Friday, June 7, 2013

Γεροντας Πορφύριος - Ἡ ἁγιότητα τὼν γονέων εἶναι ἡ καλύτερη ἐν Κυρίω ἀγωγή




Να βλέπομε τον Θεό στο πρόσωπο των παιδιών και να δώσομε την αγάπη του Θεού στα παιδιά. Να μάθουν και τα παιδιά να προσεύχονται. Για να προσεύχονται τα παιδιά, πρέπει να έχουν αίμα προσευχομένων γονέων. Εδώ πέφτουν έξω μερικοί και λένε: «Εφόσον οι γονείς προσεύχονται, είναι ευσεβείς, μελετούν την Αγία Γραφή και τα παιδιά τα ανάθρεψαν ''εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου''[1], επόμενο είναι να γίνουν καλά παιδιά». Ορίστε, όμως, που βλέπομε αντίθετα αποτελέσματα λόγω της καταπιέσεως.
Δεν είναι αρκετό να είναι οι γονείς ευσεβείς. Πρέπει να μην καταπιέζουν τα παιδιά, για να τα κάνουν καλά με τη βία. Είναι δυνατό να διώξομε τα παιδιά απ' τον Χριστό, όταν ακολουθούμε τα της θρησκείας με εγωισμό. Τα παιδιά δεν θέλουν καταπίεση. Μην τα εξαναγκάζετε να σας ακολουθήσουν στην εκκλησία. Μπορείτε να πείτε: «Όποιος θέλει, μπορεί να έλθει τώρα μαζί μου ή αργότερα». Αφήστε να μιλήσει στις ψυχές τους ο Θεός. Η αιτία που μερικών ευσεβών γονέων τα παιδιά, όταν μεγαλώσουν, γίνονται ατίθασα κι αφήνουν και την Εκκλησία κι όλα και τρέχουν αλλού να ικανοποιηθούν είναι αυτή η καταπίεση που τους ασκούν οι «καλοί» γονείς. Οι τάχα «ευσεβείς» γονείς, που είχαν τη φροντίδα να κάνουν τα παιδιά τους «καλούς χριστιανούς», μ' αυτή την αγάπη τους, την ανθρώπινη, τα καταπίεσαν κι έγινε το αντίθετο. Πιέζονται, δηλαδή, όταν είναι μικρά τα παιδιά κι όταν γίνουν δεκάξι χρονώ, δεκαεφτά ή δεκαοχτώ, φθάνουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αρχίζουν από αντίδραση να πηγαίνουν με παλιοπαρέες και να λένε παλιόλογα.


Ενώ, όταν αναπτύσσονται μέσα στην ελευθερία, βλέποντας συγχρόνως το καλό παράδειγμα των μεγάλων, χαιρόμαστε να τα βλέπομε. Αυτό είναι το μυστικό, να είσαι καλός, να είσαι άγιος, για να εμπνέεις, να ακτινοβολείς. Η ζωή των παιδιών φαίνεται να επηρεάζεται απ' την ακτινοβολία των γονέων. Επιμένουν οι γονείς: «Άντε να εξομολογηθείς, άντε να μεταλάβεις, άντε να κάνεις εκείνο....». Τίποτα δεν γίνεται. Ενώ βλέπει εσένανε; Αυτό που ζεις, αυτό και να ακτινοβολείς. Ακτινοβολεί ο Χριστός μέσα σου; Αυτό πηγαίνει στο παιδί σου. Εκεί βρίσκεται το μυστικό. Κι αν γίνει αυτό, όταν το παιδί είναι μικρό στην ηλικία, δεν θα χρειασθεί να κοπιάσει πολύ, όταν μεγαλώσει. Πάνω σ' αυτό το θέμα ακριβώς ο σοφός Σολομών χρησιμοποιεί μια ωραιότατη εικόνα, τονίζοντας τη σημασία που έχει το καλό ξεκίνημα, η καλή αρχή, το καλό θεμέλιο. Λέγει σ' ένα σημείο: «Ο ορθρίσας προς αυτήν (την σοφίαν) ου κοπιάσει· πάρεδρον γαρ ευρήσει των πυλών αυτού»[2]. Ο «όρθρος προς αυτήν» είναι η πιο νεαρά ηλικία απασχόλησις με αυτή, τη σοφία. Σοφία είναι ο Χριστός. Η λέξη «πάρεδρος» σημαίνει «βρίσκεται πλησίον».


Όταν οι γονείς είναι άγιοι και το μεταδώσουν αυτό στο παιδί και του δώσουν αγωγή εν Κυρίω, τότε το παιδί, ό,τι επιδράσεις κακές κι αν έχει απ' το περιβάλλον του, δεν επηρεάζεται, διότι έξω απ' την πόρτα του θα βρίσκεται η Σοφία, ο Χριστός. Δεν θα κοπιάσει, για να την αποκτήσει. Φαίνεται πολύ δύσκολο να γίνεις καλός, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ εύκολο, όταν από μικρός ξεκινήσεις με καλά βιώματα. Μεγαλώνοντας δεν χρειάζεται κόπος, το έχεις μέσα σου το καλό, το ζεις. Δεν κοπιάζεις, το έχεις ζήσει, είναι περιουσία σου, που τη διατηρείς, αν προσέξεις, σε όλη σου τη ζωή.



 Γεροντας Πορφύριος

Ἡ ἀσκήτρια Λαμπρινή ἀπό τήν Ἄρτα




Αυτή η ασήμαντη εξωτερικώς γιαγιά πού εδώ βλέπουμε, δέχθηκε χαρίσματα από τον Χριστό πού μόνο μεγάλοι Άγιοι είχαν. Κατέβαζε μέ τίς προσευχές της τόν ουρανό καί τούς Αγίους κάτω, συνομιλούσε μέ την Θεοτόκο, έβγαινε από το σώμα της καί με την ψυχή της ταξίδευε σέ Παράδεισο καί κόλαση, φθάνοντας σέ μέτρα απίστευτα για τήν εποχή μας. Γιαγιά Λαμπρινή πρέσβευε καί γιά εμάς…
Η Λαμπρινή γεννήθηκε το 1918 στο χωριό Αγία Παρασκευή Άρτης.
Οι γονείς της Σπυρίδων Δρίβας και Θεοδώρα ήταν από τους πιο εύπορους του χωριού και είχαν αλλά τρία αγόρια. Η Λαμπρινή ήταν η μικρότερη, και τ’ αδέλφια της την υπεραγαπούσαν για τον χαρακτήρα της, το ήθος και την πολύ καλή συμπεριφορά της προς όλους.
Μεγάλωσε με χριστιανικές αρχές. Από μικρή έμαθε να αγαπά τους ανθρώπους και να ζει σύμφωνα με τον λόγο του Θεού. Τελείωσε μόνο το δημοτικό σχολείο και διάβαζε με πόθο την Αγία Γραφή και άλλα πνευματικά βιβλία.
Διηγήθηκε η ίδια:
Ήμουν οκτώ χρόνων και καθόμουν σ’ ένα καρεκλάκι στην αυλή του σπιτιού. Κρατούσα μια μικρή Αγία Γραφή, μπήκα στον ενθουσιασμό και μου άρεσε να την διαβάζω.
Είχα διαβάσει το χωρίο: «Πας ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει». (Ματθ.. ιθ’-29).

Έτσι μπήκε μέσα στην καρδιά μου και αγάπησα πάρα πολύ τον Κύριο. Από εκείνη την στιγμή άναψε ο πόθος για να ακολουθήσω την μοναχική ζωή και σκέφθηκα: Δεν θέλω τίποτε, ούτε χωράφια, ούτε περιουσίες, θα πάω για Μοναχή.
Τότε εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κάποιος ντυμένος με ιερατικά άμφια και μου άρεσε πολύ η όψη του, ήταν πολύ όμορφη. Τον κοιτούσα με θαυμασμό. Μου είπε:
- Τι με θαυμάζεις; Και τα χεράκια σου Εγώ τα έπλασα και είσαι και συ όμορφη σαν εμένα.
- Εμένα με γέννησε η μάννα μου και είναι στην κουζίνα. Να την φωνάξω;
- Όχι, εγώ εσένα θέλω, και έπιασε τα μαλλάκια μου. Αυτά ποιος τα έπλασε;
- Ναι, μου είπε. Τώρα τι θα κάνεις, ποια ζωή θα ακολουθήσεις;
- Αυτό το βιβλίο μου άναψε τον πόθο για τον μεγάλο μου Θεό θέλω να τον απολαύσω. Αυτός να εργάζεται για μένα και εγώ γι’ αυτόν.
- Θα γίνεις μεγάλη, παιδί μου, και θα εργασθείς και συ για Μένα.
- Ποιος είσαι συ;
- Αυτός πού είπες εσύ, μου είπε. Αφού θέλεις έτσι, θα τρως Τετάρτη και Παρασκευή ψωμί και σκόρδο. Εσύ είσαι καλό παιδί, έχω όμως και άλλα καλά παιδιά. Θα έρθω μια μέρα να μαζέψω όλα αυτά τα καλά παιδιά.
Ύστερα έγινε άφαντος…
Άρχισε μετά απ’ αυτό να αγωνίζεται περισσότερο, να νηστεύει, να προσεύχεται και να ετοιμάζεται να αφιερωθεί στον Θεό. Πνευματικός της ήταν ο π. Μητροφάνης, ο Γέροντας της Ιεράς Μονής Ροβέλιστας Άρτης.
Διηγήθηκε η ίδια: «Από μικρή ήθελα να γίνω μοναχή. Όταν έγινα δεκαεπτά χρόνων πήγα στο Μοναστήρι και είπα στον Γέροντα ότι θέλω να γίνω μοναχή.
Μου είπε:
-Νάρθεις, παιδάκι μου. Την άλλη μέρα ήρθαν οι γονείς μου με φωνές να με πάρουν. Ο Ηγούμενος, όπως τους είδε έτσι αγριεμένους, με έδωσε λέγοντάς μου να μεγαλώσω λίγο και μετά ξαναπηγαίνω.
Αυτοί με πήραν και σε λίγες μέρες άρχισαν τα προξενιά. Εγώ ήμουν αρνητική και εύρισκα προφάσεις». Μετά με ρώτησαν τι θέλω και τους είπα: «Θα προσευχηθώ όλη τη νύχτα και ό,τι μου πει ο Θεός».
Ο ΕΓΓΑΜΟΣ ΒΙΟΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥ ΒΙΟΥ;
Προσευχήθηκα και είπα: «Θεέ μου, ένα πράγμα σου ζητώ. Να μου δώσεις άδεια να πάρω τον Ουράνιο (νυμφίο) και εγώ, όπως παίρνουν οι καλές ψυχές. Να μη συζευχτώ με επίγειον άνδρα».
Άκουσα φωνή: «Σε έχουμε υπ’ όψιν. Μια ώρα δική μας θα γίνεις. Πρέπει όμως να συζευχθείς αυτού για να δυναμώσεις. Να βάλεις χαλινάρια στο στόμα, στα πόδια, στα χέρια, στη σάρκα».
- Στη σάρκα; Στην παντρειά με στέλνεις.
- Σε στέλνω Εγώ, και η σάρκα είναι ευλογημένη. Δοκιμασίες θα έχεις…
Εγώ συνέχισα να προσεύχομαι για το καλύτερο, να γίνω Μοναχή, όμως μου έλεγε ότι «το καλύτερο για σένα είναι να παντρευτείς, να δοκιμαστείς, να ψηθείς. Αν πας στο Μοναστήρι, δεν θα βασανισθείς τόσο. Στο Μοναστήρι ό,τι κάνουν οι άλλοι θα κάνεις και συ, είτε τρώνε, είτε προσεύχονται.
Στον κόσμο όμως θα συναντήσεις κακότητα, μοχθηρία. Εμείς τελειώσαμε τώρα, πάρε την δύναμη και την φώτιση και εργάσου όσο μπορείς».
Εργάσθηκα σε όλη μου την ζωή. Αγωνίστηκα. Τα πεθερικά μου μετά δεν με ήθελαν, με έδιωχναν, με έβριζαν με άπρεπα λόγια. Όσα μου είπε η φωνή, το Πνεύμα, τα βρήκα όλα». Έτσι λοιπόν μετά τα 20 της την πάντρεψαν με τον Αριστείδη Βέτσιο από τα Κολομόδια Άρτης και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Σπύρο και την Σταθούλα.
Η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη στην οικογένεια του συζύγου της, γιατί ζούσαν δεκατρία άτομα μαζί στο ίδιο σπίτι και ο καθένας είχε τις δικές του Ιδιοτροπίες και τον δικό του τρόπο σκέψεως. Ιδιαίτερα ο πεθερός της φερόταν προς αυτήν με άσχημο τρόπο, με περιφρόνηση και σκληρότητα την πλήγωνε με τα λόγια του.
Η Λαμπρινή όμως κατάφερε με την υπομονή να τα ξεπεράσει όλα. Στις βρισιές του έλεγε: «Πες με ό,τι θέλεις. Εγώ είμαι μουγκή»… Και από τον σύζυγο της είχε δυσκολίες.
Κάποτε που βρισκόταν σε αγρυπνία στον άγιο Φανούριο στο γειτονικό χωριό Γλυκόριζο, άκουσε φωνή που της είπε: «Αυτή τη στιγμή καίγεται το σπίτι σου…»
Όταν τέλειωσε η αγρυπνία και γύρισε μαζί με τις άλλες γυναίκες με τα πόδια, είδε τα βιβλία της καμένα και πεταμένα έξω από το σπίτι και τον σύζυγο της σε έξαλλη κατάσταση να της φωνάζει να φύγει από το σπίτι.
Η Λαμπρινή απάντησε: «Δεν φεύγω. Εσύ είσαι ό άντρας μου, εδώ είναι το σπίτι μου, σκότωσε με, κάνε με ό,τι θέλεις, εγώ δεν φεύγω».
Τη νύχτα την κλείδωσε έξω από το σπίτι. Υπέμεινε ήρεμα και έλεγε: «Ο πειρασμός τον βάζει, θα του περάσει. Αυτός είναι καλός, αλλά στο καφενείο τον “άναψε” ο τάδε και έκανε ό,τι έκανε, μέχρι να του περάσει ο θυμός».
Παρά τις τόσες δυσκολίες και τις κοπιαστικές αγροτικές εργασίες, δεν άφηνε δευτερόλεπτο της ημέρας χωρίς να προσεύχεται και να ευχαριστεί τον Θεό. Μαζί της στο χωράφι που πήγαινε να εργαστεί έπαιρνε και βιβλία πνευματικά για να διαβάζει και να προσεύχεται. Σ’ όλη την ζωή της χάλασε από την πολλή χρήση τέσσερα βιβλία Μεγάλα Ωρολόγια. Τα βιβλία της ήταν η περιουσία της, όπως έλεγε, και από την μελέτη τους έπαιρνε πολλή δύναμη.
Μετά πού απέκτησε τα δυο της παιδιά, με τον άνδρα της ζούσαν σαν αδέλφια. Αυτός τις νύχτες κοιμόταν και η Λαμπρινή διάβαζε τα βιβλία της με το φως ενός καντηλιού και ενός κεριού.
συνεχίζεται…
Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», η 19η διήγηση..

Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.

Ἡ Δύναμη τῆς συγγνώμης!!


Δύο αδέλφια πήγαν μαζί στην έρημο κι ασκήτευαν στην ίδια καλύβη. Ο διάβολος, φθονώντας την αγάπη τους, βάλθηκε να τους χωρίση.

'Ενα βράδυ ο νεώτερος πήγε ν'ανάψη το λυχνοστάτη, τον αναποδογύρισε και χύθηκε το λάδι. Ο μεγαλύτερος θύμωσε και του έδωσε ένα μπάτσο. Τότε ο πιο μικρός, χωρίς να ταραχτεί, έσκυψε, του έβαλε μετάνοια και είπε ταπεινά:
-Συγχώρησε την απροσεξία μου, Αδελφέ. Τώρα αμέσως θα ετοιμάσω άλλο.
Την ίδια νύχτα ένας ειδωλολάτρης ιερεύς, που έτυχε να βρίσκεται μέσα στο ειδώλειο, άκουσε τα δαιμόνια να κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. 'Ενα απ' αυτά ομολόγησε ντροπιασμένο στον αρχηγό του:

-Πηγαίνω και κάνω άνω κάτω τους Μοναχούς. Μα τι φταίω, όταν κάποιος απ'αυτούς γυρίζει και βάζει στον άλλο μετάνοια και μου καταστρέφει όλη τη δουλειά;
Ακούγοντας αυτά ο ειδωλολάτρης, έγινε ευθύς χριστιανός κι' αποτραβήχτηκε στην έρημο. Σ' όλη του τη ζωή κράτησε στην καρδιά του την ταπείνωσι και στο στόμα του είχε διαρκώς πρόχειρο το «συγχώρησόν με».

Γεροντικό

"How I Came To Know Christ" - Metropolitan Meletios of Nikopolis



His Eminence Meletios (Kalamaras), who was Metropolitan of Nikopolis and Preveza in Greece, passed from death to life on 21 June 2012 (see here). Metropolitan Meletios, who had lately faced several serious health issues, was 79.


His Eminence was born in 1933 in Alagonia, Kalamata, and was a graduate in theology and in classical literature-philosophy from the University of Athens. He was chosen and ordained Metropolitan of Nikopolis and Preveza in 1980, having been ordained both deacon and priest by the Metropolitan of Messenia, His Eminence Chrysostomos (Daskalakis).


Metropolitan Meletios was especially well known for his transformative work in the Metropolis of Messenia, which was captured in the book, Beauty for Ashes: The Spiritual Transformation of a Modern Greek Community, by Stephen R. Lloyd-Moffett (SVS Press, 2009).


The book covers the political history and religious character of the region of Nikopolis, from time of the Apostle Paul in AD 63 to the arrival of Bishop Meletios in 1980. 
With great sensitivity, the book deals with the issue of sexual misconduct within the church, the restoration of the local church to spiritual health, and the renewed trust between church leaders and the laity. The book recounts how Bishop Meletios, along with the local monastic community, applied his ancient faith in a modern context to bring about social and religious change.


His Eminence was also well known for his preaching in the Holy Metropolis of Messenia, and, in a broader ecclesial context, he served as secretary to the Holy Synod on matters of Interchurch Affairs. He himself authored several books, and he received an award from the Theological Academy of Athens for his book The Fifth Ecumenical Council.


Below is testimony in his own words of how he came to embrace Christianity:



By Metropolitan Meletios of Nikopolis


A. The Problem


1. When I was a teenager, I always wanted to be happy. I wanted to be the happiest person in the world! Still I wanted my life to have meaning! I looked for answers to the following questions:


• Who am I?
• Why was I born?
• Why am I live?
• Where is the path of my life leading me?


At the same time I always wanted to be free. Even the most free person in the world! For me freedom was not about doing whatever I wanted (this is something we can all do, and most people do this.) I wanted to have the strength to do what I was indebted to do. Because many people know what they have to do, but they do not have the strength to do it, that is, they do not have the strength of will to say no to irrational tendencies, which pushes them into "other things". For an addict knows how tragic is his situation. He wants to correct it. But an internal tendency makes him into a wreck! The same happens with various other passions of the "flesh".


2. What a terrible thing, for a young person to be totally free, to have a philosophy of absolute freedom, and ultimately determine that he is a slave - indeed, in chains!


B. The Crooked Path


1. So I started looking for an answer to this issue of internal freedom. And what do you say I found? I found that all (or almost all) those who had some inner freedom, also had some religiosity. So I had a big decision. I too took a similar step: I went to church! But I did not like it. There I found nothing to comfort my soul. Instead I felt very constricted!


I am a very practical man. So when I see something that does not suit me, I put a full stop! In the matter of "religion" I did something more. I not only put a full stop, but something more. I put on a cross (. - +)!


2. Then I thought that the most important thing is to succeed in life. To strive. To become famous. To become a leader....


At university I realized that the presidency of different years had many means, and played an important role in the lives of university students and its life. So I decided to be a candidate. I became president of the first year! I became an agent! Everyone knew me! I organized Speeches, Lectures, Games, Sit-ins, Strikes. I participated in meetings. And what was the benefit? After a while I began to get bored.


One Monday I awoke with a terrible headache. Sunday I had gone to bed too late. I thought: Five days on the treadmill! I'm waiting for Friday to come! Why was "pleasure" the three "free" nights: Friday, Saturday and Sunday! And "ptooey" from the beginning!


3. Until then all the young men thought of me as the "personification" of determination and joy! But things were not so. I knew that I was like a boat on the ocean waves. Circumstances, situations and emotions, not being in control of them at all, were taking me where they wanted. And my life was hell! And the worst? Then I did not know anyone who could give me beneficial words. And even if there was, his words would not benefit. They would not suffice! Because more than nice words I needed the strength (which is needed!) to put them into practice. And this strength I could not find anywhere.


In this situation, I began to think to myself:


"Is there a more honest man than me trying to find the right way, trying to find the truth?"


C. A New Finding


1. One time it caught my eye that in our university there is another "circle": Few students and two teachers. It was a "Christian circle." They stood out from the others. Because their members appeared to know: what they believe and why they believe it. They had peace. And consistency.


I decided to approach them. I was not bothered if they agreed with me. I learned to have "understanding." To calmly watch the beliefs of others. And to respect them. I was working in harmony and friendship with: leftists, anarchists, rightists and others.


2. But - as I said - this group was somewhat different. This forced me to work with them seriously. And what I found! What they said was more little than they needed. They spoke of nothing but love. They had love. And, unlike everyone else, they were not bothered by the circumstances. They did not victimize their authorities. They were not boats that were tossed by the waves. They looked as if they had a deep joy. Not coming from outside pleasant circumstances: games, fun, love, etc. They had the joy within. A deep joy. They were happy to an extent, which made me angry. They had something that I did not have.


May we all be jealous of what we do not have. In this way I was jealous of their inner joy. And I made the decision to join with them.


"I will have benefit!" I thought.


3. And after a few days, I was in their company. We were six students and two teachers. And the debate began. About God.


Until then, every time I heard talk about God, the yelling began. To show how I was somehow "smart". As you know in such cases, a "smart" person yells as hard as he can.


"Just think, my child! He is Christian! Ha-ha-ha ... And he runs behind the priests! ... Ha-ha-ha ... As an old lady! ... A young man! ... A student of the positive sciences! ..."


And it took a long time until I realized that the more one yells, the more empty-headed one is!


The debate did not attract my interest. I was devoted to looking at a beautiful girl, who was on their team. Until then I had the idea that Christians are all foul. I found that I had this wrong. And wanting to hide my thoughts, I began to squirm in my chair. And then I asked, as if desiring to have her words capture my interest wholeheartedly.


"You had the goodness to tell me what it was that brought the greatest influence on your life. Why is your life unlike other students and teachers?"


The female student which I spoke about, must have known what she believed. She looked at me in the eyes with a quiet seriousness and said only two words, which I did not expect to hear.


"Jesus Christ!"


I replied somewhat angry:


"Oh, in the name of God! Let these things go! I'm sick of religion! I'm sick of the Church! I'm sickened of religious books! Because everything that is related to religion causes wilting! ..."


"But I was not talking about religion! I said: Jesus Christ! ..."


This distinction I had not heard!


And the girl went on:


"Christianity is not a religion. Religion is the attempt made by man to find the way to God. Christianity is not a religion! Christianity tells us to the opposite: Of the attempt God makes to find man."


I had not heard this before. The views circulating are tragically simple. And usually with its fixed-form simplistic simplifications we imagine they solve scientific problems!


Lastly I came to know a professor of the university, who said seriously:


"Everyone who goes to Church is a Christian!"


I could not hold it in, but said:


"According to this reasoning, every man who goes to the garage is a car! What does the physical presence of a person in church have with the Christian faith? A Christian is one who believes correctly in Christ!"


D. Great is the Truth!


1. Once, while in this circle, they instructed me to say a word about Christ. Namely: How did He become man? How was He crucified? Why was He crucified? How was He buried? How was He resurrected? And what can this offer a youth in the twentieth century?


I thought of all these things then as stupidities. I had the idea that people who were involved in these things were whacks, cretins. In student gatherings until then I lurked furiously to hear anyone say something about religion and Jesus Christ, to rush on him, to pulverize him, to dust him away! My opinion was: To be a Christian believer, one should not have a stone, nor a molecule of gray matter. But the time came and I realized that this was for me!


I tried to avoid it. "What business did I have in such matters?" I would say to myself. But I could not. The young people of the Christian circle would not let me! And so I took on the matter. But with a selfish attitude. With the thought: "I will dust them off! I will thunder at them! And then I will go!"


But things did not evolve that way.


2. When I set about the matter, I heard something mentioned about evidence, which I took to study, to appreciate their seriousness. Why would I risk becoming the laughingstock in their eyes, immediately after the young people would have made me dust! So I threw myself into the study of this "evidence" with the sole objective in warding it off. But I did not succeed. I concluded that the books used by believers give the most accurate picture of the person of Christ. This finding terribly impressed upon me.


I understood that the question of our relationship with Christ is the greatest issue of our lives. I sacrificed everything. And I paved my way to study. I read all kinds of atheistic and all kinds of Christian apologetic books that I could find. And my conclusion was always the same:


The truth is in the books of the Church. Christ is the one of Whom the Church says: our God and Savior.


3. And I became a Christian.


Προφητείες για τους εσχάτους καιρούς Από τον βίο του αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού




Οι άγιοι του Κυρίου είναι οδοδείκτες της πορείας ενός εκάστου ημών, αλλά και του κόσμου μας. Γιατί όπως είπε ο Χριστός, "όλα τα φανέρωσα στους φίλους μου" (Ιωάννης 15/ιε΄15) Καθώς λοιπόν διαβάζουμε την προφητεία αυτή, παρμένη από την εξαίρετη έκδοση της Ι. Μ. Παρακλήτου, και για να αποφύγουμε τον κίνδυνο παρερμηνείας, ας θυμόμαστε τα εξής: 1. Για μια εντελώς ορθή κατανόηση της προφητείας, χρειάζεται το πρωτότυπο κείμενο, και όχι η μετάφραση που δημοσιεύουμε εμείς εδώ. 2. Από τη ρήση αυτών που είπε ο άγιος, μέχρι την κατανόηση, την ενθύμιση και την καταγραφή τους από τον μαθητή του, υπάρχει κάποια απόσταση, που καλό είναι να την θυμόμαστε. Ειδικά σε μια τόσο περίπλοκη προφητεία, που δύσκολα συγκρατεί κανείς μέχρι να την καταγράψει. 3. Να θυμόμαστε ότι ορισμένα πράγματα έχουν γραφεί με βάση την ορολογία της εποχής εκείνης που γράφτηκαν, και πρέπει σε κάθε περίπτωση να διακρίνουμε την περιγραφή από την ερμηνεία μιας προφητείας. Και κάποια άλλα γράφθηκαν μόνο για την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, ενώ άλλα είναι γραμμένα σε προφητική γλώσσα που παραπέμπει σε ανάλογες προφητείες της Αγίας Γραφής, χωρίς τη γνώση των οποίων, δεν μπορεί να γίνει αποσυμβολισμός.

Αρχές των ωδίνων

Ο Επιφάνιος συναντήθηκε κάποτε με τον όσιο και τον πήρε σπίτι του, με σκοπό να ξεκουρασθεί για μια τουλάχιστον εβδομάδα απ' τους πολλούς κόπους. Κάθησαν κάπου μόνοι τους και ο νέος άρχισε να τον ερωτά:

- Πως θα γίνει το τέλος του κόσμου; Τι είναι «αι αρχαί των ωδίνων» και πότε θα γίνουν; Από που θα καταλάβουν οι άνθρωποι ότι πλησιάζει η συντέλεια, και ποια θα είναι τα σημάδια που θα τη φανερώνουν; Ποιο τέλος θα έχει η Πόλις μας (Κωνσταντινούπολη), αυτή η νέα Ιερουσαλήμ; Τι θα γίνουν οι σεβάσμιοι ναοί; Τι θα γίνουν οι θείοι σταυροί, οι άγιες εικόνες και τα ιερά βιβλία; Που θα ασφαλισθούν τα λείψανα των αγίων; Εξήγησέ μου, σε παρακαλώ! Ξέρω ότι για σένα και τους αγίους, που είναι όμοιοι μ' εσένα, είπε ο Θεός: «Υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών». Πόσο μάλιστα τα μυστήρια του κόσμου!

- Η Πόλης αυτή, αποκρίθηκε ο μακάριος, που κατέχει τα πρωτεία ανάμεσα σε πολλές άλλες πόλεις και έθνη, θα μείνει απόρθητη και ελεύθερη. Τη φυλάει η Θεοτόκος «εν τη σκέπη των πτερύγων της», και με τις πρεσβείες της θα παραμείνει άτρωτη. Πολλά έθνη θα πολιορκήσουν τα τείχη της, αλλά η δύναμίς τους θα συντριβή, και θ' αναχωρήσουν ντροπιασμένα. Απ' αυτή θα πλουτίσουν πολλοί και θα απολαύσουν τα αγαθά της.

Ωστόσο κάποια προφητεία λέει ότι θα την αλώσουν οι Αγαρηνοί και θα σφάξουν με το μαχαίρι τους πλήθους λαού. Εγώ όμως πιστεύω ότι θα εισορμήσει και το ξανθό γένος, του οποίου η ονομασία αρχίζει από το δέκατο έβδομο γράμμα της αλφαβήτου (Ρ). Θα μπει λοιπόν και θα κατακόψει, και θα στρώσει τους αμαρτωλούς στο έδαφος. Αλλοίμονό του όμως από τα δύο ομογενή έθνη. Τα όπλα τους θα είναι γρήγορα σαν τον άνεμο, και καταστροφικά σαν κοφτερό δρεπάνι, που κόβει το θέρος τα γεννήματα. Τα όπλα αυτά δεν θα αναχαιτίζονται, αλλ' όμως μετά θα διαλύονται.



Ο ευσεβής βασιλιάς

- Τώρα, παιδί μου, Πως να σου διηγηθώ χωρίς δάκρια για την αρχή των ωδίνων και τη συντέλεια; Κατά τις έσχατες ημέρες θα αναδείξει ο Θεός βασιλιά κάποιο φτωχό[*]. Ο βασιλιάς αυτός θα πολιτευθεί με δικαιοσύνη, θα σταματήσει όλους τους πολέμους και θα πλουτίσει τους φτωχούς. Θα βασιλεύσει η ευτυχία όπως στην εποχή του Νώε. Οι άνθρωποι θα πλουτίσουν πολύ, θα ζουν γαλήνια και ειρηνικά, θα τρώνε, θα πίνουν, θα έρχονται σε γάμο, θα κινούνται με πολλή άνεση και θα απολαμβάνουν αμέριμνοι τα αγαθά της γης, επειδή δεν θα γίνονται πόλεμοι, θα μετατρέψουν τα σπαθιά τους σε δρεπάνια, τα βέλη σε πασσάλους, και τα δόρατα σε γεωργικά εργαλεία για να καλλιεργούν τη γη.

Αργότερα ο βασιλιάς θα στραφεί ανατολικά και θα ταπεινώσει τους Αγαρηνούς, γιατί ο Θεός είναι οργισμένος μαζί τους για τη βλάσφημη θρησκεία τους και για τη σοδομίτικη αμαρτία που κάνουν, πολλοί βέβαια απ' αυτούς θα βαπτισθούν, θα ευαρεστήσουν στον βασιλιά και θα τιμηθούν, οι υπόλοιποι όμως θα εξοντωθούν, θα καούν ή θα θανατωθούν σκληρά.

Εκείνη την εποχή το Ιλλυρικό θα επανέλθει στο βασίλειο των Ρωμαίων, ενώ η Αίγυπτος θα συνθηκολογήσει. Ο βασιλιάς αυτός θ' απλώσει το δεξί του χέρι στα γύρω έθνη, θα ημερώσει τα ξανθά γένη και θα κατατροπώσει τους εχθρούς του. Η βασιλεία του θα διαρκέσει τριανταδύο χρόνια. Για δώδεκα χρόνια δεν θα εισπράττει φόρους και δασμούς, θα ξαναχτίσει γκρεμισμένα θυσιαστήρια και θα ανοικοδομήσει ιερούς ναούς. Στις ημέρες του δεν θα γίνονται δίκες, αλλά ούτε θα υπάρχει άδικος και αδικημένος, τον βασιλιά αυτόν θα τον φοβηθεί όλη η γη, θα αναγκάσει τους ανθρώπους με τον φόβο να σωφρονισθούν, και θα εξοντώσει τους άρχοντες που παρανομούν.

Εκείνον τον καιρό ο Θεός θα φανερώσει στον βασιλιά όλο το χρυσάφι, όπου και αν βρίσκεται κρυμμένο. Κι αυτός θα το σκορπίσει «με το φτυάρι» σ' όλη τη χώρα του. Από τον πολύ πλούτο οι άρχοντες θα ζουν σαν βασιλιάδες και οι φτωχοί σας άρχοντες. Ο βασιλιάς αυτός θα κάνη μεγάλα κατορθώματα. Θα ξεκινήσει με πολύ ζήλο για να διώξει τους Ιουδαίους. Κανείς Ισραηλίτης δεν θα απομείνει μέσα σ' αυτή την Πόλη. Δεν θα ακούγονται γλέντια με λύρες, κιθάρες και άσεμνα τραγούδια. Δεν θα γίνεται τίποτα αισχρό, γιατί θα μισήσει και θα εξολοθρεύσει «εκ πόλεως Κυρίου πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν» Ψαλμ. Ρ΄ 8

Θα επικρατήσει τότε μεγάλη χαρά και αγαλίασις. Η γη και η θάλασσα θα δίνουν πλούσια τα αγαθά τους. Η ζωή θα κυλά γαλήνια και ειρηνικά, και οι άνθρωποι θα ευφραίνονται όπως τον καιρό του Νώε, μέχρις ότου ήρθε ο κατακλυσμός.



Ο χιλίαρχος Αράν

- Μετά την βασιλεία αυτή θ' αρχίσουν οι συμφορές. Θα έρθει σ' αυτήν την Πόλη ο υιος της απώλειας, ο χιλίαρχος Αράν και θα βασιλεύσει τρία χρόνια και έξι μήνες. Θα αναγκάσει μάλιστα τους ανθρώπους να κάνουν τέτοια παρανομία, που όμοιά της ούτε έγινε ποτέ, αφότου δημιουργήθηκε ο κόσμος, ούτε θα ξαναγίνει. Θα διατάξει δηλαδή και θα νομοθετήσει, ώστε να συνέρχονται, θέλοντας και μη, πατέρας με κόρη, γιος με μητέρα, αδελφός με αδελφή. Κι όποιος θα αντιστέκεται ή θα αντιμιλά, θα θανατώνεται. Εκείνος όμως που θα πεθάνει μ' αυτόν τον τρόπο, θα καταταγεί την ημέρα της κρίσεως μαζί με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Ο βασιλιάς αυτός θα διατάξει να συζευχθούν οι μοναχοί με τις μοναχές, καθώς επίσης και οι ιερείς. Έτσι η παρανομία της μίξεως θα γίνει χειρότερη από του φόνου. Ο ίδιος θα πορνεύσει με την μητέρα του και την κόρη του. Αφού λοιπόν θα γίνει νόμος η ακολασία, όλοι οι άσωτοι θα κάνουν όργια με τις αδελφές τους. Η δυσωδία της αιμομιξίας θ' ανέβει στον ουρανό, και ο Κύριος θα οργισθεί υπερβολικά με ολόκληρη την οικουμένη. Θα δώσει τότε διαταγή και θ' αρχίσουν να πέφτουν οι αστραπές και οι βροντές με ασυγκράτητο θυμό σ' όλη τη γη. Πολλές πόλεις θα καούν. Οι άνθρωποι θα παραλύσουν από τον φοβερό κρότο των βροντών και θα πεθάνουν με κακό θάνατο, ενώ άλλοι θα καούν από τις αστραπές.

Αλλοίμονο τότε στη γη, γιατί πλησιάζει η φοβερή απειλή και η οργή του Παντοκράτορος! Θα γίνει λιμός, και οι άνθρωποι θα πεθαίνουν σωρηδόν από την πείνα. Θα επακολουθήσει δυνατός σεισμός και θα πέσει κάθε οικοδόμημα. Πολλοί εργάτες της ανομίας θα βρουν κακό τέλος χωμένοι μέσα στα ερείπια.

Ο ήλιος θα γίνει μαύρος και σκοτεινός, ενώ η σελήνη σαν αίμα, εξ αιτίας των ανθρώπων που εξομοιώθηκαν με τους χοίρους. Τ' αστέρια θα πέσουν στη γη. Κάθε βουνό και νησί θα μετακινηθεί από την βία του σεισμού και της απειλής. Οι ιερείς του Θεού, μαζί με όσους εναρέτους και εγκρατείς θα έχουν απομείνει, θα καταφύγουν στα βουνά και στα σπήλαια.

Τότε λοιπόν θα παταχθεί ο άνομος βασιλιάς και θα εξορισθεί στο σκότος το εξώτερο. Όσοι θα κατοικούν στην πρεσβυτέρα Ρώμη, στην Αρσενόη, στη Στρόβυλο, στην Αρμενόπετρα ή στην Καρυόπολη θα είναι μακάριοι. Σ' αυτές τις πόλεις οι άνθρωποι θα ζήσουν ειρηνικά. Στις άλλες όμως θα γίνουν πόλεμοι και ταραχές, καθώς είναι γραμμένο: «Μελλήσεται ακούειν πολέμους και ακοάς πολέμων» πρβλ. Μαρκ. Ιγ΄ 7 και τα ακόλουθα.



Ο ειδωλολάτρης βασιλιάς

- Έπειτα στην Πόλη αυτή θ' ανέβει άλλος βασιλιάς. Θα είναι βλοσυρός και μαύρος, αρνητής του Θεού και των αγίων. Θα μελετήσει βιβλία των Ελλήνων, θα ασπασθεί τη θρησκεία τους, και θα πολεμήσει τους αγίους και την Εκκλησία του Χριστού. Αφού περάσουν οι πρώτες ημέρες της βασιλείας του, θα κάψει όλα τα ιερά σκεύη και θα ονομάσει «φούρκα» τον Σταυρό. Θα διαλύσει επίσης το ιερατείο και θα σφάξει τον μισό πληθυσμό στους δημοσίους δρόμους.

Εκείνες τις ημέρες θα στραφούν οι γονείς εναντίον των παιδιών, τα παιδιά εναντίον των γονέων και θα θανατωθούν μεταξύ τους. Ο αδελφός θα παραδώσει σε θάνατο τον αδελφό, και ο φίλος τον φίλο. Πολλοί, που θα ομολογήσουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός και «βασιλεύς των απάντων», θα λάβουν το στεφάνι του μαρτυρίου.

Ο βασιλιάς αυτός θα μεταφέρει τους κατοίκους από τα νησιά στην περιοχή της Θράκης, της Μακεδονίας και του Στρυμόνος, οπότε τα νησιά θα ερημώσουν. Στον ουρανό θα γίνουν κτύποι φοβεροί, στην γη μεγάλοι σεισμοί και κατεδαφίσεις πόλεων. Τα έθνη και τα βασίλεια θα ξεσηκωθούν το ένα εναντίον του άλλου. Θα γίνει μεγάλος χαλασμός επάνω στην γη, και οι άνθρωποι θα πέσουν σε θλίψη και στεναχώρια.

Την ίδια εποχή θα φανεί φωτιά στον ουρανό σαν από πυρωμένα κάρβουνα, που θα επισκιάσει απειλητικά με την ταχύτητα της αστραπής ολόκληρη τη γη. Τέτοια σύγχυσις θα επικρατήσει στον αέρα, ώστε το ένα πτηνό θα πέφτει πάνω στο άλλο. Η γη θα γεμίσει φίδια που θα δαγκώνουν τους αμετανόητους αμαρτωλούς. Και όλα αυτά θα είναι η αρχή των «ωδίνων».



Ο τελευταίος βασιλιάς των Ρωμαίων

- Όταν πεθάνει ο ασεβής βασιλιάς θα έρθει κάποιος απ' την Αιθιοπία, από το πρώτο «κέρας», και θα βασιλεύσει, καθώς λένε, δώδεκα χρόνια. Η βασιλεία του θα είναι ειρηνική. Θα ανοικοδομήσει τους ιερούς ναούς που κατεδάφισαν οι προκάτοχοί του και θα επαναφέρει τους ανθρώπους στα νησιά τους. Για την καλοσύνη του θα τον αγαπήσει ο Θεός και όλος ο λαός. Όσο θα βασιλεύει, θα επικρατεί χαρά και αγαλίασσις σε όλο τον κόσμο.

Μετά απ' αυτόν θα βασιλεύσει κάποιος από την Αραβία για ένα χρόνο. Στις ημέρες του, με ένα νεύμα του Παντοκράτορος, θα ενωθούν τα άγια τμήματα του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και θα δοθεί ακέραιος στον βασιλιά. Εκείνος θα τον πάρει και θα πορευθεί στην Ιερουσαλήμ. Όταν φθάσει στον τόπο του Κρανίου, θα αποθέσει με τα ίδια του τα χέρια το βασιλικό του στέμμα στην κορυφή του Σταυρού, θα τον υψώσει και θα πει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, συμπληρώθηκαν τα χρόνια που είχες προκαθορίσει για την βασιλεία των Ρωμαίων. Δέξου το αοίδιμο και θαυμαστό δώρο Σου, και μαζί μ' αυτό και το πνεύμα μου».

Αμέσως λοιπόν θα κατεβεί από τον ουρανό άγγελος Κυρίου και θα πάρει τον τίμιο Σταυρό με το διάδημα, καθώς και την ψυχή του βασιλιά. Έτσι θα λήξη η βασιλεία των Ρωμαίων, γιατί το στήριγμά της υπήρξε ανέκαθεν για τους χριστιανούς ο τίμιος Σταυρός. Μακάριοι τότε όσοι θα φύγουν από την Πόλη εκείνη, και θα καταφύγουν στις ερημιές και τα σπήλαια.



Η συμβασιλεία

- Κατόπιν θα εμφανισθούν στην Πόλη μας τρεις νέοι, μωροί, αναιδείς και διεφθαρμένοι. Αυτοί θα βασιλεύσουν με διαβολική όμως ενέργεια θ' αρχίσουν μεταξύ τους φοβερό πόλεμο. Θα ξεκινήσει ο πρώτος, θα μπει στη Θεσσαλονίκη και θα πει: «Πόλης των Θεσσαλονικέων! Εσύ θα νικήσεις τους εχθρούς σου, γιατί είσαι καύχημα των αγίων, και σε αγίασε ο Κύριος».

Θα επιστρατεύσει στους πολίτες από επτά ετών και άνω. Θα επιστρατεύσει ακόμη τους ιερείς και μοναχούς, θα κατασκευάσει πολεμικά άρματα, θα ετοιμάσει μεγάλο στόλο και θα πορευθεί στη Ρώμη. Μπροστά στις πύλες της θα σταθεί και θα φωνάξει: «Χαίρε Ρώμη τρίρρωμη και τιμημένη! Φορείς σπαθί κοφτερό και βέλη ακονισμένα. Κράτησε σταθερά την πίστη σου και μην την αλλάξεις μέχρι τη συντέλεια και οι κάτοικοι σου θα είναι μακάριοι». Έπειτα θα επιστρατεύσει τα ξανθά γένει, και θα περιμένει τους άλλους δύο βασιλείς.

Ο δεύτερος θα επιστρατεύσει τη Μεσοποταμία και τα νησιά των Κυκλάδων (κατ' άλλη γραφή: τις κοιλάδες των νήσων). Θα επιστρατεύσει ακόμη και τους ιερείς και μοναχούς, αναμμένος από φοβερό μίσος εναντίον των άλλων δύο. Θα ξεκινήσει τότε και θα έρθει στον «ομφαλό» της γης. Λένε μερικοί ότι ο «ομφαλός» της οικουμένης είναι η Αλεξάνδρεια. Εκεί θα περιμένει τους άλλους δύο, με τους οποίους θα πολεμήσει.

Ο τρίτος θα ξεκινήσει κι αυτός από την Πόλη και θα στρατολογήσει την Καρία, Φρυγία, Ασία, Αρμενία, Γαλατία και Αραβία. Όταν φθάσει στο Σύλαιο, θα πει: «Αν και ονομάστηκες Σύλαιο, δεν θα λεηλατηθείς ούτε θα κυριευθείς από κανένα εχθρό σου». Ύστερα θα συμμαχήσει μ' ένα λαό ανεξάρτητο, που δεν θα έχει δηλαδή υποταγεί ούτε σ' αυτόν ούτε στους άλλους δύο βασιλείς.

Τέλος θα συγκεντρωθούν και θα παραταχθούν και οι τρεις αντιμέτωποι, ο ένας απέναντι στον άλλον. Θα επακολουθήσει σύγκρουσις μεγάλη και φοβερή και θα κομματιαστούν όπως τα πρόβατα στο κρεοπωλείο. Οι τρεις βασιλείς θα σκοτωθούν, καθώς και όλο το στράτευμα. Το αίμα των Ρωμαίων θα κυλήσει σαν νερό ύστερα από ραγδαία βροχή. Κανείς δεν θα σωθεί. Το νερό της θαλάσσης θα ανακατευθεί με το αίμα με μήκος δώδεκα σταδίων. Οι γυναίκες θα μείνουν χήρες. Επτά γυναίκες θα ζητούν έναν άνδρα και δεν θα τον βρίσκουν, μέχρις ότου ακούσουν και έρθουν άλλοι από τα ξένα. Όσο για τους ανήλικους που θα απομείνουν, όταν ανδρωθούν, θα γίνουν από την πολλή ασωτία αναίσθητοι σαν τα γουρούνια.

Μακάριοι τότε και τρισμακάριοι όσοι θα αγωνίζονται για τον Κύριο στα όρη και στα σπήλαια, γιατί δεν θα βλέπουν το κακό που θα γίνεται στον κόσμο. Αυτοί θα περιμένουν την αναμέτρηση με τον αντίχριστο. Αυτοί είναι τα άκακα πρόβατα, που θα θυσιασθούν για τον Χριστό από τον πονηρό δαίμονα, τον αντίχριστο.



Η βδελυρή βασίλισσα

- Εκείνη την εποχή, επειδή δεν θα υπάρχει άξιος άνδρας, αλλά θα είναι όλοι αποχαυνωμένοι, θα έρθει από τον Πόντο μία πονηρή και αισχρή γυναίκα και θα βασιλεύσει στη βασιλίδα των πόλεων. Αυτή θα είναι βακχεύτρια, μάγισσα και άσωτη· μ' ένα λόγο, θυγατέρα του διαβόλου.

Στις ημέρες της ο ένας θα επιβουλεύεται τον άλλον και θα γίνονται σφαγές στους δρόμους και στα σπίτια της πόλεως. Ο ισχυρότερος θα σκοτώνει τον άλλον. Ο γιος τον πατέρα, ο πατέρας τον γιο, η μητέρα την κόρη και η κόρη την μητέρα, ο αδελφός τον αδελφό και ο φίλος τον φίλο. Μεταξύ των ανθρώπων θα επικρατεί πολλή κακία και μίσος. Μέσα στις εκκλησίες θα γίνονται ασέλγειες, μοιχείες, ασωτίες, αιμομιξίες, χοροί και σατανικά τραγούδια, χλευασμοί και παιγνίδια, που ούτε είδε ούτε άκουσε άνθρωπος.

Εκείνη η ακάθαρτη βασίλισσα θα ονομάσει τον εαυτό της θεά και θα πολεμήσει τον Θεό. Θα μολύνει μάλιστα με ακαθαρσίες τα άγια θυσιαστήρια. Θα πλύνει το σώμα της και με το απόπλυμα αυτό της αισχύνης θα μολύνει όλον τον λαό. Θα αποστρέψει το πρόσωπό της από τον Θεό. Θ' αρπάξει τα τίμια σκεύη από τους ναούς, τους τίμιους σταυρούς και τις σεβάσμιες εικόνες, τα «Ευαγγέλια», τους «Αποστόλους» και κάθε ιερό βιβλίο. Κι αφού τα συγκεντρώσει σε μεγάλο σωρό, θα βάλει φωτιά και θα τα κάψει. Όσο για τις εκκλησίες, θα τις γκρεμίσει μέχρι το έδαφος. Θα ψάξει ακόμη να βρει λείψανα αγίων για να τα κάψει, αλλά δεν θα βρει, γιατί ο Θεός με αόρατη δύναμη θα τα μεταφέρει αλλού. Τότε η αθλία θα συντρίψει την αγία Τράπεζα της μεγάλης εκκλησίας της του Θεού Σοφίας, και θα καταστρέψει μέσα σε αυτή το κάθε τι. Ύστερα θα στραφεί προς την ανατολή και θα πει με αυθάδεια στον Ύψιστο: «Ε, συ που σε ονομάζουν Θεό, μήπως δίστασα να εξαλείψω το πρόσωπό σου από την γη; Κοίταξε πόσα σου έκανα, κι εσύ δεν μπόρεσες να μου πειράξεις ούτε μία τρίχα. Περίμενε λίγο και θα σχίσω τον ουρανό και θα έρθω να αναμετρηθώ μαζί σου, και τότε θα δω ποιος Θεός είναι δυνατότερος και ισχυρότερος».

Αυτά θα πει η γάγγραινα και θα πράξει ακόμη χειρότερα, φτύνοντας προς τον ουρανό και πετώντας πέτρες. Τα αισχρότερα όμως έργα της δεν θα τα αναφέρω.

Τότε ο παντοκράτωρ Κύριος θα στρέψει με θυμό το τόξο Του προς τη μεγάλη αυτή Πόλη και θ' απλώσει το χέρι Του με τρομερή δύναμη επάνω της. Θα την αδράξει γερά, θα κόψει με το δρεπάνι της δυνάμεώς Του το έδαφος, πάνω στο οποίο στηρίζεται, και θα διατάξει τα κύματα της θαλάσσης να την καταπιούν. Εκείνα θα υπακούσουν και θα ορμήσουν κι από τα δύο μέρη με καταπληκτική ταχύτητα και μεγάλη βοή. Τότε ο Κύριος θα ξεκολλήσει τη βάση της πόλεως από τη γη, και θα τη σηκώσει ψηλά στριφογυρίζοντάς την σαν μύλο, ενώ οι κάτοικοι με φρίκη πολλή θα κράζουν «αλλοίμονο». Έπειτα θα την ρήξη πάνω σ' αυτά τα κύματα, που θα την κατακλύσουν ορμητικά, θα την σκεπάσουν και θα την παρασύρουν στο φοβερό και αχανές πέλαγος.

Αυτό θα είναι, παιδί μου Επιφάνιε, το τέλος της πόλεώς μας. Και όσα σου είπα ότι θα συμβούν, είναι τα δεινά εκείνα που ονόμασε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός «αρχή ωδίνων». Μετά την καταστροφή της πόλεως αυτής θ' ακολουθήσουν τα γεγονότα της συντελείας.



Η συντέλεια του κόσμου

Επανασύστασις του Ισραηλιτικού κράτους

- Μετά την συμπλήρωση της βασιλείας των εθνών, λένε μερικοί ότι ο Θεός θα επανασυστήσει το ισραηλιτικό κράτος, για να βασιλεύσει στη γη μέχρι το τέλος του κόσμου. Επικαλούνται μάλιστα ως μαρτυρία το ακόλουθο χωρίο του Ησαΐου: «Και έσται εν ταις εσχάτες ημέραις, αρεί Κύριος ο Θεός σημείον εν τη συμπληρώσει των εθνών επί πάντα τα πρόβατα Ιούδα, τα διεσκορπισμένα εν τοις έθνεσι και συνάξει τους απωσμένους Ισραήλ εν τη αγία πόλει Ιερουσαλήμ. Και έσται τω Ισραήλ ως τη ημέρα η εξήλθεν εκ γης Αιγύπτου» πρβλ. ια΄ 12,16 Επικαλούνται επίσης και τον απόστολο Παύλο που λέει: «Όταν το πλήρωμα των εθνών ήξη, τότε πας Ισραήλ σωθήσεται» ρβλ. Ρωμ. ια΄ 25,26

Έτσι μ' ένα στόμα υποστηρίζουν αυτά, ενώ ο μάρτυς Ιππόλυτος προσθέτει πως κατά τον ερχομό του αντιχρίστου θα πλανηθούν πρώτοι οι Ιουδαίοι. Αυτό το έχει άλλωστε βεβαιώσει εκ των προτέρων και ο Χριστός, λέγοντάς τους: «Εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του πατρός μου, και ου λαμβάνετέ με· εάν άλλος έλθη εν τω ονόματι τω ιδίω εκείνον λήψεσθε» Ιωαν. ε΄ 43

Είναι πολύ φανερό ότι θα συγκεντρώσει πάλι ο Θεός τους ισραηλίτες στην Ιερουσαλήμ και θα τους ξαναδώσει όσα είχαν και πρώτα. Και τούτο, για να ανατρέψει τη μέχρι τότε πρόφασή τους ότι η απώλειά τους οφείλεται στον διασκορπισμό. Θα μπορούσαν δηλαδή κατά την ημέρα της κρίσεως ν' απολογηθούν ως εξής στον Χριστό: «Αν μας συγκέντρωνες στην Ιερουσαλήμ και μας ξαναέδινες όσα είχαμε, τότε θα πιστεύαμε σ' εσένα, αφού δεν θα υπήρχε πια λόγος να φθονούμε τα έθνη, που προτιμήθηκαν τόσο εις βάρος μας».

Έτσι, λοιπόν, θα συναχθούν όλοι μαζί και θ' ανακτήσουν ό,τι στερήθηκαν, αλλά θα παραμείνουν στην ίδια απιστία. Και τότε πως θα σωθούν, όταν μάλιστα την ίδια εποχή θα έρθει ανάμεσά τους ο αντίχριστος και θα πιστέψουν όλοι τους σ' αυτόν, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου; Ο Θεός δεν ψεύδεται. «Εγώ ειμί η αλήθεια» διακηρύττει με τον μονογενή του Υιό. Με την αποκατάστασή τους λοιπόν θα στερηθούν αυτομάτως απ' αυτή τη δικαιολογία.

Λέγοντας ο απόστολος Παύλος ότι θα σωθούν, δεν εννοεί ότι θα σωθούν από την αιώνια κόλαση, αλλά από την περιπλάνησή τους τόσα χρόνια τώρα στα ξένα, και από τον ονειδισμό των άλλων λαών, και από την ανομολόγητη εντροπή. Θα συναχθούν δηλαδή στην πατρίδα τους και θα σωθούν απ' την δουλεία και τον ζυγό και τον χλευασμό που τόσα χρόνια υπέφεραν. Δεν θα σωθούν όμως από την αιώνια κόλαση. Αφού δεν τους έπεισε η θλίψης, ώστε να πιστέψουν στον Χριστό, πως θα τους πείσει η νομιζόμενη χάρις;



Ο καταποντισμός της αγια-Σοφιάς

- Πνευματικέ μου πατέρα, είπε ο Επιφάνιος, άφησε αυτά και εξήγησέ μου εκείνο που λέγεται, ότι δηλαδή η αγια-Σοφιά δεν θα καταποντισθεί μαζί με την Πόλη, αλλά θα μείνει κρεμασμένη στον αέρα από κάποια αόρατη δύναμη.

- Τι λες, παιδί μου, αποκρίθηκε ο δίκαιος. Αφού θα βυθισθεί όλη η Πόλης, πως θα σωθεί η εκκλησία; Και ποιος θα μπαίνει σ' αυτήν για να προσκυνήσει;

Μήπως ο Θεός κατοικεί σε χειροποίητους ναούς; Όχι βέβαια. Πάντως στη φήμη αυτή υπάρχει και κάτι αληθινό: Θα μείνει δηλαδή μόνο ο στύλος που βρίσκεται στην αγορά, γιατί κατέχει τους «τίμιους ήλους». Αυτός μόνο θα διασωθεί, ώστε περνώντας τα πλοία να δένουν επάνω του τα σχοινιά τους, και να θρηνούν αυτή την επτάλοφη Βαβυλώνα λέγοντας: «Αλλοίμονό μας! Η μεγάλη, η αρχαία Πόλης βυθίστηκε. Εδώ κάναμε με επιτυχία τις εμπορικές μας συναλλαγές και πλουτίζαμε». Το πένθος της θα διαρκέσει σαράντα ημέρες. Εξ αιτίας της θλίψεως των ημερών εκείνων θα δοθεί το βασίλειο στην πρεσβυτέρα Ρώμη, καθώς επίσης στο Σύλαιο και στη Θεσσαλονίκη. Αυτά θα συμβούν όταν θα πλησιάζει η συντέλεια, οπότε η κατάστασις του κόσμου θα χειροτερεύει, οι πόνοι και οι συμφορές θα πολλαπλασιάζονται.



Τα βδελυρά έθνη

- Κατά το έτος εκείνο θ' ανοίξει ο Κύριος τις πύλες των Ινδιών που έκλεισε ο βασιλιάς των Μακεδόνων Αλέξανδρος. Θα βγουν τότε απ' εκεί οι εβδομήντα δύο βασιλείς με τον λαό τους, τα λεγόμενα βδελυρά έθνη, που είναι πιο σιχαμερά από κάθε αηδία και δυσωδία. Αυτά θα διασκορπισθούν σ' όλο τον κόσμο. Θα τρώνε ζωντανούς τους ανθρώπους και θα πίνουν το αίμα τους. Θα καταβροχθίζουν επίσης με μεγάλη ηδονή μύγες, βατράχους, σκυλιά και κάθε ακαθαρσία.

Αλλοίμονο στις περιοχές, απ' όπου θα περάσουν! Αν είναι δυνατόν, Κύριε, ας μην υπάρχουν τότε Χριστιανοί! Γνωρίζω όμως ότι θα υπάρχουν.

Εκείνες τις ημέρες θα σκοτεινιάσουν, σαν να θρηνούν στον αέρα για όσα αποτροπιαστικά θα διαπράξουν εκείνα τα σιχαμερά έθνη. Ο ήλιος θα γίνει σαν αίμα, ενώ η σελήνη κι όλα τα άστρα θα σκοτισθούν, καθώς θα τα βλέπουν επάνω στη γη να συναγωνίζονται στην ακαθαρσία. Αυτοί οι λαοί θα κατασκάψουν τη γη, θα κάνουν αποχωρητήρια τα θυσιαστήρια, και θα βάλουν τα άγια σκεύη σε ατιμωτική χρήση. Τότε όσοι θα κατοικούν στην Ασία, ας φύγουν στα νησιά των Κυκλάδων κατ' άλλη γραφή: τις κοιλάδες των νήσων γιατί τα ρυπαρά έθνη δεν θα πάνε εκεί, και ας πενθήσουν για εξακόσιες εξήντα ημέρες.



Ο αντίχριστος

- Τότε θα σαρκωθεί απ' την φυλή του Δαν ο σατανάς, δηλαδή θα γεννηθεί ο αντίχριστος. Δεν θα γίνει όμως άνθρωπος με τη δική του δύναμη, αλλά θα του πλάση ο Θεός σκεύος αισχρό και ρυπαρό, για να εκπληρωθούν έτσι οι λόγοι των προφητών. Θ' απολυθεί λοιπόν απ' τα δεσμά, με τα οποία τον είχε δέσει ο δεσπότης Χριστός όταν κατέβηκε στον άδη, και θα μπει σ' εκείνο το σκεύος που πλάσθηκε για αυτόν. Έτσι θα γίνει άνθρωπος, θα ανδρωθεί, θα βασιλεύσει, και τότε θ' αρχίσει να δείχνει την πλάνη του καθώς λέει ο θεολόγος Ιωάννης. Έπειτα θ' αρχίσει πόλεμο με τα νησιά των Κυκλάδων κατ' άλλη γραφή: τις κοιλάδες των νήσων Νησιά, καθώς λέει ο Ησαΐας, είναι οι εκκλησίες που προήλθαν από τους εθνικούς κδ΄ 15, με΄ 16, μθ΄ 1, ξστ΄ 19

Τότε θα εμφανιστεί ο Ενώχ, που έζησε πριν την εποχή του μωσαϊκού νόμου. Θα εμφανισθεί επίσης ο Ηλίας, που έζησε κατά την διάρκεια του νόμου, καθώς και ο Ιωάννης ο θεολόγος που έζησε την εποχή της νέας χάριτος. Αυτοί θα κηρύξουν σ' όλη την οικουμένη, για τον καιρό της συντέλειας και την έλευση του πλανεμένου, καθώς επίσης και για την Δευτέρα έλευση του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Θα επιτελούν μάλιστα σημεία και τέρατα.

Όσοι θελήσουν να τους σκοτώσουν ή με άλλον τρόπο να τους αδικήσουν, θα βγει φωτιά και τους κάψει. Θα ενεργούν με μεγάλη εξουσία και θα ελέγξουν τον αντίχριστο. Θα φονευθούν όμως απ' αυτόν στην Ιερουσαλήμ και τα σώματά τους θα αφεθούν άταφα στη μέση της πόλεως. Εκεί θα συγκεντρωθούν οι κάτοικοι και θα τους περιγελούν σαν απροστάτευτους πρβλ. Αποκ. ια΄ 5-10

Τα άγια σώματά τους θα μείνουν τρεις ολόκληρες ημέρες στην πλατεία. Κατά τη μέση της τετάρτης ημέρας θα κατεβεί από τον ουρανό ένα περιστέρι λαμπρό σαν αστραπή. Αυτό θα περπατήσει επάνω τους και θα τους δώσει ζωή. Τότε οι άγιοι θα δυναμώσουν και θα σηκωθούν όρθιοι, κι όσοι τους δουν, πολύ θα τρομάξουν. Εκείνη τη στιγμή θ' ακουσθεί φωνή από τον ουρανό που θα λέει: «Ανεβείτε, φίλοι μου, κοντά μου». Αμέσως θα κατεβεί ένα σύννεφο, που θα τους σηκώσει και θα τους εγκαταστήσει στον παράδεισο πρβλ. Αποκ. ια΄ 9-13

Εκείνος ο πλανεμένος και μάταιος, ο αντίχριστος, θα ταλαιπωρήσει υπερβολικά τους χριστιανούς της εποχής του μέχρι την τελευταία τους αναπνοή με θλίψεις και φοβερές τιμωρίες. Όποιος δεν πλανηθεί και δεν πιστέψει σ' αυτόν, θ' αναδειχθεί εκλεκτός και άξιος φίλος του Χριστού. Όλοι βεβαίως οι άγιοι είναι μακάριοι. Τρισμακάριοι όμως θα είναι όσοι μαρτυρήσουν την εποχή του αντιχρίστου. Θα τους περιμένει παντοτινά υπερβολική δόξα και αγαλλίασις.

Θ' ακολουθήσει τότε φοβερός πόλεμος μεταξύ του αντιχρίστου και του Δεσπότου Χριστού. Μόλις δηλαδή αντιληφθεί ο αντίχριστος ότι ο κόσμος πλησιάζει στο τέλος του, θα κάνει μανιασμένος αντίπραξη στον ουρανό: θα ρίξει αστραπές και βροντές και θα κάνει τέτοιους κτύπους, ώστε από τον ήχο της βοής να δονείται το σύμπαν και να αντηχεί φοβερά. Ποιος τότε, παιδί μου, δεν θα φοβηθεί και δεν θα φρίξει; Μακάριοι θα είναι, όπως είπα προηγουμένως, εκείνοι, των οποίων δεν θα κλονισθεί η πίστις στον Χριστό, τον αληθινό Θεό μας, που σαρκώθηκε και γεννήθηκε απ' την αγία παρθένο Μαρία. Μακάριοι επίσης εκείνοι που θα πεθάνουν για την αγάπη του Χριστού και θα ελέγξουν θαρρετά τον δράκοντα και την πλάνη του. Μακάριοι όσοι θα υψώσουν το ανάστημά τους εναντίον του και θα ελέγξουν με γενναιότητα τα ατοπήματά του ...;.

Αυτά έλεγε ο μακάριος, ενώ ο Επιφάνιος θρηνούσε από τα βάθη της ψυχής του ακούγοντας όσα επρόκειτο να συμβούν στην οικουμένη. Έπειτα ρώτησε τον όσιο:

- Πες μου, σε παρακαλώ πως θα εξαλειφθούν οι άνθρωποι από τη γη και πως θα γίνει η ανάστασις;

- Άλλους, παιδί μου, θα σκοτώσουν τα βδελυρά έθνη, άλλοι θα θανατωθούν στους πυκνούς πολέμους, ενώ άλλους θα εξολοθρεύσει ο αντίχριστος. Σε όσους θα πιστέψουν και θα προσκυνήσουν τον αντίχριστο, θα στείλει ο Κύριος, σύμφωνα με την προφητεία του Ιεζεκιήλ, φτερωτά θηρία που θα έχουν στην ουρά τους βούκεντρα γεμάτα δηλητήριο. Όσοι λοιπόν δεν θα έχουν στα μέτωπά τους σώα και ακέραιη τη σφραγίδα του Χριστού, θα δοκιμάσουν φρικτό θάνατο απ' το κεντρί και το δηλητήριο των θηρίων. Τότε οι άγιοι που διεφύλαξαν με πολύ αγώνα τη σφραγίδα του Χριστού ακέραιη, θα μεταναστεύσουν στα βουνά και στις ερημιές. Ο Κύριος όμως με την θεϊκή του δύναμη θα τους συγκεντρώσει στην αγία πόλη της Σιών. Αυτοί είναι όσοι έχουν γραφεί στο βιβλίο της ζωής

Όταν ο αντίχριστος νικηθεί και οδηγηθεί αιχμάλωτος μαζί με τους άλλους δαίμονες στο κριτήριο και δικασθεί για τις ψυχές που οδήγησε στην απώλεια, τότε θα σαλπίσει η σάλπιγγα και οι νεκροί θ' αναστηθούν άφθαρτοι. Έπειτα όσοι θα έχουν απομείνει ζωντανοί την ώρα της δευτέρας παρουσίας, θα γίνουν, καθώς είπε ο Παύλος, εν ριπή οφθαλμού από φθαρτοί άφθαρτοι και θα αρπαγούν μαζί με τους αναστημένους νεκρούς μέσα σε νεφέλες, για να προϋπαντήσουν τον Κύριο στον αέρα Α΄ Θεσ. δ΄ 17

Όποιος λοιπόν δη τα βδελυρά έθνη να έρχονται στον κόσμο, ας γνωρίζει πως όλα, όσα πρόκειται να συμβούν, βρίσκονται «επί θύραις», και πως ο Κριτής έρχεται για να αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του.

Αυτά είπε ο μακάριος Ανδρέας στον Επιφάνιο παρούσης και της ταπεινότητός μου. Έτσι μείναμε ξάγρυπνοι όλη την νύχτα. Όταν χτύπησε το ξυλοσήμαντρο, ξεκίνησε ο Επιφάνιος για την εκκλησία, ενώ ο μακάριος Ανδρέας έμεινε στο σπίτι προσευχόμενος.



αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού 

St. Isaac the Syrian - On PRAYER



Prayer is undoubtably the most frequently discussed and most thoroughly developed theme in Saint Isaac….

'Prayer', according to Evagrius Pontlcus, 'is the converse of the mind with God'.1 For Isaac the Syrian, the converse of the mind with God is the highest and most important spiritual activity of a Christian, and cannot be compared with any other endeavor: 'Just as nothing resembles God, so there is no ministry or work which resembles converse with God in stillness.2 By prayer Isaac understands the whole range of activities which accompany the converse of the mind with God:


Every good care of the intellect directed toward God and every meditation upon spiritual things is delimited by prayer, is called by the name of prayer and under its name is comprehended; whether you speak of various readings, or the cries of a mouth glorifying God, or sorrowing reflection on the Lord, or making bows with the body, or the alleluias of psalmody, or all the other things from which the teaching of genuine prayer ensues.3

According to the understanding traditional in Eastern Christian asceticism, prayer is the basis of a Christian's spiritual life, a source and cause of all good things. Isaac defines prayer as:


... the refuge of help, a source of salvation, a treasury of assurance, a haven that rescues from the tempest, a light to those who are in darkness, a staff of the infirm, a shelter in time of temptations, a medicine at the height of sickness, a shield of deliverance in war, an arrow sharpened against the face of the enemies, to speak simply: the entire multitude of these good things is found to have its entrance through prayer.4

In another place, he defines prayer as 'the mind's freedom and rest from everything of this world and a heart that has completely turned its gaze toward the fervent desire belonging to the hope of future things'.5

At the time of prayer, when a person's mind is collected and all the senses are brought into harmony, an encounter between God and the person praying takes place. This explains why all spiritual gifts and all mystical visions have been given to the saints at the time of prayer. It was during prayer that an angel appeared to Zacharias and announced the conception of John the Baptist;6 it was during the prayer of the sixth hour that Peter beheld the divine vision;7 it was while Cornelius the Centurion prayed that an angel appeared to him.8


When the High Priest once a year, during the dread time of prayer, entered the Holy of Holies and cast himself down upon his face, . . . he heard the oracles of God through an awesome and ineffable revelation. O how awesome was the mystery which was ministered in this ceremony! So also at the time of prayer were all visions and revelations made manifest to the saints. For what other time is so holy, and by its sanctity so apt for the reception of gifts, as the time of prayer, wherein a man converses with God? At this time, when we make our petitions and our supplications to God, and we speak with him, a human being forcefully gathers together all the movements and deliberations of his soul and converses with God alone, and his heart is abundantly filled with God.9

What are the main requirements which Isaac lays down for true prayer?

First, one should pray with attention and without distraction: external activity should not draw one's attention from prayer. Isaac cites as an example an ascetic who said: 'I was amazed when I heard of monks who do handwork in their cells and are able to perform their rule of prayer without omissions and remain free of turbulence. . . . I tell you in very truth, that if I go out to pass water, I am shaken from my habit of mind and its order and I am impeded from the accomplishment of my deeds of excellence'.10

Secondly, one should pray with humility. The prayer of a humble person goes directly from his mouth to God's ear.11


When you fall down before God in prayer, become in your thought like an ant, like a creeping thing of the earth, like a leech, and like a tiny lisping child. Do not say anything before him with knowledge, but with a child's manner of thought, draw near God and walk before him, that you may be counted worthy of that paternal providence that fathers have for their small children.12

Thirdly, one should pray with deep affection and tears. The sense of the heart's affliction, accompanied by bodily labor that is prostrations-should become an integral part of prayer: 'Reckon every prayer wherein the body does not toil and the heart is not afflicted to be a miscarriage, for this prayer has no soul'.13 At the same time, as Isaac quotes Evagrius, 'prayer is joy that sends up thanksgiving'.14 The paradoxical combination of affliction of the heart and the spiritual joy of thanksgiving becomes a source of tears, which accompany prayer, especially at its highest stages. 'The fullness of prayer is the gift of tears', Isaac says.15


Tears during prayer is a sign that the soul has been deemed worthy of God's mercy in her repentance, and that her repentance has been accepted, and through her tears the soul has begun to enter into the plain of limpid purity. 16

Fourthly, one should pray with a patience and an ardor that are connected with the love of God:


Love is a fruit of prayer that, by prayer's contemplation, draws the intellect insatiably toward that for which it longs when the intellect patiently perseveres in prayer without wearying, whether it prays in a visible way, employing the body, or with the mind's silent reflections, diligently and with ardor. Prayer is the mortification of the will's motions pertaining to the life of the flesh. For a man who prays correctly is the equal of the man who is dead to the world. And the meaning of 'to deny oneself' is this: courageously to persevere in prayer. 17

Fifthly, every word of prayer should come from the depths of the heart. Even if the words of prayer are borrowed from the psalms, they should be uttered as if they were one's own:


In the verses of your psalmody do not be like a man who borrows words from another, lest ... you be left utterly devoid of the compunction and joy to be found in psalmody. Rather, recite the words of psalmody as your very own, that you may utter the words of your supplication with insight and with discriminating compunction.18

Isaac valued psalmody highly and emphasized the necessity of meditating on the words of psalms:


... The wondrous words set out in the Odes which are appointed in the Holy Church, along with all sorts of other lofty words set out by the Spirit in harmonious chants, all these can fulfill the place of perfect prayer in someone: by being meditated upon, they give birth within us to pure prayers and exalted insights, thus bringing us close to luminosity of mind and wonder at God, as well as to all the other things with which the Lord will enlighten you with wisdom in their due time, as you select those verses that are appropriate and offer them up to your Lord with supplication as your intention, repeating them at length and serenely.19

Finally, prayer should be based on faith and absolute trust in God.20 Thus we may not ask God for earthly goods, which God will give us even without our making a special request:


Do not ask of God a thing which he himself, without our asking, has already taken forethought to give ... to us. . . . A son does not ask bread of his father, but seeks the great and lofty things of his father's house. It was on account of the feebleness of the minds of common men that the Lord commanded us to ask for our daily bread '21 for mark what he commanded to those who are perfect in knowledge and healthy in soul: 'Take no thought concerning food and raiment.... 22 But seek ye rather the kingdom of God and its righteousness, and all these things will be added unto you'.23

Those who truly believe in God do not ask God ‘Give this to us', or 'Take that from us', and do not take heed of themselves at all, for they perceive in their life the fatherly providence of God. 24 Instead of asking God 'What will you give me?', the freeborn soul asks God to preserve the treasury of faith in its heart, 'though in fact God does not need even this prayer'.25

The main requirements necessary for prayer, according to Isaac, are therefore: attentiveness and the absence of distraction, humility, a deep feeling of contrition accompanied by tears, patience, and ardor, words of prayer uttered out of the depths of the heart, true belief, and trust in God. Such prayer will easily and speedily reach the ears of God.

Sometimes, however, God may appear to be slow in answering prayer and not always to fulfill requests. Isaac gives two reasons for this. The first is the providence of God, by which God gives to everyone according to his measure and ability to receive:


If you should beseech God for a thing and he is slow to hearken to you speedily, do not grieve, for you are not wiser than God. This happens to you either because you are not worthy to obtain your request, or because the pathways of your heart do not accord with your petitions, but rather the contrary, or because your hidden measure is too immature for the greatness of the thing you are asking for.26

Another reason why God seems not to hear our prayer is our own sins:


Since we say that God is plenteous in mercy, why is it that when amidst temptations we unceasingly knock and pray, we are not heard and he disregards our prayer? This we are clearly taught by the Prophet when he says: 'The Lord's hand is not little, that it cannot save; nor is he heavy of hearing, that he cannot hear: but our sins have separated us from him, and our iniquities have turned away his face that he doth not hearken' .27 Remember God at all times, and he will remember you whenever you fall into evils.28


St. Isaac the Syrian

Anxiety in a man's heart weighs him down


Why is it we spend so much time thinking about what has already happened or about what may possibly happen sometime in the future? Are these thoughts nothing but our own created world? Don't they frequently lead us to worries and anxiety? When we are absorbed in these thoughts where is God?

Especially in this difficult economic climate we find ourselves worrying about many things. As one of many possible recent examples, I have had several people approach me seeking advice about how to deal with the possibility of foreclosure on their house. They were extremely frightened. One was frightened about his inability to support his family and possibly losing his marriage. Another was a builder fretting about losing his equity and his reputation necessary for access to loans in the future to continue his business. Both built dreadful scenarios in their heads about possible consequences that might befall them in the future. Their anxiety was so great that they could not think clearly about what they needed to do today: i.e. talk to bank about alternatives, talk to parents about assistance, and for the builder, become creative in dealmaking. They were so stressed that even feared sharing their problem with their spouses. As recorded in Proverbs (12:25) “Anxiety in a man's heart weighs him down …” Where was God?

How did Jesus instruct us? He says,
“Do not worry about your life, what you will eat; nor about the body, what you will put on. Life is more than food, and the body is more than clothing. Consider the ravens, for they neither sow nor reap, which have neither storehouse nor barn; and God feeds them. Of how much more value are you than the birds? And which of you by worrying can add one cubit to his stature?"(Lk 12:22-25)
Here He is pointing out that our worries add next to nothing to our life, only "one cubit," the smallest of measure. He also points out that even the ravens or crows, considered to be unclean birds in his time and not fit for eating, are provided for by God. So why should we worry about our life?

He continues,
"Consider the lilies, how they grow: they neither toil nor spin; and yet I say to you, even Solomon in all his glory was not arrayed like one of these. If then God so clothes the grass, which today is in the field and tomorrow is thrown into the oven, how much more will He clothe you, O you of little faith?" (Lk 12:27-28)
Here He equates our worries to not having sufficient faith. But the reality is, just as He provides for the lillies and the ravens, He surely will provide for us. But what are we to do when we are in difficulty and can't make our house payments or provide decent food for our family?

Jesus says,



"For all these things the nations of the world seek after, and your Father knows that you need these things. But seek the kingdom of God, and all these things shall be added to you" (Lk 12:30-31).
Jesus tells us not to rely on our thoughts but instead to concentrate on Him and His kingdom, "to seek the kingdom of God." It is in this way that we will be informed about how to care for ourselves without anxiety or fear. There is no need for worry when we have faith and God to guide us. As we lift our thoughts to Him, they are clarified, our needs minimized, and we area able to face the worst of situations without fear.

All our thoughts do for us,when they lead us to worry, is to separate us from God. They make us self-centered and reinforce the belief that we are self-reliant beings. Our reasoning become clouded making it more difficult to know what our needs really are and how to provide for them. We exclude God's help.


Our thoughts are dangerous. They can create a false world in our mind. We need to develop the capacity to lift ourselves into the spirit that resides within us, focusing on God, setting our thoughts aside so we can open our hearts to God. He will show us the way, not for aggrandizement in this world, but how to live a way that gains us eternal life in His kingdom. Like the birds and the flowers, He provides for His creation and He will provide for us. But we must overcome the entangling web of our own thoughts, the fantasy world we create in our own minds, if we are gong to hear what he intends for us.



In Matthew's version Jesus says,
“Therefore do not worry, saying, ‘What shall we eat?’ or ‘What shall we drink?’ or ‘What shall we wear?’ For after all these things the Gentiles seek. For your heavenly Father knows that you need all these things. But seek first the kingdom of God and His righteousness, and all these things shall be added to you. Therefore do not worry about tomorrow, for tomorrow will worry about its own things. Sufficient for the day is its own trouble" (Matt 6:31-34).




Lesson: We must live in the present with our attention directed towards God, lifting our thoughts to a higher source. This is what the Orthodox Way of Life helps us do. Pray, worship and participate in the sacraments, and be watchful.

State of Hesychia


When we discuss Orthodox prayer we are often led to a discussion of hesychia. This is a very advanced form of Orthodox spirituality. It makes up one of the last chapters in Saint Theophan's book, Path to Salvation. What is it?

Hesychia is a state when there is a an inner stillness and one abides alone in spirit with God.
Saint John Climacus says,

"A hesychast is one who strives to confine his incorporeal being within his bodily house."
Saint Theophan says the hesychast is one who is,
entirely occupied with being with the one Lord, with Whom he converses face to face, like as a favorite emperor speaks into his ear. This activity of the heart is surrounded and guarded by preserving stillness of thought. This level of spiritual effort is very advanced and cannot be attained without first conquering our passions This is an absolute prerequisite. Hesychia only develops in those who have tasted the "sweetness of God," says Saint Theophan. He warns us,

"neither earnest prayer nor inviolable activity of the heart can ever be achieved if the heart is not first completely disengaged from affairs." Note that he says, "completely disengaged." Its perfection usually requires a period of isolation from worldly affairs in a monastic cell where we can be "completely disengaged." He continues highlighting the path and our need to remember that on the path the first steps must be directed to the taming of our passions.,

The path to this requires purifying from the passions by means of all the ascetic labors that strengthen goodness and exhaust evil in us.... Its essence is a completely undisturbed prayerful standing before God in the mind and the heart, by which fire is added to fire. Saint John Climacus clearly warns us of taking any shortcuts. He says,

"He who is sick in soul from some passion and attempts stillness is like a man who has jumped from a ship into the sea and thinks that he will reach the shore safely on a lank." Many of us pick up the Philokalia, which contains primarily advice to monks who are in a very advanced place along the spiritual path, and seek advice from these writers before we have mastered our passions. In other words we attempt to take a shortcut along this path. Saint Theophan is trying to warn us against this temptation. This is why a good spiritual guide is so important before entering into the practices of the hesychasts. They will only be beneficial to us if we are properly prepared.

When we do develop the capability of Hesychia we become what is termed dispassionate. Nothing will arouse our passions. It is only one who is dispassionate can say, not I , but Christ lives in me (Gal 2:20), I have fought the good fight, I have finished my course, I have kept the [Orthodox] faith. (2 Tim 4:7)

Those who are able to perfect themselves like the hesychasts are those who are worthy of sincere communion with God. These are the people who we call saints. Once achieving this state, they do not normally remain in an isolated state, but are sent by God to serve others who are seeking salvation. They become guides and work miracles.

The last sentence in the last chapter on the ascent in the Path to Salvation reads as follows:
We know nothing higher or earth than this Apostolic state. Here we conclude our overview of the order of a God-pleasing life. The next level of text of instruction would be the Philokalia and the Ladder of Divine Ascent.

May you all become a saint!

Now back to the work most of us need to do, so we can advance to this advanced state. It is a narrow path demanding heroic struggles. May God support you in your journey.


Saint Theophan the Recluse
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...