Friday, November 23, 2012

Η Ευχή (Περί νοερᾶς προσευχῆς) - Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης




Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης

Εὐλογημένα μου παιδιά, σήμερα ὁ λόγος μας θὰ εἶναι καὶ πάλι γιὰ τὴν εὐλογημένη νοερὰ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ μας.

Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ προσευχὴ αὐτή; Γιατί δὲν μοιάζει μὲ τὶς ἄλλες γνωστὲς προσευχὲς καὶ τὰ ὡραιότατα λατρευτικά, δοξαστικά, ἱκετευτικὰ καὶ ὑμνολογικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας; Διότι εἶναι ἡ πεμπτουσία ὅλων αὐτῶν τῶν προσευχῶν, σὲ μιὰ τελείως λιτὴ διατύπωση, εὔκολη, εὔχρηστη, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικὴ καὶ ἁγιαστική, ἀφοῦ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἀσκεῖται γίνεται ὄχι μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ βαπτισμένου ἀνθρώπου, ὅπου κατοικεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐκεῖ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς, ἀπαρνούμενος τὸν κόσμο καὶ συγκεντρούμενος μέσα στὸ φυσικό του κατοικητήριο (τὴν καρδιὰ) καὶ ἐκεῖ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, ἐπικαλούμενος νοερά, ἀφάνταστα, ἀσχημάτιστα, ἀχρωμάτιστα, ἀδιάλειπτα, τὸ πανίσχυρο καὶ ζωοπάροχο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν».

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ μας εἶναι ἁπλή, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ μακροχρόνιο κόπο καὶ βία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Διότι ἡ προσευχὴ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μόχθος καὶ κόπος ἀέναος, γιὰ νὰ ἀποσπάσουμε τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὰ γήϊνα καὶ τὰ μάταια καὶ νὰ στραφοῦμε ἀνυποχώρητα πρὸς τὰ οὐράνια. Ὁ Ἀββᾶς Εὐάγριος ἔγραψε, «προσευχὴ γὰρ ἐστὶν ἀπόθεσις νοημάτων».

Ἡ πιὸ δύσκολη ἀρετὴ εἶναι ἡ προσευχή, διότι αὐτὴν μάχεται καὶ ἐχθρεύεται ὁ μισόκαλος διάβολος, καὶ μετέρχεται τὰ πάντα μὲ ἀπίθανη πονηρία προκειμένου νὰ τὴν ἐμποδίσει, εἰδικὰ αὐτήν, τὴν νοερὰ καλουμένη προσευχή, καὶ ἔτσι νὰ ἀποτρέψει τὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ τὴν ἐγκάρδια συνομιλία τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μὲ τὸ Θεό.

Εἶναι τόσοι οἱ περισπασμοὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, ἡ πολύμορφη ματαιολατρεία καὶ οἱ πειρασμοί, ὥστε δύσκολα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ στρέψει τὴν προσοχὴ του ἀπόλυτα καὶ νὰ ἑνώσει τὸ νοῦ μὲ τὴν καρδιά. Ὅσο ἁπλὸ φαίνεται καὶ εὔκολο, νὰ ὁδηγήσει ὁ προσευχόμενος τὸ νοῦ του στὴν καρδιά, τόσο καὶ οἱ προβαλλόμενες δυσκολίες ἐκ τοῦ πονηροῦ εἶναι προβληματικές, τουλάχιστον στὴν ἀρχὴ τῆς προσπάθειας. Χρειάζεται κόπος πολὺς καὶ ἀγώνας καὶ ἐπιμονὴ γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ νοῦς μέσα στὴν καρδιά.

Χρειάζεται ἀκόμη, μεγάλη προσοχή, νὰ γνωρίζουμε τὸν μηχανισμό της καὶ τὶς προϋποθέσεις, ὥστε νὰ μὴν πέσει κανεὶς σὲ πλάνη καὶ φαντάζεται ὅτι προσεύχεται νοερῶς ἢ ἀκόμη ὅτι βλέπει ὁράματα, καὶ γίνει περίπαιγμα τῶν δαιμόνων. Πόση ἀνάγκη λοιπὸν ἔχει ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται νοερὰ καὶ μὲ προαίρεσι ἀγαθή, ἀπὸ ἔμπειρον ὁδηγὸν στὰ τοιαῦτα! Ἀπὸ ἔλλειψη ὁδηγῶν, πολλοὶ πλανέθηκαν ἀπὸ πονηρία τῶν δαιμόνων καὶ ἔχασαν τὴν ψυχή τους.

Ἔτσι λοιπόν, ἡ προσευχὴ ποὺ ἀρχίζει ὡς θεληματικὴ ἐνέργεια καὶ ὡς βία κατὰ τῶν ματαίων ἐπιθυμιῶν μας, σιγὰ - σιγὰ γίνεται θεόσδοτο καὶ οὐράνιο δῶρο καὶ συνεχίζεται μέσα μας, σὰν μιὰ δεύτερη ἀναπνοή, νύχτα καὶ ἡμέρα, καὶ μᾶς φέρνει σὲ ἄμεση καὶ ἀδιάκοπη ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό, καὶ ἡ ψυχή μας δέχεται τὴν ἀγαλλίαση τοῦ Θείου Πνεύματος, σὰν φώτιση, κάθαρση, ἁγιασμὸ καὶ ὅλες τὶς ἄλλες θεῖες δωρεές.

Ὅταν, λοιπόν, κατανοήσουμε ὅτι μὲ τὴ βάπτισή μας στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, δὲν καθαριστήκαμε μόνο ἀπὸ τὸν ρύπο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ ταυτόχρονα δεχθήκαμε τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ πιστεύσομε εἰλικρινὰ ὅτι μέσα μας κατοικεῖ ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος, ὁ ἄπειρος καὶ ἀπερινόητος, τότε ἡ πίστις αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀντιληφθοῦμε καθαρὰ τὴν σημασία, ἀλλὰ καὶ τὴν δύναμη τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, καὶ τὸν λόγο, ποὺ ἐπιβάλλει τὴν συγκέντρωση τῆς προσοχῆς καὶ τοῦ νοῦ μέσα στὴν καρδιά.

Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, «σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖον σου...» δὲν ἀναφέρονται σὲ κανένα ὑλικὸ ταμεῖο, σὲ χῶρο ὑλικό, ἀλλὰ πνευματικό. Καὶ πνευματικὸ ταμεῖο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ἡ καρδιά. Ἡ καρδιὰ ἐπίσης εἶναι -κατὰ τοὺς Νηπτικοὺς Πατέρες- καὶ τόπος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς τῆς ψυχῆς. Καὶ ὅταν ὁ νοῦς κατέβει στὴν καρδιὰ καὶ δὴ στὴν πνευματική, δὲν πρέπει νὰ μείνει σιωπηρὸς καὶ ἄπραγος, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀσχολεῖται πάντοτε μὲ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», χωρὶς διακοπή, πρᾶγμα, ποὺ τὸ κατορθώνει ἡ βία, κυρίως ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ διάβολος πολὺ ἐνοχλεῖται μ' αὐτὸ τὸ θέμα. Δὲν θέλει ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ νὰ λέγεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀντιστρατεύεται τρομερὰ ὅταν δεῖ ἄνθρωπο νὰ σκέπτεται ἢ νὰ ἀρχίζει νὰ προσεύχεται νοερά. Τὸ πανάγιο ὄνομα τοῦ Σωτῆρος τὸν κάνει ἀνάστατο, θηρίο.

Βλέπετε πὼς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ πλᾶσμα του, τὸν ἄνθρωπο, εἶναι πολὺ μεγάλη. Ὁ Χριστὸς ἂν καὶ Θεός, ἐπτώχευσε, ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ πέρασε τόσα βάσανα γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰώνια ζωή. Τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν περιγράφεται. Μιὰ στιγμὴ αὐτῆς τῆς ἐπουρανίου ζωῆς εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη καὶ ὡραιότερη, ἀπ' ὅλες τὶς χαρὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Γι' αὐτὸ μὴ προσκολληθεῖ ἡ ψυχή μας σ' αὐτὸ τὸν μάταιο καὶ παροδικὸ κόσμο. Ἐδῶ ὅ,τι ἔχουμε, μιὰ μέρα θὰ τὸ χάσουμε. Γιατὶ δὲν μᾶς χρειάζεται ἐκεῖ. Θὰ πάρουμε μαζί μας μόνο τὰ καλά μας ἔργα καὶ τὴν καθαρὴ ψυχή. Αὐτὰ θὰ γίνουν εἰσιτήριο γιὰ τὸ οὐράνιο ταξίδι. Ἂν εἴμαστε καθαροὶ θὰ συνοδεύσουν ἄγγελοι τὴν ψυχή μας στὸν ἄγνωστο αὐτὸ δρόμο ποὺ πρώτη φορὰ θὰ βαδίζει πηγαίνοντας νὰ προσκυνήσει τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἂν τότε βρεθοῦμε χρεωμένοι, ἄλλοιμονό μας, μᾶς ἁρπάζουν οἱ δαίμονες˙ δὲν ὑπάρχει φρικτώτερη ὥρα ἀπ' αὐτήν. Αὐτὰ νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας, καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ Τὸν γνωρίσουμε καὶ νὰ Τὸν ἀγαποῦμε. Ὅ,τι θλίψεις περνᾶνε σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐκεῖ θὰ μᾶς εἶναι ἀνακούφιση˙ θὰ εἶναι βραβεῖα τῆς ὑπομονῆς μας στὸν κόσμο αὐτό. Ὅποιος δὲν περάσει βάσανα σ' αὐτὸ τὸν κόσμο, δὲν σώζεται. Κάνετε λοιπὸν ὑπομονὴ μέχρι τέλους. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται».

Ὁ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐνανθρωπήσας Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εὔχομαι νὰ γεννηθῆ μέσα στὶς ψυχὲς ὅλων μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγιάζει καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύει στὸν ἀγώνα τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς νήψεως, στὴν καταπολέμηση τῆς ἀμέλειας καὶ τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας, διὰ πρεσβειῶν τῆς Κεχαριτωμένης Παρθένου Μαρίας καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Ἀμήν.

Θαυμάσια καὶ σωτήρια ἡ φωτισμένη πεῖρα τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, μᾶς βοηθᾶ, ὥστε εὔστοχα νὰ διδασκώμεθα τὸν τρόπο καὶ τὸν σκοπὸ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φθάνει ὁ καλῶς προσευχόμενος στὴ θεία ἐπαφὴ κατὰ τρόπο ἀνέκφραστο. Τόσο οἱ παλαιοὶ ἀσκητὲς Πατέρες, ὅσο καὶ οἱ τωρινοὶ Γέροντες, μᾶς λέγουν πῶς νὰ προσευχώμεθα: κάθησε σ' ἕνα τόπο παράμερο, ἥσυχο, μόνος μέσα στὸ κελλάκι σου καὶ ἐκεῖ μάζωξε τὸ νοῦ σου ἀπὸ κάθε πρόσκαιρο καὶ μάταιο πρᾶγμα. Πρωτίστως ὅμως, ὁ νοῦς, μὲ τὴν αἴσθησή του, νὰ ἔχει βρεῖ τὴν καρδιά, χωρὶς νὰ τὴν φαντάζεται, σκεπτόμενος ὅτι στὴν καρδιὰ βρίσκεται ἡ ἀόρατη χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος ποὺ ἐλάβαμε μὲ τὴν βάπτισή μας στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Στὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ τρόπου θὰ ὑπάρξουν δυσκολίες, κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο, ἀλλ' αὐτὲς δὲν πρέπει νὰ σταθοῦν ἐμπόδιο διότι θὰ παραμερίσουν μὲ τὸ χρόνο καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει πολὺ νὰ προσέξουμε, εἶναι ἡ ἀμέλεια. Ὁ χαμένος χρόνος δὲν ξαναγυρίζει πλέον γιὰ νὰ ποῦμε τὶς χαμένες εὐχές. Τὸ πνευματικὸ κέρδος των δὲν τὸ ἔχουμε βάλει στὸ πνευματικὸ βαλάντιο. Αὐτὸ θὰ μᾶς συμβεῖ καὶ στὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας, ἂν δὲν ἀναλάβουμε ἀγώνα ἐπιμελημένο, νὰ βιάσουμε τὸν ἑαυτό μας στὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἀποκλείοντας ἔτσι τὰ κακὰ τῆς ἀμέλειας.

Ὅταν νοιώθω τὴν εὐχὴ νὰ λέγεται τόσο ὄμορφα καὶ ἡ ψυχή μου νὰ ὁλοδροσίζεται θεοχαριτωμένα, τότε πιά, πέρα ὡς πέρα, ἀντιλαμβάνομαι τί μεγάλη ζημιὰ μοῦ ἔκανε ὁ λίβας τῆς καταστρεπτικῆς ἀμέλειας, καίγοντας καὶ μαραίνοντας τὸ ὁλόδροσο θεϊκὸ λουλούδι, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Τρέμω ἀπὸ φόβο καὶ ἔλεγχο, γιὰ τὸ τί θὰ πῶ στὸ Θεό, μετὰ ἀπὸ τόσες γνώσεις περὶ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νήψεως, ὅταν παρουσιάσω τόση ἀσυγχώρητη ἀμέλεια στὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ μας.

Ἑκατομμύρια εὐχὲς ματαίωσε ὁ χρόνος τῆς ραθυμίας καὶ τῆς ἀμέλειας! Νὰ ἦταν αὐτὸ μόνο! Ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ πλαδαρὴ ζωὴ πόσα καὶ πόσα ἁμαρτήματα δὲν συσσωρεύουν, καὶ σὰν ἄλλο δυσβάστακτο φορτίο, φορτώνονται στοὺς ἀδύναμους ὤμους τῆς καχεκτικῆς ψυχῆς τοῦ ἀμελοῦς!
Τὰ ἁμαρτήματα τοῦ ἀνθρώπου γίνονται τεῖχος (κατὰ τοὺς Πατέρες) ἀνάμεσα ψυχῆς καὶ Θεοῦ καὶ ἐμποδίζουν ἔτσι τὸ θεῖο ἔλεος νὰ κατέλθει στὸν ἄνθρωπο. Τὸ μακάβριο αὐτὸ τεῖχος τῶν ἁμαρτιῶν πρέπει νὰ πέσει, γιὰ νὰ ἐπανασυνδεθεῖ ἡ ψυχή, μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα της. Καὶ πέφτει μόνο μὲ τὴν ἱερὴ δύναμη τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς μετάνοιας. Καὶ τότε, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κατεβαίνει ὡς ἄλλη δρόσος Ἀερμών, σὰν ὁλοφώτεινος ἀνοιξιάτικος ἥλιος, καὶ πλημμυρίζει ἡ καρδιὰ τοῦ κεκαθαρμένου ἀνθρώπου ἀπὸ χάρι καὶ δάκρυα μετανοίας καὶ ἀνέκφραστης χαρᾶς. Καὶ ἂν διατηρήσει αὐτὴ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἐν προσοχῇ σὲ ὅλα, καὶ τὴν σμίξει μὲ τὴν ἐργασία τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, καὶ χωρίσει τὸν ἑαυτό του ἐν ἡσυχίᾳ, μονάζων «ὡς στρουθίον ἐπὶ δώματος», τότε ἄρχονται τὰ ὑψηλὰ τοῦ θείου ἐλέους. Ἐδῶ ἀφήνω τὸν ἡσυχαστικὸ φιλόσοφο, τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὰ ὑψηλὰ χαρίσματα τῆς μετανοίας καὶ τῆς εὐχῆς.

«Διὰ τῆς συνεχοῦς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, φεύγουν οἱ μάταιοι λογισμοί, ὁ νοῦς περιορίζεται εἰς τὴν ἐνθύμησιν τῶν θείων νοημάτων, δὲν ἐνδιαφέρεται διὰ τὴν παροῦσαν ζωήν, ἀλλὰ ἐκ τῆς μεγίστης ἡδονῆς τῆς συνεχοῦς μελέτης τοῦ θείου ὀνόματος, ὑψοῦται εἰς τὸν Θεόν. Λαμβάνει αἴσθησιν τῆς ἄλλης ζωῆς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καὶ τὴν εἰς τοὺς δικαίους ἀποκειμένην ἐλπίδα, προγεύεται τὸ μεγαλεῖον ἐκείνης τῆς ζωῆς καὶ λέγει μετ' ἐκπλήξεως, «ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως καὶ φρονήσεως τοῦ ἀνεξιχνιάστου Θεοῦ». Διότι ἡτοίμασεν ἄλλον κόσμον τόσον θαυμαστὸν διὰ νὰ εἰσαγάγη εἰς αὐτὸν ὅλους τοὺς λογικοὺς καὶ φυλάξει αὐτοὺς εἰς τὴν ἀτελεύτητον ζωήν... Κάθε κόπος καὶ μόχθος καὶ πειρασμὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ συγκριθῆ μὲ τὴν μακαρίαν ἐκείνην ζωήν. Καὶ μυρίας ζωὰς ἐὰν ἔχομεν, καὶ ὅλας ἐὰν τὰς ἐθυσιάζαμεν, δὲν ἐκάναμεν τίποτε τὸ σπουδαῖον ἐν σχέσει πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Δεσπότης Χριστός, διὰ τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ αἵματος ἐπιποθεῖ νὰ ἀποκαταστήση ἡμᾶς... Διὰ τοῦτο ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος λέγει «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι δόξαν». (Αὐτὸ ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ).

Τί πόθος ἱερός, τί ζῆλος ἀγαθὸς ποὺ γίνεται στὴν ψυχή, ἀκούγοντας τόσα ὡραῖα πνευματικὰ χαρίσματα περὶ οὐρανίας γεύσεως, ποὺ λαμβάνει ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ εἰλικρινά, ποὺ προσεύχεται συνεχῶς καὶ ἡσυχάζει. Ἂν θέλουμε καὶ ἡμεῖς νὰ γευθοῦμε μὲ αἴσθηση τὴν αἰώνια ζωή, τὸ Θεὸ μέσα μας, μὲ αἴσθηση καὶ ψηλάφηση, πρέπει νὰ ἀναλάβουμε βιαστικὸ ἀγώνα νήψεως ἐν πᾶσι. Νὰ ἀφήσουμε τὴν ἀμέλεια στὴν ἄκρη, καὶ νὰ πιάσουμε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ στὸ στόμα, στὸ νοῦ, ἀδιάλειπτα, προσέχοντας καὶ ἐπαγρυπνώντας σὲ ὅλα. Ἡ ἐπίγνωση τῆς μηδαμινότητάς μας νὰ κάμνει ἀνύστακτα τὴν παρουσία της σ' ὅλες τὶς ἐνέργειες τοῦ νοῦ. Ἡ μνήμη τῆς θείας παρουσίας, πρέπει νὰ μᾶς συνέχει συνεχῶς.

Τί νοερὴ δροσιὰ ποὺ ἁπλώνεται στὴν ψυχή, καὶ τί ἀσφάλεια τῆς γίνεται, νοιώθοντας ὅτι ζῆ καὶ ὑπάρχει μέσα στὸ Θεὸ Πατέρα της καὶ αὐτὸς μέσα σ' αὐτήν! Τί μακαριώτερο νὰ ἀξιωθεῖ ὁ τιποτένιος ἄνθρωπος νὰ νοιώσει ζωντανὰ τὸ Θεὸ κατὰ χάριν καὶ μέθεξιν!

Εὐλογημένα μου παιδιά! Προσπαθῆστε νὰ αἰσθανθῆτε τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ Χριστὸς «ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ καὶ γέγονεν ἄνθρωπος» γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν Οὐράνια βασιλεία Του. Ἐχάσαμε μὲ τὴν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων τὸν ἐπίγειο Παράδεισο, ἀντ' αὐτοῦ ὅμως ὁ Χριστός, μᾶς χαρίζει τὸν οὐράνιο Παράδεισο.

Three moving miracles of St. John the Russian

                                                                
St. John the Russian

An unbelieving physician is miraculously healed

At Limne of Evia lived and worked a physician named Mantzoros. As a physician he was very good, but he did not believe in Christ, and of course did not wish to hear questions about religion and the soul. He was against religion, and his opinions were harsh on the subject of Christianity.

One day, he however became very sick. This illness had struck this unbelieving doctor with terrible pains as soon as it arrived. Amidst unbearable pains, he was taken to the Hospital of Chalkida. There, due to his illness, they were unable to help him, so they sent him to the Athens clinic “Pantocrator”, which is on September 3rd road. There they took x-rays and and ran blood tests, which showed that he had a problem with his large intestine...The physicians of the Hospital, therefore, said that if he agreed, he would be operated on the next day. He agreed, based on the medical knowledge that he had. But the words of his brethren: “Take hope in the Almighty, O brother”, led him to a spontaneous prayer from his soul the night before his surgery. He entreated God, not only to make him well, but to forgive him for the disbelief which he had shown for so many years.

During his prayer, someone knocked on his door and entered. It was a beautiful young man, who opened his door and entered the doctor's room.

“What do you have?” he asked.

“I am very sick” the doctor answered.

“But you don't have anything wrong with you” he replied.

“What are you saying, my Christian? I have colon cancer of the final stage, and tomorrow I am going to surgery. Do you understand what is going on?”

The young man replied “You don't have anything wrong with you anymore. I made you well.”

“Don't you have any shame talking like this to a sick man?” the doctor said, “Are you just trying to calm me down?”

“I am Saint John the Russian. If you insist, have the surgery tomorrow, and you will be convinced that nothing is wrong with you.” The young man disappeared.

The doctor was full of agony, and he rang the bell in his room to ask the nurses who the young man was who came to his room. However, not one of the nurses had seen anything. The next day, the sick physician went to the operating room for the surgery. The doctors were ready for the operation when they heard the doctor tell them that he didn't need the surgery, and that his health was good: “Saint John the Russian healed me”.

“What are you talking about?” they asked him, “We're in the 20th century, what are you talking about brother? Our brother must be out of it.”

Though the sick man had improved, they continued with the surgery. He went under anesthesia, and when they opened him up, they did not find any cancer. The Saint had done his miracle, and the doctors were astonished, and were looking at each other. The doctor was totally well. He relates this himself, wherever he goes.
(from the book: “Lives of Orthodox Saints 9: Saint John the Russian”, published by Entheos Vios
"The Saint Was Helping Me To Pray"
Aikaterina M. from Athens related the following miracle of St. John the Russian in 1995, about her first visit to the Church of Saint John the Russian in Evia:
The first time I came here with my friends, I barely knew who St. John was, nor did I know what to expect, as I had never seen incorrupt relics before. At first I was shocked - the saint's body was certainly there, as it should not have been if it had been subject to the normal processes of nature, but his skin looked dark and a little withered, and I was fearful of coming any closer to the glass coffin. I finally gathered my courage and went up to look. His face was covered with a gold cloth, out of reverence, but I could clearly see his hands and wrists. I knelt down beside the coffin to pray, feeling that even if it seemed strange to me, I should still try to be respectful. I asked the saint to help me understand what I was seeing, and to know him. When I finished praying, I went to sit in a chair off to the side while I waited for my friends. I thought that I should pray some more, but I didn't know any prayers to St. John so I took out my Akathist Hymn to the Panagia, which I always carry with me, and told St. John that it was for him also. I begged him to forgive me for not having a special prayer for him alone.

Probably like most people, I often don't pray very deeply unless someone I love is ill or in danger, and this time I began read the Akathist to the Panagia in my usual way, although I tried hard to concentrate on the words. Suddenly, I felt that someone had come up and was standing next to me. I looked around quickly, but the nearest person was kneeling at the relics with his back to me, about a dozen meters away. I went back to my prayers, and although I didn't actually hear anything spoken aloud, I had the distinct impression that someone was praying to the Panagia with me, with great strength and love. I suddenly found myself praying with a depth I have never felt before or since - as if I was somehow in the middle of the prayer, and it was alive. I could feel the prayer moving up to heaven, and I knew in my soul that it was St. John himself, praying with me.

I was filled with such awe and joy at the nearness of the saint who was helping me to pray even though I had been afraid of him. It felt like Pascha, and as if I had just received the Holy Mysteries. I come to him now as often as I can.

The Cane
For many years, pilgrims to the shrine of St. John the Russian saw a simple cane standing before the glass-enclosed sepulchre. It belonged to an old woman, Maria Spaik, who was bent over from osteoporosis and had been unable to stand upright for eighteen years. In August 1978, he relatives brought her to the Church of St. John and lifted her in their arms so that she could venerate the relics. When Maria saw the incorrupt body of the Saint, she began to cry, asking St. John to help her. As she prayed over the relics, she felt an invisible hand touch her back. The old woman drew herself up erect. Tears appeared in the eyes of all the onlookers. The bells were rung, and a Supplication Service was sung in thanksgiving. The cane was left at the shrine as a memorial of the miracle.

A short story of Elder Paisios, Fasting and Discernment




Elder Paisios of the Holy Mountain

A short story of Elder Paisios, Fasting and Discernment (amateur translation)
Two visitors, who appeared to be hard pious people, continued to look with disapproval on the Elder who was [boiling milk] being careful not to let it overflow or burn. Eventually one of them couldn’t stand it anymore and said to the Elder:

“Elder Paisios, we are in the first days of Lent, we have a strict fast, and you are boiling milk to drink?”

The Elder was silent. He did not respond. He took off the pot because the milk was boiling. Next, he went to the cell, brought six small, old, porcelain cups, arranged them in a row and carefully filled them. He waited a while for them to cool, while all were looking on in amazement, silently.

The two pious people saw all this with disgust, because they were thinking that because there were six people visiting and six cups, the monk therefore would dare to offer them milk during these days of strict fasting.

Elder Paisios took the filled cups one by one and placed them on a wooden tray, carried them seven meters away and left them on the ground, at the edge of a bush.

He placed them all there in a row, and then came and sat beside us and began to make a slow, strange whistling with his mouth, gazing towards the bushes.

A few minutes hadn’t passed before a viper appeared cautiously and later five baby snakes—her children.

I held my breath.

The snakes came, and passed all of us slithering, slowly reaching the cups, and gently began to drink their morning milk...

Δίψα Θεού - Αγίου Σιλουανού

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...