic Word of the Unoriginate Father. Today the Ever-Virgin Mary, like a Treasure of God, is stored in the Holy of Holies, so that in due time, (as it later came to pass) She would serve for the enrichment of, and an ornament for, all the world. Therefore, Christ God also glorifies His Mother, both before, and also after His birth.

We who understand the salvation begun for our sake through the Most Holy Virgin, give Her thanks and praise according to our ability. And truly, if the grateful woman (of whom the Gospel tells us), after hearing the saving words of the Lord, blessed and thanked His Mother, raising her voice above the din of the crowd and saying to Christ, "Blessed is the womb that bore Thee, and the paps Thou hast sucked" (Luke 11:27), then we who have the words of eternal life written out for us, and not only the words, but also the miracles and the Passion, and the raising of our nature from death, and its ascent from earth to Heaven, and the promise of immortal life and unfailing salvation, then how shall we not unceasingly hymn and bless the Mother of the Author of our Salvation and the Giver of Life, celebrating Her conception and birth, and now Her Entry into the Holy of Holies?

Now, brethren, let us remove ourselves from earthly to celestial things. Let us change our path from the flesh to the spirit. Let us change our desire from temporal things to those that endure. Let us scorn fleshly delights, which serve as allurements for the soul and soon pass away. Let us desire spiritual gifts, which remain undiminished. Let us turn our reason and our attention from earthly concerns and raise them to the inaccessible places of Heaven, to the Holy of Holies, where the Mother of God now resides.

Therefore, in such manner our songs and prayers to Her will gain entry, and thus through her mediation, we shall be heirs of the everlasting blessings to come, through the grace and love for mankind of Him Who was born of Her for our sake, our Lord Jesus Christ, to Whom be glory, honor and worship, together with His Unoriginate Father and His Coeternal and Life-Creating Spirit, now and ever and unto ages of ages. Amen.


Troparion - Tone 4

Today with the most revered of all cities
we fittingly celebrate your honored translation to heaven,
Father of Fathers, wise Proclus.

Kontakion - Tone 4

The most pure Temple of the Savior;
the precious Chamber and Virgin;
the sacred Treasure of the glory of God,
is presented today to the house of the Lord.
She brings with her the grace of the Spirit,
therefore, the angels of God praise her:
"Truly this woman is the abode of heaven."

Sunday, November 19, 2017

Με την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου στην αγκαλιά μου....( Θαύμα του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως )

Τον Φεβρουάριο του 2015 πέθανε η αδερφή μου από καρκίνο λόγω αμελείας γιατί δεν πήγε στο γιατρό εγκαίρως. Ύστερα από αυτό, άρχισα να κάνω εξετάσεις. Μου βρήκε ο γιατρός ότι έχω καρκίνο παχέος εντέρου. Όταν το άκουσα έπαθα σοκ.

Η μόνη μου ελπίδα ο Άγιος Νεκτάριος, ο προστάτης και γιατρός όλων των πιστών.

Ο Άγιος Νεκτάριος με είχε βοηθήσει σε μια σοβαρή εγχείρηση του παιδιού μου όταν ήταν 10 χρονών. Τότε, με την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου στην αγκαλιά μου, πήγαμε στην Αγγλία και όλα πήγαν καλά. Μεγάλη η χάρη του και δοξασμένο το όνομα του.

Έχοντας πάλι στην αγκαλιά μου την εικόνα του Αγίου με πολύ προσευχή, έκανα εγχείρηση. Ευτυχώς δεν ήταν προχωρημένος ο καρκίνος. Κάνω θεραπεία και με την βοήθεια του Αγίου Νεκταρίου, πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά. Σας παρακαλώ προσευχηθείτε κι εσείς για εμένα. Ευχαριστώ.

Thursday, November 16, 2017

Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για τον άλλο... ( Αγιος Παισιος )

Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για τον άλλο; Κανείς.

Όλοι ενδιαφερόμαστε για τον εαυτό μας, για τον άλλο τίποτα.

Γι’ αυτό θα δώσουμε λόγο.

Γιατί ο Θεός που είναι όλος αγάπη

δε θα μας συγχωρέσει αυτή την αδιαφορία για τον πλησίον μας…


Αγιος Παισιος

Saturday, November 11, 2017

Διηγείται ο Άγιος Νήφων για το χασμουρητό στην προσευχή


Διηγείται ο Άγιος Νήφων για το χασμουρητό στην προσευχή:
 
– Γνώρισα έναν άνθρωπο συνετό, που όταν κατάλαβε ότι το χασμουρητό στην προσευχή είναι από τους δαίμονες, πήρε απόφαση να μη χασμουρηθεί ποτέ πια.

Μόλις το αντιλήφθηκαν τα πονηρά δαιμόνια, σήκωσαν άγριο πόλεμο εναντίον του. Όμως κι αυτός αμυνόταν μ’ εξυπνάδα και δεν έσκυβε το κεφάλι στο θέλημά τους.

Ε, τί να σου πω! Ήταν να γελάς με τους δαίμονες… Άλλος πήγαινε κι άλλος ερχόταν, πασχίζοντας με μύριους τρόπους να κάνουν τον άνθρωπο να χασμουρηθεί. Φούσκωναν, ξεφούσκωναν, ιδρωκοπούσαν, αλλά τίποτα!

Πώς να μη γελάσεις, αλήθεια, με την αδυναμία τους; Κάθε μέρα άλλαζαν βάρδια ίσαμε τριάντα δαίμονες! Και κανείς τους δεν μπόρεσε να τον νικήσει.

Σημειώνει ο βιογράφος του:

Αυτά ο δίκαιος τα παρουσίαζε σαν κατορθώματα κάποιου άλλου. Εγώ όμως υποψιάζομαι πως αφορούσαν τον ίδιο, γιατί από τότε που γύρισε στο δρόμο του Θεού, κανείς δεν τον είδε να χασμουρηθεί ποτέ, αν και πολεμήθηκε σκληρά από τα πνεύματα της πονηρίας.
 
Το Χασμουρητό. Στην Προσευχή Είναι Από Τούς Δαίμονες. 

Wednesday, November 8, 2017

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Γιατί η τιμωρία του Θεού ήταν άμεση στην Παλαιά Διαθήκη;

Γιατί η τιμωρία του Θεού ήταν άμεση στην Παλαιά Διαθήκη;

- Γιατί, Γέροντα, στην Παλαιά Διαθήκη η τιμωρία του Θεού ήταν τόσο άμεση;

- Στην Παλαιά Διαθήκη εκείνη την γλώσσα, εκείνον τον νόμο καταλάβαιναν. Ο ίδιος Θεός ήταν και τότε, αλλά εκείνος ο νόμος ήταν για εκείνους τους ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν αλλιώς. Μη σας φαίνεται εκείνος ο νόμος σκληρός και το Ευαγγέλιο διαφορετικό. Ήταν ο νόμος που θα ωφελούσε εκείνη την εποχή. Δεν ήταν ο νόμος εκείνος βάρβαρος, αλλά η γενιά εκείνη ήταν βάρβαρη. Οι σημερινοί άνθρωποι μπορεί να κάνουν μεγαλύτερες βαρβαρότητες, αλλά τουλάχιστον μπορούν να καταλάβουν. Τώρα ένα κανδήλι κουνιέται και πόσοι άνθρωποι συγκλονίζονται! Ενώ, βλέπεις, τότε πόσα έκανε ο Θεός! Έδωσε δέκα μάστιγες στον Φαραώ, για να βγάλη τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο. Κάνει ξηρά την Ερυθρά θάλασσα, για να περάσουν. Τους δίνει νεφέλη την ημέρα, για να μην τους καίη ο ήλιος, στήλη φωτεινή την νύχτα, για να τους οδηγή. Και μετά από τόσα γεγονότα έφθασαν στο σημείο να ζητήσουν για Θεό ένα χρυσό μοσχάρι*! Σήμερα οι άνθρωποι δεν θα έλεγαν ποτέ ότι ένα μοσχάρι θα τους οδηγήση στην Γη της Επαγγελίας.
___________
* Βλ. Έξ. 32, 1-6.

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Λόγοι Α΄ Με πόνο και Αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο
 

Saturday, November 4, 2017

Prayer, repentance and humility. ( Elder Joseph the Hesychast )


“The only hope of salvation from the delusions and the heresies, the innovations and the traps of wicked people and of the devil is prayer, repentance and humility.” 
 
Elder Joseph the Hesychast
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...