Saturday, December 7, 2013

Εξομολόγηση - Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνα ( video )

Ἡ ἀγάπη δὲν εχει σύνορα, αγάπα ὅλους ( Αγιος Πορφύριος )


Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντα δὲν εἶχε σύνορα, ἦταν ἀπεριόριστη. Ἐπεκτεινόταν σ’ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, φίλους καὶ ἐχθρούς. Μοῦ ἔλεγε:

“Τὸ στεφάνι τῆς ἀγάπης μας στοὺς φίλους μας ἔχει ξένα σώματα (ὑπολογισμό, ἀνταπόδοση, ματαιοδοξία, συναισθηματικὴ ἀδυναμία, ἐμπαθὴ συμπάθεια), ἐνῶ τὸ στεφάνι τῆς ἀγάπης μας στοὺς ἐχθροὺς εἶναι καθαρό”.

Μοῦ ἔλεγε ἀκόμη:

“Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη μας πρέπει νὰ φθάνει παντοῦ, ἀκόμη καὶ στοὺς χίπηδες στὰ Μάταλα. Ἤθελα πολὺ νὰ πάω ἐκεῖ, ὄχι γιὰ νὰ τοὺς κάνω κήρυγμα ἢ νὰ τοὺς κατηγορήσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσω μαζί τους “χωρὶς ἁμαρτίες” καὶ ν’ ἀφήσω νὰ μιλήσει μόνη της ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταμορφώνει. Εἶδα τοὺς χίπηδες καὶ τοὺς λυπήθηκα. Ἦσαν σὰν “πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα”.

Στὸ θέμα τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, μὲ συμβούλευε:

“Δὲν πρέπει νὰ κάνεις τὸν χριστιανικό σου ἀγώνα μὲ κηρύγματα καὶ ἀντιδικίες, ἀλλὰ μὲ πραγματικὴ ἀγάπη. Ὅταν ἀντιδικοῦμε, οἱ ἄλλοι ἀντιδροῦν. Ὅταν τοὺς ἀγαπᾶμε, συγκινοῦνται καὶ τοὺς κερδίζουμε. Ὅταν ἀγαπᾶμε, νομίζουμε ὅτι προσφέρουμε στοὺς ἄλλους, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα προσφέρουμε πρῶτα στὸν ἑαυτό μας. Ἡ ἀγάπη χρειάζεται θυσίες. Νὰ θυσιάζουμε ταπεινὰ κάτι δικό μας, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι τοῦ Θεοῦ”.

(Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 54).

Η αγάπη καταργεί τις αποστάσεις ( Γέροντας Παΐσιος )


- Γέροντα, πώς επικοινωνούν πνευματικά από μακριά οι άνθρωποι;

- Γράφουν κανένα γράμμα ή με ασύρματο ή με σήματα μορς!...

- Δηλαδή, Γέροντα;

- Για να υπάρξει πνευματική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, πρέπει να εργάζωνται στην ίδια συχνότητα. Αυτό δεν μπορούν να το πιάσουν οι επιστήμονες . Θυμάσαι εκείνο το περιστατικό που αναφέρω στους «Αγιορείτες Πατέρες»; Μια μέρα ένας μοναχός θα πήγαινε να επισκεφθή έναν Πατέρα στην Καψάλα και σκεφτόταν: «Τί να του πάω για ευλογία;». Οικονόμησε λοιπόν δύο ψάρια και τα καθάριζε, για να του τα πάη. Εν τω μεταξύ ,ο άλλος είχε λάβει την πληροφορία από τον Θεό για την επίσκεψη του αδελφού και σκεφτόταν: «Τώρα που θα ‘ρθη, τί να τον φιλέψω;». Την ώρα λοιπόν που ο αδελφός καθάριζε ψάρια, ένας κόρακας ήρθε ξαφνικά, του πήρε το ένα ψάρι και το πήγε στον άλλον στην Καψάλα –απόσταση πεντέμισι ώρες. Το καταλαβαίνετε; Ο ένας σκεφτόταν πώς να αναπαύση τον άλλον και ο κόρακας μετά έκανε τον ενδιάμεσο!

Όταν ο άνθρωπος έχη την Αγάπη, τον Χριστό, και βουβός να είναι ,μπορεί να συνεννοηθή με όλα τα δισεκατομμύρια των λαών και με την κάθε ηλικία των ανθρώπων, που έχει και αυτή την δική της γλώσσα.

Βάλε δυο ανθρώπους που δεν έχουν αγάπη μεταξύ τους να καθήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον και να μη μιλούν. Βαλε και δύο άλλους που έχουν αγάπη μεταξύ τους να καθήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον και να μη μιλούν και αυτοί. Πώς θα νιώθουν οι μεν και πώς θα νιώθουν οι δε; Και οι πρώτοι δε θα μιλούν και οι δεύτεροι δεν θα μιλούν. Όμως οι δεύτεροι και με την σιωπή θα «μιλούν», γιατί θα υπάρχη επικοινωνία μεταξύ τους. Αντίθετα οι πρώτοι δεν θα μπορούν να επικοινωνήσουν ,γιατί ανάμεσά τους θα υπάρχη μόνωση. Όταν δεν υπάρχη αγάπη ,μπορεί δυο άνθρωποι να βρίσκωνται κοντά, αλλά να είναι μακριά ο ένας από τον άλλον.

- Γέροντα, στενοχωριέμαι που ήρθε η ημέρα να φύγετε πάλι από κοντά μας.

- Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχη «κοντά» και «μακριά». Την αγάπη του Χριστού δεν την χωρίζουν αποστάσεις ,γιατί ο Χριστός με την αγάπη Του καταργεί τις αποστάσεις. Επομένως , είτε κοντά είτε μακριά βρίσκεται κανείς, νιώθει πάντα κοντά , όταν είναι κοντά στον Χριστό και συνδέεται με τον άλλον αδελφικά με αγάπη Χριστού.



Δοξολογώ τον Θεό που η αγάπη μου είναι τέτοιου είδους ,πνευματική, αγγελική, οπότε οι αποστάσεις καταργούνται και η επαφή θα υπάρχη μαζί σας και σ’ αυτήν την ζωή από μακριά και στην άλλη που είναι ακόμη πιο μακριά, γιατί και εκείνη η απόσταση θα είναι πολύ κοντινή, αφού μας ενώνει η Αγάπη, ο Χριστός.



Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΙ Ε΄

ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»

ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ

«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»

ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

2007

"Humility is constant forgetfulness of one's achievements" ( Saint John Climacus )


Do you imagine that plain words can precisely or truly or appropriately or clearly or sincerely describe the love of the Lord, humility, blessed purity, divine enlightenment, fear of God, and assurance of the heart? Do you imagine that talk of such matters will mean anything to someone who has never experienced them? If you think so, then you will be like a man who with words and examples tries to convey the sweetness of honey to people who have never tasted it. He talks uselessly. Indeed I would say he is simply prattling. The same applies in the first instance. A man stands revealed as either having had no experience of what he is talking about or as having fallen into the grip of vainglory.

Our theme sets before us as a touchstone a treasure stored safely in earthen vessels, that is, in our bodies. This treasure is of a quality that eludes adequate description. It carries an inscription of heavenly origin which is therefore incomprehensible so that anyone seeking words for it is faced with a great and endless task. The inscription reads as follows: "Holy Humi1ity."

Let all who are led by the Spirit of God come with us into this spiritual and wise assembly. Let them hold in their spiritual hands the tablets of knowledge inscribed by God Himself. We have come together. We have asked our questions. We have searched for the meaning of this precious inscription. "Humility is constant forgetfulness of one's achievements," someone says.

"It is the admission that in all the world one is the least important and is also the greatest sinner," another says.

"It is the mind's awareness that one is weak and helpless," a third says.

"It is to forestall one's neighbor at a contentious moment and to be the first to end a quarrel."

"It is the acknowledgement of divine grace and divine mercy."

"It is the disposition of a contrite soul and the abdication of one's own will."

I listened to all this and thought it over carefully and soberly, and was not able to grasp the sense of that blessed virtue from what I had heard. I was the last to speak; and, like a dog gathering crumbs from a table, I collected what those learned and blessed fathers had said and went on from there to propose my own definition: "Humility is a grace in the soul and with a name known only to those who have had experience of it. It is indescribable wealth, a name and a gift from God. 'Learn from Me,' He said; that is, not from an angel, not from a man, not from a book, but 'from Me,' that is, from My dwelling within you, from My illumination and action within you, for 'I am gentle and meek of heart' (Matt. 11:9) in thought and in spirit, and your souls will find rest from conflicts and relief from evil thoughts."

The appearance of this sacred vine is one thing during the winter of passions, another in the springtime of flowering, and still another in the harvest-time of all the virtues. Yet all these appearances have one thing in common, namely, joy and the bearing of fruit, and they all give sure signs and evidence of the harvest to come. As soon as the cluster of holy humility begins to flower within us, we come, after hard work, to hate all earthly praise and glory. We rid ourselves of rage and fury; and the more this queen of virtues spreads within our souls through spiritual growth, the more we begin to regard all our good deeds as of no consequence, in fact as loathsome. For every day we somehow imagine that we are adding to our burden by an ignorant scattering, that the very abundance of God's gifts to us is so much in excess of what we deserve that the punishment due to us becomes thereby all the greater. Hence our minds remain secure, locked up in the purse of modesty, aware of the knocks and the jeers of thieves and yet untroubled by them, because modesty is an unassailable safe.

We have so far risked a few words of a philosophical kind regarding the blossoming and the growth of this everblooming fruit. But those of you who are close to the Lord Himself must find out from Him what the perfect reward is of this holy virtue, since there is no way of measuring the sheer abundance of such blessed wealth, nor could words convey its quality. Nevertheless, we must try to express the thoughts that occur to us about its distinguishing characteristics.

Real repentance, mourning cleansed of all impurity, and holy humility among beginners are as different and distinct from one another as yeast and flour from bread. The soul is ground and refined by visible repentance. The waters of true mourning bring it to a certain unity. I would even go so far as to speak of a mingling with God. Then, kindled by the fire of the Lord, blessed humility is made into bread and made firm without the leaven of pride. The outcome of all this is a three-stranded cord (cf. Eccles. 4:12), a heavenly rainbow coming together as a single power and energy, with its own effects and characteristics. Speak of one and we imply the other two. And I will now briefly try to prove the truth of what I am saying.

The first and principal characteristic of this excellent and admirable triad is the delighted readiness of the soul to accept indignity, to receive it with open arms, to welcome it as something that relieves and cauterizes diseases of the soul and grevious sins. The second characteristic is the wiping out of anger and modesty over the fact that it has subsided. Third and preeminent is the honest distrust of one's own virtues, together with an unending desire to learn more.

"The end of the law and the prophets is Christ, for the justification of every believer" (Rom. 10:4). And the end of impure passions is vainglory and pride for every man who fails to deal with the problem. But their destroyer is a spiritual stag which keeps the man who lives with it safe from every poison. The deadly bane of hypocrisy and of calumny can surely never appear where there is humility. Where will this snake nestle and hide? Will it not be pulled out from the heart's earth to be killed and done away with? Where there is humility there will be no sign of hatred, nor any kind of quarrelsomeness, no whiff of disobedience - unless of course some question of faith arises. The man with humility for his bride will be gentle, kind, inclined to compunction, sympathetic, calm in every situation, radiant, easy to get along with, inoffensive, alert and active. In a word, free from passion. "The Lord remembered us in our humility and delivered us from our enemies" (Ps. 135:23-24), that is, from our passions and from our impurities.

A humble Christian will not preoccupy himself with mysteries. A proud Christian busies himself with the hidden judgments of God.

Demons once heaped praise on one of the most discerning of the brothers. They even appeared to him in visible form. But this very wise man spoke to them as follows, "If you cease to praise me by way of the thoughts of my heart, I shall consider myself to be great and outstanding because of the fact that you have left me. But if you continue to praise me, I must deduce from such praise that I am very impure indeed, since every proudhearted man is unclean before the Lord (cf. Prov. 16:5). So leave me, and I shall become great, or else praise me, and with your help I shall earn more humility." Struck by this dilemma, they vanished.

Let not your soul be a hollow in the stream of life, a hollow sometimes full and sometimes dried up by the heat of vainglory and pride. Instead, may your soul be a well-spring of dispassion that wells up into a river of poverty. Friend, remember that corn and the fruit of the spirit will stand high in the valleys (cf. Ps. 64:14). The valley is a soul made humble among the mountains of labors and virtues. It always remains unproud and steadfast. In Scripture are the words, "I humbled myself, and the Lord hastened to rescue me" (Ps. 114:6); and these words are there instead of "I have fasted," "I have kept vigil," "I lay down on the bare earth."

Repentance lifts a man up. Mourning knocks at heaven's gate. Holy humility opens it. This I say, and I worship a Trinity in Unity and a Unity in Trinity.

The sun lights up everything visible. Likewise, humility is the source of everything done according to reason. Where there is no light, all is in darkness. Where there is no humility, all is rotten.

In the entire universe there is a unique place that saw the sun just once. And there is a unique thought that has given rise to humility. There was a unique day on which the whole world rejoiced. And there is a unique virtue the demons cannot imitate.

To exalt oneself is one thing, not to do so another, and to humble oneself is something else entirely. A man may always be passing judgment on others, while another man passes judgment neither on others nor on himself. A third, however, though actually guiltless, may always be passing judgment on himself.

There is a difference between being humble, striving for humility, and praising the humble. The first is a mark of the perfect, the second of the obedient, and the third of all the faithful.

A man truly humble within himself will never find his tongue betraying him. What is not in the treasury cannot be brought out through the door.

A solitary horse can often imagine itself to be at full gallop, but when it finds itself in a herd it then discovers how slow it actually is.

A first sign of emerging health is when our thoughts are no longer filled with a proud sense of our aptitudes. As long as the stench of pride lingers in the nose, the fragrance of myrrh will go unnoticed.

Holy humility had this to say, "The one who loves me will not condemn someone, or pass judgment on anyone, or lord it over someone else, or show off his wisdom until he has been united with me. A man truly joined to me is no longer in bondage to the Law" (note 1 Tim. 1:9.).

The unholy demons once began to murmur praise in the heart of an ascetic who was struggling to achieve blessed humility. However, God inspired him to use a holy trick to defeat the cleverness of these spirits. The monk got up and on the wall of his cell he wrote in sequence the names of the major virtues: perfect love, angelic humility, pure prayer, unassailable chastity, and others of a similar kind. The result was that whenever vainglorious thoughts began to puff him up, he would say, "Come! Let us go to be judged." Going to the wall he would read the names there and would cry out to himself, "When you have every one of these virtues within you, then you will have an accurate sense of how far from God you still are."

None of us can describe the power and nature of the sun. We can merely deduce its intrinsic nature from its characteristics and effects. So too with humility, which is a God-given protection against seeing our own achievements. It is an abyss of self-abasement to which no thief can gain entry. It is a tower of strength against the enemy. "Against him the enemy will not prevail and the son (or, rather, the thought) of iniquity will do him no harm and he will cut off his enemies before him" (Ps. 88:23-24) and will put to flight those who hate him.

The great possessor of this treasure has other properties in his soul besides those referred to above. These properties, with one exception, are manifest signs of this wealth. You will know that you have this holy gift within you and not be led astray when you experience an abundance of unspeakable light together with an indescribable love of prayer. Even before reaching this stage, you may have it, if in your heart you pass no judgment on the faults of others. And a precursor of what we have described is hatred of all vainglory.

The man who has come to know himself with the full awareness of his soul has sown in good ground. However, anyone who has not sown in this way cannot expect humility to flower within him. And anyone who has acquired knowledge of self has come to understand the fear of the Lord, and walking with the help of this fear, he has arrived at the doorway of love. For humility is the door to the kingdom, opening up to those who come near. It was of that door, I believe, that the Lord spoke when He said, "He shall go in and come out of life" and not be afraid "and he shall find pasture" (John 10:8-9) and the green grass of Paradise. And whoever has entered monastic life by some other door is a thief and a robber of his own life.

Those of us who wish to gain understanding must never stop examining ourselves and if in the perception of your soul you realize that your neighbor is superior to you in all respects, then the mercy of God is surely near at hand.

Snow cannot burst into flames. It is even less possible for humility to abide in a heretic. This achievement belongs only to the pious and the faithful, and then only when they have been purified.

Most of us would describe ourselves as sinners. And perhaps we really think so. But it is indignity that shows up the true state of the heart.

Whoever is eager for the peaceful haven of humility will never cease to do all he possibly can to get there, and with words and thoughts, with considerations and explanations, with questionings and probings, with every device, with prayer and supplication, with meditation and reflection, he will push onward, helped by God, humiliated and despised and toiling mightily, and he will sail the ship of his soul out from the ever-stormy ocean of vainglory. For the man delivered from this sin wins ready pardon for all his other sins, like the publican in Scripture.

Some drive out empty pride by thinking to the end of their lives of their past misdeeds, for which they were forgiven and which now serve as a spur to humility. Others, remembering the passion of Christ, think of themselves as eternally in debt. Others hold themselves in contempt when they think of their daily lapses. Others come to possess this mother of graces by way of their continuous temptations, weaknesses, and sins. There are some--and I cannot say if they are to be found nowadays--who humble themselves in proportion to the gifts they receive from God and live with a sense of their unworthiness to have such wealth bestowed on them, so that each day they think of themselves as sinking further into debt. That is real humility, real beatitude, a real reward! And you may be sure that it is by this particularly blessed route that anyone has traveled who in a few short years has arrived at the summit of dispassion.

Love and humility make a holy team. The one exalts. The other supports those who have been exalted and never falls.

There is a difference between contrition, self-knowledge, and humility.

Contrition is the outcome of a lapse. A man who has lapsed breaks down and prays without arrogance, though with laudable persistence, shattered and yet clinging to the staff of hope, indeed using it to drive off the dog of despair.

Self-knowledge is a clear-eyed notion of one's own spiritual advance. It is also an unwavering remembrance of one's slightest sins.

Humility is a spiritual teaching of Christ led spiritually like a bride into the inner chamber of the soul of those deemed worthy of it, and it somehow eludes all description.

A man says that he is experiencing the full fragrance of this myrrh within him. Someone happens to praise him, and if he feels the slightest stir of the heart or if he grasps the full import of what is being said, then he is certainly mistaken, and let him have no illusion about that fact.

"Not to us, not to us, but to Your name, O Lord, give glory" (Ps. 113:9). I once heard a man say this with total sincerity. He was a man who well understood that human nature is such that it cannot remain unharmed by praise. "My praise shall be from You in the great assembly, Lord" (Ps. 21:26), that is, in the life to come, and I cannot accept it before that without risk to myself.

If the outer limit, the rule, and the characteristic of extreme pride is for a man to make a show of having virtues he does not actually possess for the sake of glory, then surely the sign of extreme humility will be to lower ourselves by claiming weaknesses we do not really have. This was what one man did when he took the bread and cheese in his hands. This too was the way of the man who was free of all fleshly lust but who used to take his clothes off and parade naked through the whole city. Men like these do not worry about giving scandal, for through prayer they have received the power to reassure all men invisibly. Indeed, to be afraid of censure is to show lack of ability in prayer. And when God is ready to hear our prayers we can achieve anything.

It is better to offend man than God. For God is delighted when He sees us courting dishonor for the purpose of crushing, striking, and destroying our empty self-esteem. And virtue of this sort comes only from a complete abandonment of the world and only the really great can endure the derision of their own people. This should not surprise you. The fact is that no one can climb a ladder in a single stride. By this shall all men know that we are God's disciples, not because devils are subjected to us, but because our names are written in the Heaven of humility (cf. Luke 10:20).

A lemon tree naturally lifts its branches upwards when it has no fruit. The more its branches bend, the more fruit you will find there. The meaning of this will be clear to the man disposed to understand it.

Holy humility receives from God the power to yield fruit thirty-fold, sixty-fold and a hundred-fold. The dispassionate attain that last degree, the courageous the middle, and everyone can rise to the first.

The man who has come to know himself is never fooled into reaching for what is beyond him. He keeps his feet henceforth on the blessed path of humility.

Just as birds fear the sight of a hawk, those who practice humility fear the sound of an argument.

Many have attained salvation without the aid of prophecies, illumination, signs and wonders. But without humility no one will enter the marriage chamber, for humility is the guardian of such gifts. Without it, they will bring frivolous people to ruin.

Because of our unwillingness to humble ourselves, God has arranged that no one can see his own faults as clearly as his neighbor does. Hence our obligation to be grateful not to ourselves but to our neighbor and to God for our healing.

A humble man will always hate his own will as a cause of error. In his petitions to the Lord which he makes with unwavering faith he learns what he should do and obeys. He does not spend his time scrutinizing the lifestyle of his superiors. He lays all his burden on God, Who used an ass to teach Balaam what had to be done. All the acts, thoughts, and words of such a man are directed to the will of God, and he never trusts himself. Indeed, to a humble man, self-confidence is as much a thorn and a burden as the orders of someone else are to a proud man.

In my opinion, an angel is characterized by the fact that he is not tricked into sinning. And I hear those words of an earthly angel, "I am aware of nothing against myself and yet I am not thereby justified. It is the Lord Who is my judge" (1 Cor. 4:4). So we must always condemn and criticize ourselves in order that by means of deliberately chosen humiliations we may protect ourselves from unwitting sin. And if we do not do this, our punishment at death will be heavy indeed.

The man who asks God for less than he deserves will certainly receive more, as is shown by the publican who begged forgiveness but obtained salvation (cf. Luke 18:10-14). And the robber asked only to be remembered in the kingdom, yet he inherited all of Paradise (cf. Luke 23:43).

In the created world fire cannot naturally be both small and great at one and the same time. Humility cannot be genuine and at one and the same time have a worldly nature. Genuine humility is not in us if we fall into voluntary sin, and this is the sign that there is some material attraction still within us.

The Lord understood that the virtue of the soul is shaped by our outward behavior. He therefore took a towel and showed us how to walk the road of humility (cf. John 13:4). The soul indeed is molded by the doings of the body, conforming to and taking shape from what it does. To one of the angels it was the fact of being a ruler that led to pride, though it was not for this reason that the prerogative was originally granted to him.

A man who sits on a throne acts in one way, and the man who sits on a dunghill acts in another. That, perhaps, is the reason why that great and just man sat on the dunghill outside the city. Totally humbled, he said in all sincerity, "I despise myself, waste away" (Job 42:6), and have regarded myself as dust and ashes."

I note that Manasseh sinned like no other man. He defiled the temple of God with idols and contaminated the sacred Liturgy (cf. 4 [2] Kings 21:4). A fast by all the world could not have made reparation for his sin, and yet humility could heal his incurable wound. "If You wanted sacrifice I would have given it," David says to God, "but You will not be satisfied with burnt offerings," that is, with bodies worn out by fasting. "The sacrifice for God is a contrite spirit. God will not despise a humble and contrite heart" (Ps. 50:17). Following on adultery and murder, blessed humility once cried out to God, "I have sinned against the Lord," and the reply was heard: "The Lord has put away your sin" (2 Kings [2 Sam.] 12:13).

The wonderful Fathers proclaimed physical labor to be the way to and the foundation of humility. To this I would add obedience and honesty of heart, since these are by nature opposed to self-aggrandizement.

If pride turned some of the angels into demons, then humility can doubtless make angels out of demons. So take heart, all you sinners.

Let us strive with all our might to reach that summit of humility, or let us at least climb onto her shoulders. And if this is too much for us, let us at least not fall out of her arms, since after such a fall a man will scarcely receive any kind of everlasting gift.

Humility has its signs. It also has its sinews and its ways, and these are as follows-poverty, withdrawal from the world, the concealment of one's wisdom, simplicity of speech, the seeking of alms, the disguising of one's nobility, the exclusion of free and easy relationships, the banishment of idle talk.

Nothing can ever so humble the soul as destitution and the subsistence of a beggar. We will show ourselves true lovers of wisdom and of God if we stubbornly run away from all possibility of exaltation.

If you wish to fight against some passion, take humility as your ally, for she will tread on the asp and the basilisk of sin and despair, and she will trample under foot the lion and the serpent of physical devilishness and cunning (cf Ps. 90:13).

Humility is a heavenly waterspout which can lift the soul from the abyss up to Heaven's height.

Someone discovered in his heart how beautiful humility is, and in his amazement he asked her to reveal her parent's name. Humility smiled, joyous and serene, "Why are you in such a rush to learn the name of my begetter? He has no name, nor will I reveal him to you until you have God for your possession. To Whom be glory forever." Amen.

The sea is the source of the fountain, and humility is the source of discernment.



From the

"Ladder of Divine Ascent"

of Saint John Climacus

Pride is a denial of God ( Saint John Climacus )


Pride is a denial of God, an invention of the devil, contempt for men. It is the mother of condemnation, the offspring of praise, a sign of barrenness. It is a flight from God's help, the precursor of madness, the cause of downfall. It is the cause of satanic possession, the source of anger, the gateway of hypocrisy. It is the fortress of demons, the guardian of sins, the source of hardheartedness. It is the denial of compassion, a bitter Pharisee, a cruel judge. It is the foe of God. It is the root of blasphemy.

Pride begins where vainglory leaves off. Its midpoint comes with the humiliation of our neighbor, the shameless parading of our achievements, complacency, and unwillingness to be found out. It ends with the spurning of God's help, the exalting of one's own efforts and a devilish disposition.

Listen, therefore, all who wish to avoid this pit. This passion often draws strength initially from the giving of thanks, and at first it does not shamelessly urge us to renounce God. I have seen people who speak aloud their thanks to God but who in their hearts are glorifying themselves, something demonstrated by that Pharisee with his "O God, I thank You" (Luke 18:11).

Pride takes up residence wherever we have lapsed, for a lapse is in fact an indication of pride. And an admirable man said once to me, "Think of a dozen shameful passions. Love one of them, I mean pride, and it will take up the space of all the other eleven."

A proud Christian argues bitterly with others. The humble Christian is loath to contradict them.

The cypress tree does not bend to the ground to walk, nor does the haughty Christian bend down in order to gain obedience.

The proud man wants to be in charge of things. He would feel lost otherwise.

"God resists the proud" (James 4:6). Who then could have mercy on them? Before God every proud man is unclean. Who then could purify such a person?

For the proud correction is a fall, a thorn (cf. 2 Cor. 12:7) is a devil, and abandonment by God is madness. Whereas in the first two instances there are human cures available, this last cannot be healed by man.

To reject criticism is to show pride, while to accept it is to show oneself free of this fetter.

Pride and nothing else caused an angel to fall from heaven. And so one may reasonably ask whether one may reach heaven by humility alone without the help of any other virtue.

Pride loses the profits of all hard work and sweat. They cried out, but there was none to save them, because they cried out with pride. They cried out to God, but He paid no heed since they were not really trying to root out the faults against which they were praying.

An elder, very experienced in these matters, once spiritually admonished a proud brother who said in his blindness, "Forgive me, father, but I am not proud." "My son," said the wise old man, "what better proof of your pride could you have given than to claim that you were not proud?"

A help to the proud is submissiveness, a tougher and humbler way of life, and the reading of the supernatural feats of the Fathers. Even then there will perhaps be little hope of salvation for those who suffer from this disease.

While it is disgraceful to be puffed up over the adornments of others, it is sheer lunacy to imagine that one has deserved the gifts of God. You may be proud only of the achievements you had before the time of your birth. But anything after that, indeed the birth itself, is a gift from God. You may claim only those virtues in you that are there independently of your mind, for your mind was bestowed on you by God. And you may claim only those victories you achieved independently of the body, for the body too is not yours but a work of God.

Do not be self-confident before judgment has been passed on you. Remember the guest at the marriage feast. He got there, and then, tied hand and foot, he was thrown into the dark outside (cf. Matt. 22:13). So do not be stiff-necked, since you are a material being. Many although holy and unencumbered by a body were cast out of Heaven.

When the demon of pride gets a foothold for himself among his own servants, he appears to them, in sleep or awake, and he looks like a holy angel or martyr and he hints at mysteries to be revealed or spiritual gifts to be granted, that the wretches may be deceived and driven utterly out of their minds.

If we were to die ten thousand times for Christ, we would still not have repaid what we owe, for in value rather than physical substance there is no comparison between the blood of God and that of His servants.

We should always be on the lookout to compare ourselves with the Fathers and the lights who have gone before us. If we do, we will discover that we have scarcely begun the ascetic life, that we have hardly kept our vow in a holy manner, and that our thinking is still rooted in the world.

A real Christian is one whose soul's eye is not haughty and whose bodily senses are unmoved.

A Christian is one who fights his enemies, like the wild beasts that they are, and harries them as he makes his escape from them.

To be a Christian is to know ecstasy without end and to grieve for life.

A Christian is shaped by virtues in the way that others are shaped by pleasures.

A Christian has an unfailing light in the eye of the heart.

A Christian is an abyss of humility in which every evil spirit has been plunged and smothered.

Pride makes us forget our sins, for the remembrance of them leads to humility.

Pride is utter poverty of soul disguised as riches, imaginary light where in fact there is darkness. This abominable vice not only stops our progress but even tosses us down from the heights we have reached.

The proud man is a pomegranate, rotten within, while outwardly radiant.

A proud Christian needs no demon. He has turned into one, an enemy to himself.

Darkness is alien to light. Pride is alien to every virtue.

Blaspheming words rise up in the hearts of the proud, heavenly visions in the hearts of the humble.

A thief hates the sun. A proud man despises the meek.

It happens, I do not know how, that most of the proud never really discover their true selves. They think they have conquered their passions and they find out how poor they really are only after they die.

The man ensnared by pride will need God's help, since man is of no use to him.

I captured this senseless deceiver once. It was rising up in my heart and on its shoulders was vainglory, its mother. I roped them with the noose of obedience and flailed them with the whip of humility. Then I lashed them and asked how they had managed to gain access to me. "We have no beginning and no birth," they said, "for we are the source and the begetters of all the passions. The strongest opposition to us comes from the contrition of heart that grows out of obedience. We can endure no authority over us, which is why we fell from heaven though we had authority there. In short, we are the authors and the progenitors of everything opposed to humility, for everything that favors humility brings us low. We prevail everywhere except in heaven. So, then, where will you run to escape us? You will find us often where there is patient endurance of dishonor, where there is obedience and freedom from anger, where there is willingness to bear no grudge, where one's neighbor is served. And our children are the falls of those who lead the life of the spirit. Their names: Anger, Calumny, Spite, Irritability, Shouting, Blasphemy, Hypocrisy, Hatred, Envy, Argumentativeness, Self-will, Disobedience.

"There is only one thing with which we cannot interfere, and the violence you do us will make us admit what this is. If you can honestly condemn yourself before the Lord, then indeed you will find us as flimsy as a cobweb. For, you see, Vainglory is pride's saddle-horse on which I am mounted. But holy Humility and Self-accusation will laugh at the horse and its rider and will joyfully sing the song of triumph: 'Let us sing to the Lord, for He has been truly glorified. Horse and rider He has thrown into the sea' (Exod. 15:1), into the depths of humility."

Such is the twenty-third step. Whoever climbs it, if indeed anyone can, will certainly be strong.



From the

"Ladder of Divine Ascent"

of Saint John Climacus

Christ is born - Χριστός Γεννάται ( Video )

H προσευχή είναι το οξυγόνο της ψυχής ( Γεροντας Παϊσιος )


Ρίξτε το μεγαλύτερο βάρος του αγώνα σας στην προσευχή, γιατί αυτή μας κρατεί σε επαφή με το Θεό. Και η επαφή αυτή πρέπει να είναι συνεχής. Η προσευχή είναι το οξυγόνο της ψυχής, είναι ανάγκη της ψυχής και δεν πρέπει να θεωρείται αγγαρεία.

Η προσευχή για ν' ακουστεί από το Θεό πρέπει να γίνεται με ταπείνωση, με συναίσθηση βαθιά της αμαρτωλότητας μας, και να είναι καρδιακή. Εάν δεν είναι καρδιακή, δεν ωφελεί. Ο Θεός ακούει πάντοτε την προσευχή του ανθρώπου που είναι πνευματικά ανεβασμένος.

Η μελέτη της Αγίας Γραφής βοηθάει πολύ την προσευχή, θερμαίνει την ψυχή και μεταφέρει τον προσευχόμενο σ' ένα πνευματικό χώρο. Η προσευχή είναι ξεκούραση.

 Γεροντας Παϊσιος

Τα Ελληνικά γράμματα ( Μέγας Βασίλειος )


Προς τους νέους, πως να οφελούνται από τα Ελληνικά γράμματα

Πολλοί λόγοι, αγαπητά μου παιδιά, με κάνουν να σας δώσω αυτές τις συμβουλές. Πιστεύω ότι είναι οι καλύτερες και θα σας ωφελήσουν, αν τις κάνετε κτήμα σας. Έχω προχωρημένη ηλικία. Ασκήθηκα στη ζωή με πολλούς τρόπους. Γνώρισα επί πολλά χρόνια τις βιοτικές μεταβολές, που συμπληρώνουν την ανθρώπινη μόρφωση.

Έτσι, έχω κάμποση πείρα στα ανθρώπινα πράγματα. Μπορώ, λοιπόν, σ΄ αυτούς που πρωτομπαίνουν στο στάδιο της ζωής, να δείξω τον πιο σίγουρο δρόμο. Από την άποψη της συγγένειας, έρχομαι ευθύς μετά τους γονείς σας. Γι΄ αυτό, σας αγαπώ όμοια μ΄ εκείνους. Και σεις με βλέπετε σαν πατέρα σας, έτσι θαρρώ.

Αν, λοιπόν, δεχθήτε με προθυμία τα λόγια μου, θα ανήκετε στη δεύτερη κατηγορία εκείνων που επαινεί ο αρχαίος ποιητής Ησίοδος, γράφοντας ότι είναι άριστος άνθρωπος όποιος μονάχος του ξεχωρίζει το σωστό κι είναι καλός άνθρωπος όποιος συμμορφώνεται με τις σωστές υποδείξεις. Ένω όποιον δεν είναι ικανός να το κάνει αυτό, τον χαρακτηρίζει σαν άνθρωπο άχρηστο.

Και μην απορήσετε που έρχομαι να προσθέσω κάτι δικό μου σε όσα διαβάζετε από τους αρχαίους στα σχολεία σας και μάλιστα να σας πω ότι αυτό το δικό μου είναι ωφελιμότερο από όσα εκείνοι σας διδάσκουν. Ακριβώς αυτό είναι το νόημα της συμβουλής μου: δεν πρέπει να παραδώσετε στους αρχαίους συγγραφείς το τιμόνι του νου σας, για να σας πάνε όπου αυτοί θέλουν. Δεν πρέπει να τους ακολουθείτε σε όλα. Πρέπει να πάρετε απ΄ αυτούς ο, τι είναι χρήσιμο και να μη δώσετε προσοχή στα υπόλοιπα. Έρχομαι, λοιπόν, αμέσως να σας υποδείξω ποιά είναι τα άχρηστα μέσα στα συγγράμματά τους και πως να ξεχωρίζετε τα πρώτα από τα δεύτερα.

Εμείς οι χριστιανοί θεωρούμε εντελώς ασήμαντο πράγμα την εδώ κάτω ανθρώπινη ζωή. Δεν λογαριάζουμε και δεν λέμε καλό ο, τι μας εξυπηρετεί σ΄ αυτή μονάχα τη ζωή. Την ένδοξη καταγωγή, την ευρωστία του κορμιού, τη σωματική καλλονή, το ωραίο ανάστημα, τις τιμές που δίνουν οι άνθρωποι, ακόμα και το βασιλικό αξίωμα κι οτιδήποτε άλλο προσφέρει ο παρών κόσμος, δεν θα τα θαρρούμε μεγάλα και ζηλευτά πράγματα. Δεν μας κάνουν εντύπωση όσοι τα έχουν.

Οι δικές μας ελπίδες πάνε πολύ μακρύτερα. Οι πράξεις μας είναι μια προετοιμασία για κάποιαν άλλη ζωή. Ακριβώς, λοιπόν, όσα μας χρειάζονται γι΄ αυτή την άλλη ζωή, αυτά αγαπάμε, αυτά λαχταράμε, περιφρονώντας όσα δεν φθάνουν ως εκεί. Ποιά είναι αυτή η άλλη ζωή; Που και πως θα τη ζήσουμε; Αυτό το θέμα είναι ανώτερο της τωρινής αφορμής, για να το περιγράψω. Και σεις, εξ άλλου, δεν έχετε ακόμη όλη την ωριμότητα, για να αφομοιώσετε την περιγραφή του.

Θα σας δώσω όμως ένα σκιαγράφημά του, που θα σας είναι αρκετό. Ας πάρουμε από τη μια μεριά όλη την ευτυχία, που σωρεύθηκε στον κόσμο αυτόν εδώ από την πρώτη ημέρα του. Όλη, λοιπόν, αυτή η γήινη ευτυχία δεν φθάνει ούτε το μικρότερο από τα αγαθά της άλλης ζωής.

Όλα τα καλά του κόσμου τούτου είναι τόσο κατώτερα από το ελάχιστο ανάμεσα σ΄ εκείνα τα αγαθά, όσο κατώτερα είναι η σκια και το όνειρο από την πραγματικότητα. Ή, για να χρησιμοποιήσω ένα πιο συνηθισμένο παράδειγμα, η διαφορά ανάμεσα στις δυό ζωές, για τις οποίες μιλάμε, είναι όσο κι η διαφορά σε αξία ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα.

Οδηγός μας στην εδώ κάτω ζωή είναι η Αγία Γραφή, που η γλώσσα της έχει πολύ μυστήριο. Όσο ο άνθρωπος έχει ακόμα μικρή ηλικία, είναι φυσικό να μη καταλαβαίνει τη βαθιά της σημασία. Τι κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται με τα μάτια της ψυχής σε άλλα κείμενα, όχι εντελώς ξένα, που μοιάζουν με καθρέφτες και σκιές. Συμβαίνει δηλαδή ο, τι και στον στρατό.

Οι στρατιώτες αποκτούν την πολεμική πείρα πρώτα με τις κινήσεις των γυμνασίων, που είναι ένα είδος παιχνίδι. Ύστερα, γνωρίζουν τον αληθινό πόλεμο. Έχουμε κι εμείς μπροστά μας μια μάχη. Τη μεγαλύτερη απ΄ όλες. Για να ετοιμασθούμε, πρέπει να γυμνασθούμε, να κοπιάσουμε. Πως θα γίνει αυτή η προγύμναση; Με το να γνωρίσουμε καλά τους ποιητές, τους πεζογράφους, τους ρήτορες κι όλους τους ανθρώπους, που θα μας προσφέρουν κάτι για να δυναμώσουμε την ψυχή μας.

Θυμηθήτε τι κάνουν τα βαφεία. Πρώτα ετοιμάζουν με διάφορους τρόπους το ύφασμα που θα βάψουν. Και μονάχα αφού γίνει αυτή η προεργασία, τότε παίρνουν και μεταχειρίζονται το κόκκινο η άλλο χρώμα για να κάνουν το βάψιμο. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και σε μας. Πρώτα θα ετοιμάσουμε τη συνείδησή μας με την κοσμική σοφία κι ύστερα θ΄ ακούσουμε τα ιερά και βαθιά νοήματα της χριστιανικής διδασκαλίας. Πρώτα θα συνηθίσουμε να βλέπουμε τον ήλιο μέσα στο νερό κι ύστερα θ΄ ατενίσουμε τον ίδιο τον ήλιο.

Αν οι δυό διδασκαλίες έχουν κάποια συγγένεια, θα ήταν ωφέλιμη η γνώση και των δυό. Αλλά έχουν και μεγάλη διαφορά. Γι΄ αυτό, αν τις βάλουμε τη μια πλάι στην άλλη και τις συγκρίνουμε, θα δούμε καθαρά ότι η μια υπερέχει της άλλης. Με τι όμως να τις παρομοιάσουμε, ώστε να δώσουμε μια πετυχημένη εικόνα τους; Η κύρια αξία του φυτού είναι το ότι κάνει καρπούς.

Αλλά και τα φύλλα του προσφέρουν ένα στόλισμα, καθώς παίζουν κάτω από την πνοή του αέρα γύρω στους κλάδους. Κάτι ανάλογο γίνεται και στην ψυχή. Ο καρπός της, η αξία της είναι η αλήθεια. Είναι όμως ωραίο πράγμα να την τριγυρίζει κι η κοσμική σοφία, σαν φυλλωσιά, που σκεπάζει όμορφα τους καρπούς. Αυτό συνέβη με τον μεγάλο Μωϋσή, τον περιβόητο για τη σοφία του, καθώς αναφέρει η παράδοση.

Πρώτα - λένε - γύμνασε τον νου του στις επιστήμες της αρχαίας Αιγύπτου κι ύστερα σίμωσε για να δει τον αληθινό Θεό. Παρόμοιο συνέβη και με τον σοφό Δανιήλ, αιώνες αργότερα. Πρώτα διδάχθηκε στη Βαβυλώνα τη σοφία των Χαλδαίων κι ύστερα έπεσε στη σπουδή της θείας διδασκαλίας.

Αρκετά σας εξήγησα το ότι αυτά τα κοσμικά μαθήματα δεν είναι ανώφελα για την ψυχή. Ας έλθουμε τώρα να δούμε και το πως πρέπει να τα αφομοιώνετε. Ας αρχίσουμε από τα πολύμορφα έργα των ποιητών. Δεν πρέπει να δίνετε σημασία σε όλα, χωρίς εξαίρεση, τα διδάγματά τους. Όταν σας εξιστορούν κατορθώματα η σας εκθέτουν λόγια καλών ανθρώπων, να τα δέχεστε με αγάπη, να κοιτάτε να τους μιμηθήτε, να τους μοιάσετε, όσο μπορείτε.

Όταν όμως φέρνουν στη μέση κακούς ανθρώπους, πρέπει να αποφεύγετε τις τέτοιες εικόνες, φράζοντας τ΄ αυτιά σας όμως ο Οδυσσέας, που, καθώς διηγείται ο Όμηρος, ήθελε ν΄ αποφύγει τη μελωδία των Σειρήνων. Γιατί; Διότι άμα συνηθίσει κανείς στα αμαρτωλά λόγια, περνά και στα αμαρτωλά έργα. Γι΄ αυτό, λοιπόν, πρέπει με κάθε τρόπο να προφυλάσσουμε την ψυχή μας. Γιατί υπάρχει κίνδυνος, μαζί με τη γλύκα των λόγων να πάρουμε μέσα μας και κάτι θανάσιμο, χωρίς να το καταλάβουμε.

Είναι μέλι, που έχει και δηλητήριο. Δεν θα επαινέσουμε, έτσι, τους ποιητές, όταν παριστάνουν ανθρώπους που ασεβούν, που εμπαίζουν, που παραδίνονται στην ακολασία, που παρασύρονται από το πιοτό, ούτε όταν περιορίζουν την ευτυχία σε πλούσια τραπέζια και σε άσεμνα τραγούδια. Και δεν θα δώσουμε καμιά σημασία, όταν κάνουν λόγο για θεούς και μας λένε ότι οι θεοί αυτοί είναι πολλοί κι αλληλομισούνται. Γιατί, καθώς ξέρετε, οι ψεύτικοι θεοί της ειδωλολατρίας πολεμάνε ο αδελφός τον αδελφό κι ο πατέρας τα παιδιά του κι εκείνα τους γονείς τους, με υπουλότητα.

Θ΄ αφήσουμε στους ανθρώπους του Θεάτρου τις μοιχείες των θεών, τους έρωτές τους, τις ασύστολες σαρκικές τους σχέσεις και προ παντός του μεγαλύτερου απ΄ όλους θεού Δία, όπως λέγουν αυτοί. Είναι πράγματα όλα αυτά, που και για τα ζώα αν τα έλεγε κανείς θα κοκκίνιζε. Τα ίδια έχω να πω και για τους πεζογράφους και μάλιστα όταν γράφουν για να διασκεδάσουν.

Επίσης δεν θα μιμηθούμε τους ρήτορες των δικαστηρίων, που η τέχνη τους είναι το ψέμα. Γιατί το ψέμα δεν είναι ωφέλιμο ούτε στα δικαστήρια ούτε πουθενά αλλού, μια και προτιμήσαμε, σαν χριστιανοί, τον σωστό κι αληθινό δρόμο της ζωής και το Ευαγγέλιο μας προστάζει να μη καταφεύγουμε στα δικαστήρια. Απ΄ όσα μας διδάσκουν οι παρά πάνω, θα διαλέγουμε και θα παίρνουμε μονάχα ο, τι είναι έπαινος της αρετής και κατάκριση της κακίας.

Για τον άνθρωπο και τ΄ άλλα ζώα, τα λουλούδια είναι καλά μονάχα για το άρωμά τους και το χρώμα τους. Για τις μέλισσες όμως, υπάρχει σ΄ αυτά και κάτι άλλο: το μέλι. Έτσι κι εδώ. Όσοι στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων δεν αναζητούν μονάχα τη γλύκα και τη χάρη του λόγου, μπορούν ν΄ αποκομίσουν και κάποια ωφέλεια για την ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αυτά τα συγγράμματα να τα σπουδάζουμε ακολουθώντας το παράδειγμα των μελισσών.

Οι μέλισσες δεν πετάνε σε όλα τα λουλούδια με τον ίδιο τρόπο. Κι όπου καθίσουν, δεν κοιτάνε να τα πάρουν όλα. Παίρνουν μονάχα όσο χρειάζεται στη δουλειά τους και το υπόλοιπο το παρατούν και φεύγουν. Έτσι κι εμείς, αν είμαστε φρόνιμοι. Θα πάρουμε απ΄ αυτά τα κείμενα ο, τι συγγενεύει με την αλήθεια και μας χρειάζεται και τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε πίσω μας.

Κι όπως, κόβοντας το τριαντάφυλλο, αποφεύγουμε τ΄ αγκάθια της τριανταφυλλιάς, έτσι κι από τα κείμενα αυτά θα πάρουμε ότι είναι χρήσιμο και θα φυλάξουμε τον εαυτό μας απ΄ ότι είναι επιζήμιο. Από την πρώτη, λοιπόν, στιγμή πρέπει να εξετάζουμε τα διδάγματα χωριστά και να τα προσαρμόσουμε στον σκοπό μας, φέρνοντας, κατά τη δωρική παροιμία τη σχετική με τους κτίστες, την πέτρα στο αλφάδι.

Στην άλλη ζωή, θα φθάσουμε με την αρετή. Την αρετή, που εξύμνησαν κι οι ποιητές κι οι πεζογράφοι, άλλα πιο πολύ οι φιλόσοφοι. Έτσι, μεγαλύτερη προσοχή πρέπει να δώσουμε στα συγγράμματα αυτών των τελευταίων. Δεν είναι μικρό το κέρδος, όταν οι ψυχές των νέων συνηθίσουν και κάνουν δική τους την αρετή. Όσα ο άνθρωπος αφομοιώνει στην τρυφερή ηλικία του, μένουν ασάλευτα. Γιατί η ψυχή είναι ακόμα απλή τότε και ο, τι δέχεται, εντυπώνεται πολύ βαθιά μέσα της.

Τι άλλο τάχα σκέφθηκε ο Ησίοδος από το να προτρέψει τους νέους στην αρετή, όταν φιλοτεχνούσε τους στίχους του, που όλοι τους τραγουδούν; Σκέφθηκε ότι ο δρόμος της αρετής είναι στην αρχή κακοτράχαλος και δυσκολοδιάβατος κι ανηφορικός. Ότι τον κάνει κανείς με πολύ ιδρώτα και πολύ κόπο. Ότι, γι΄ αυτόν τον λόγο, δεν μπορεί ο καθένας να βάλει το πόδι του σ΄ αττόν τον δρόμο, με την αποτομιά που δείχνει, κι ούτε, αν τον περπατήσει, θα φθάσει εύκολα στην κορφή.

Ότι σαν φθάσει όμως εκεί πάνω, βλέπει πως στην πραγματικότητα ήταν ένας δρόμος ίσιος, όμορφος, εύκολος, καλοδιάβατος και πιο ευχάριστος από τον άλλο, που οδηγεί στην κακία και που ο ίδιος ποιητής είπε ότι μονομιάς μπορεί κανείς να τον διαβεί, γιατί βρίσκεται κοντά μας. Εγώ το πιστεύω:

Ο Ησίοδος ιστόρησε όλα αυτά για να μας παροτρύνει στην αρετή, να σπρώξει τον καθένα στο καλό, να μας κάνει να μη το βάλουμε κάτω μπροστά στους κόπους και να μη σταματήσουμε πριν από το τέλος του δρόμου. Κι όποιος άλλος με τέτοιο τρόπο τραγούδησε την αρετή, ας γίνει ο λόγος του καλόδεχτος από μας, μια κι οδηγεί στον ίδιο σκοπό.

Άκουσα κάποτε να μιλά σχετικά μ΄ αυτό το θέμα ένας άνθρωπος, που είχε τη δύναμη να εμβαθύνει στο νόημα των ποιητών. Έλεγε, λοιπόν, ότι όλη η ποίηση του Ομήρου δεν είναι άλλο παρά ένας ύμνος της αρετής. Όλα, στον Όμηρο, εκτός από ο, τι είναι περιθωριακό, αποβλέπουν σ΄ αυτό. Έτσι, λόγου χάρη, συμβαίνει με όσα γράφει για τον Οδυσσέα, που σώθηκε γυμνός από το ναυάγιο και, στην αρχή, με μόνη την εμφάνισή του, προκάλεσε τον σεβασμό της βασιλοκόρης Ναυσικάς.

Η γύμνια του δεν ήταν ντροπή, γιατί αντί για ρούχα ήταν ντυμένος με την αρετή. Κι ύστερα προκάλεσε αγαθή εντύπωση και στους άλλους Φαίακες, σε σημείο που να παρατήσουν την τρυφηλή ζωή τους και να προσπαθούν, θαυμάζοντας τον, να τον μιμηθούν. Και στο στόμα κάθε Φαίακος, τότε, άλλη ευχή δεν υπήρχε παρά να γίνει δεύτερος Οδυσσεας, έστω και θαλασσοδαρμένος. Γιατί - έλεγε ο ερμηνευτής εκείνος του ποιητικού νοήματος- με αυτά ο Όμηρος διδάσκει ξάστερα τα εξής: Άνθρωποι γυμνασθήτε στην αρετή, που κολυμπά μαζί σας στο ναυάγιο, κι όταν πατήσετε στη στεριά γυμνοί, θα σας παραστήσει πιο τιμημένους από τους αμέριμνους Φαίακες. Και, πραγματικά, αυτό είναι.

Όλα τα άλλα, που τυχόν έχουμε, ανήκουν εξ ίσου στους ιδιοκτήτες τους και σε οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Πέφτουν πότε εδώ και πότε εκεί, όπως τα ζάρια. Η μόνη αναφαίρετη ιδιοκτησία είναι η αρετή. Την έχει δική του ο καθένας κι όσο ζη κι όταν φύγει απ΄ αυτόν εδώ τον κόσμο. Γι΄ αυτό κι ο Σόλων, θαρρώ, είπε στους πλουσίους το: «Δεν θ΄ ανταλλάξουμε μαζί τους τον πλούτο με την αρετή. Πάντα εκείνη μένει, ενώ το χρήμα συχνά απ΄ τον ένα στον άλλο περνά»

Παρόμοια είναι κι όσα λέγει ο Θέογνις. Ο κάθε θεός γέρνει προς τους ανθρώπους τον ζυγό με διαφορετικό πάντα τρόπο, ώστε: «άλλοτε να πλουτούν κι άλλοτε να μην έχουν τίποτε».

Αλλά κι ο σοφιστής Πρόδικος, ο Κείος, εκφράζεται παρόμοια κάπου στα συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω από την αρετή και την κακία. Ας δώσουμε, λοιπόν, και σ΄ αυτόν προσοχή, γιατί είναι αξιόλογος άνθρωπος. Διηγείται τα εξής, από όσο θυμάμαι, γιατί δεν έχω αποστηθισμένο τον λόγο του, που είναι πεζός κι όχι σε στίχους. Όταν ο Ηρακλής ήταν ακόμα πολύ νέος, σχεδόν της ηλικίας σας, σκεφτόταν ποιόν δρόμο να πάρει, τον κοπιαστικό της αρετής η τον πολύ εύκολο.

Τον σίμωσαν, λοιπόν, δυό γυναίκες, η Αρετή κι η Κακία. Η διαφορά τους φάνηκε ευθύς, με την εξωτερική τους εμφάνιση, πριν ακόμα αρθρώσουν λέξη. Η μια ήταν στολισμένη φανταχτερά από την κομμωτική τέχνη, σαν καλλονή, αλλά με πλαδαρές σάρκες εξ αιτίας της τρυφηλής ζωής, κι από πίσω της έρχονταν όλα τα πάθη της ηδονής. Τα έδειχνε όλα αυτά και τα συνόδευε με πολλές υποσχέσεις, προσπαθώντας να τραβήξει προς το μέρος της τον Ηρακλή.

Η άλλη ήταν ισχνή, ατημέλητη, με σοβαρό βλέμμα κι έλεγε πράγματα εντελώς διαφορετικά. Δεν υποσχόταν τίποτε το αναπαυτικό και το ευχάριστο. Υποσχόταν μονάχα χίλιους δυό κόπους κι ιδρώτα και κινδύνους παντού, σε στεριές και θάλασσες. Και το βραβείο, για όλα αυτά, θα ήταν να γίνει ο Ηρακλής θεός - έλεγε ο Πρόδικος. Κι όπως ξέρετε, ο Ηρακλής, στο τέλος αυτήν ακολούθησε.

Όλοι, λοιπόν, σχεδόν οι αξιόλογοι για τη σοφία τους άνθρωποι, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο, κι ο καθένας με τον τρόπο του, έχουν εξυμνήσει, στα όσα έγραψαν, την αρετή. Αυτούς πρέπει να πιστεύουμε και να πασχίζουμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τα λόγια τους. Γιατί όποιος στηρίζει με πράξεις τη φιλοσοφία, που άλλοι την περιορίζουν στα λόγια «αυτός μονάχα έχει νου, σαν σκιές οι άλλοι γυροφέρνουν».

Έχουμε, σ΄ αυτή την περίπτωση, μια θαυμαστή σε ομορφιά προσωπογραφία και πλάι της το ίδιο πρόσωπο στην πραγματικότητα, εξίσου ωραίο με την απεικόνισή του. Υπάρχουν άνθρωποι που με φουσκωμένα λόγια εξυμνούν την αρετή μπροστά στους άλλους, αλλά στη δική τους ζωή προτιμούν την ακολασία από τη σωφροσύνη, την πλεονεξία από το δίκιο.

Με τι μοιάζουν αυτοί; Μοιάζουν με τους ηθοποιούς που παίζουν δράματα και παρουσιάζονται στη σκηνή συχνά σαν βασιλιάδες και μεγάλοι άρχοντες, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο στην πραγματικότητα και, καμιά φορά, ούτε ελεύθεροι πολίτες, αλλά δούλοι. Ο μουσικός θα δεχόταν να μην είναι καλά κουρντισμένη η λύρα του; Ο κορυφαίος του χορού, στην τραγωδία, θα δεχόταν να μην είναι ο χορός εναρμονισμένος μαζί του; Όχι.

Υπάρχουν όμως άνθρωποι που θέλουν να διαφωνούν με τον εαυτό τους, κι η ζωή τους να έρχεται σε αντίθεση με τα λόγια τους, να συμβαίνει σ΄ αυτούς αυτό που λέγει ο Ευριπίδης" η γλώσσα μου ορκίσθηκε αλλά όχι κι ο νους, και που να θέλουν να φαίνονται κι όχι να είναι στ΄ αλήθεια καλοί; Αλλά κάτι παρόμοιο θα ήταν το άκρον άωτο της αδικίας, αν πρέπει να πιστέψουμε στον Πλάτωνα, το να δίνει κανείς την εντύπωση ότι είναι σωστός άνθρωπος και στην πραγματικότητα να μην είναι.

Όσα, λοιπόν, λόγια οδηγούν προς το καλό, πρέπει να τα αφομοιώνουμε, όπως είπαμε παραπάνω. Αλλά και σπουδαίες πράξεις των αρχαίων σώθηκαν στη μνήμη ως τις ημέρες μας η καταγραμμένες στις σελίδες των ποιητών και των πεζογράφων. Ας μη παραμελήσουμε και τη δική τους ωφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ένας χυδαίος άνθρωπος έβριζε τον Περικλή, ένω ο μεγάλος πολιτικός δεν έδινε καμιά σημασία.

Όλη τη μέρα ο άνθρωπος εκείνος περιέλουζε με βρισιές τον Περικλή, αλλ΄ αυτός έμενε αδιάφορος. Όταν, λοιπόν, έπεσε το βράδι και σκοτείνιασε κι εκείνος αποκαμωμένος απομακρυνόταν, ο Περικλής, πιστός στην άσκηση της φιλοσοφίας, πρόσταξε να του φωτίσουν το δρόμο που περπατούσε. Μια άλλη φορά, πάλι, ένας άνθρωπος οργισμένος εναντίον του Ευκλείδη, του φιλοσόφου από τα Μέγαρα, τον απείλησε, και μάλιστα με όρκο, ότι θα τον σκότωνε.

Αλλά κι ο Ευκλείδης του ορκίσθηκε ότι θα τον ικανοποιούσε και θα τον έβγαζε από την οργή του. Τι σπουδαίο θα ήταν αν όσοι παρασύρονται στο πάθος του θυμού έφερναν στον νου τους τέτοια περιστατικά! Γιατί δεν πρέπει να πιστεύουμε στην τραγωδία, που διδάσκει ότι η οργή οπωσδήποτε αρματώνει το χέρι εναντίον του εχθρού μας και να ερεθιζόμαστε απ΄ αυτή. Κι αν αυτό είναι δύσκολο, πρέπει να χρησιμοποιούμε τη λογική εναντίον της και να της κόβουμε τα φτερά.

Ας γυρίσουμε πάλι στα παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. Όρμησε κάποιος εναντίον του φιλοσόφου Σωκράτη και τον χτυπούσε αλύπητα στο πρόσωπο. Αλλά εκείνος δεν έφερε αντίσταση. Άφησε τον μεθυσμένο να χορτάσει την οργή του, ως ότου η όψη του είχε μελανιάσει και πρησθεί από τα χτυπήματα. Όταν το ξύλο σταμάτησε καμιά φορά, ο Σωκράτης έκανε μονάχα αυτό: έγραψε στο μέτωπο του ο τάδε το κανε, όπως επιγράφουν στους ανδριάντες το όνομα του γλύπτη.

Ήταν η μόνη του εκδίκηση. Τα παραδείγματα αυτά έχουν σχεδόν την ίδια επιδίωξη με την Αγία Γραφή μας. Γι΄ αυτό είπα ότι είναι για την ηλικία σας πολύ αξιομίμητα. Λόγου χάρη, το τελευταίο περιστατικό, εκείνο του Σωκράτη, μοιάζει με ο, τι παραγγέλλει ο Κύριος: αν σε χτυπήσει κανείς στο ένα μάγουλο, στρέψε του και το άλλο, αντί να υπερασπίσεις τον εαυτό σου. Όσο για τα περιστατικά του Περικλή η του Ευκλείδη, θυμίζουν την εντολή να υπομένουμε όποιους μας κάνουν κακό και να βαστάμε με πραότητα την οργή τους, να μην καταριόμαστε αλλά να απαντάμε με ευχές στους εχθρούς μας.

Όποιος προγυμνασθεί στα αρχαία εκείνα παραδείγματα, δεν θα δυσπιστήσει στις εντολές του Ευαγγελίου σαν ακατόρθωτες. Δεν θα λησμονήσω και την πράξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αφού έπιασε αιχμάλωτες τις πανέμορφες, όπως λέγεται, κόρες του Δαρείου, δεν καταδέχθηκε ούτε να τις κοιτάξη, θαρρώντας ντροπή για τον νικητή ανδρών να νικηθεί από γυναίκες. Αυτό συμπίπτει με το ευαγγελικό: όποιος ρίξει βλέμμα επιθυμίας σε γυναίκα, έστω κι αν δεν κάνει μοιχεία στην πράξη, με το να δεχθεί όμως τη μοιχεία στην ψυχή του, είναι ένοχος.

Όσο για το παράδειγμα του Κλεινία, μαθητή του φιλοσόφου και μαθηματικού Πυθαγόρα, είναι δύσκολο να παραδεχθούμε ότι τυχαία συμπίπτει με αυτή του φιλοσόφου και μαθηματικού Πυθαγόρα. Τι έκανε ο Κλεινίας; Αν ορκιζόταν, θα γλίτωνε πρόστιμο τριών ταλάντων. Αλλά προτίμησε να πληρώσει αυτό το υπέρογκο ποσό για να μη πάρει όρκο, έστω κι αν ο όρκος θα ήταν αληθινός. Κι αυτό το έκανε, ίσως γιατί άκουσε την εντολή, που απαγορεύει τον όρκο.

Αλλά ας κάνουμε πάλι πίσω, σε ο, τι έλεγα στην αρχή. Στο ότι δηλαδή δεν πρέπει να τα αφομοιώνουμε όλα χωρίς διάκριση, άλλα μονάχα όσα ωφελούν. Γιατί είναι ντροπή, να απωθούμε τις βλαβερές τροφές, ένω στα μαθήματα, που είναι η τροφή της ψυχής, να μη δίνουμε καμιά σημασία, αλλά να τα παίρνουμε και να τα καταπίνουμε σαν το ορμητικό ποτάμι. Ο καπετάνιος δεν παρατά το καράβι του όπως λάχει στους ανέμους, άλλα το κατευθύνει προς το λιμάνι.

Ο τοξότης σκοπεύει τον στόχο του. Ο χαλκιάς κι ο χτίστης δουλεύουν σύμφωνα με τον προσανατολισμό της δουλειάς τους. Εμείς είμαστε τάχα κατώτεροι απ΄ αυτούς τους επαγγελματίες τουλάχιστο στο να ξεχωρίζουμε το συμφέρον μας; Όπως ο επαγγελματίας έχει ένα στόχο στη δουλειά του, έτσι κι η ανθρώπινη ζωή έχει ένα δικό της στόχο. Και σ΄ αυτόν έχουν τα μάτια τους όλοι όσοι δεν θέλουν να μοιάζουν με άλογα ζώα. Αλλιώς θα είμαστε το ίδιο πράγμα με πλοία, που δεν έχουν έρμα, το τιμόνι της ψυχής μας δεν θα το μεταχειρίζεται η λογική και θα γυροφέρνουμε μέσα στη ζωή άσκοπα. Στους γυμναστικούς αγώνες και στους μουσικούς επίσης διαγωνισμούς, όποιος λαβαίνει μέρος, έχει υπόψη του το αντίστοιχο στεφάνι. Όποιος αθλείται στην πάλη η στο παγκράτιο, δεν χάνει τον καιρό του να παίζει κιθάρα η αυλό.

Παράδειγμα ο χεροδύναμος αθλητής Πολυδάμας, που πριν κατεβεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αναχαίτιζε καταμεσίς του δρόμου τα άρματα που έτρεχαν και μ΄ αυτό τον τρόπο δυνάμωνε τους μυς του. Επίσης ο Μίλων ο Κροτωνιάτης δεν μετατοπιζόταν έξω από το αλειμμένο σκουτάρι κι αντιστεκόταν στο σπρώξιμο όπως τα κολλημένα με μολύβι αγάλματα.

Μ΄ ένα λόγο, γυμνάζονταν για να είναι έτοιμοι στα αγωνίσματά τους. Ας υποθέσουμε όμως ότι τους έτρωγε η περιέργεια κι άφηναν τον κουρνιαχτό των γυμναστηρίων για τις μελωδίες του Μαρσύα, του αυλητή από τη Φρυγία, και του μαθητή του, του Όλυμπου. Τι θα συνέβαινε τότε; Θα κέρδιζαν τον κότινο; Θα δοξάζονταν; Θα προκαλούσαν τον θαυμασμό με την σωματική τους αλκή; Αλλά ούτε κι ο Τιμόθεος, ο περίφημος αυλητής από τη Θήβα, παράτησε τη μουσική για να χάνει τον καιρό του στις παλαίστρες.

Γιατί αν έκανε κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε να τους ξεπεράσει όλους στην τέχνη των ήχων και να έχει τέτοια ικανότητα σ΄ αυτήν, ώστε, ανάλογα με το κέφι του, άλλοτε οιστρηλατούσε την ψυχή με τη σοβαρή κι αυστηρή αρμονία κι άλλοτε, γλυκαίνοντας τους τόνους, τη χαλάρωνε και την επράυνε. Χάρη στην τέχνη του, καθώς λένε, ακόμα και τον Μέγα Αλέξανδρο, παίζοντας ένα φρυγικό μέλος, τον έκανε να πεταχτεί από το τραπέζι σε πολεμικό συναγερμό κι ύστερα τον ξανάφερε ανάμεσα στους συνδαιτημόνες του, απαλαίνοντας το μουσικό του παίξιμο. Τόση είναι η δύναμη και στη μουσική και στον αθλητισμό, που δίνει η προσαρμοσμένη στον σκοπό της άσκηση.

Και μια που ο λόγος για στεφάνια κι αθλητές. Τι τραβούν αυτοί οι άνθρωποι! Αυξαίνουν τη δύναμή τους με πολύ ιδρώτα και κόπους στα γυμναστήρια. Ο προπονητής τους ακόμα και ξύλο τους δίνει. Η δίαιτά τους δεν είναι καθόλου ζηλευτή.

Είναι η γνωστή των γυμναστών. Κι από κάθε άλλη άποψη - για να μη μακρηγορήσουμε- περνούν ζωή δύσκολη, που είναι προετοιμασία για τον αγώνα. Κι αφού έτσι ετοιμασθούν, τότε μπαίνουν γυμνοί στο στάδιο και περνούν όλους τους κόπους και τις λαχτάρες, για να κερδίσουν ένα στεφάνι από ταπεινό χορτάρι και να αναγορευθούν νικητές. Κι εμείς, τώρα, που περιμένουμε τόσο θαυμαστά στον αριθμό και στην αξία στεφάνια, απερίγραπτά με λέξεις, πως είναι δυνατόν να πετύχουμε με ημίμετρα, με μαλθακή ζωή, με έλλειψη περιορισμών; Αν ήταν έτσι, η αμεριμνησία θα ήταν πολύτιμο πράγμα στη ζωή.

Ο Σαρδανάπαλος, ο Ασσύριος εκείνος βασιλιάς, που ήταν ονομαστός για την τρυφηλή ζωή του, θα έπρεπε να ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Επίσης ο Μαργίτης, που καθώς αναφέρει ένα ποίημα αποδινόμενο στον Όμηρο, δεν ήταν ικανός ούτε να οργώνει ούτε να σκάβει ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο να κάνει. Αλλά ας κοιτάξουμε μήπως είναι μεγάλη αλήθεια αυτό που είπε ένας από τους εφτά σοφούς, ο Πιττακός, ότι το να γίνει κανείς καλός άνθρωπος είναι δύσκολο πράγμα.

Πραγματικά, θ΄ αποκτήσουμε με πολλούς κόπους τα αγαθά, που, καθώς προείπαμε, τίποτε το ανθρώπινο δεν τους μοιάζει. Δεν πρέπει, λοιπόν, να είμαστε αμελείς και με λιγόχρονη ακηδία να χάσουμε τις ελπίδες πολύ ακριβών πραγμάτων. Έτσι, θα ήταν σαν να θέλουμε να τιμωρηθούμε και σ΄ αυτόν εδώ τον κόσμο, πράγμα πολύ βαρύ για κάθε συνετό άνθρωπο, άλλα και στα κριτήρια, που υπάρχουν είτε κάτω από τη γη είτε οπουδήποτε άλλου του σύμπαντος. Γιατί, όποιος χωρίς να θέλει δεν έξεπληρωσε το καθήκον του, ίσως συγχωρηθεί κάπως από τον Θεό. Αλλά όποιος διάλεξε συνειδητά το κακό, είναι εντελώς αδικαιολόγητος και θα τιμωρηθεί απανωτά.

Αλλά, θα πει κανείς: Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε; Απλούστατα: τίποτε άλλο παρά να παραμερίσουμε το κάθε τι και να μεριμνήσουμε για την ψυχή. Δεν πρέπει να είμαστε υποταγμένοι στο σώμα, χωρίς απόλυτη ανάγκη. Αλλά να παρέχουμε στην ψυχή ο, τι το πιο καλό, χρησιμοποιώντας τη σωστή σκέψη και λύνοντας την έτσι από τα δεσμά των παθών του σώματος, που είναι κατά κάποιο τρόπο η φυλακή της. Και, παράλληλα κάνοντας το σώμα ανώτερο από τα πάθη. Λόγου χάρη, παρέχοντας στο στομάχι ο, τι είναι αναγκαίο κι όχι ο, τι είναι ευχάριστο. Υπάρχουν άνθρωποι, που ψάχνουν σε στεριές και σε θάλασσε, για να βρουν σπουδαίους μαγείρους και τραπεζοποιούς, λες και τους πρόσταξε να το κάνουν κάποιος απαιτητικός ηγεμόνας, σαν φόρο στη βουλιμία του.

Είναι άνθρωποι για κλάματα. Δεινοπαθούν όπως οι κολασμένοι στον άδη. Και για ποιό λόγο; Όπως λέγει η παροιμία, κουβαλούν νερό με κόσκινο σε τρύπιο πιθάρι κι οι κόποι τους τέλος δεν έχουν. Κι η περίσσια περιποίηση των μαλλιών και του ντυσίματος είναι, κατά τα λεγόμενα του Διογένη, απασχόληση ανθρώπων αδίκων η δυστυχισμένων. Το να είναι κανείς κομψευόμενος η και το να λέγεται τέτοιος, είναι το ίδιο περίπου σαν να μιμείται τις εταίρες η να επιβουλεύεται την οικογενειακή τιμή του πλησίον του.

Τι διαφορά, για τον φρόνιμο άνθρωπο, ανάμεσα στο πολυτελές και στο άπλα πρακτικό ρούχο, μια και το τελευταίο κάνει τη δουλειά του, προστατεύοντας το κορμί από το χειμωνιάτικο κρύο κι από το κάμα του καλοκαιριού; Και για όλα τα άλλα, πάλι, το ίδιο ισχύει: να μη ξεπερνούν το μέτρο της λογικής ανάγκης κι ούτε να κολακεύουν το σώμα σε βάρος τους συμφέροντος της ψυχής.

Ο άνθρωπος που αξίζει να λέγεται άνθρωπος, θεωρεί ίδια ντροπή το να είναι κομψευόμενος και υπηρέτης του κορμιού, όπως και το να είναι υποδουλωμένος σε οποιοδήποτε άλλο πάθος. Όποιος κάνει το παν για την εκζήτηση στη σωματική του εμφάνιση, αποδείχνει ότι δεν έχει συνείδηση της αληθινής ανθρώπινης αξίας. Δεν καταλαβαίνει το σοφό γνωμικό, που λέγει: άνθρωπος δεν είναι ο, τι φαίνεται απ΄ έξω. Πρέπει, με υψηλότερη σκέψη, να καταλαβαίνουμε τι πραγματικά είμαστε ο καθένας.

Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ψυχή καθαρή πιο πολύ απ΄ ότι για να δει κανείς τον ήλιο με γερά μάτια. Και τι σημαίνει, με λίγα λόγια, καθαρή ψυχή; Περιφρόνηση των σωματικών απολαύσεων. Δηλαδή να μην τρέφουμε την όρασή μας με τα άτοπα θεάματα των θαυματοποιών. Να μην εκθέτουμε γυμνά τα σώματα, πράγμα που προκαλεί την ηδονή άμεσα. Να μην ακούμε μεθυστικά τραγούδια για την ψυχή, με άσεμνο περιεχόμενο, μια και τέτοια μουσική δίνει ζωή σε πάθη που υποδουλώνουν κι εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Άλλη είναι η μουσική που ταιριάζει σε μας.

Μια μουσική που είναι καλύτερη κι υψώνει στο καλύτερο. Εκείνη που μεταχειριζόταν κι ο Δαβίδ, ο ποιητής των ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης, για να κατασιγάσει την εξαλλοσύνη του βασιλιά Σαούλ. Κάτι παρόμοιο λέγεται και για τον φιλόσοφο και μαθηματικό Πυθαγόρα. Κάποτε συναπάντησε μεθυσμένους, που βρίσκονταν σε ευθυμία. Πρόσταξε, λοιπόν, τον αυλητή, που τους συνόδευε, ν΄ αλλάξει σκοπό και να παίξει δωρική μελωδία. Τότε, κάτω από την επίδρασή της, ήρθαν στα συγκαλά τους, πέταξαν τα στεφάνια και τράβηξαν για τα σπίτια τους γεμάτοι ντροπή. Άλλοι πάλι, κάτω από τους ήχους του αυλού, μεταβάλλονται σε Κορύβαντες και Βάκχες. Τόσο διαφέρει στην επίδρασή της η καλή από την ανήθικη μουσική. Λοιπόν, το πρώτο που πρέπει να αποφεύγετε απ΄ όσα καταφάνερα αισχρά πράγματα υπάρχουν, είναι η μάθηση της μουσικής που έχει σήμερα πέραση.

Και το να ανακατεύετε την ατμόσφαιρα με λογιών-λογιών αναθυμιάσεις, που ήδονιζουν την όσφρηση, ή το να φοράτε αρώματα, ντρέπομαι ακόμα και να τα απαγορέψω. Όσο για τις ηδονές της επαφής και της γεύσεως, τι να πω άλλο από το ότι υποχρεώνουν όσους τους έχουν δοθεί να ζούνε σαν κτήνη, έχοντας ενδιαφέρον μονάχα για την κοιλιά κι ο, τι είναι κάτω από την κοιλιά;

Ας το πω, σύντομα: όποιος δεν θέλει να βουλιάξει στο βόρβορο των σωματικών ηδονών, πρέπει να περιφρονήσει όλο το σώμα η να το φροντίζει τόσο μονάχα όσο του χρειάζεται για να το έχει βοηθό στη φιλοσοφία, όπως λέγει ο Πλάτων κι όπως λέγει ο Παύλος συμβουλεύοντας να μη φροντίζουμε για το σώμα κατά τρόπο που να δίνει λαβή σε επιθυμίες.

Όσοι φροντίζουν για να είναι καλά το σώμα και την ψυχή, που θα χρησιμοποιήσει το σώμα, την παραμελούν σαν ανάξια λόγου, είναι ίδιοι με όσους νοιάζονται πολύ για τα εργαλεία, αλλά δεν τους νοιάζει για την τέχνη, που τα χρησιμοποιεί. Το αντίθετο πρέπει να γίνεται. Να τιμωρούν το σώμα. Να καταπτοούν τις ορμές του σαν θηρία. Να παίρνουν την ορθή σκέψη σαν βούρδουλα και να μαστιγώνουν και να αποκοιμίζουν την τρικυμία της ψυχής, που προκαλείται από το σώμα.

Κι όχι αμολώντας κάθε χαλινάρι για την ηδονή, ν΄ αφήνουν την ψυχή στο κατάντημα άτυχου ηνιόχου, που τον πάνε κατά κρημνών ατίθασα κι ορμητικά άλογα. Ας θυμούνται και το εξής από τη ζωή του Πυθαγόρα: κάποτε, σαν είδε ένα φίλο του, που με την καλοφαγία και τις σωματικές ασκήσεις, είχε κάνει κορμί εντυπωσιακό, του είπε: Δεν παύεις, φίλε μου να φτιάχνεις τη φυλακή σου πιο δύσκολη; Λένε και για τον Πλάτωνα: προβλέποντας τις ζημιές, που θα του προκαλούσε το κορμί, εγκαταστάθηκε έξεπιτηδες στην Ακαδημία, τόπο της Αττικής νοσηρό, για να κόψει έτσι την υπερβολική ευαισθησία του σώματος, όπως κόβουν το περίσσιο φύλλωμα του αμπελιού. Εγώ μάλιστα άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι η πολλή υγεία είναι κάτι το επικίνδυνο.

Μια, λοιπόν, που η περίσσια φροντίδα για το σώμα είναι και στο ίδιο άχρηστη και στην ψυχή εμπόδιο, είναι σωστή αφροσύνη το να εξαρτάμε όλα από το σώμα και να είμαστε σκλάβοι του. Κανένα άλλο ανθρώπινο πράγμα δεν αξίζει τόσο θαυμασμό όσο η άσκηση στην περιφρόνηση του σώματος. Δεν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τι θα τον χρειασθούμε τον πλούτο, όταν έχουμε καταπατήσει τις σωματικές ηδονές. Έκτος αν είναι ευχαρίστηση να αγρυπνεί κανείς πάνω από θαμμένους θησαυρούς, όπως οι μυθικοί δράκοντες, που αναφέρει ο ιστορικός Ηρόδοτος.

Ο άνθρωπος που έχει καλλιεργηθεί κι απόκτησε ελεύθερο φρόνημα ως προς αυτά, δεν μπορεί να κάνει η να πει ποτέ κάτι το ποταπό και το αισχρό. Ένας τέτοιος άνθρωπος προσέχει μονάχα το αναγκαίο. Τα υπόλοιπα, έστω κι αν είναι σαν το χρυσάφι του Πακτωλού ποταμού η σαν το χρυσάφι που βγάζουν το μερμήγκια, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, τα κανονίζουν οι ανάγκες της φύσεως κι όχι η άπλησια των ηδονών. Όσοι ξεπερνούν τα σύνορα της ανάγκης, μοιάζουν με ανθρώπους που γλιστρούν σε κατήφορο και μην έχοντας που να στηρίξουν τα πόδια τους εξακολουθούν αέναα να πέφτουν.

Όσο πιο πολλά αποκτούν, τόσο περισσότερα χρειάζονται, για να ικανοποιούν τις επιθυμίες όπως λέγει κι ο νομοθέτης Σόλων: «Στον ανθρώπινο πλούτο τέρμα φανερό δεν υπάρχει» . Αλλά κι ο Θέογνις ας έρθει στη μέση για να μας διδάξει σ΄ αυτό το ζήτημα: «Δεν ποθώ ούτε εύχομαι να γίνω πλούσιος. Άμποτε με λίγα να ζω, χωρίς δεινά».

Άξιος θαυμασμού είναι κι ο Διογένης, που περιφρονούσε όλα μαζί τα ανθρώπινα αγαθά κι έλεγε ότι είναι πλουσιώτερος κι από τον βασιλιά της Περσίας, γιατί στη ζωή του είχε ανάγκη από λιγότερα πράγματα. Οι πολλοί όμως τίποτε δεν θαρρούν αρκετό και θα ήθελαν να έχουν τα τάλαντα του Πυθίου κι απέραντα χωράφια κι αναρίθμητα κοπάδια.

Αλλά νομίζω ότι τον πλούτο, όταν δεν τον έχουμε, δεν πρέπει να τον ποθούμε. Κι όταν τον έχουμε, να μη καυχώμαστε για το ότι είναι δικός μας, αλλά για το ότι ξέρουμε να τον χρησιμοποιούμε. Σωστά μίλησε ο Σωκράτης σ΄ ένα πλούσιο, που καυχιόταν για το βιος του, όταν του είπε ότι δεν θα τον θαύμαζε πριν διαπιστώσει αν ήξερε να τον χρησιμοποιήσει. Θα ήταν για γέλια ο Φειδίας κι ο Πολύκλειτος, αν καυχιόντουσαν για το χρυσάφι και το φίλντισι, με τα όποια ο ένας έφτιαξε το άγαλμα του Δία για τους κατοίκους της Ηλείας κι ο άλλος το άγαλμα της Ήρας για τους Άργειους.

Γιατί θα είχαν καυχηθεί για πλούτο που δεν ήταν δικός τους και γιατί δεν θα λογάριαζαν την τέχνη τους που έδωσε νόημα κι ομορφιά στο χρυσάφι. Εμείς τώρα είμαστε λιγότερο καταγέλαστοι αν παραδεχθούμε ότι η αρετή δεν είναι αρκετό στολίδι του εαυτού της;

Ας πούμε, λοιπόν, ότι καταπατήσαμε τον πλούτο και περιφρονήσαμε τις ηδονές των αισθήσεων. Θα επιζητήσουμε όμως την κολακεία και τα χάδια και θα αντιγράψουμε τη φιλοκέρδεια και την ευστροφία της αλεπούς, που αναφέρει ο μύθος του λυρικού ποιητή Αρχιλόχου; Ο φρόνιμος άνθρωπος τίποτε άλλο δεν πρέπει να αποφεύγει περισσότερο από τη ζωή των επιδείξεων, από το να τον επηρεάζει το τι θα πει γι΄ αυτόν ο κόσμος, από το να μην έχει πυξίδα της ζωής του τη λογική.

Αν τα έχει αποφύγει αυτά, τότε δεν φοβάται να πάει αντίθετα προς τη γνώμη όλης της κοινωνίας, να τον κατηγορήσουν, να κινδυνέψει για χάρη του αγαθού, να σταθεί ακλόνητος στην ορθή απόφαση. Ένας που δεν ζη έτσι, δεν διαφέρει σε τίποτε από τον ομηρικό Πρωτέα, που όταν ήθελε γινόταν φυτό η ζώο η φωτιά η νερό η οτιδήποτε άλλο πράγμα.

Γιατί ένας τέτοιας λογής άνθρωπος άλλοτε εξυμνεί το δίκιο σε όσους το τιμούν, άλλοτε θα πει τα αντίθετα, όταν δει ότι κυριαρχεί η αδικία, όπως ακριβώς κάνουν οι κόλακες. Κι όπως το χταπόδι αλλάζει χρώμα ανάλογα με τον βυθό, έτσι κι αυτός θ΄ αλλάζει γνώμες ανάλογα μ΄ εκείνες των γύρω του.

Αυτά όλα θα τα διδαχθούμε τελειότερα στην Αγία Γραφή μας. Αλλά προς ώρας τα περιγράφουμε, σαν σκιαγράφημα της αρετής από την κοσμική σοφία. Όσοι μ΄ επιμέλεια μαζεύουν την ωφέλεια από κάθε τι, μοιάζουν με ποτάμια που παίρνουν στο διάβα τους νερό από παραποτάμους κι ολοένα γίνονται μεγαλύτερα. Είναι σωστή η υπόμνηση του Ησιόδου για το λίγο που προστίθεται στο λίγο, όχι μονάχα σχετικά με το χρήμα, αλλά και με τη γνώση.

Με τον τρόπο αυτόν κι η γνώση γίνεται περισσότερη και μεγάλη. Όταν ο φιλόσοφος Βίας αποχαιρετούσε τον γιο του, που έφευγε για την Αίγυπτο, και το παιδί τον ρώτησε με ποιά πράξη του θα τον ευχαριστούσε περισσότερο, του αποκρίθηκε: Αποκτώντας εφόδιο για τα γηρατιά σου. Και με τη λέξη εφόδιο εννοούσε την αρετή, περιγράφοντας τη σύντομα, μια και την ωφέλεια της την περιόριζε στο μήκος του ανθρώπινου βίου. Αλλά για μένα, έστω κι αν πρόκειται για τα γηρατιά του μυθικού Τιθωνού ή του μακρόβιου βασιλιά της Ταρτησσού, του Άργανθωνιου ή και του Μαθουσάλα, που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη και λέγει ότι έζησε εννιακόσια εβδομήντα χρόνια, έστω ακόμα κι αν πρόκειται να υπολογίσουμε όλο τον χρόνο από τότε που πρωτοφανηκε ο άνθρωπος, βλέπω το διάστημα αυτό σαν παιδιάστικη, για γέλια έκταση. Γιατί ατενίζω τον μακρό κι αγέραστο αιώνα, που τέλος δεν έχει, την ηλικία της αθάνατης ψυχής.

Συμβουλέω ν΄ αποκτάμε εφόδιο για την ατελεύτητη αυτή ζωή, κινώντας, σύμφωνά με τη γνωστή έκφραση, πάντα λίθον, ώστε να παίρνουμε από παντού ωφέλεια για μια τέτοια προοπτική. Βέβαια είναι ζήτημα που θέλει κόπο κι έχει δυσκολίες.

Αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποθαρρυνθούμε και να το αμελήσουμε. Αλλά να θυμηθούμε το παράγγελμα των Πυθαγορείων, που λέγει ότι ο καθένας πρέπει να διαλέγει τον άριστο τρόπο ζωής και να βρίσκει χαρά μέσα του, συνηθίζοντας τον. Έτσι, θα επιχειρήσουμε το καλύτερο απ΄ όλα. Είναι ντροπή να αδιαφορήσουμε για την τωρινή ευκαιρία κι όταν περάσει ο καιρός να πασχίζουμε να φέρουμε μπροστά μας τα περασμένα, χωρίς να κατορθώσουμε τίποτε άλλο από θλίψη.

Απ΄ όσα, λοιπόν, θαρρώ ότι είναι τα καλύτερα, άλλα σας τα είπα τώρα κι άλλα όσο ζω θα σας τα συμβουλεύω. Και σεις, τώρα, ανάμεσα στα τρία είδη αρρώστιας, μη τοποθετηθήτε στο τελευταίο, το αθεράπευτο. Και μη δείξετε ότι η ψυχική σας ασθένεια μοιάζει μ΄ εκείνες των σωματικά άρρωστων. Όσοι δηλαδή έχουν κάποια μικρή αρρώστια, πάνε οι ίδιοι στους γιατρούς.

Όσοι έπαθαν κάποια μεγαλύτερη αρρώστια τους προσκαλούν στο σπίτι τους. Κι όσοι έπεσαν σε εντελώς ανίατη μανία, και που τους πλησιάζουν οι γιατροί, δεν τους δέχονται. Μη πάθετε κάτι τέτοιο, παιδιά μου, αποφεύγοντας τις ορθές σκέψεις.


Μέγας Βασίλειος

The Day Of the Last Judgement! ( Saint John of Shanghai )


The DAY OF the Last Judgement! That day no one knows -- only God the Father knows -- but its signs are given in the Gospel and in the Apocalypse of the holy Apostle John the Theologian. Revelation speaks of the events at the end of the world and of the Last Judgement primarily in images and in a veiled manner. However, the Holy Fathers have explained these images, and there is an authentic Church tradition that speaks clearly concerning the signs of the approach of the end, and concerning the Last Judgement. Before the end of life on earth there will be agitation, wars, civil war, hunger, earthquakes... Men will suffer from fear, will die from expectation of calamity. There will be no life, no joy of life but a tormented state of falling away from life. Nevertheless there will be a falling away not only from life, but from faith also, and "when the Son of Man cometh, shall He find faith on the earth?" (St. Luke 18:8). Men will become proud, ungrateful, rejecting Divine law. Together with the falling away from life will be a weakening of moral life. There will be an exhaustion of good and an increase of evil.

Of these times, the holy Apostle John the Theologian speaks in his God-inspired work, the Apocalypse. He says that he "was in the Spirit" when he wrote it; this means that the Holy Spirit Himself was in him, when under the form of various images, the fate of the Church and the world was opened to him, and so this is a Divine Revelation.

The Apocalypse represents the fate of the Church in the image of a woman who hides herself in the wilderness: she does not show herself in public life, as today in Russia. In public life, forces that prepare the possibility for the appearance of Antichrist will play the leading role.

Antichrist will be a man, and not the devil incarnate. "Anti" means "old," and it also signifies "in place of" or "against." Antichrist is a man who desires to be in place of Christ, to occupy His place and possess what Christ should possess. He desires to possess the attraction of Christ and authority over the whole world. Moreover, Antichrist will receive that authority before his destruction and the destruction of the world.

What is known of this man -- Antichrist? His precise ancestry is unknown: his father is completely unknown, and his mother a foul pretended virgin. He will be a Jew of the tribe of Dan. He will be very intelligent and endowed with skill in handling people. He will be fascinating and kind. The philosopher Vladimir Soloviev worked a long time at presenting the advent and person of Antichrist. He carefully made use of all material on this question, not only Patristic, but also Moslem, and he worked out a brilliant picture.

Before the advent of Antichrist, there was a preparation in the world, the possibility of his appearance. The mystery of iniquity doth already work (II Thes. 2:7). The forces preparing for his appearance fight above all against the lawful Imperial authority. The holy Apostle Paul says that Antichrist cannot be manifested until what withholdest is taken away (II Thes. 2:6-7). St. John Chrysostom explains that the "withholding one" is the lawful pious authority: such an authority fights with evil. For this reason the "mystery," already at work in the world, fights with this authority; it desires a lawless authority. When the "mystery" decisively achieves that authority, nothing will hinder the appearance of Antichrist any longer.

Fascinating, intelligent, kind, he will be merciful — he will act with mercy and goodness; but not for the sake of mercy and goodness, but for the strengthening of his own authority. When he will have strengthened it to the point where the whole world acknowledges him, then he will reveal his face.

For his capital, he will choose Jerusalem, because it was here that the Savior revealed His Divine teaching and His person. It was here that the entire world was called to the blessedness of goodness and salvation. The world did not acknowledge Christ and crucified Him in Jerusalem; whereas, the whole world will acknowledge the Antichrist’s authority and Jerusalem will become the capital of the world.

Having attained the pinnacle of authority, Antichrist will demand the acknowledgement that he has attained what no earthly power had ever attained or could attain and then demand the worship of himself as a higher being, as a god.

V. Soloviev describes the character of his activity well, as "Supreme Ruler." He will do what is pleasing to all -- on the condition of being recognized as Supreme Authority. He will allow the Church to exist, permit her Divine services, promise to build magnificent churches…. on the condition, that all recognize him as "Supreme Being" and worship him. Antichrist will have a personal hatred for Christ; he will see Him as a rival and look upon Him as a personal enemy. He will live by this hatred and rejoice in men's apostasy from Christ.

Under Antichrist, there will be an immense falling away from the faith. Many bishops will change in faith and in justification will point to the brilliant situation of the Church. The search for compromise will be the characteristic disposition of men. Straight-forwardness of confession will disappear. Men will cleverly justify their fall, and gracious evil will support such a general disposition. There will be the habit of apostasy from truth and the sweetness of compromise and sin in men.

Antichrist will allow men everything, as long as they "fall down and worship him"; and the whole world will submit to him. Then there will appear the two righteous men, who will fearlessly preach the faith and accuse Antichrist. According to Church tradition, they are the two Prophets of the Old Testament, Elijah and Enoch, who did not taste of death, but will taste it now for three days, and in three days they must rise. Their death will call forth the great rejoicing of Antichrist and his servants. Their resurrection will plunge them into great confusion and terror. Then, the end of the world will come.

The Apostle Peter said that the first world was made out of water — an image of the primordial chaos, and perished by water — in the Flood. Now the world is reserved unto fire. The earth and the works that are therein shall be burned up (II Peter 3:5-7, 10). All the elements will ignite. This present world will perish in a single instant. In an instant all will be changed.

Moreover, the Sign of the Son of God, the Sign of the Cross, will appear. The whole world, having willingly submitted to Antichrist, will weep. Everything is finished forever: Antichrist killed, the end of his kingdom of warfare with Christ, the end, and one is held accountable; one must answer to the true God.

"The end of the world" signifies not the annihilation of the world, but its transformation. Everything will be transformed suddenly, in the twinkling of an eye. The dead will rise in new bodies: their own, but renewed, just as the Savior rose in His own body and traces of wounds from the nails and spear were on it, yet it possessed new faculties, and in this sense it was a new body. It is not clear whether this new body will be the same as Adam was made, or whether it will be an entirely new body.

Afterward, the Lord will appear in glory on the clouds. Trumpets will sound, loud, with power! They will sound in the soul and conscience! All will become clear to the human conscience. The Prophet Daniel, speaking of the Last Judgement, relates how the Ancient of Days, the Judge sits on His throne, and before Him is a fiery stream (Daniel 7:9-10). Fire is a purifying element; it burns sin. Woe to a man if sin has become a part of his nature: then the fire will burn the man, himself.

This fire will be kindled within man: seeing the Cross, some will rejoice, but others will fall into confusion, terror and despair. Thus, men will be divided instantly. The very state of a man's soul casts him to one side or the other, to right or to left.

The more consciously and persistently man strives toward God in his life, the greater will be his joy when he hears: "Come unto Me, ye blessed." Conversely: the same words will call the fire of horror and torture to those who did not desire Him, who fled and fought or blasphemed Him during their lifetime!

The Last Judgement knows of no witnesses or written protocols! Everything is inscribed in the souls of men and these records, these "books," are opened at the Judgement. Everything becomes clear to all and to oneself.

Moreover, some will go to joy, while others — to horror.

When "the books are opened," it will become clear that the roots of all vices lie in the human soul. Here is a drunkard or a lecher: when the body has died, some may think that sin is dead too. No! There was an inclination to sin in the soul, and that sin was sweet to the soul, and if the soul has not repented and has not freed itself of the sin, it will come to the Last Judgement with the same desire for sin. It will never satisfy that desire and in that soul there will be the suffering of hatred. It will accuse everyone and everything in its tortured condition; it will hate everyone and everything. "There will be gnashing of teeth" of powerless malice and the unquenchable fire of hatred.

A "fiery gehenna" — such is the inner fire. "There will be wailing and gnashing of teeth." Such is the state of hell.



Saint John of Shanghai
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...