Saturday, June 28, 2014

Ανάβαση στην κορυφή του Άθωνα




ΦΩΤΟ:osiaefxi.com

Από την Καλύβη των Δανιηλαίων στα Κατουνάκια ετοιμάστηκαμε να ξεκινήσουμε την οδοιπορία μας προς την ενδότερη αθωνική έρημο και την ακροτάτη κορυφή του ΄Αθωνος.

Η διαδρομή προς τα άνω ήταν πολύ ανηφορική και κάπως μπερδεμένη, αφού υπήρχαν πολλά μονοπάτια που οδηγούσαν σε διάφορες κατευθύνσεις. Γι αυτό δοκιμάσαμε μεγάλη χαρά, όταν ακούσαμε το Γέροντα Γρηγόριο να μας λέει ότι μαζί μας θα ερχόταν και ο Θανάσης, ένας νεαρός φοιτητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, πνευματοκοπαίδι των Δανιηλαίων, που είχε να μεταφέρει κάποιες επιστολές στους Κερασιώτες και Αγιοβασιλειάτες Πατέρες.

Ο Θανάσης ήταν έμπειρος περιπατητής της ενδότερης ερήμου του ΄Αθω, γιατί είχε την ευλογία να τη διαβεί κι άλλες φορες. Ετσι κι εμείς ομολογουμένως αισθανθήκαμε κάποια ανακούφιση κι ασφάλεια, αφού δεν υπήρχε πια κίνδυνος να “χαθούμε” μέσα στο κακοτράχαλο τοπίο και στα πολλά μονοπάτια της βαθυτέρας αθωνικής ερήμου.
Κάναμε το σταυρό μας και ξεκινήσαμε. Πήραμε το κακοτράχαλο ανηφορικό μονοπάτι που θα μας οδηγούσε στον προορισμό μας κι ίσως και στην “ακροτάτη κορυφή”.
Ύστερα από σύντομη διαδρομή αντικρίσαμε προς τα δεξιά μας τις Καλύβες και τα Ησυχαστήρια των ανατολικών Κατουνακίων, απλωμένα στις πλαγιές μιας γραφικής ρεματιάς, που φιλοξένησαν στο παρελθόν και φιλοξενούν και σήμερα αγωνιστές μοναχούς.
Ανάμεσά τους ξεχωρίσαμε το Ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, όπου ασκείται ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης με τη συνοδεία του, ένας από τους οσιότερους και πνευματικότερους Πατέρες του σύγχρονου Αθω. Συγχρόνως φέραμε στο νου μας τις μεγάλες ασκητικές μορφές που αγωνίστηκαν κατά το πρόσφατο παρελθόν εδώ με πνευματικό ηρωισμό και αυταπάρνηση και άνθισαν πνευματικά στην ξηρή κι άνυδρη έρημο των Κατουνακίων. Μεταξύ αυτών κορυφαία θέση κατέχουν ο Γέροντας Ιγνάτιος ο Πνευματικός και ο έγκλειστος Γέροντας Καλλίνικος ο Ησυχαστής, ο μεγάλος νηπτικός πατέρας του Αθω.


Φωτο:fdathanasiou.wordpress.com

Αφήνοντας πίσω μας τα Κατουνάκια αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς την Κερασιά. Ευτυχώς το πολύ ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί εκεί σε πολλά σημεία του ήταν σκιερό κι έτσι ο φοβερός καύσωνας μετριαζόταν λιγο και μας επέτρεπε να συνεχίζουμε υπομονετικά την πορεία μας προς τα άνω. Κάποιες στιγμές σταματούσαμε λίγο, για να ανασάνουμε, και ρίχναμε τη ματιά μας προς τα κάτω βλέποντας το άγριο κακοτράχαλο τοπίο με τις χαράδρες, τα κράσπεδα των βράχων και τις ορθόκοφτες κορυφές κι εκφράζοντας το θαυμασμό μας που κατορθώσαμε να διαβούμε επιτυχώς όλα αυτά και να τα βλέπουμε τώρα αφ’ υψηλού.!
Κάποια στιγμή φτάσαμε κάθιδροι και κατάκοποι,σ χεδόν εξαντλημένοι, στο “Σταυρό”. Σ’ ένα σημείο στο οποίο δεσπόζει ένας μεγάλος ξύλινος Σταυρός, αιώνιο σύμβολο καρτερίας, πόνου, αγώνα σώματος και ψυχής,α ιώνιο σύμβολο κάθαρσης, λύτρωσης και ανάστασης. Λέγεται ότι τον εστησε εκεί ο Οσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης τον καιρό που περιπλανιόταν στις κορυφές, στις πλαγιές και στις χαράδρες της περιοχής απολαμβάνοντας την απολυτη ησυχία και την ανείπωτη Χάρη του Ακτίστου Φωτός.
Από το σημείο αυτό το ανηφορικό μονοπάτι γίνεται σχεδόν οριζόντιο, ευθύ και μετά από λίγο οδηγεί σ’ ένα σταυροδρόμο στην άκρη του οποίου υπάρχει μια βρύση που τρέχει γάργαρο αθωνίτικο νερό. Το μονοπάτι προς τα αριστερά οδηγεί στην Παναγία σε υψόμετρο 1.500 μ. περίπου και από κει στην κορυφή του Αθωνος. Προς τα δεξιά οδηγεί στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου και προς τα εμπρός στις Καλύβες της Κερασιάς και προς τα Καυσοκαλύβια.


Φωτο:cogitogr.blogspot.com

Σταθήκαμε για λίγο εδώ, πληθήκαμε και δροσιστήκαμε με το κρυστάλλινο νερό που φτάνει εδώ από την καρδιά του Αθωνος. Δέντρα μικρά και μεγάλα ίσκιωναν την περιοχή, μια ανάλαφρη αρωματική μυρουδιά κυριαρχούσε στον αιθέρα, η απόλυτη ησυχία, η απέραντη γαλήνη και η σιωπή που επικρατούσαν χάιδευαν την ψυχή μας και δημιουργούσαν ένα αίσθημα ιερής κατάνυξης.
Βρισκόμασταν στο θαυμάσιο τοπίο της Κερασιάς, στον ευωδιαστό κήπο του Περιβολιού της Παναγίας, όπως εύστοχα την έχει ονομάσει σύγχρονος Κερασιώτης Ασκητής. προχωρήσαμε στο μονοπάτι και σε λίγο αντικρύσαμε τα Ησυχαστήρια της πνιγμένα μέσα στους κήπους και στα δέντρα. Δέντρα άγρια και δέντρα οπωροφόρα, κερασιές, αχλαδιές, έλατα, πουρνάρια, αγριοκορομηλιές, πλατάνια ακόμη και μουριές.
Προς τα βόρεια της Κερασιάς υψώνεται επιβλητικά ο κωνικός όγκος του Αθωνος, δυτικά οι ορθόκοφτες βραχοκορφές του Καρμηλίου, που στον πιο ψηλό σημείο του δεσπόζει το γραφικό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Προς τα ανατολικά απλώνεται ένα δάσος με πουρνάρια φυτρωμένα πάνω στις εκεί βραχοπλαγιές. Και προς τα νότια ο πράσινος χείμαρρος που ξεχύνεται ως τη θάλασσα, ως τον αρσανά π’ όπου εξυπηρετείται “συγκοινωνιακά” η Κερασιά μ’ ένα μονοπάτι που ονομάζεται “κλέφτικο” προσωνύμιο το οποιό είναι σχετικό με τη δράση των πειρατών σε παλαιότερες εποχές.
Δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με τον αοίδιμο Μητροπολίτη Κορυτσάς Ευλόγιο Κουρίλα, που ενθουσιασμένος απ’ αυτό το καταπληκτικό φυσικό περιβάλλον της Κερασιάς έγραψε: “Φύσις υψηλή και αιθέρια, ουρανογείτων, βλάστησις ποικίλη, υλομανούσα και ουρανομήκης… πηγαγαίαίρητοι… σμήνη καλλικέλαδων πτηνών…”.
Πρώτη στάση μας στην Κερασιά το Κελλί των Αγίων Αποστόλων, όπου μονάζουν οι Ιερομόναχοι Μόδεστος και Ευμένιος, οι οποίοι στα πρώτα ασκητικά τους βήματα είχαν Κρητικό Γέροντα. Και οι δύο “εκ κοιλίας μητρός εφιερωμένοι… ηκολούθησαν τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού από νεαράς ηλικίας”. Μας υποδέχτηκαν με πηγαία ειλικρινή χαρά και αγάπη. Ο Γέροντας Ευμένιος με κάποιο άλλο μοναχό ήταν απασχολημένοι κι έτσι γευθήκαμε την αβραμιαία φιλοξενία του Γέροντος Μοδέστου. Καθίσαμε στη γοητευτική απλωταριά του Κελλιού τους, που έχει καταπληκτική θέα. Εκεί μας πρόσφερε το γνωστό αγιορείτικο κέρασμα και στη συνέχεια συζητήσαμε μαζί του αρκετή ώρα. Με αφοπληστική “παιδική” απλότητα απαντούσε στις ερωτήσεις μας και μας έδωσε συμβουλές που ικανοποίησαν τη διψασμένη ψυχή μας.
Αυτός ο Γέροντας εκείνη τη μέρα μας κατέκτησε με την πηγαία αγάπη του, την απλότητα του, την ειλικρίνειά του, τη λάμψη του προσώπου του. Κάποια στιγμή με κοίταξε με συγκατάβαση και μου είπε: – Αντώνιε, ο φίλος σου ο Ιωάννης είναι πιο καλός χριστιανός και πιο γνήσιος Κρητικός από σένα. Τον κοίταξε με απορία. Ο Γέροντας κατάλαβε και συνέχισε: – Ο Ιωάννης έχει μουστάκι και γι αυτό το είπα αυτό. Ευκαιρία λοιπόν να φροντίσεις να αφήσεις κι εσύ μουστάκι! – Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα, του απάντησα, χωρίς να τον ρωτήσω να μάθω τους λόγους για τους οποίους το μουστάκι είναι ένδειξη καλού χριστιανού και γνήσιου Κρητικού. Ζητήσαμε την ευλογία του Γέροντα να βγάλουμε μια φωτογραφία μαζί του. Και σ’ αυτή την περίπτωση έδειξε απέναντί μας επιείκεια και συγκατάβαση και έβγαλε μαζί μας μια φωτογραφία. Φεύγοντας πήραμε ευλογία ξύλινους σταυρούς φτιαγμενους απ’ αυτούς τους ευλογημένους Γεροντάδες με νηστεία και προσευχή.
Λίγο πιο κάτω από το Ησυχαστήριο του Γέροντος Μοδέστου βρίσκεται το κελλί του Αγίου Γεωργίου που δεσπόζει στο κέντρο της Κερασιάς. Μεγάλο κι επιβλητικό κελλί, μοιάζει με μικρό μοναστηράκι. Εκεί ασκούνται ο ευλογημένος Γέροντας Ευθύμιος ο Κρητικός, Ρεθεμνιώτης στην καταγωγή, με τους εννέα άλλους συνασκητές του μεταξύ των οποίων ο Γερο-Νικόδημος, ο π. Χρυσόστομος και ο μοναχός Βασίλειος, ο νεαρότερος της συνοδείας.
Οι ευλογημένοι αυτοί Πατέρες εκείνη την ώρα ήταν εμπερίστατοι, γιατί έχτιζαν ένα σχετικά μεγάλο οικοδόμημα δίπλα στο κελλί τους. Ο Γέροντάς τους δεν ήταν εκεί και μας οδήγησε στο κελλί ο Γέροντας Νικόδημος. Μας κέρασε κι ύστερα μας πήγε στην εκκλησία του κελλιού που τιμάται στο όνομα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, για να προσκυνήσουμε και “να βάλουμε μετάνοια στον Αγιο Γεώργιο”, όπως μας είπε. Υστερα καθίσαμε στην απλωτεριά του κελλιού κάτω από μια πυκνόφυλλη μουριά και ξεκουραστήκαμε. Εδώ νιώσαμε έντονα ότι βρισκόμαστε σε μεγάλο υψόμετρο που πλησίαζε τα χίλια μέτρα. Παρά το φοβερό καύσωνα που επικρατούσε ένα πολύ δροσερό αεράκι φυσούσε εδώ εκείνη τη στιγμή και μας έκανε να αισθανθούμε έντονη την ανάγκη να αλλάξουμε τα μουσεκεμένα από τον ιδρώτα ρούχα μας και να φορέσουμε κάποιο πιο”βαρύ” ένδυμα.
Οι Γέροντες του κελλιού κατασκευάζουν από ξύλο με μεγάλη επιμέλεια διάφορα καταπληκτικά έργα, όπως αναλόγια, προσκυνητάρια, στασίδια, κορνίζες εικόνων, πύλες ιερών ναών, αληθινά αριστουργήματα τέχνης. Αλλά οι φιλόθεοι αυτοί Κερασιώτες Ασκητές έχουν άλλη μια ευλογημένη συνήθεια. Παίρνουν στο κελλί τους και γηροκομούν ανήμπορους ασκητές που ζουν ΄μονοι στα ασκηταριά τους και δεν εχουν καποιο να τους παρασταθεί και να τους βοηθήσει προς το τέλος της επίγειας ζωής τους, που έχουν ανάγκη.
Ο Γέροντας Χρυσόστομος σταμάτησε κάποια στιγμή για λίγο τη δουλειά του, κατέβηκε από τη σκαλωσιά και μας χαιρέτησε δίνοντάς μας την ευχή και την ευλογία του. Με μεγάλη χαρά τον άκουσα να μας λέγει ότι μαζί με τον πατέρα του έχτισαν το μεγαλοπρεπή ναό του Τιμίου Σταυρού στα Σακτούρια Ρεθύμνου, χωριού καταγωγής της συζύγου μου, πριν αναχωρήσει και εγκαταβιώσει μόνιμα στο Αγιον Ορος.
Εδώ, στο κελλί του Αγίου Γεωργίου στην Κερασιά, είχαμε σκοπό να μείνουμε ένα βράδυ, για να επιχειρήσουμε να πραγματοποιήσουμε το μεγάλο μας όνειρο, να ανεβουμε τα χαράματα στην κορυφή του Αθωνος. Δυστυχώς όμως δεν ήταν ευλογημένο. Ο Γέροντας του κελλιού Ιερομόναχος Ευθύμιος απουσίαζε και ο νεαρός μοναχός Βασίλειος, που θα μας οδηγούσε στην κορυφή, ήταν στο κρεβάτι αδιάθετος με πυρετό. Μόνοι μας δεν αποφασίζαμε γιατί ο καύσωνας ήταν απειλητικός και η ανάβαση ως την κορυφή πολύ δύσκολη. Βρεθήκαμε για λίγο σε μεγάλο δίλλημμα και τελικά πήραμε την απόφαση. Δεν θα ανεβαίναμε αυτή τη φορά στην ακρότατη κορυφή του Αθω, αλλά θα το επιχειρήσουμε μια άλλη φορά στο μέλλον! Ομολογουμένως δύσκολη απόφαση, αλλά δεν υπήρχεη δυνατότητα άλλης επιλογής εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή.
Υστερα απ’ αυτό πήραμε την ευλογία των Πατέρων και ξεκινήσαμε για την έρημο του Αγίου Βασιλείου. Οταν φτάσαμε στο γνωστό σταυροδρόμι, με το γάργαρο αθωνίτικο νερό, ακολουθήσαμε το μονοπάτι προς τα αριστερά που οδηγεί στη σκληρή αγιοβασιλειάτικη έρημο. Η Σκήτη του Αγίου Βασιλείου ιδρύθηκε από Καππαδόκες Ασκητές που αναζητησαν εδώ την απόλυτη ηρεμία και βρήκαν το κατάλληλο μέρος, για να αφιερωθούν με όλες τους τις δυνάμεις “ενώπιοι ενωπίω” στον Θεό.
Η φύση του Αγίου Βασιλείου είναι σκληρή, τραχειά, κι απαρηγόρητη. Τόπος έρημος κι απόκρημνος σε μια κακοτράχαλη πλαγιά κάτω από το όρος Καρμήλιο. Χαράδρες απότομες, απόκρημνες κι απλησίαστες που ξεχύνονται με πρωτογονισμό κι αγριότητα και ρίχνουν τα κράσπεδά τους με ορμή ως τη θάλασσα. Βράχια και πάλι βράχια κι ανάμεσά στα βράχια θάμνοι και φρύγανα αγωνίζονται να ξεμυτίσουν κι να αντικρίσουν το φως.
Ξηρή κι άνυδρη, τα δέντρα σπάνια, σχεδόν ανύπαρκτα. Οι πέτρες ψήνονται κάτω από τον καυτό καύσωνα κι οι γυμνοί βράχοι αχνίζουν από την “επίθεση” που δέχονται από τις καυτερές ακτίνες του ήλιου.

Τότε άρχισα να καταλαβαίνω γιατί ο Αγιος Βασίλειος θεωρείται η ερημος της ερήμου του Αθω. Θυμήθηκα ακόμη ότι ένας παλαιότερος Αγιορείτης Γέροντας ονόμασε την έρημο του Αγίου Βασιλείου ως το “πτωχοκομείο” της ερήμου του Αγίου Ορους, ίσως για την ξηρή άνυδρη, απαρηγόρητη, σκληρή, τραχειά και άνικμον φύση του. Και σίγουρα ο Αγιος Βασίλειος είναι το υλικό πτωχοκομείον της ερήμου του Αθω, αλλά συγχρόνως είναι και πλούσιο πνευματικό ταμείον με μεγάλη πνευματική προσφορά και παράδοση.
Καθώς προχωρούσαμε με προσοχή στα κακοτράχαλα μονοπάτια, είχα μείνει εκστατικός. Ενα ανεξήγητο και απερίγραπτο συναίσθημα είχε κατακυριεύσει την ψυχή μου γνωρίζοντας ότι αυτή η περιοχή υπήρξε πνευματικό εργαστήρι αρετής και αγιότητας. Πόσους Αγίους και Οσίους Ασκητές φιλοξένησε και ανέδειξε, πόσοι ασκητικοί ιδρώτες και δάκρυα πότισαν τα σκληρά βράχια της, πόσα οσιομαρτυρικά αίματα χύθηκαν στην αιώνια “αιματηρή” πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό. Πραγματικά, αυτά τα κακοτράχαλα βράχια είναι ποτισμένα με οσιομαρτυρικά αίματα και “πεποικιλμένα” ΄με ροές δακρύων.Εδώ ασκήθηκαν μεγάλοι επώνυμοι και ανώνυμοι, γνωστοί και άγνωστοι, πνευματικοί αγωνιστές, όπως ο Οσιος Παίσιος Βελτιτκόφσκυ, ο μοναχός Γεράσιμος Μενάγιας, ο Γέροντας Ιωνάς ο Ρουμάνος, ο παπα – Μακάριος, οι Γέροντες Λεόντιος, Δανιήλ και Θεοφύλακτος, ο παπα-Γεράσιμος ο Πνευματικός, οι Κρητικοί Γέροντες Χερουβείμ και Δαμασκηνός και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο νηπτικός Γέροντας Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης με τη συνοδεία του και ο Γέροντας Αβιμέλεχ ο μετέπειτα Μικραγιαννανίτης.
Βυθισμένος στις σκέψεις αυτές, στην ιερή ανάμνηση όλων αυτών οσίων μορφών για τους οποίους τόσα έχω διαβάσει και ακούσει, βρέθηκα ξαφνικά με τους συμπροσκυνητές μου μπροστά στο μικρό Κυριακό της Σκήτης, που τιμάται στο όνομα του Μεγάλου Βασιλείου. Ενα κατάλευκο κρανίο κάποιου παλαιού Αγιοβασιλειάτου Ασκητού, που αντικρύσαμε σε μια θυρίδα στον τοίχο του Κυριακού, μας θύμισε τη ματαιότητα του κόσμου τούτου.
Εδώ, στο Κυριακό της Σκήτης, μονάζουν σήμερα δύο σεβάσμιοι ασκητές, ο Ιερομόναχος Μάξιμος και ο υποτακτικός του π. Βασίλειος, πνευματικά παιδιά του μεγάλου ασκητού και πνευματικού Γέροντος Γερασίμου, πνευματικής κορυφής της Σκήτης του Αγίου Βασιλείου και ολοκλήρου του Αθωνος ο οποίος επιτέλεσε για πολλά χρόνια το λειτούργημα του πνευματικού και στο ορος και έξω στον κόσμο σώζοντας πολλές ψυχές και οδηγώντας τες στο ασφαλές λιμάνι της πιστεως και της ελπίδας.Κάτω ακριβώς από το Κυριακό βρίσκεται το απέριττο Ησυχαστήριο των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπου ασκείται ο Γέροντας Αυγουστίνος και η φιλόθεος συνοδεία του. Οι ευλογημένοι αυτοί Πατέρες υπήρξαν υποτακτικοί του Γέροντος Δαμασκηνού του Κρητικού, ενός άλλου αυστηρού Αιγοβασιλειάτη Ασκητή που διακρινόταν για την πίστη του, την πνευματική αγωνιστικότητά του, τον πνευματικό ηρωισμό του, τους σκληρούς ασκητικούς του αγώνες, την αγιότητά του.
Ο Γέροντας Δαμασκηνός μπήκε πολύ νέος στο Αγιον Ορος και ουδέποτε βγήκε στον κόσμο. Εμεινε εδώ δεκαετίες ολόκληρες ανέπαφος και αμόλυντος από τις αρνητικές επιδράσεις που ο κόσμος ασκεί στις ανθρώπινες ψυχές. Ηταν μια βιβλική μορφή της αγιασμένης ερήμου, ολόλευκο πνευματικό κρίνο σαν κι αυτά που εξήνθισε η έρημος στη Θηβαίδα της Αιγύπτου, στη Νουβία, στη Νητρία και στην Παλαιστίνη. Συνεχίζεται Κτυπήσαμε την πόρτα του Ιερού ησυχαστηρίου στις δώδεκα ακριβώς το μεσημέρι. Η θερμοκρασία ίσως και να ήταν σαράντα βαθμοί, η έρημος του Αγίου Βασιλείου εμοιαζε με καμίνι που έβραζε. Ο ιδρώτας είχε περιλούσει το σώμα μας λες και είχαμε βουτήξει μέσα σε μια λίμνη νερό. Χτυπήσαμε δύο τρεις φορές το καμπανάκι. Μας άνοιξε ένας μοναχός γύρω στα πενήντα που στο πρόσωπό του αντικαταπτριζόταν η ηρεμία και η γαλήνη που επικρατούσαν στην ψυχή του. Οπως μάθαμε αργότερα ήταν ο μοναχός Ματθαίος. – Γέροντα, ερχόμαστε από την Κερασιά και ήρθαμε στο Ησυχαστήριο σας, για να σας δούμε και να πάρουμε την ευλογία σας – περάστε, ευλογημένοι, είστε μουσκεμένοι από τον ιδρώτα και πρέπει να ανασάνετε και να ξεκουραστείτε.
Μας οδήγησε στην απλωταριά του Ησυχαστηρίου, κατω από μια βαθύσκιωτη μουριά. Ηταν ίσως το μοναδικό δέντρο που υπήρχε γύρω μας. Μεγάλη ευλογία γι αυτό το Ησυχαστήριο, για τον ίσκιο και τη δροσιά που προσφέρει το καλοκαίρι στους ασκητές και στους επισκέπτες. Από εδώ η θέα είναι εκπληκτική. Η ματιά μας ξεχύθηκε προς τα νότια και κατηφόρισε με ιλιγγιώδη ταχύτητα ως τη θάλασσα που αχνοφαινόταν στο βάθος. Προς τα ανατολικά δεσπόζει ένα τεράστιο πέτρινο “σαμάρι” που ξεκινά από το καρμήλιο φτάνει ως τη θάλασσα και αποτελεί το απόρθητο φυσικό όριο ανάμεσα στην Κερασιά και στον Αγιο Βασίλειο.
Προς τα εκεί μας έδειξε ο μοναχός δύο εγκαταλελειμένα σήμερα ησυχαστήρια δύο μεγάλων ασκητών, του Γέροντα Χερουβείμ και του Γέροντα Αβιμέλεχ, Κρητικών στην καταγωγή, που ασκήθηκαν εδώ και άσκησαν μεγάλη βία στον εαυτό τους για να “αρπάσσουν” τη Βασιλεία των Ουρανών. Ακριβώς κάτω από την απλωταριά που καθόμασταν υπήρχε μια πεζούλα, όπου οι Πατέρες του ησυχαστηρίου είχαν το μικρό τους κήπο. Σίγουρα το χώμα του κήπου το έχουν κουβαλήσει από πολύ μακριά. Εκεί καλλιεργούν τα απαραίτητα για τη συντήρηση τους λαχανικά, χωρίς φάρμακα και όλα τα σύγχρονα μέσα ταχύτερης και πλουσιότερης παραγωγής.
Ο μοναχός μπήκε για λίγο μέσα και επέστρεψε κρατώντας ό,τι πολυτιμότερο επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή το σώμα μας στην καρδιά της ερήμου. Ενα καφέ για τον καθένα μας, ένα λουκούμι, τσίπουρο και νερό, το κλασικό κι ευλογημένο αγιορείτικο κέρασμα που αναζωογόνησε το καταταλαιπωρημένο σώμα μας. – Πάρετε το κέρασμά σας και σε λίγο θα έρθει και ο Γέροντας, μας είπε ο μοναχός και κάθισε σιωπηλός κοντά μας.
Μόλις είχαμε αρχίσει να απολαμβάνομε τον ωραιότερο καφέ που έχουμε γευθεί ποτέ και βγήκε ο Γέροντας Αυγουστίνος, ο οποίος ήταν συγγενής κατά σάρκα του Γέροντος Δαμασκηνού. Μάλιστα εδώ τελείωσε ειρηνικά την επίγεια ζωή του ως μοναχός και ο πατέρας του Γέροντος Αυγουστίνου. Σηκωθήκαμε όλοι και πήραμε την ευχή και την ευλογία του. Εκείνος καθισε κοντά μας και μας παρότρυνε να γευθούμε το κέρασμά μας, που τόσο είχαμε ανάγκη εκείνη την ώρα. Κατάλαβε ο Γέροντας πως ήμασταν κατακουρασμένοι, αμάθητοι στη νηστεία, στην κακοπάθεια, στον ανήφορο, στον ιδρώτα!
Υστερα αρχίσαμε να συζητάμε,. Ακούγαμε το Γέροντα και “ρουφούσαμε” τους λόγους του,όπως το σφουγγάρι ρουφά το νερό. Ο Γέροντας Αυγουστίνος εκτός από την αξιόλογη κοσμική μόρφωση που διαθέτει – ήταν σπουδαίος νομικός – είχε βαθιά θεολογική κατάρτιση και έχει εντρυφήσει ιδιαίτερα στα πατερικά κείμενα από τα οποία χρησιμοποιεί εύστοχα κατάλληλα αποσπάσματα και παραδείγματα, για να ενισχύσει τους λόγους του.
Εμείς αναθαρρήσαμε από την οικειότητα και τη συγκατάβαση που μας έδειξε κι αρχίσαμε να τον “βομβαρδίζουμε” με ερωτήσεις και να συμμετέχουμε κι εμείς ενεργότερα στη συζήτηση. Μιλούσαμε πάνω από δύο ώρες κι είχαμε τη διάθεση να συνεχίσουμε αυτή την αξέχαστη συζήτηση για πολλή ώρα ακόμη. Κρίμα που δεν είχαμε την προνοητικότητα και το θάρρος να ενεργοποιήσουμε το μαγνητοφωνάκι που είχαμε μαζί μας για να “καταγράφουμε” αυτή τη συνομιλία!
Κάποια στιγμή του ζητήσαμε να μας μιλήσει για τον αοίδιμο Γέροντά του Δαμασκηνό. Εμεινε για λίγο σιωπηλός κι ύστερα με έκδηλη συγκίνηση μας μίλησε για αυτόν. Εκείνο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι ο Γέροντας Δαμασκηνός προαισθανόμενος το τέλος της επίγειας ζωής του κάλεσε τον υποτακτικό του μοναχό Αυγουστίνο και του είπε: – Από σήμερα Γέροντας θα είσαι εσύ κι εγώ υποτακτικός, γιατί να ξέρεις πιο εύκολα μπαίνει ο υποτακτικός στον Παράδεισο, υπονοώντας προφανώς τη σημασία της υπακοής και της ταπεινώσεως για την κατάκτηση του Παραδείσου.
Φυσικά ο μοναχός Αυγουστίνος δεν μπορούσε να το διανοηθεί και να το δεχθεί. Ο Γέροντας όμως επέμενε και ο υποτακτικός του υπάκουσε. Υστερα από σαράντα ημέρες ο Γέροντας Δαμασκηνός αναχώρησε για τις άνω μονές.
Είχαν περάσει δυόμισι ώρες γόνιμης πνευματικής συζήτησης με τον Γέροντα Αυγουστίνο και κάποια στιγμή στράφηκε προς το μοναχό που όλη την ώρα παρευρίσκετο και παρακολουθούσε σιωπηλός και του είπε: – Ματθαίε, ετοίμασε κάτι για να φάνε τα παιδιά – Νά ‘ναι ευλογημένο, είπε ο μοναχός και μπήκε μέσα στην κουζίνα του Ησυχαστηρίου. Εμείς συνεχίσαμε να συζητάμε με το Γέροντα μέχρι τη στιγμή που το φαγητό ήταν έτοιμο και μπήκαμε όλοι μέσα για να φάμε. Το τραπέζι ήταν στρωμένο και είχε πάνω πλούσια τα ελέη του Θεού. Βραστά φασόλια χωρίς λάδι, ελιές, δύο ντομάτες, ένα αγγούρι και φρεσκοζυμωμένο ψωμί.
Καθίσαμε και φάγαμε με όρεξη, ό,τι η αγάπη των ευλογημένων αυτών Αγιοβασιλειατών Πατέρων μας πρόσφερε. Εκείνη την ημέρα δοκιμάσαμε το πιο νόστιμο και πιο καλοψημένο ψωμί που έχουμε δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μας. Ο Γέροντας μας προέτρεψε να φάμε και τις ντομάτες που είχαμε αφήσει ανέγγιχτες λεγοντάς μας ότι είναι από τον κήπο τους αγνές, χωρίς φάρμακα και λιπάσματα. Κι αυτό το καταλάβαμε, όταν τις γευθήκαμε και νιώσαμε την αγνή, την υπέροχη γεύση όσων η φύση, χωρίς την επέμβαση και τη “βοήθεια” του ανθρώπου, μόνη της τρέφει και δημιουργεί.
Κατά τη διάρκεια του φαγητού ο Γέροντας μας είπε πως ήταν ευλογημένο να μείνουμε, αν θέλαμε, εκείνο το βράδυ εκεί. Ευχαριστήσαμε το Γέροντα μέσα από την καρδιά μας, αλλά δεν μπορούσαμε, γιατί, ύστερα από τη ματαίωση της ανάβασής μας στον Αθωνα, σκεφτήκαμε να επιστρέψουμε το ίδιο βράδυ στους Δανιηλαίους και να προσπαθήσουμε, αν ήταν δυνατόν, να βρεθούμε την άλλη μέρα το απόγευμα στη Μονή Διονυσίου, για να συμμετάσχουμε στη μεγάλη αγρύπνια που θα γινόταν στο Μοναστήρι εκείνο το βράδυ για τη Γέννηση του Τιμίου Προδρόμου.
Ετοιμαστήκαμε για να αναχωρήσουμε. Χαιρετήσαμε συγκινημένοι τους Γεροντάδες, πήραμε την ευχή τους και την ωραία “λιβανοθήκη” που πρόσφερε στον καθένα μας ο Γέροντας για ευλογία και ξεκινήσαμε. Ο χρόνος δεν μας έφτανε να περάσουμε και να πάρουμε την ευχή και των άλλων ασκητών του Αγίου Βασιλείου, του Γέροντος Μαξίμου και του υποτακτικού του μοναχού Βασιλείου, καθώς και του Γέροντος Πνευματικου Παύλου, Προηγουμένου της Μεγίστης Λαύρας, που ασκείται μόνος του εδώ στο ταπεινό Ησυχαστήριο του “ως στρουθίον μονάζον επί δώματος”, προτιμώντας την απόλυτη ησυχία, τη γαλήνη και την υλική πτωχεία της αγιοβασιλειάτικης ερήμου από την Ηγουμενία του μεγαλύτερου και πλουσιότερου μοναστηριού του Αθω.
Ακολουθήσαμε το μονοπάτι προς τα Κατουνάκια. Ενα μονοπάτι με κλίση ογδόντα μοιρών γεμάτο πέτρες και βράχια. Ευτυχώς που είχαμε κόψει από το δάσος της Κερασιάς δύο δυνατές “βέργες” – μπαστούνια, που τώρα μας φάνηκαν πολύ χρήσιμα και μας προστάτευσαν από ένα σίγουρο κατρακύλισμα. Δεν κρύβω το γεγονός ότι πολλές φορές έστρεψα το κεφάλι και το βλέμμα μου προς τα οπίσω αντικρίζοντας με συγκίνηση και κατάνυξη της Σκήτη του Αγίου Βασιλείου και το Ησυχαστήριο των Εισοδίων της Θεοτόκου στο οποίο πολύ αναπαύθηκε η ψυχή μου εκείνη την αξέχαστη μέρα.
Φτάσαμε στις πέντε το απόγευμα στο Ησυχαστήριο των Δανιηλαίων. Ξεκουραστήκαμεστο κελλί μας και στις έξι η ώρα ανεβήκαμε για τον Εσπερινό. Ο Γέροντας Γρηγόριος με πλησίασε και με ρώτησε:
- Πως σου φάνηκε, Αντώνιε, η ενδότερα έρημος;
- Τι να σας πω, Γέροντα, δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια αυτό που ένιωσα. Το σώμα μου πολύ κουράστηκε από την οδοιπορία, αλλά αναπαύθηκε πολύ η ψυχή μου. Ηταν μια συγκλονιστική εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου
- Ημουν σίγουρος γι αυτό, είπε ο Γέροντας και προχωρήσαμε στο ναό για τον Εσπερινό.
Υστερα από την Τράπεζα καθίσαμε και πάλι στη μαγευτική απλωταριά με τους Πατέρες. Ο Γέροντας Δανιήλ μας μίλησε με συγκίνηση για τον Αγιο Μηνά που πολύ τιμούν και αγαπούν στο Ορος. Μας διηγήθηκε μάλιστα δικές του προσωπικές εμπειρίες θαυμαστών γεγονότων με τον Αγιο Μηνά και στη συνέχεια μας μίλησε με θαυμασμό για τους Κρητικούς, που είναι πιστοί στην παράδοση, ευσεβείς και φιλόθεοι, έχουν μια ξεχωριστή ψυχική λεβεντιά και είναι φιλοαθωνίτες. Αυτό το έζησαν και το διαπίστωσαν οι Δανιηλαίοι πατέρες και στο πρόσωπο του Κρητικού Αδελφού τους Γέροντος Νήφωνος, που καταγόταν από τα Χανιά της Κρήτης.
Ο Γέροντας Γρηγόριος μας μίλησε με συντριβή καρδίας για την αλλοίωση της ελληνικής ψυχής, της ελληνικής γλώσσας και της παράδοσης που παρατηρείται έντονα στις μέρες μας και κινδυνεύει να καταστρέψει τη φυλή μας.
Ο Γέροντας μπορεί να ζει στην έρημο του Αθω, όμως είναι καλά ενημερωνένος για το τι συμβαίνει στον κόσμο και πονεί η καρδιά του γι αυτή την πνευματική παρακμή που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Για τις παραδεδειγμένες αξίες που έχουν τεθεί στο περιθώριο, για τα “ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα” των ισχυρών αυτής της γης, που είναι γεμάτα εγωισμό, φαρισαϊσμό και υποκρισία, για την επίκληση στις μέρες μας από όλους της Ορθοδοξίας τη στιγμή που πολλών απ’ αυτούς που την επικαλούνται η προσωπική τους ζωή και οι αποφάσεις που παίρνουν είναι εντελώς αντίθετες με το πνεύμα, το νόημα και την ουσία της Ορθοδοξίας.
Ο νεαρός μοναχός π. Νείλος μας είπε για τα παλαιά βιβλία του Δημοτικού Σχολείου που τα κάνουν συλλογή εκει οι Πατέρες και θυμήθηκε με συγκίνηση τους δασκάλους του τους οποίους θυμάται και μνημονεύει πάντα στην προσευχή του.

Αξίζει νομίζω να αναφέρω εδώ κάτι που μας διηγήθηκε ο π. Νείλος και συγκινησε ιδιαίτερα την ψυχή μας.
Κάποια συνταξιούχος δασκάλα βρέθηκε σ’ ένα ναό, όπου χοροστατούσε ένας Αρχιερέας και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας πλησίασε για να κοινωνήσει τα Αχραντα Μυστήρια Οταν την κοινώνησε ο Αρχιερέας, ανέφερε το όνομά της. Η δασκάλα δοκίμασε έκπληξη, γιατί ένας άγνωστος σ’ αυτήν Αρχιερέας γνώριζε το όνομά της.
Στο τέλος τον πλησίασε και ζήτησε να μάθει “το πως” και “το γιατί”. Τότε ο Αρχιερέας της είπε κατασυγκινημέονος ότι υπήρξε μαθητής της, ότι είναι ο μαθητής (….) τον οποίο μάλιστα ιδιαίτερα αγαπούσε. Ηταν αληθινά ανέκφραστο το μεγαλείο της ώρας εκείνης που ένας Αρχιερέας έσκυβε με συγκίνηση να φιλήσει το χέρι της δασκάλας του! Ηταν κι αυτή μια από εκείνες τις ευλογημένες ώρες που το λειτούργημα του δασκάλου καταξιώνεται και γίνεται εμφανής η καθοριστική σημασία του και η προσφορά του στη διαμόρφωση της κοινωνίας.
Κάποια στιγμή οι Πατέρες άρχισαν να συζητούν για τη βυζαντινή μουσική με τους παρευρισκομένους προσκυνητές που έτυχενα ασχολούνται κι αυτοί με το βυζαντινό μέλος και να γνωρίζουν καλά το θέμα. Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα.Μίλησαν για τους μεγάλους δασκάλους της βυζαντινής μουσικής, για τους δικούς τους Γεροντάδες που τους έκαναν να αγαπήσουν και να καλλιεργήσουν το βυζαντινό μέλος, για τη δική τους “τεχνοτροπία” στη βυζαντινή μουσική παράδοση, για τα “ανοιξαντάρια” τα “κεκραγάρια” και τις πολύωρες αγιορείτικες αγρύπνιες.
Υστερα από αυτά ζήσαμε άλλο ένα ανεπανάληπτο απόδειπνο κάτω από τον ξάστερο ουρανό στην απλωτεριά της καλύβης στην καρδιά της ευλογημένης αθωνικής ερήμου. Κοιμηθήκαμε με ανάλαφρη καρδιά, με την ψυχή μας να φτερουγίζει, με τον απόηχο των προσευχών και των ύμνων και με τις διδαχές και τις εμπειρίες των Πατέρων χαραγμένες βαθιά στην καρδιά μας.
Την άλλη μέρα το πρωί, ύστερα από τη Θεία Λειτουργία, κατά την οποία κοινωνήσαμε των Αχράντων Μυστηρίων, αναχωρήσαμε από το Ησυχαστήριο των Δανιηλαίων, αφού πρώτα ευχαριστήσαμε τους Πατέρες με όλη μας την καρδιά και πήραμε την ευχή και τις ευλογίες τους. Προορισμό μας οι Καλύβες και τα Ησυχαστήρια της Μικρής Αγίας Αννας που βρίσκεται λίγο πιο πέρα ακολουθώντας το μονοπάτι προς τα δυτικά.
Πρώτος μας σταθμός ήταν η Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου μονάζει ο Γέροντας Διονύσιος Μικραγιαννανίτης ο Πνευματικός με τη συνοδεία του. Ο Γέροντας Διονύσιος υπήρξε υποτακτικός του ευλογημένου Γέροντος Αβιμέλεχ, ο οποίος υπήρξε μεγάλη ασκητική μορφή της αθωνικής ερήμου και στήριξε πολλές ανθρώπινες ψυχές τόσο με τις προσευχές και τις δεήσεις τους στον Θεό όσο και με την άμεση επικοινωνία μαζί τους. Πηγαίνοντας στην Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είχαμε σκοπό να ρωτήσουμε το Γέροντα Διονύσιο και να του ζητήσουμε να μας μιλήσει για τον ευλογημένο Γέροντά του. Ομως, ο Γέροντας δεν βρισκόταν εκείνη την ημέρα εκεί. Δυστυχώς είχε πάθει κάποιο ατύχημα και είχε ανάγκη νοσοκομειακής περίθαλψης στη Θεσσαλονίκη. Στην Καλύβη μας δέχτηκε ένας από τους υποτακτικούς του, ο π. Σπυρίδων, άριστος βυζαντινός ψάλτης, ο οποίος μάλιστα ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για το Μοναστήρι του Διονυσίου, το οποίο είχε αγρυπνία. Ηταν η παραμονή της εορτής της Γεννήσεως του Τιμίου Ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου στο όνομα του οποίου τιμάται το καθολικό της Μονής. Ετσι, η συνάντηση μας και η συνομιλία μας με το μοναχό Σπυρίδωνα ήταν αναγκαστικά πολύ σύντομη.
Μας κέρασε το κλασικό αγιορείτικο κέρασμα και μας παρότρυνε να πάμε να προσκυνήσουμε στο Σπήλαιο των Αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους των Στουδιτών, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από την Καλύβη τους. Χαιρετήσαμε το Γέροντα και κατηφορίσαμε αναζητώντας το σπήλαιο Κατεβήκαμε πολλά σκαλοπάτια και κάποια στιγμή βρεθήκαμε μπροστά στο ναό και στο σπήλαιο των μεγάλων Μικραγιαννανιτών Οσίων. Ενας νεαρός χαριτωμένος μοναχός ήταν εκεί και άναβε τα καντήλια. Ολα έλαμπαν από καθαριότητα, ακόμη και το πάτωμα.
Πλησιάσαμε κάπως διστακτικοί φοβούμενοι μήπως “χαλάσουμε” όλη αυτή την ομορφιά και την απόλυτη καθαριότητα. Ο μοναχός όμως μας είπε να περάσουμε και με πηγαία χαρά μας μίλησε για τους Αγίους Διονύσιο και Μητροφάνη τους Στουδίτες, που ήρθαν και ασκήτεψαν εδώ αναζητώντας την απόλυτη υσυχία Στην αυλή του σπηλαίου είναι και ο απέρριτος τάφος του Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, του μεγάλου σύγχρονου Υμνογράφου της Εκκλησίας μας, ο οποίος κοιμήθηκε σχεδόν αιωνόβιος τον ύπνο των δικαίων αφήνοντας κληρονομιά στην Ορθοδοξία και σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα ένα ανυπολόγιστο πνευματικό έργο.
Υστερα ανηφορίσαμε, περασαμε πάλι από την Καλύβη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και είδαμε απέναντι την Καλύβη του Αποστόλου Θωμά στην οποία ασκούνται ο Γέροντας Κυπριανός και η συνοδεία του, άριστοι βυζαντινοί ψάλτες και σπουδαίοι καλλιτέχνες στον τομεά της αργυροχρυσοχοίας. Αντικρύσαμε επίσης προς τα νότια της Σκήτης στο βάθος κατι ξεροκάλυβα που φιλοξένησαν στο παρελθόν αυστηρούς ασκητές, κυρίως Κρήτες στην καταγωγή, γι αυτό έχουν και το προσωνύμιο “Κρητικά”.
Ανηφορίσαμε λίγο ακόμη και ακολουθήσαμε το μονοπάτι προς τα δυτικά. Ακριβώς πάνω από την Καλύβη της Κομήσεως της Θεοτόκου συναντήσαμε την Καλύβη των Αγίων Αρχαγγέλων και το Σπήλαιο όπου ο Αγάπιος Λάνδος ο Κρης μόνασε κι έγραψε την “Αμαρτωλών Σωτηρία”.
Εδώ συναντήσαμε τον Ιερομόναχο Γέροντα Νικηφόρο, Σχολάρχη της Αθωνιάδος Σχολής, ο οποίος κατέκτησε αμέσως την καρδιά μας με την πραότητά του, την ευγένεια, την συγκατάβαση και την αγάπη που μας αντιμετώπισε. Ηταν πολύ απασχολημένος, αλλά άφησε αμέσως τη δουλειά του, για να μας προσφέρει το αγιορείτικο κέρασμα και να μας μιλήσει για την Καλύβα των Αγίων Αρχαγγέλλων, για τον Αγάπιο Λάνδο και για το Γέροντα Αβιμέλεχ, που ο ίδιος δε γνώρισε αλλά έχει ακούσει να λένε γι αυτόν άλλοι παλαιότεροι Γεροντάδες.
Θα θέλαμε ειλικρινά να μείνουμε περισσότερη ώρα κοντά στον π. Νικηφόρο, σ’ αυτή την αγνή, καλλιεργημένη, ευγενική και φιλόθεο ψυχή, γιατί κι η δική μας ψυχή αναπαύθηκε πολύ κοντά του.
Ομως και ο ίδιος είχε πολλή δουλειά και εμείς διαθέταμε λίγο χρόνο. Γι αυτό πήραμε την ευχή του και αναχωρήσαμε για τη Σκήτη της Αγίας Αννας.
Ομως, τις πνευματικές εμπειρίες μας από τη Σκήτη της Αγίας Αννας και από τα άλλα ιερά καθιδρύματα του Αθω, τα οποία επισκεφθήκαμε κατά τη διάρκεια του τελευταίου προσκυνήματος μας,θα τις παρουσιάσουμε σ’ένα άλλο σημείωμά μας στο εγγύς μέλλον.



Του Αντώνη Στιβακτάκη

Πηγή: agioritis.pblogs.gr

Ακινησία στην καρδιά ( video )

Ο κόσμος ζει στην απελπισία ( Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ )


Η απελπισία είναι η απώλεια της συνειδήσεως ότι ο θεός θέλει να μας δώσει την αιώνεια ζωή. Ο κόσμος ζει στην απελπισία. Οι άνθρωποι έχουν καταδικάσει οι ίδιοι τον εαυτό τους στο θάνατο. Πρέπει να παλέψουμε σώμα προς σώμα με την ακηδία.


Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Να μη μισήσεις τον αμαρτωλό, διότι όλοι είμαστε υπεύθυνοι




Να μη μισήσεις τον αμαρτωλό, διότι όλοι είμαστε υπεύθυνοι.
Και αν παρακινείσαι εναντίον του από ζήλο Θεού, να κλάψεις για τον αμαρτωλό και να μην τον μισήσεις, αλλά να μισήσεις τις αμαρτίες του.
Να προσευχηθείς για αυτόν, για να μοιάσεις με το Χριστό ο οποίος δεν αγανακτούσε εναντίον των αμαρτωλών αλλά προσηύχετο δι’ αυτούς.
Γιατί λοιπόν να μισήσουμε και να αποστραφούμε εκείνον που εξηπατήθη και γελάστηκε από τον κοινόν μας εχθρό;
Αν μισείς τον αμαρτωλό επειδή κατά τη γνώμη σου δεν είναι δίκαιος, δείχνεις με αυτό τον τρόπο ότι και συ είσαι αμαρτωλός, επειδή δεν έχεις αγάπη.


Εκείνος που έχει αποστερηθεί την αγάπη έχει χάσει και το Θεό διότι ο Θεός είναι κυρίως αγάπη.
Μη μισείς λοιπόν και μην καταδιώκεις τον αμαρτωλό αλλά με την συμπάθεια σου προς αυτόν γίνε κήρυξ της αγαθότητος του Θεού, ο Οποίος αν και είσαι ανάξιος,
σε κυβερνά και δεν σε παραπετά, ούτε σε αποστρέφεται λόγω των πολλών και μεγάλων σου αμαρτημάτων.
Μιμήσου λοιπόν και συ, όσο μπορείς, την ευσπλαχνία Του και την αγαθότητά Του και γίνε οικτίρμων προς τον αδελφόν σου για να κερδίσεις από τον Θεό την μέγιστη συμπάθειά Του με τη μικρή δική σου συμπάθεια.

Πηγή

In a humble person, there is never any haste, hurry, confusion ( St. Isaac the Syrian )


In a humble person, there is never any haste, hurry, confusion, agitated or petty thoughts — he dwells in tranquility at all times. There is nothing that could astonish, confuse or terrify him — because he is not terrified in sorrows and does not become dispirited, nor does he advance into a state of amazement or rapture when he is joyful. But all his joy and gladness are found in that, which is pleasing to His Lord.



St. Isaac the Syrian

Father Arseny (1894-1975): The testimony of a Russian Confessor


The political prisoners were all too well aware that each day that passed brought them closer to the inevitable end of their earthly lives. As if by some spontaneous reaction, they struggled desperately to keep their spirits alive, to combat the melancholy and depression, to avoid going mad…



Piotr Andreyevich, later Father Arseny, was born in Moscow in 1894 and graduated from a practical high school in 1911 and the Moscow Imperial University in 1917. It was then that he wrote the first art critical studies on early Russian architecture. From 1917 until 1919 he lived as a monk in the Optina Desert and was ordained as a priest. From 1919 onwards he served as a priest in various churches in Moscow. In 1921 he was placed in charge of a parish church, while in 1927 he was arrested and exiled to northern Russia. In 1942 he found himself in a ‘special camp’.

The following extract has been taken from the book O Pater Arsenios (Father Arseny):

The political prisoners were all too well aware that each day that passed brought them closer to the inevitable end of their earthly lives. As if by some spontaneous reaction, they struggled desperately to keep their spirits alive, to combat the melancholy and depression, to avoid going mad…

So it was that in the evenings, after mess and the evening inspection, they would form small groups in their barrack-rooms and strike up conversation on a wide variety of different topics – social, religious, philosophical, technical and historical subjects, etc… Sometimes they would organise impromptu lectures on the theatre, art or literature; they would hold forth on scientific subjects, or read poetry or short stories… All of this was truly impressive in the general climate of rough camp life, with its gloomy prospect of a quick death and the constant tyrannical presence of criminals. Yet on the other hand these were their sole pleasures, the crutches that helped them to bear the unbearable misery of life in ‘the Special’, a life that on average lasted no more than two years!

The waves of arrests had filled the camp huts with men from all walks of life and all kinds of educational background – army officers, clerics, scientists, actors, writers, farmers…

In each barrack room informal ‘professional unions’ had been formed, based on the common interests of their ‘members’.

Although they were all cut off from the rest of the world and forgotten by mankind, they obstinately strove to preserve the memory of their past, their families and their occupations.

In their discussions they would often disagree and clash with each other. They would lose their tempers over the slightest things, argue passionately and defend their views uncompromisingly, as if the solution to every problem depended on their opinion being accepted. Father Arseny took no part in the disputes. He had not joined any of the ‘factions’, anyway. He was on good terms with everyone. As soon as a quarrel broke out, he would quietly withdraw to his bunk and devote himself to inner prayer.

The intellectuals in his barrack room treated him with arrogant condescension. ‘The worthless little priest’, they called him, ‘a grey, pale man, good-hearted and helpful but without an ounce of culture. That’s why he’s so obsessed with God. There’s nothing else to him.’ This is how he was once described by a highbrow political prisoner, echoing the thoughts of most of the others.

Once a group of ten or twelve men got together, consisting of art critics, painters, writers and actors. They began discussing early Russian art. A very tall prisoner, a professor of art criticism, who, despite all the rigours of camp life, had managed to preserve something of his old noble and imposing demeanour, almost monopolised the discussion. He spoke in a lively and grandiloquent manner and the others listened to him with great interest. He seemed to know the subject well and so was convincing.

At one point Father Arseny passed by them, silent as always. The ‘tall one’ stopped speaking and asked him with a sarcastic grin: ‘What about you, Father, since you’re such a faithful and spiritual man, perhaps you could tell us what relationship there is between Orthodoxy and early Russian painting and architecture, if indeed there is a relationship between them?’

The others laughed shamelessly, so much so that Avsenkov, who was listening to what they were saying some distance away, inadvertently smiled to himself. The professor’s question had struck them all as being rather inappropriate but it was simply meant as a taunt. How could that simple and uneducated little priest possibly answer?

Father Arseny stopped in his stride. He saw the grins and realised what they meant. ‘Just a minute… I’ll be back in a minute. Just let me finish this job I’m doing’, he said and he hurried off.

‘Our little priest isn’t so daft, you know. He managed to escape being humiliated,’ someone remarked.

‘It’s a fact that Russian priests have always been coarse and uneducated,’ somebody else said dogmatically.

The ‘tall one’ continued to expound effusively on his subject.

Ten minutes later Father Arseny returned and interrupted him: ‘I’ve finished the job that I had to do, would you mind repeating your question?’

The professor looked at him in a pitiful and scornful way, just as he might have looked at his dimmest student. ‘The question, batushka1, is a simple but interesting one. As a representative of the Russian clergy, what could you tell us about the influence of Orthodoxy on the visual arts of early Russia? You may have heard of the treasures of Suzdal, Rostov, Pereyaslavl and the Therapontov Monastery… and perhaps the icons of Our Lady of Vladimir and the Holy Trinity by Rubliov. You may even know of them from copies. Well, then, tell us your thoughts on all these…’

The simple and good-natured little priest now became a different person. He cast a confident glance at the professor and began to speak in a low but clear and steady voice: ‘There are many different opinions about the influence of Orthodoxy on Russia’s visual arts. Various theories have been expressed on this subject, which is one that you yourself, professor, have written and taught about a great deal. However, permit me to say that I find some of your conclusions wrong, hasty or even contradictory. What you said just now was much closer to the truth than what you have at times published in your books and articles. You believe that the development of our visual arts is almost exclusively due to the folk economic factor. In other words, you claim that artistic creation, like every other expression of human life, be it social, political, cultural or spiritual, is determined by material, and indeed economic, conditions. I disagree with you. I believe that Christianity, Orthodoxy, has not only had a decisive and creative influence on Russian painting and architecture but also played a decisive role in the formation of our folk culture as a whole between the tenth and eighteenth centuries.

‘From the late tenth century onwards, our clergy and monks were taught Orthodox Byzantine culture, and they in turn transmitted it to the people. Culture in Russia essentially begins with Christianity, which we received from Byzantium. The earliest form of Russian literature was based on Byzantine sources, and indeed the writings of the Eastern Church Fathers, which were translated into our language and proved to be the foundation of all subsequent cultural activity in Russia. As for the works of art, architecture and painting, who can doubt their absolute dependence on Orthodox Greek-Byzantine models up until the seventeenth century? The strict, though of course not slavish, conformity of Russian artists to these models – I call to mind Our Lady of Vladimir which you mentioned – produced superb works of chromatic brilliance, linear harmony and spiritual depth, such as Rubliov’s masterpiece, the icon of the Holy Trinity.

‘Each iconographical work is inseparably bound up with the Orthodox soul of its creator, with the soul of a faithful believer who gives artistic expression not only to physical reality, as a naturalist painter would do, but also to his spiritual experience, which is precisely that experienced and handed down to us by the saints of the Orthodox Church.

‘In Orthodox icons everything – the figures, the animals, the landscapes, the buildings – have an outwardly strange appearance, something that you perhaps would call unnatural. This is due neither to a desire to make an impact on the viewer, nor – more importantly – to a lack of skill on the part of the painter. It is a challenge to the orderless order and wisdomless wisdom of this world, a challenge similar to that of the preaching of the Gospel. The Gospel of Christ is foolishness according to the wisdom of this world. For “since in the wisdom of God the world through its wisdom did not know him, God was pleased through the foolishness of what was preached to save those who believe” (I Corinthians 1: 21). The “foolishness” of the Gospel is similar to the “foolishness” in the icon, which shocks our normal vision precisely because the state of the world around us – the world of the Fall, apostasy and decay – is what it normally sees. Orthodox icons express the transcendent truth, the Divine Revelation, embodied in the depicted figures, which constitute models of holiness and exemplary introductions to the transformation of the world, figures that introduce us to the mystery of the “age to come” and guide us towards a state in which we can share in invisible and eternal things…

‘In the creation of an icon nothing can replace the personal and specific experience of grace. Whoever has not had this personal experience can paint an icon only by conveying the experience of those who have had it – by painting, that is, in the style of the old holy iconographers. Hence most Russian iconographers carried out their work with devotion, fear of God, prayer and fasting. And our people, who turn prayerfully to the holy icons in both their joys and sorrows, have associated them with magnificent and wondrous traditions. They say, and they deeply believe, that in many cases the painter’s hand was guided by an angel of the Lord. In fact, the old Russian iconographers never put their signatures on the icons they painted because they regarded them not as their own handiwork but as creations pervaded by God’s blessing and grace. Look at any Orthodox icon of the Most Holy Mother of God and compare it with a Western Madonna. In the former you will behold spiritual depth, the miracle of faith and the truth of Orthodoxy. In the latter you will see a sovereign lady, full of worldly beauty and attractiveness, but lacking divine grace and power – just a woman. Observe the gaze of Our Lady of Vladimir and you will agree that it radiates a spirituality of the highest order, God’s infinite benevolence, the hope of salvation…’

Father Arseny spoke with his head held high, transformed and moved by his own words. His speech was clear, expressive and captivating…

After mentioning a number of historic Russian icons and making a superb exposition and analysis of the essence and spirit of early Russian painting, he did the same for architecture, referring to the monuments at Rostov Veliki, Suzdal, Vladimir, Uglitch and Moscow. And he rounded off with these words:

‘In building his churches, the Orthodox Russian made the stones sing out to God and tell man of God and sing His praises!’

For an hour and a half the ‘highbrows’ of the barrack-room had hung on his every word, amazed, perplexed and dumbfounded…

The professor was crestfallen and lost for words. Where was his boasting, arrogance and sarcasm now?

‘Forgive me,’ he muttered after a short silence, ‘but how do you know of my writings and my views? Where did you study early Russian painting and architecture? You’re only a priest…’

‘We must love our homeland and know everything about its history and culture. And a “worthless little priest”, as you described me, should enter the “soul” of Russian art in order to be able to show the human souls in his flock the reality and the truth, the pure and unmolested truth. For many people – unfortunately including yourself, my dear professor – smother whatever is most sacred in man with fabrications and lies. And this is done to serve ephemeral interests, philosophical theories that are exposed as false, social systems that are collapsing and political regimes that are being overthrown…’

The professor had turned pale.

‘Who are you?’ he grunted. ‘What’s your real name?’

‘My secular name, you mean… Piotr Andreyevich Streltsov. Now I’m just Father Arseny, a prisoner, like yourself, in the “Special”.’

The professor gave a start and took a step forward.

‘Piotr Andreyevich!… Forgive me… Forgive me… How could I have imagined, how could I have supposed that the famous art critic, the author of so many studies and treatises on the history of Russian art, the teacher of so many people, would be with me here in this camp, and as a priest at that!… We hadn’t heard anything about you for quite some time. Only your articles and books were being circulated by hand. I didn’t know you personally but I argued hard against your views… But how did you, an illustrious scholar, come to be a priest?’

‘Because in all things I can see and feel God’s presence. That’s why I became “Father Arseny”. That’s why I became a “worthless little priest”. But if you really want to know the truth, I must tell you that, in the fourteenth and fifteenth centuries, it was the Russian clergy who saved our homeland by uniting the people and helping them to throw off the Tartar yoke. It is true, of course, that in the sixteenth and seventeenth centuries there was a moral decline amongst the clergy, although this does not mean that during this period there were no great spiritual figures in our Church. Up until that time, however, they had been the most substantial force in Russia.’

With these words Father Arseny turned round and walked away. His listeners remained rooted to the spot, stunned and defeated, amongst them Avsenkov.

‘Well, then, comrades, there’s our good-natured little priest for you!’ someone exclaimed.

The group quietly broke up.

Avsenkov observed that from that day onwards the ‘intelligentsia’ in the barrack-room, and in the camp as a whole, began to treat Father Arseny in a completely different way. Many discovered for the first time that not only was there no clash between faith in God and scientific knowledge but that in fact the two went hand in hand.

Avsenkov was a communist idealist, who had once been a fanatical Marxist. During his first year in the ‘Special’ he had cut himself off from the others. He had been silent and uncommunicative. Then he had approached some of his fellow inmates, long-standing communists like himself. Soon, however, he broke off all contact with them as he realised that all they thought about and longed for was to regain the posts they had lost, to go back to their old conformist lives and not to struggle against Stalin’s authoritarianism, for justice and for freedom.

He would look back on the past… Without realising how, he had lost touch with ideas, or rather had replaced them with curt orders, formal circulars and bureaucratic procedures… He had become cut off from the broad masses and their real problems. Statements made by ‘witnesses’, confessions extracted from ‘guilty’ individuals and articles for party newspapers – these were the things that had taken the place of living men.

The camp had dispelled his illusions. Here he saw life in all its harsh reality. Gradually he had built up a warm human relationship with all his fellow inmates, no matter who they were. With warmth and kindness he would willingly help anyone in need.

Father Arseny exerted an irresistible attraction on him. Initially he had been put off by the old priest’s boundless faith and habit of praying constantly. At the same time, however, something inexplicable had attracted him to him. In Father Arseny’s presence he felt relaxed, calm and safe. This man had a secret way of ridding him of the sadness and melancholy that the difficulties and oppression of camp life caused him. Why? He couldn’t understand it.

Ivan Alexandrovich Sazikov, on the other hand, never changed: he was always brutal, ruthless and domineering. Once he got back on his feet again he organised all the criminal convicts in the camp into a ‘criminal fraternity’ again under his inconspicuous leadership. His word was law, his authority indisputable and his power absolute; he was, you see, the most experienced and hardened criminal of them all…

After his recovery he paid no attention at all to Father Arseny. A few months later, however, he hurt his leg badly. He was relieved of work duties for five days. But his wound festered and he had to stay in bed longer. Father Arseny looked after him again with boundless love.

One day Sazikov tried to give him a tip. Father Arseny smiled and gently pushed his hand away. ‘I’m not doing it for a reward but for you yourself, as a human being.’

The stiff-necked Sazikov had by now softened, but only towards Father Arseny. He began to talk now and then about his life, something which he had never done before with anybody, even his closest comrades.

‘I don’t trust men, much less priests. But you, PiotrAndreyevich, I do trust. You would never betray anyone. You live close to God… You are kind to others not in order to gain anything for yourself but because you love your fellow men… My mother was just like that!…’

The temperature dropped well below freezing. The prisoners, working all day in the bitter cold, were frozen stiff. Many of them died… almost every evening fewer returned to the barrack-room, although others soon took their place.

Things were harder for the political prisoners. After work, when they returned worn out and numb with cold, their only comfort, and their only hope of staying alive, was their meagre rations.

So it was that on one occasion the criminal convicts seized all their bread by force. When the same thing happened the next day as well, things came to a head.

After the evening meal, when everyone had gathered in the hut and the doors had been shut, a deadly quarrel broke out between the political prisoners and the criminals.

The political prisoners were led by Avsenkov, two or three former army officers and five intellectuals, while the convicts were headed by Ivan ‘the Brown’, a notorious criminal, troublemaker and murderer. He had ‘done away with’ many men in the camp as well. An invincible card-player, he had the macabre hobby of playing cards with human lives as stakes!

The political prisoners shouted angrily, ‘That’s enough! We demand justice and order!’

‘We’ve always taken what we wanted and that’s just how we mean to carry on!’ the convicts sneered in reply.

They knew, you see, that the camp officials would never defend the political prisoners.

The first blows began to fall and then soon afterwards they started fighting with logs. A few of the criminals even drew knives (in the camp it was strictly forbidden to keep a knife: the superintendents often searched for them but hardly ever found any). They knived one of the army officers and split open the heads of a few of the others. The convicts worked methodically and with professional ease. All most of the political prisoners could do, on the other hand, was yell. Fear held them back from helping their own.

The criminals struck mercilessly. They were in total control and their victory was assured. The floor of the barrack-room ran red with blood,,,

Father Arseny rushed over and fell at Sazikov’s feet. ‘Ivan Alexandrovich,’ he begged, ‘please help! Please! They’re cutting the men to pieces, can’t you see? There’s blood everywhere! In God’s name, please stop them! They’ll listen to you!’

Sazikov laughed. ‘You think they’ll listen to me, do you? Why don’t you and your God help them? Aha! Just look at that! Ivan the Brown is about to butcher your friend Avsenkov! He’s already floored the other two… How far away your God is now, priest!’

Blood, screams, oaths and groans… the eternal human drama. His soul full of pain, Father Arseny suddenly sprang into the middle of the brawl. Raising his hands, he cried out in a loud clear voice, ‘In Christ’s name, I order you to stop!’

After making the sign of the cross over them, he said in a quieter voice, ‘Now take care of these wounded men.’

He went and stood in front of his bunk. It was as if he was in a different world. He was praying so intensely that he did not see or hear what was happening around him – he did not notice how they had all fallen immediately silent and were now dragging the dead bodies towards the door and taking care of the wounded…

Soon the only thing that could be heard in the barrack-room was the creaking of bunks and the groans of a badly wounded inmate.

‘Forgive me, Father Arseny…’

Sazikov’s trembling voice brought Father Arseny back to reality and he opened his eyes.

‘Forgive me… I didn’t use to believe in God but now I’ve begun to believe! I don’t know what to think! Faith is a very powerful thing. Forgive me for making fun of you…’

Two days later, on his return from work, Avsenkov also approached Father Arseny. He wore a thoughtful and grateful expression on his face.

‘Thank you! You saved me… You saved me… Your faith in God knows no bounds. You know, watching you, I’ve begun to realise that He exists!’

In the hut life went on as normal, or rather both life and death. Some of the inmates died while others took their place, until it was their turn…

There was no more stealing of bread. One or two attempts were made by some who would not learn but they were given such a thrashing by the other criminals for their impudence that nobody ever tried to steal somebody else’s rations again.

Father Arseny continued his ministry in the barrack-room, although he felt weaker by the day. Living amongst men of the most different kinds – different in character, education, breeding and experience – through his love and kindness, through his warm and tender words, he bound everyone together – believers, communists and criminals. With his deep insight into men’s souls he knew what each man needed and gave it to him. He won men’s hearts, softened their pain, gave them hope and taught them what was right.

Sazikov and Avsenkov, without understanding how, became friends. But what could a criminal and a former Party member possible have in common?…

It was Father Arseny who united them!

TRANSLATOR’S NOTES

1 Batushka is the diminutive form of an obsolete Russian word meaning ‘father’ and is usually applied to village priests.

CAPTIONS TO PHOTOGRAPHS

p. 61:

The interior of a ruined church in Russia. The desecration that places of worship have suffered is truly disheartening, particularly if one considers their liturgical and artistic value.

p. 62:

The biting cold of northern Russia was another foe that the prisoners had to face, a foe that, combined with the other hardships, wiped many of them out.

p. 63:

‘Most Russian iconographers carried out their work with devotion, fear of God, prayer and fasting.’

p. 64:

Despite the hardships and persecutions, the Russians continue to be a deeply devout people, and their devotion is being passed on to the next generation. The flame of faith in God that for years flickered in the hearts of ordinary people has not gone out because their experience was genuine.

p. 65:

‘The strict, though of course not slavish, conformity of Russian artists to these models (e.g. the icon of Our Lady of Vladimir: see icon below) produced superb works of chromatic brilliance, linear harmony and spiritual depth, such as Rubliov’s masterpiece, the icon of the Holy Trinity (see icon above).’

p. 66:

The famous 15th-century Lavra of the Holy Trinity at Zagorsk

p. 67:

Father Arseny’s biographer, author of ‘Father Arseny’, talking with one of the protagonist’s spiritual children about the book, which has been published in Greece by the Parakletos Monastery at Oropos, which kindly provided us with excerpts from the book and the photographic material.


http://pemptousia.com/2014/06/father-arseny-1894-1975-the-testimony-of-a-russian-confessor/
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...