Monday, May 25, 2015

Οι Αόρατοι ασκητές της Κρήτης...



Το «Άγιον Όρος» της Κρήτης
Όταν αναπτύχθηκε και στην Κρήτη ο αναχωρητισμός- ερημητισμός, επέλεξε να απλωθεί στην ευρύτερη περιοχή των Καλών Λιμένων (περιοχή στην οποία προσάραξε και παρέμεινε ο Απόστολος Παύλος, μεταφερόμενος στην Ρώμη), κι από εκεί σε όλα τα κεντρικά και νότια Αστερούσια όρη με τελικό επίκεντρο το Αγιοφάραγγο. Δικαίως ονομάστηκαν τα Αστερούσια «Άγιον Όρος της Κρήτης». Ο ερημητισμός αυτός έφθασε σε πολύ μεγάλη ακμή όχι μόνο σε αριθμό αλλά και σε ποιότητα. Απόδειξη το γεγονός ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης διδάχθηκε εκεί την νοερά προσευχή από τον ασκητή Αρσένιο, την οποία δίδαξε και ο ίδιος στην συνέχεια στο Άγιον Όρος.
Ορατές μαρτυρίες του ερημητισμού των Αστερουσίων είναι τα μέχρι σήμερα σωζόμενα ασκητήρια, τα οποία είναι παντού εγκατεσπαρμένα.
Οι ερημίτες υπήρχαν ως τα μέσα του 20ου αιώνα και μάλιστα σε απόλυτη απομόνωση. Μέχρι σήμερα ακούγονται παραδόσεις για αόρατους ασκητές, ασκητές δηλαδή που με την χάρη του Θεού έχουν φτάσει σε πολύ μεγάλα μέτρα αγιότητας και έχουν το χάρισμα να γίνονται αόρατοι από τους ανθρώπους. Και αυτό όχι γιατί τους φοβούνται, αλλά κυρίως για να μην αποσπώνται από τον σκοπό που πήγαν εκεί, να ενωθούν με τον Θεό.


Μαρτυρίες πολλές, διηγήσεις άπειρες …;. Αλλά πως μπορούμε εμείς να αναφέρουμε μόνο σε λίγες γραμμές το τι θαυμαστά γίνονται εκεί στην περιοχή των Αστερουσίων. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν θα αναφέρουμε τις πηγές από τις οποίες αντλήσαμε τα παρακάτω στοιχεία και αυτό για ευνόητους λόγους.

Υπάρχουν λοιπόν αρκετές μαρτυρίες για την εμφάνιση αόρατων αλλά και ορατών ασκητών στην περιοχή του Αγιοφάραγγου ακόμη και σήμερα. Σύμφωνα με μαρτυρίες ιερέων που κοινωνούν κάποιους από αυτούς, υπάρχουν δυο ασκητές οι οποίοι είναι ορατοί στους ανθρώπους. Μας διηγείται ο ιερεύς, ότι για να πάει να κοινωνήσει τον ασκητή Θεοδόσιο κάνει πορεία δυο με τρεις ώρες πάνω στα βουνά, πάνω σε μέρη δύσβατα και απρόσιτα. Όταν όμως φτάνει στο μέρος όπου ασκητεύει ο πατήρ Θεοδόσιος, μια ευωδία απλώνεται στην περιοχή.

Το ασκητήριο, δυο επί δυο. Ίσα- ίσα χωράει μέσα ο γέροντας Θεοδόσιος. Αλλά η καρδιά του χωράει όλη την κτίση, όλο τον κόσμο. Γιατί κοινωνεί και επικοινωνεί με τον κόσμο. Πως ; όταν ο ιερεύς πάει να κοινωνήσει τον γέροντα του δίνει χαρτιά με τα ονόματα ορισμένων ανθρώπων που χρήζουν βοηθείας. Έτσι ο γέροντας προσεύχεται διακαώς για αυτούς. Μας εξομολογείτε ο ιερεύς ότι το σώμα του γέροντα είναι γερασμένο αλλά το πρόσωπό του λάμπει σαν τον ήλιο. Σημαντικό δε είναι το γεγονός ότι, και άλλοι άνθρωποι έχουν συναντήσει τον γέροντα Θεοδόσιο, συζητώντας μαζί του ποικίλα θέματα.

Συγκλονιστική δε είναι η μαρτυρία τους ιερέως που επικοινωνεί με τον γέροντα Θεοδόσιο, όταν τον ρώτησε : Γέροντα πόσοι ασκητές είστε εδώ; Ο γέροντας χαμογέλασε, και με γλυκιά φωνή του απαντά, πολλοί.

Αυτό μπορούν να μας το διαβεβαιώσουν πολλοί από τα πλησιέστερα εκεί χωριά. Και αυτό γιατί υπάρχει η μαρτυρία ότι όταν είναι καιρός να κουρευτούν τα πρόβατα, τότε όλα τα ζώα και περισσότερο τα άγρια κατσίκια που ζουν στα αστερούσια είναι κουρεμένα. Και αυτό είναι δείγμα ότι υπάρχουν και άλλοι πολλοί ασκητές στην εκεί περιοχή, που ακόμη και τα άγρια ζώα υπακούουν σε αυτούς, όπως τόσοι άγιοι έγιναν προσιτοί στα άγρια ζώα και θηρία …;

Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες έμπιστων ανθρώπων οι ασκητές οι οποίοι ζουν στα Αστερούσια είναι περίπου 20, και αυτό το λέμε και πάλι με επιφύλαξη. Ίσως είναι λιγότεροι ίσως περισσότεροι. Εμείς όμως πρέπει να σεβαστούμε την απόφασή τους αυτή, δηλ. την απομόνωσή τους από τον κόσμο και την απόλυτη αφοσίωσή τους προς Τον Θεό. Δια τούτο και όλοι οι Κρητικοί γνωρίζουμε αλλά δεν αποκαλύπτουμε.

Μπορούμε όμως να αναφέρουμε άλλα δυο θαυμαστά γεγονότα τα οποία πραγματοποιηθήκαν στην εκεί περιοχή.

Ήταν κάποτε μια ομάδα νέων ανθρώπων και ήθελε να περιηγηθεί στα δύσβατα μονοπάτια των Αστερουσίων. Όταν σκοτείνιαζε, αποφάσισαν να φύγουν. Τότε ένας από την ομάδα είπε : είδατε προλαβαίναμε να κάνουμε την παράκληση του Αγίου Αντωνίου που μας είπε εκείνος ο καλόγερος πάνω στο βουνό. Τότε οι άλλοι ξαφνιάστηκαν και του είπαν ότι δεν συνάντησαν κανένα καλόγερο καθ’ όλη την διάρκεια του περιπάτου. Εκείνος δε , επέμενε ότι τον συνάντησαν και τους είπε να ψάλλουν την παράκληση … Βλέπουμε λοιπόν ότι οι «αόρατοι ασκητές» εμφανίζονται μόνο σε αυτούς οι οποίοι έχουν καθαρή καρδιά και αγνό λογισμό.

Θαυμαστό είναι και το εξής γεγονός : όταν ένας περιηγητής τραβούσε με την βιντεοκάμερά του το καταπληκτικό τοπίο στο Αγιοφάραγγο, η κάμερά του συνέλαβε ένα καλόγερο. Και με την περιέργεια που διακρίνει την ανθρώπινη φύση, πήγαινε από πίσω του και τον βιντεοσκοπούσε. Όταν λοιπόν έβαλε την κάμερα να παίξει αυτά που έγραψε, είδε ότι τράβηξε, όλα τα τοπία, τα βουνά, τα νερά … αλλά ο μοναχός έλλειπε από την λήψη. Τότε ξαφνιάστηκε και κατάλαβε ότι επιτελούνται θαυμαστά έργα εκεί, και οι μοναχοί θέλουν την απόλυτη ησυχία και γαλήνη. Δια τούτο και εξαφανίστηκε ο μοναχός δια θαύματος από την λήψη της βιντεοκάμερας.
πηγή




Στο Αγιοφάραγγο, νότια του νομού Ηρκαλείου Κρήτης (Αστερούσια Όρη) υπάρχουν πολλά παλαιά ερημητήρια σε σπηλιές. Εκεί λένε πως ζουν και σήμερα ακόμη αόρατοι ασκητές, που έχουν το χάρισμα να παραμένουν αθέατοι, αν θέλουν, ακόμη κι αν κάποιος περάσει δίπλα τους.

Σύμφωνα με παράδοση, που μας είχε αφηγηθεί η γερόντισσα Συγκλητική, μεγαλόσχημη μοναχή στο Ρέθυμνο (ηγουμένη στο μικροσκοπικό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στο λόφο του Τιμίου Σταυρού, εντός της πόλης του Ρεθύμνου), οι ασκητές αυτοί είναι υπεραιωνόβιοι, αφού παίρνουν παράταση από το Θεό να ζήσουν όσα χρόνια θέλουν. Η ίδια γερόντισσα μας είπε ότι με μια αόρατη ασκήτρια από το Αγιοφάραγγο είχε επικοινωνία ο άγιος γέροντας Κύριλλος Παναγιωτάκης από τα Ακούμια Ρεθύμνης (κοιμήθηκε 1986), εφημέριος της ίδιας μονής.

Θρύλους γι’ αυτούς αναφέρει ο Νίκος Ψιλάκης στο βιβλίο του Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, Ηράκλειο 1994, τόμ. Α΄, σελ. 236.

Παραθέτουμε τρεις: Στο Γουμενόσπηλιο έρχονταν μια φορά το χρόνο οι ασκητές, από τον Πρέβελη ώς τον Κουδουμά [μοναστήρια, το ένα νότια Ρεθύμνου, το άλλο νότια Ηρακλείου]. Είχε 300 πέτρες γύρω γύρω και καθένας καθόταν στη δική του. Μετρούσανε κεφαλές και, αν έλειπε κανείς, ελέγανε: «Ο Θεός να τόνε συχωρέσει». Μόνο τότε, κάθε Λαμπρή, εθωρούσε ο ένας τον άλλο.

Σ’ ένα σπήλιο στο Μάρτσαλο εζούσε ένας ασκητής. Πηγαίνανε και του ζητούσαν ευλογία οι ανθρώποι, αλλά αυτός δεν εμφανιζότανε ποτέ. Έβγαζε μόνο το δαχτυλάκι του από μια τρύπα και σταύρωνε. Άνθρωπος δεν είδε ποτέ το πρόσωπό του.

Στον Άγιο Αντώνιο στο Αγιοφάραγγο μαζώνονται κάθε νύχτα οι ασκητές και λειτουργούνε. Τυχερός όποιος τους δει. Ένας παλιός ηγούμενος της Οδηγήτριας σηκωνότανε τα μεσάνυχτα, πήγαινε και λέγανε πως πολλές φορές έπαιρνε κι αντίδωρο.


πηγη

The Two Drachma Coin


I would like to share with you some meaningful stories from my childhood years. I grew up with my older sister in the poor neighborhoods of Sykies[1]. My father's wages were not enough, and, sometimes even nonexistent. Our meals were very frugal, but blessed. We were forced to work from an early age because of our poverty. We never had our own home, and we were forced to move many times, like gypsies.

Every Sunday morning my sister and I would wait on the balcony for the koulouri [a bagel like or ring-shaped bread roll covered with sesame seeds, often sold in the street] man to pass by. We were so eager to get our beloved koulouri, which would quickly disappear in a glass of hot milk. It was such a great joy knowing I had a koulouri and not just stale bread. I wouldn’t even allow a sesame seed to go to waste.

From a young age, my mother would send me by bus to the village market to pick up a few last minute necessities. As an avid shopper, I always managed to have some spare change left, so that I could treat myself to marbles and soccer cards[2]. While returning, a little before reaching the bus terminal, I would encounter beggars on the street. There was a blind man who would play the accordion. A few meters further down, there was a little old lady in rags, further down a paralytic, and further yet, a lady who was nursing her little infant. I still remember that I would look at her somewhat perplexed. As I was waiting for the bus, I couldn’t help to think about all these poor beggars. I felt much pain and sadness in my childhood soul. Many times I wanted to cry and would tell myself, “Aren’t you ashamed to take the bus while this lady doesn’t even have money to buy milk for her little child?” So, I would go to give this lady a two drachma coin [my bus fair], when no one could see me. This gave me so much joy that the half an hour uphill walk to Sykies, didn’t bother me at all. I had so much joy in me that I would walk, often having to pull my underwear up, because as usual the band was broken, and the underwear would fall below my shorts. This didn’t even faze me because I knew that in my childhood innocence, I did what dear Christ wanted. When I arrived home, I wouldn’t say anything to anyone.

The next time I'd go down to the market, I profited again a two drachma coin from my avid shopping. I remember one day I went to a kiosk. I lifted my little legs on a stool because I couldn’t reach the counter, and I said, “Sir, can you please change this, into four half drachma coins?” After this maneuver, I felt richer because I could distribute all four half drachma coins to the four beggars, and this was a great accomplishment in my childhood soul’s innocence. The joy was fourfold. The band was still broken on my underwear. I did not care, however, as long as the girl I had a crush on would not see me on the way, so I would become the laughing stock of the neighborhood. My joy was so great that I saw the uphill walk as a level road.

I remember wearing the blue and white uniforms[3], during the first grades of elementary school. Every Wednesday morning our whole school would go to church. At the time of the Divine Liturgy, I would lift up my eyes upward to the saints and ask a different favor from each one of them. “You, my saint, go and guard my uncle with the sheep." Another saint I would tell to go to my uncle who was at the fields. Another one, I would ask to go to my grandfather and grandmother, whom I loved very much. I would ask another one to go to the poor beggars at the Sykies bus terminal because I hadn’t gone there in quite a while to leave the two drachma coin. Where wouldn’t I send the saints every Wednesday! I wouldn’t forget anyone. I would lift up my little eyes and pray. Tears would come into my eyes, and I didn’t know why. I would wipe them quickly, so my fellow students wouldn’t see me and make fun of me. Before you know it little Thanasi grew up. He started his own family, changed quite a few jobs, and for many years now, he has been making ends meet driving a taxi [around Thessaloniki as he does to this day].


[1] Sykies is located about twenty miles north of Thessaloniki.


[2] The equivalent of baseball cards in Greece since soccer is the most popular European sport.


[3] Patriotic colors of Greece.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...