Monday, December 31, 2012

Ορθοδοξια και Ελλαδα

Love for Others - We are One




This message from Saint Symeon the New Theologian was hanging on the cell wall of Elder Porphyrios . He would hand out a copy of this to his guests. Elder Porphyrios consistently taught that we should love others as if we see them as ourselves .





We need to regard all the faithful as one and think that each one of them is Christ. We need to have such love for each individual that we are ready to sacrifice our very life for him. Because we ought never to say or think that any person is evil, but rather to regard all as good. And if you see a brother troubled by passions, do not hate him. Hate rather the passions that are assailing him. And if you see that he is being tormented by desires and habits from former sins, have even greater compassion on him, lest you also fall into temptation, since you are made of matter that easily turns from good to evil. Love for your brother prepares you to love God more. Accordingly, the secret of love for God is love for your brother. Because if you don’t love your brother whom you see, how can you possible love God whom you don’t see?


“He who does not love his brother whom he has seen, how can he love God whom he has not see?”
(1 John 4:20) 
Words of Saint Symeon the New Theologian interspersed with Elder Porphyrios’s own words from One Hundred Theological and Practical Chapters, of Saint Symeon. 




Reference: Wounded By Love, p 183 - 184

How to Influence Others With Love


Meekness and graciousness are terms to apply to one who practices the Way of Love. To influence others we must show great consideration for the opinions of others. We have to listen with understanding and compassion.  We have to demonstrate we understand the other person's viewpoint and we care.  Listen, listen, listen.  Do not attack or condemn in any way. Seek to know their environment and situation. Ask yourself, "Why is it they think this way?" Think about how you can help nurture their soul and then say it simply with love.

Here is how Elder Porphyrios puts its,
In debates, if you say a few words about religion you will prevail. Let the person who has a different opinion give free reign to his thoughts and speak as much as he likes… Let him sense that he is addressing himself to a calm and uncontentious person. Influence him though your graciousness and prayer and then speak briefly. You achieve nothing if you speak heatedly and tell him, for example, ‘What you are saying is untrue, a downright lie!’ What will you achieve? Be ‘as sheep among wolves’ (Matt 10:16). What should you do? Show indifference outwardly, but be praying inwardly. Be prepared, know what you are talking about and speak boldly and to the point, but with saintliness, meekness and prayer. But in order to be able to do this you must become a saint. 
This last thought is an important one: 
“To be able to do this you must become a saint.”  Ask yourself, "How do I become a saint?"

Reference: Wounded by Love, p 188

Σημάδια της παρουσίας του Χριστού


Ο Χριστός, όπως τότε που εδίδασκε, όπως τότε που έκανε τους χωλούς να πηδούν και να περιπατούν, τους τυφλούς να αναβλέπουν, τους νεκρούς να εγείρωνται, έτσι ακριβώς είναι μπροστά μας αυτήν την ώρα. Δεν τον φέρομε απλώς στην σκέψη μας, αλλά πραγματικά έρχεται μπροστά μας, γίνεται παρών Εκείνος, ο διδάσκαλος, ο προφήτης, ο θαυματουργός. Είναι τώρα μπροστά μας ο Χριστός που σταυρώθηκε, που αναστήθηκε, που αναλήφθηκε! Όλα αυτά που βλέπομε εδώ μέσα, οι πολυέλαιοι, ο ιερεύς, η αγία Τράπεζα, το Ευαγγέλιον, τα τίμια δώρα, η είσοδος η μικρά και η μεγάλη, τα πάντα γίνονται σημάδια της παρουσίας του Χριστού.
Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Συμβουλές για την εξομολόγηση και τον εκκλησιασμό του παιδιού




Το «Bogoslov.Ru» δημοσιεύει υλικό σχετικά με το θέμα της συμμετοχής των παιδιών στα μυστήρια της Εκκλησίας. Το άρθρο του καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας και πρύτανη του ναού της Αγίας Μάρτυρος Τατιάνας,στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, πρωθιερέα Μάξιμου Κοζλώφ, αφορά το λεπτό ζήτημα της εξομολόγησης του παιδιού.



1. Σε ποια ηλικία το παιδί πρέπει να εξομολογείται;


Κατά τη γνώμη μου, η πρακτική της παιδικής εξομολόγησης είναι ένα πολύ σημαντικό και προβληματικό σημείο στη σημερινή ζωή της Εκκλησίας. Ο κανόνας ότι τα παιδιά πρέπει να εξομολογούνται πριν την Κοινωνία από τα επτά χρόνια τους,επικράτησε στη συνοδική περίοδο.


Όπως έγραψε στο βιβλίο του για το Μυστήριο της Εξομολόγησης ο πατήρ Βλαντιμίρ Βορομπιώφ, για πάρα πολλά παιδιά σήμερα η φυσιολογική ωρίμανση είναι τόσο μπροστά από την πνευματική και ψυχολογική,ώστε τα περισσότερα από τα σημερινά παιδιά των επτά ετών δεν είναι έτοιμα να εξομολογούνται. Είναι καιρός να πούμε ότι αυτή η ηλικία ορίζεται από τον πνευματικό και τους γονείς απολύτως ατομικώς σε σχέση με το παιδί;Τα παιδιά στα επτά τους χρόνια, και μερικά λίγο νωρίτερα, βλέπουν τη διαφορά μεταξύ καλής και κακής πράξης, αλλά είναι ακόμα νωρίς να πούμε ότι είναι μια συνειδητή μετάνοια. Μόνο εκλεκτές, λεπτές, ευαίσθητες φύσεις είναι ικανές σε μια τέτοια νεαρή ηλικία να το βιώσουν αυτό.


Υπάρχουν καταπληκτικά παιδάκια που στα πέντε έως έξι τους χρόνια έχουν μια υπεύθυνη ηθική συνείδηση, αλλά πιο συχνά συμβαίνουν άλλα πράγματα. Είτε ενθαρρύνσεις των γονέων που συνδέονται με την επιθυμία να έχουν σε εξομολόγηση ένα πρόσθετο εργαλείο για την ανατροφή (συχνά υπάρχουν περιπτώσεις όταν ένα μικρό παιδί δεν συμπεριφέρεται σωστά,και η αφελής και καλή μητέρα ζητάει απο τον ιερέα να το εξομολογήσει, νομίζοντας ότι αν μετανοήσει, θα την ακούει). Είτε είναι ένας πιθηκισμός σε ενηλίκους από την πλευρά του παιδιού – του αρέσει: στέκονται, έρχονται στον ιερέα, τους λέει κάτι. Δεν βγαίνει τίποτα καλό απ’αυτό. Ως πλεονέκτημα των παιδιών, η ηθική συνείδηση ξυπνάει πολύ αργότερα. Δεν βλέπω τίποτα καταστροφικό σ’αυτό. Ας έρχονται στα εννέα,στα δέκα χρόνια, όταν θα έχουν ένα μεγαλύτερο βαθμό ωριμότητας και ευθύνης για τη ζωή τους.


Στην πραγματικότητα, όσο νωρίτερα το παιδί εξομολογείται, τόσο χειρότερο γι ‘αυτό – ίσως για καλό, αμαρτίες έως τα επτά έτη δεν λογίζονται στα παιδιά. Μόνο σε αρκετά μεγαλύτερη ηλικία αντιλαμβάνουν την εξομολόγηση ως εξομολόγηση, και όχι ως μια απαρίθμηση με ό, τι είπαν η μαμά ή ο μπαμπάς και γράφτηκε σε χαρτί. Και αυτή η τυποποίηση της εξομολόγησης, που συμβαίνει στο παιδί, στη σύγχρονη πρακτική της εκκλησιαστικής ζωής μας είναι ένα επικίνδυνο πράγμα.



2. Πόσο συχνά πρέπει να εξομολογείται το παιδί


Εν μέρει από τα λάθη μου, εν μέρει συμβουλευόμενος πιο έμπειρους ιερείς, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά πρέπει να εξομολογούνται όσο το δυνατόν λιγότερο. Όχι όσο είναι δυνατόν συχνότερα αλλά όσο το δυνατόν λιγότερο. Το χειρότερο πράγμα που μπορείτε να κάνετε – είναι να καθιερώσετε για τα παιδιά την εβδομαδιαία εξομολόγηση. Τους οδηγεί όλους σε τυπική μορφή. Έτσι πήγαιναν και απλώς κοινωνούσαν κάθε Κυριακή, ή τουλάχιστον συχνά, πράγμα το οποίο είναι επίσης ένα ερώτημα κατά πόσον είναι σωστό για το παιδί, και στη συνέχεια – μετά από τα επτά χρόνια τους πάνε, επίσης σχεδόν κάθε Κυριακή, για την συγχωρητική ευχή. Τα παιδιά μαθαίνουν γρήγορα να μιλάνε σωστά στον ιερέα – αυτό που περιμένει ο πατήρ.Δεν άκουγα τη μαμά, φερνόμουν άσχημα στο σχολείο, έκλεψα μια γόμα. Αυτός ο κατάλογος αποκαθίσταται εύκολα. Και δεν παρατηρείται ακόμη και το γεγονός της εξομολόγησης ως μετάνοιας. Συμβαίνει ότι χρόνια έρχονται στην εξομολόγηση με τα ίδια λόγια: δεν άκουγα,φέρνομαι αγενώς, τεμπελιάζω, ξεχνώ να προσεύχομαι – αυτό είναι ένα μικρό σύνολο των συνηθισμένων παιδικών αμαρτιών.


Ο ιερέας, βλέποντας ότι, εκτός από αυτό το παιδί τον περιμένουν ακόμα πολλοί άλλοι άνθρωποι,συγχωρεί τις αμαρτίες του, και αυτή τη φορά.


Αλλά μετά από αρκετά χρόνια, αυτό το τέκνο της «Εκκλησίας» γενικά δεν θα καταλάβει τι θα πεί μετάνοια.


Γι ‘αυτόν δεν υπάρχει καμία δυσκολία να πει ότι έκανε άσχημα αυτό ή το άλλο, να μουρμούρισει κάτι από τις σημειώσεις ή τη μνήμη, για το οποίο είτε θα τον χαϊδέψουν, είτε θα πουν: «Νίκο, μην κλέβεις τα στυλό» και μετά «Μην συνηθίζεις (ναι, μετά ήδη να μην συνηθίζεις) στα τσιγάρα,μην κοιτάζεις αυτά τα περιοδικά», και ούτω καθ εξής. Και μετά ο Νίκος θα πεί: «Δεν θέλω να σ’ ακούω. Μπορεί να πει και η Ελενιτσα, αλλά τα κορίτσια συνήθως ωριμάζουν πιο γρήγορα, προλαβαίνουν να αποκτήσουν μια προσωπική πνευματική εμπειρία, πριν να έρθουν σ” αυτη την απόφαση.


Όταν πάνε το παιδί για πρώτη φορά στην κλινική και το αναγκάζουν να γδυθεί μπροστά σ ένα γιατρό, τότε, φυσικά, ντρέπεται, αισθάνεται δυσάρεστα αλλά αν τον βάλουν στο νοσοκομείο και κάθε μέρα σηκώνουν το πουκάμισό του για μια ένεση τότε θα το κάνει εντελώς αυτόματα, χωρίς κανένα συναίσθημα.


Το ίδιο είναι και η εξομολόγηση, από κάποια στιγμή και μετά μπορεί να μην προκαλεί καμία συγκίνηση. Ως εκ τούτου, μπορούμε να ευλογούμε τα παιδιά στην κοινωνία αρκετά συχνά, αλλά να τα εξομολογούμε, όσο το δυνατόν πιο σπάνια. Νομίζω ότι καλό θα ήταν μετά από τη συνένωση με τον πνευματικό, να εξομολογήσουμε έναν τέτοιο μικρό αμαρτωλό για πρώτη φορά σε ηλικία επτά χρονών, δεύτερη φορά – οκτώ, τρίτη φορά – εννέα χρονών, λίγο αναβάλλοντας την έναρξη της συχνής, τακτικής εξομολόγησης, για να μην γίνει συνήθεια σε καμία περίπτωση


Για τους ενήλικες,για πολλούς πρακτικούς λόγους, δεν μπορούμε να αραιώσουμε την κοινωνία και το μυστήριο της μετανοίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά για τα παιδιά, πιθανότατα, θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε αυτόν τον κανόνα και να θεωρούμε ότι μια υπεύθυνη και σοβαρή εξομολόγηση ενός αγοριού ή κοριτσιού μπορεί να πραγματοποιείται ανά αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα, και σε άλλη στιγμή – να τους δώσουμε ευλογία για την κοινωνία, να το καθιερώσουμε όχι σε αυτο-δραστηριότητα του ιερέα αλλά σαν κανονικό πρότυπο.


3. Πόσο συχνά πρέπει να κοινωνήσουμε τα μικρά παιδιά

Τα μωρά είναι καλό να τα κοινωνούμε συχνά, επειδή πιστεύουμε ότι η κοινωνία των Αχράντων Θείων Μυστηρίων οδηγεί σε υγεία της ψυχής και του σώματος. Και το νήπιο αγιάζεται ως μην έχον αμαρτίες, από τη σωματική του φύση συνδεόμενο με τον Κύριο στο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.


Αλλά όταν τα παιδιά αρχίζουν να μεγαλώνουν και όταν έχουν ήδη γνωρίσει ότι αυτό είναι το Αίμα και το Σώμα του Χριστού και ότι αυτό είναι Ιερό, είναι πολύ σημαντικό να μην μετατρέψουμε την Κοινωνία σε μια εβδομαδιαία διαδικασία, όταν μπροστά στο Δισκοπότηρο παίζουν και έρχονται σ’αυτό χωρίς να σκέφτονται πολύ τι κάνουν.


Και αν βλέπετε ότι το παιδί σας γκρινιάζει πριν από τη λειτουργία,σας εκνευρίζει, όταν πολύ λιγο πρόσεξε το κήρυγμα του ιερέα, τσακώθηκε με κάποιον από τους συνομηλίκους του, που στέκονται εδώ στη λειτουργία, μην το αφήνετε να ρθεί στο Δισκοπότηρο.


Αφήστε το να συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να προσεγγίσει την κοινωνία σε κάθε κατάσταση.


Μόνο αν έχει πιο ευλαβική στάση σ’ αυτή. Και ας κοινωνάει πιο σπάνια από ό, τι θα θέλατε, να κοινωνάει, αλλά να καταλάβει, γιατί έρχεται στην εκκλησία.


Είναι πολύ σημαντικό για τους γονείς να μην αρχίσουν να αντιλαμβάνονται την κοινωνία ως μια μαγική λειτουργία, αφήνοντας στον Θεό ό, τι πρέπει να κάνουν οι ίδιοι.


Όμως, ο Κύριος περιμένει από εμάς ό, τι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για τον εαυτό μας μόνοι μας, και σε σχέση με τα παιδιά μας.


Και ακριβώς εκεί όπου δεν φτάνουν οι δυνάμεις μας, η χάρη του Θεού αναπληρώνει. Όπως αναφέρεται σε ένα άλλο μυστήριο – «τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Αλλά ό,τι μπορείς, κάνε το μόνος σου.



4. Γονική συμμετοχή στην προετοιμασία για την εξομολόγηση


Το κύριο πράγμα που πρέπει να αποφεύγουν οι γονείς κατά την προετοιμασία του παιδιού για την εξομολόγηση, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης – είναι η υπαγόρευση καταλόγων των αμαρτιών, οι οποίες από την άποψή τους, έχει, μάλλον,αυτόματη μεταφορά ορισμένων όχι καλών ιδιοτήτων του στην κατηγορία των αμαρτιών,για τις οποίες πρέπει να μετανοήσει μπροστά στον ιερέα.


Και, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ρωτάμε το παιδί μετά από την εξομολόγηση, τί είπε στον ιερέα ούτε τί του απάντησε, και αν ξέχασε να πεί για κάποια αμαρτία.


Σ’αυτήν την περίπτωση, οι γονείς πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω και να συνειδητοποιήσουν ότι η εξομολόγηση, ακόμη και του επτάχρονου ανθρώπου είναι ένα Μυστήριο.


Η παρέμβαση σε οποιονδήποτε στο μυστήριο της εκκλησίας, ιδιαίτερα τόσο λεπτό οπως το μυστήριο της εξομολόγησης είναι εντελώς απαράδεκτη.


Και κάθε παρέμβαση εκεί όπου υπάρχει μόνο ο Θεός,ο εξομολογούμενος άνθρωπος και ο ιερέας που λαμβάνει την εξομολόγηση, είναι καταστρεπτικά.


Το παιδί μπορεί να μοιραστεί μ’αυτόν ό, τι έλεγε, αν το ίδιο θέλει. Αλλά δεν πρέπει να δείχνουμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σ’ αυτό.


Είπε καλά, όχι τίποτε φοβερό … Πιο συχνά,τα παιδιά δεν λένε αυτά που είπαν στην εξομολόγηση, αλλά αυτό που άκουσαν από τον ιερέα.


Μην σταματήσετε σ’ αυτό, αλλά οποιαδήποτε συζήτηση και ερμηνεία των λέξεων του ιερέα, καθώς και κριτική- αν αυτό δεν συμπίπτει με ό,τι, κατά τη γνώμη μας, θα ήταν αναγκαίο να ακούσει το παιδί μας- δεν επιτρέπονται.


Επιπλέον, είναι αδύνατο, από τα λόγια του παιδιού, στη συνέχεια να πάμε στον ιερέα και να διευκρινίζουμε κάτι. Ή να προσπαθήσουμε να τον βοηθήσουμε να επικοινωνεί πιο σωστά με το παιδί μας: ξέρετε, πάτερ, ο Κωστακης μου είπε ότι του δώσατε αυτή τη συμβουλή, όμως ξέρω ότι δεν σας τα είπε όλα αρκετά σωστά,γι αυτό δεν έγινε πλήρως κατανοητός, και θα ήταν καλύτερα την επόμενη φορά να του πείτε αυτό και αυτό.


Από τέτοια δραστηριότητα της μητέρας, βεβαίως, πρέπει να κρατιόμαστε μακριά.


Σε περιπτώσεις που τέτοια συνείδηση χρειάζεται να ανατρέφουμε σε ενορίτες, πρέπει να το κάνουμε μέσω κηρύγματος, μέσω της ίδιας της οργάνωσης της εξομολόγησης, μέσω πολλαπλών κοινοποιήσεων του γεγονότος ότι δεν πρέπει να έρχονται πάρα πολύ κοντά, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν με κάποιο τρόπο, αν τυχαία ακούσουν κάτι κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης.

Ίσως να διεξάγουμε ομιλίες με τους γονείς και τους παππούδες για την λεπτή στάση τους στην εξομολόγηση παιδιών και εγγονιών.


Όλα αυτά, βέβαια, μπορούν να γίνουν με τη μια ή την άλλη μορφή.



5. Πώς να διδάξουμε το παιδί να εξομολογηθεί


Χρειάζεται να ενθαρρύνουμε τα παιδιά όχι στο πώς να εξομολογούνται, αλλά στην ίδια την αναγκαιότητα της εξομολόγησης. Μέσω του προσωπικού παραδείγματος, μέσω της ικανότητας να ομολογήσουμε ανοιχτά τις αμαρτίες μας απέναντι στους δικούς μας,απέναντι στο παιδί μας, αν φταίμε. Μέσω της στάσης μας εναντι της εξομολόγησης, επειδή όταν πάμε να κοινωνήσουμε, και συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουμε ειρηνική διάθεση ή προσβολές που κάναμε σε άλλους, πρέπει πρώτα να συμφιλιωθούμε με όλους. Και όλα αυτά στο σύνολό τους δεν μπορούν να μη διαμορφώσουν στα παιδιά ευλαβική στάση έναντι αυτού του μυστηρίου.


Και ο βασικός διδάσκαλος του παιδιού για το πώς να μετανοήσει,πρέπει να είναι εκτελεστής αυτού του Μυστηρίου – ο ιερέας. Αφού η μετάνοια δεν είναι μόνο ένα είδος εσωτερικής κατάστασης, αλλά και το Μυστήριο της εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η εξομολόγηση ονομάζεται Μυστήριο της Μετανοίας. Ανάλογα με το μέτρο της πνευματικής ωριμότητας του παιδιού πρέπει να το προετοιμάσουμε για την πρώτη εξομολόγηση.Το ζήτημα των γονέων είναι να εξηγήσουν τί θα πει εξομολόγηση και γιατί χρειάζεται. Πρέπει να εξηγήσουν στο παιδί τους ότι η εξομολόγηση δεν έχει τίποτα να κάνει με την απολογία του μπροστά τους ή μπροστά στο διευθυντή του σχολείου.


Είναι μόνο αυτό που συνειδητοποιούμε σαν κακό και ανάξιο μέσα μας, σαν άσχημο και βρώμικο, που δεν μας ευχαριστεί και για το οποίο είναι δύσκολο να μιλήσεις και για το οποίο χρειάζεται να απευθυνθούμε στον Θεό. Και μετά απο αυτό το πεδίο διδασκαλίας, πρέπει να το παραδώσουμε στα χέρια του προσεχτικού, αξιοπρεπή πνευματικού που αγαπά, γιατί σ’αυτόν δίνεται στο Μυστήριο της Ιεροσύνης η χάρη να μιλήσει με τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού, για τις αμαρτίες του.


Και γι αυτόν είναι πιο φυσικό να του μιλήσει για τη μετάνοια παρα από τους γονείς του, όταν είναι αδύνατο και ασύμφορο να προσφύγεις σε δικά σου παραδείγματα ή παραδείγματα απο τους γνωστούς του. Να λες στο παιδί σου, πώς μετανόησες για πρώτη φορά – εδώ υπάρχει μια απάτη και ψευδής νουθεσία.


Αφού δεν μετανιώσαμε για να μιλήσουμε σε οποιονδήποτε για αυτό. Όχι λιγότερο ψεύτικο, θα ήταν να του πούμε για το πώς τα αγαπημένα μας πρόσωπα μέσω της μετάνοιας άφησαν τις αμαρτίες τους, γιατί αυτό θα σήμαινε τουλάχιστον έμμεσα, οτι κρίνουμε και αξιολογούμε τις αμαρτίες στις οποίες υπέπεσαν. Ως εκ τούτου είναι λογικό να δώσουμε το παιδί μας στα χέρια εκείνου ο οποίος καθορίστηκε από το Θεό να είναι δάσκαλος του μυστηρίου της εξομολογήσεως.


6. Μπορεί το παιδί μόνο του να επιλέξει σε ποιον ιερέα να εξομολογείται


Αν η καρδιά του μικρού ανθρώπου αισθάνεται ότι θέλει να εξομολογείται ακριβώς σ’αυτόν τον ιερέα, ο οποίος μπορεί να είναι νεότερος,πιο χαϊδευτικός από εκείνον στον οποίο πηγαίνετε, ή, ίσως, τον προσέλκυσε με το κήρυγμά του, εμπιστευτείτε το παιδί σας, αφήστε τον να πάει εκεί, όπου κανείς και τίποτα δεν θα το ενοχλεί να μετανοήσει για τις αμαρτίες του ενώπιον του Θεού.


Και αν δεν προσδιοριστεί αμέσως, αν η πρώτη απόφαση του δεν είναι αξιόπιστη, και καταλάβει γρήγορα ότι δεν θέλει να πάει στον πατέρα Ιωάννη, αλλά στον πατέρα Πέτρο, δώστε του να επιλέξει μόνο του και να σταθεί σ’αυτό.


Η απόκτηση της πνευματικής πατρότητας είναι πολύ λεπτή διαδικασία, εγγενώς οικεία, και δεν χρειάζεται να εισβάλλουμε σ’ αυτό. Έτσι θα βοηθήσετε περισσότερο το παιδί σας.


Και αν, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής πνευματικής αναζήτησης το παιδί λέει ότι η καρδιά του είναι δεμένη σε άλλη ενορία, στην οποία πηγαίνει μια φίλη του,η Τάνια, και ότι του αρέσει εκεί περισσότερο – και πώς ψάλλουν, και πώς ο ιερέας μιλάει, και πώς οι άνθρωποι φέρονται μεταξύ τους, τότε οι σοφοί γονείς χριστιανοί, βέβαια, θα χαρούνε γι αυτό το βήμα του παιδιού,


και δεν θα σκέπτονται με φόβο ή δυσπιστία: να πας στη λειτουργία? μάλιστα! γιατί, δεν υπάρχει εκεί πού βρισκόμαστε;


Πρέπει να εμπιστευτούμε τα παιδιά μας στο Θεό, τότε ο ίδιος θα τους φυλάξει.


Νομίζω ότι, μερικές φορές, πολύ σημαντικό και χρήσιμο για τους γονείς είναι να στείλουν τα παιδιά τους- από μια ορισμένη ηλικία- σε άλλη ενορία, να μην είναι μαζί τους, στα μάτια τους, για να αποφευχθεί αυτος ο τυπικός πειρασμός των γονέων – να ελέγξουμε με περιφερική όραση, πώς είναι το παιδί μας, αν προσεύχεται, αν δεν φλυαρεί, γιατί δεν έγινε δεκτός στην Θεία Κοινωνία, για ποιες αμαρτίες;


Ίσως έτσι έμμεσα, να καταλάβουμε κάτι από τη συνομιλία με τον ιερέα; Από αυτές τις σκέψεις είναι σχεδόν αδύνατο να απεμπλακείς, αν το παιδί σας είναι μαζί σας στο ναό.Όταν τα παιδιά είναι μικρά, τότε ο έλεγχος των γονέων σε λογικό μέτρο είναι κατανοητός και αναγκαίος,όταν όμως γίνονται έφηβοι, τότε ίσως είναι καλύτερα, με γενναία απόφαση, να σταματήσεις αυτό το είδος οικειότητας με αυτούς, να φύγεις μακριά από τη ζωή τους, να μειώσεις τον εαυτό σου, προκειμένου να έχουν περισσότερο το Χριστό, και λιγότερο εσένα.



7. Πώς να εμφυσήσουμε στα παιδιά το σεβασμό στην Κοινωνία και τις ακολουθίες

Πρώτα απ ‘όλα, πρέπει οι ίδιοι οι γονείς να αγαπούν την Εκκλησία, την εκκλησιαστική ζωή και να αγαπούν σ’αυτην τον κάθε άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένου του μικρού.


Εκείνος που αγαπά την Εκκλησία είναι σε θέση να το μεταδώσει στο μωρό του.


Αυτό είναι σημαντικό, και οτιδήποτε άλλο – είναι απλά συγκεκριμένες μέθοδοι.


Θυμάμαι την ιστορία του Πρωθιερέα Βλαντιμίρ Βορομπιώφ, τον οποίον, στα παιδικά του χρόνια, κοινωνούσαν μόνο μία ή δύο φορές το χρόνο, αλλά θυμάται κάθε μια από αυτές τη φορές, και πότε έγινε αυτό, και ποια ήταν η πνευματική εμπειρία.


Τότε, την εποχή του Στάλιν, να πηγαίνεις συχνά στην εκκλησία ήταν αδύνατο.


Το να σε δούν ακόμα και οι φίλοι σου, θα μπορούσε να απειλήσει όχι μόνο την απώλεια της εκπαίδευσης, αλλά να επισύρει και φυλάκιση.


Ο πατέρας Βλαντιμίρ θυμάται κάθε ερχομό του στην εκκλησία, που ήταν γι αυτόν ένα μεγάλο γεγονός.


Δεν μπορούσε να υπάρξει πραγματικά αφορμή για να ατακτείς,να συνομιλείς, να φλυαρείς με τους συνομηλίκους στην ακολουθία.


Έπρεπε να ρθεις στην λειτουργία, να προσευχηθείς, να κοινωνήσεις των Αγίων Θείων Μυστηρίων, και να ζεις προσδοκώντας την επόμενη τέτοια συνάντηση.


Νομίζω ότι πρέπει να κατανοήσουμε την κοινωνία – συμπεριλαμβανομένων των μικρών παιδιών σε μια εποχή σχετικής συνείδησης – όχι μόνο ως φάρμακο για την υγεία του σώματος και της ψυχής, αλλά και ως κάτι απείρως πιο σημαντικό.


Ακόμη και από το παιδί θα πρέπει να αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως μια σύνδεση με το Χριστό.


Το κύριο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε είναι το να γίνουν η επίσκεψη της λειτουργίας και η κοινωνία για το παιδί μας κάτι που πρέπει να κερδίσει και όχι αυτό που τον παρακινούμε. Πρέπει να προσπαθήσουμε να ανοικοδομήσουμε τη στάση της οικογένειάς μας απέναντι στην ακολουθία, έτσι ώστε να μην είμαστε εμείς που θα σπρώξουμε τον έφηβό μας να κοινωνήσει αλλά ο ίδιος -μετά από μια ορισμένη πορεία,που τον ετοίμαζε να λάβει Θεία Κοινωνία – θα είχε το δικαίωμα να έρθει σε λειτουργία και να κοινωνήσει.


Και ίσως είναι καλύτερα το πρωί της Κυριακής, να μην το σκουντάμε για να ξυπνήσει το παιδί μας που διασκέδαζε το Σάββατο το βράδυ: «Σήκω, αργούμε για τη λειτουργία!» αλλά να ξυπνάει χωρίς εμάς και να βλεπει ότι το σπίτι είναι άδειο. Και ότι έμεινε χωρίς γονείς και χωρίς την εκκλησία, και χωρίς τη γιορτή του Θεού.


Ας ερχόταν στις ακολουθίες μόνο για ένα ημίωρο, ακριβώς στην κοινωνία, αλλά δεν μπορεί να μην αισθανθεί κάποια διαφορά μεταξύ του Κυριακάτικου ξαπλώματος στο κρεβάτι και του τί πρέπει να κάνει αυτή τη στιγμή ο κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός.


Όταν επιστρέψετε από την εκκλησία, μην κατηγορήσετε το παιδί σας. Ίσως η εσωτερική θλίψη σας για την απουσία του από τη θεία λειτουργία, αντηχεί πιο αποτελεσματικά σ’αυτόν από δέκα γονικά σπρωξίματα, «άντε πήγαινε», «άντε προετοιμάσου», « διάβασε προσευχές».


Ως εκ τούτου, οι γονείς του παιδιού το οποίο είναι στη συνειδητή του ηλικία, δεν πρέπει ποτέ να το ενθαρρύνουν σε εξομολόγηση ή κοινωνία. Και αν είναι σε θέση να συγκρατήσουν τον εαυτό τους σ’ αυτό, τότε η χάρη του Θεού οπωσδήποτε θα αγγίξει την ψυχή του και θα βοηθήσει να μην χαθεί απο τα μυστήρια της Εκκλησίας.


Αυτά είναι μόνο μερικά σημεία που σχετίζονται με τη σύγχρονη πρακτική της παιδικής εξομολόγησης, τα οποία εξέθεσα απλά ως μια πρόσκληση να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση, και, πιθανώς, σε μια πολύ αδύναμη μορφή συζήτησης. Αλλά θα ήθελα οι άνθρωποι οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό πνευματικά πιο έμπειροι και έχουν πρακτική πνευματικού για δεκαετίες,να μιλήσουν για το θέμα αυτό.


Πηγή: orthodoxigynaika.blogspot.gr

Sunday, December 30, 2012

Αν στραφούμε στον εαυτό μας, δε θα κατακρίνουμε.


- Γέροντα, όταν βλέπω κάποια αταξία στο διακόνημα, κατακρίνω μέσα μου.
- Εσύ, να κοιτάς την ευταξία τη δική σου και όχι τις αταξίες των άλλων. Να είσαι αυστηρή με τον εαυτό σου και όχι με τους άλλους. Τι δουλειά έκανες σήμερα;
- Ξεσκόνιζα.
- Ξεσκόνιζες τους άλλους ή τον εαυτό σου;
- Δυστυχώς τους άλλους.
- Κοίταξε, θα αρχίσεις να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου, όταν πάψεις να ασχολείσαι με το τι κάνουν οι άλλοι γύρω σου.
Αν ασχολείσαι με τον εαυτό σου και πάψεις να ασχολείσαι με τους άλλους, θα βλέπεις μόνο α δικά σου σφάλματα και στους άλλους δε θα βρίσκεις κανένα σφάλμα. Τότε θα απελπισθείς με την καλή έννοια από τον εαυτό σου και θα κατακρίνεις μόνο τον εαυτό σου.
Θα αισθάνεσαι την αμαρτωλότητά σου και θα αγωνίζεσαι να απαλλαγείς από τις αδυναμίες σου. Ύστερα, όταν θα βλέπεις στους άλλους κάποια αδυναμία, θα λες: «Μήπως εγώ ξεπέρασα τις αδυναμίες μου; Πώς λοιπόν έχω τέτοια απαίτηση από τους άλλους;».
Γι' αυτό να μελετάς και να παρακολουθείς συνέχεια τον εαυτό σου, για να αποφεύγεις την κρυφή υπερηφάνεια, και να έχεις αυτομεμψία με διάκριση, για να αποφεύγεις την εσωτερική κατάκριση " έτσι θα διορθωθείς.
- Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ γράφει: «Εάν αγαπάς την καθαρότητα, εισελθών έργασαι εν τη αμπέλω της καρδίας σου, εκρίζωσον εκ της ψυχής σου τα πάθη, έργασαι μη γνώναι κακίαν ανθρώπου». Τι εννοεί;
- Εννοεί να στραφείς στον εαυτό σου και να κάνεις δουλειά στον εαυτό σου. Οι Άγιοι πώς αγίασαν; Είχαν στραφεί στον εαυτό τους και έβλεπαν μόνο τα δικά τους πάθη. Με την αυτοκριτική και την αυτομεμψία που είχαν, έπεσαν τα λέπια από τα μάτια της ψυχής τους και έφτασαν να βλέπουν καθαρά και βαθιά.
Έβλεπαν τον εαυτό τους κάτω από όλους τους ανθρώπους και όλους τους θεωρούσαν καλύτερους από τον εαυτό τους. Τα δικά τους σφάλματα τα έβλεπαν μεγάλα και τα σφάλματα των άλλων πολύ μικρά, γιατί έβλεπαν με τα μάτια της ψυχής τους και όχι με τα γήινα μάτια.
Έτσι εξηγείται όταν έλεγαν: «Εγώ είμαι χειρότερος από όλους τους ανθρώπους». Τα μάτια της ψυχής τους είχαν καθαρίσει και είχαν γίνει διόπτρες, γι' αυτό και έβλεπαν τα μικρά τους σφάλματα - τα ξυλαράκια - σαν δοκάρια.
Εμείς όμως, ενώ τα σφάλματά μας είναι δοκάρια, δεν τα βλέπουμε ή τα βλέπουμε σαν ξυλαράκια. Κοιτάμε τους άλλους με το μικροσκόπιο και βλέπουμε τα δικά τους αμαρτήματα μεγάλα, ενώ τα δικά μας δεν τα βλέπουμε, γιατί δεν καθάρισαν τα μάτια της ψυχής μας.
Η βάση είναι να καθαρίσουν τα μάτια της ψυχής. Όταν ο Χριστός ρώτησε τον τυφλό: «πώς βλέπεις τώρα τους ανθρώπους;», εκείνος Του απάντησε: «σαν δέντρα», γιατί δεν είχε αποκατασταθεί όλο το φως του.
Όταν αποκαταστάθηκε όλο το φως του, τότε έβλεπε καθαρά. Θέλω να πω ότι ο άνθρωπος, όταν φτάσει σε καλή πνευματική κατάσταση, όλα τα βλέπει καθαρά, όλα τα σφάλματα των άλλων τα δικαιολογεί, με την καλή έννοια, γιατί τα βλέπει με το θεϊκό μάτι και όχι με το ανθρώπινο.

 Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου 

Πρακτικές πνευματικές συμβουλές






Ό,τι κι αν μας συμβούλευε ο γέροντας Μακάριος, πάντοτε τοποθετούσε την ταπείνωση στην πρώτη γραμμή των συμβουλών του. Από αυτήν την αρετή παρήγαγε όλες τις επόμενες αρετές που συναποτελούν το ήθος του αληθινού Χριστιανού. Αυτή είναι η ουσία των μαθημάτων, που ο γ. Μακάριος δίδαξε σε όλους, όσοι διψούσαν για τις εντολές και την καθοδήγησή του:
  • να εξετάζεις τη συνείδησή σου,
  • να πολεμάς συνεχώς με τα πάθη σου,
  • να καθαρίζεις την ψυχή σου από τις αμαρτίες,
  • να αγαπάς το Θεό εν απλότητι καρδίας,
  • να πιστεύεις σ' αυτόν χωρίς υπολογισμούς,
  • να έχεις ακατάπαυστα ενώπιόν σου το απεριόριστο έλεός του, και με όλη τη δύναμη της ψυχής σου να Τον δοξάζεις και να Τον ευλογείς σε όλες τις δυσάρεστες περιστάσεις της ζωής,
  • να αναζητάς τη δική σου ενοχή, και να συγχωρείς κάθε παράπτωμα του διπλανού σου εναντίον σου, ούτως ώστε να αποσπάσεις το έλεος του Θεού για τις δικές σου αμαρτίες,
  • να προσπαθείς να θεμελιώσεις μέσα σου την αγάπη για το διπλανό σου,
  • να περισώζεις την ειρήνη και την ηρεμία στην οικογένεια και τους γνωστούς σου,
  • να θυμάσαι πιο συχνά τις εντολές του Θεού και να προσπαθείς να τις εκπληρώσεις, καθώς επίσης και τους κανόνες της Εκκλησίας,
  • όσο είναι δυνατόν, να πηγαίνεις για εξομολόγηση και να μετέχεις των Θείων Μυστηρίων αρκετές φορές το χρόνο,
  • να τηρείς και τις τέσσερις περιόδους νηστείας, καθώς και τις Τετάρτες και τις Παρασκευές,
  • να παρακολουθείς τις ακολουθίες και τη Θεία Λειτουργία σε κάθε εορτή,
  • να λες πρωινές και βραδινές προσευχές και ακόμη μερικούς ψαλμούς κάθε μέρα, και, αν το επιτρέπει ο χρόνος, να διαβάζεις ένα κεφάλαιο από τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές των Αποστόλων,
  • να προσεύχεσαι κάθε πρωί και βράδυ για την ανάπαυση των κεκοιμημένων και τη σωτηρίου των ζωντανών.
Αν, για οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν μπορείς να εκπληρώσει αυτά τα καθήκοντα, τότε να επιτιμήσεις τον εαυτό σου ώστε να μετανοήσεις ειλικρινά, και να πάρεις σταθερή απόφαση να μην αποτύχεις ξανά στο μέλλον. Προσευχήσου ακόμη για εκείνους για τους οποίους έχεις κάποια κακή επιθυμία, γιατί αυτός είναι ο σιγουρότερος τρόπος για την εν χριστώ συμφιλίωση.


 «Γέρων Μακάριος της Όπτινα»

Amazing Orthodox Church Snow Sculptures!



The annual Vasaloppet China Ski Festival at Jingyuetan Park in Changchun, China takes place on January 2nd. It covers an area of 40,000 square meters with a total capacity of 70,000 cubic meters of snow. Through the hands of professionals, the snow is transformed into some of the most famous buildings in Europe. Among them is the amazing Russian-styled Orthodox Church at this years festival, which was still being worked on as of December 24th.
One of the most spectacular winter destinations in the world is Harbin, China (where the largest Orthodox Church in the Far East is located, named Saint Sophia Orthodox Church) on Sun Island for the Sun Island Snow and Ice Sculptures. It is one of the coldest destinations in China. The festival usually goes from mid-December till mid-January and attracts thousands of tourists. Below are photos of a church sculpture and the Church of Saint Sophia in Harbin.

Blessed is the man who fears the Lord (Part 2)


 


He who fears the Lord has found grace before God, and the Lord will
listen to his requests. The will of them who fear Him shall He do, and their
supplication shall He hear, and the Lord shall save them (Ps. 144:19).
When the sun’s rays enter through a window, they light up
everything in the home and enable us to see even the finest particles of
dust. Similarly when the fear of God makes its way into the heart, it reveals
to a person all of his sins.
The fear of God, being sacred and holy, is dispassionate and poses
no threat or harm. St. Gregory the Theologian says the following
concerning the fear of God: “Where there is fear, there is keeping of the
commandments. When one keeps the commandments, there is
purification. Where there is purification, there is enlightenment.”
The fear of God fills the heart with a certain spiritual joy and
jubilation. The fear of God is a divine gift because it is one of the seven
gifts of the Holy Spirit (Isa. 11:3), and it dwells in the pure heart. With
respect to our interaction with others, the fear of God is made manifest as
love, righteousness, and compassion for our fellow man. The Holy
Scriptures state that the man who fears God is righteous. The wise Sirach
refers to the fear of the Lord as a “crown of wisdom” that springs forth
peace, healing, and health (Sirach 1:15).
Blessed is the man who fears the Lord! (Ps. 111:1).



—by St. Nektarios—

Blessed is the man who fears the Lord (Part 1)



 



The fear of God is a sacred feeling that fills the heart of him who has
come to know God and His divine characteristics.
The fear of the Lord is manifested as perfect love for God, as
devotion to Him, and as worship of the Divinity. He who fears God loves
God with all his heart, with all his strength, and with his entire mind. Such a
person’s heart has clung to the Lord, and he calls upon His name. God the
Lord is his boast, and He alone rules in his heart. Having devoted himself
completely to the Lord, he offers his heart to Him, and from the center of
his existence he worships Him. The law of God has become the law of his
volition, and he desires only what is virtuous, good, and perfect. His lips
ceaselessly praise the Godhead, and his heart glorifies the Lord. He sends
up unending doxology and thanksgiving to God, and he blesses Him with
his soul.
He who fears God has become pure in soul because the fear of the
Lord has cleansed his spirit. The fear of the Lord has sanctified his heart
and mortified his flesh by subjugating the carnal desires to the power of his
soul. The fear of God has become for him a teacher of wisdom and
prudence, and it has instructed him to understand what is true, what is
virtuous, and what is pleasing to God. The fear of the Lord has become for
him a fountain of life, and it will deliver him from the snare of death.
The Lord is the strength of them who fear Him, and His covenant
shall be manifested unto them (Ps. 24:14). The fear of the Lord is pure,
and it remains unto the ages of ages (Ps. 18:9). An angel of the Lord will
encircle them who fear Him and will deliver them from evil (Ps. 33:7).




—by St. Nektarios—

Παναγια Γεροντισσα

Saturday, December 29, 2012

The Powerful Influence a Mother Has Over Her Child (Part 5)



On account of their supreme calling, it is necessary for future mothers to
receive the appropriate upbringing from the onset of their infant years. A suitable
upbringing for them consists of instruction that targets the mind and heart. Both
these parts together comprise the two centers around which man’s intellectual
and ethical education revolve. If either one of them is neglected, education
becomes imperfect and impaired. Even though the mind and the heart are
members of the same soul, nevertheless, they are in need of different means of
education. The heart, on account of its sensitivity belongs to the metaphysical
realm; the mind, on account of its intellectual capacity belongs to the physical
world. Consequently, each one of them requires to be taught its individual and
particular truths.
The truth specific to the mind is education, while that of the heart is
religion. Therefore, it is necessary for us to provide education and religion to our
daughters, so that they will be capable of transmitting these to their own children
later. Education and religion are two brilliant lighthouses that guide man as he
travels in the ocean of this present stormy life, guard him from shipwreck, and
distance him from every dangerous reef. They are the two eyes of the soul, which
she uses to examine the things that surround her, and which enable her to walk
without stumbling toward blessedness and salvation. They are the two spiritual
organs that perfect man and render him worthy of his sublime descent and his
supreme position in creation. Only mothers educated in this manner are capable
of producing good children, useful citizens, and courageous men.
Hence, we must provide our daughters with both religious and intellectual
instruction, in order to render them worthy of their calling. It is necessary for godly
education and cultivated religion to coexist because these two components
constitute the only secure provisions in life that can help man in a variety of ways.
A one-sided upbringing, being deficient, leads to one of the following two
improper sequela: superstition or indifference for God’s law. Each one is a
natural outcome and a direct result of the type of upbringing.
Intellectual and religious instruction are two different trees planted in the
same field, which require equal care and attention in order for them to grow
equally. Unequal cultivation will result in disproportionate development and,
consequently, one tree will thrive and flourish, while the other one will wither and
atrophy. If we concern ourselves with the mind alone, man’s religious feelings will
inevitably become impoverished. If we give all our attention solely to an
uncultivated form of religion, man’s intellectual powers will shrivel and be
arrested. Ill consequences of the former are irreligiousness and atheism, which
are followed by countless evils; of the latter, superstition. These are the results
when our daughters receive one-sided, partial education and incomplete
upbringing.




—by St. Nektarios—

The Powerful Influence a Mother Has Over Her Child (Part 4)



The mothers of all great and virtuous men serve as brilliant examples for
us. Such shinning models are the mothers of the three great hierarchs, St. Basil
the Great, St. Gregory the Theologian, and St. John Chrysostom.
Desiring to give their children the best possible education and to refine
their mind through Hellenistic wisdom and science, they did not hesitate to hand
over their sons to idolater instructors, in order for them to suitably develop and
grow intellectually. They were not afraid of the professors’ heterodoxy because
they had self-assurance: they were certain that (through their personal example)
their own love for true education and their own fervent zeal for the Christian faith
had entirely been channeled into and completely inundated the hearts of their
children. They knew that nothing would be capable of shaking the principles and
convictions their sons had concerning the Christian faith because they had been
diligently established and built upon a rock!
Consequently, Nona and Amelia, the good and virtuous mothers of St.
Basil and St. Gregory, sent their sons to Athens: to the center not only of
education and enlightenment but also of idolatry—where the religion of the
Gentiles with all its accompanying grandeur was firmly rooted. And indeed, their
convictions were not proven wrong. Both young students had within the depth of
their hearts the flame of faith in Christ, and they remained uninfluenced
throughout the entire duration of their studies. They were neither shaken by the
teachings of the sophists who systematically battled Christianity nor allured by
the magnificent ceremonies of Gentile worship. On the contrary, they remained
firm and strong in their religious beliefs and returned home to their mothers,
offering themselves as a reward to them for their didactic efforts, their maternal
care, and their virtue.
Similarly, the good and virtuous mother of St. John Chrysostom, named
Anthousa, who became widowed at the age of twenty, completely devoted
herself to raising her one and only son; for she considered this to be of greater
importance than a second marriage. Like the other two mothers, she was not
afraid to hand her beloved and cherished only child (when he came of age and
needed higher education) into the hands of an idolater instructor. Her
assuredness in her own faith was assuredness in her child because she was
convinced that she had deposited all of her faith into the soul of her beloved son.
She too was not proven wrong. A short while after completing his studies and
practicing law, John gave himself to serving the Church. Livanios, St. John’s
professor, filled with disappointment after failing to proselytize John to his own
religion, sorrowfully exclaimed: “Woe! What type of women does Christianity
produce!” This is how he pointed to the reason for his failure.
Truly, how beautiful! What brilliant examples these pious mothers are for
us! What magnificent images! What wondrous role models! Who can deny that
mothers give rise to great and virtuous men! Thus, Jacques Rousseau makes the
following observation in his work Emile: “Men will always be whatever women
want them to be. If you desire to have great and virtuous men, teach women the
meaning of righteousness and virtue.”
Therefore, we must educate and instruct our daughters (who will later
become mothers) according to the examples set forth above, attending to this
assiduously from their early childhood years, so that we can be assured of fruitful
and beneficial results to come.




—by St. Nektarios—

The powerful influence a mother has over her child (Part 3)




Due to the influence that each mother exercises upon her own child,
mothers are capable of molding children after their own character, just as a potter
molds clay in the manner he wishes.


Diogenis would say the following concerning the easily pliable years of
childhood: “The education of children can be likened to potters’ vessels. Just as
they shape and form clay as they wish while it is still soft, but are unable to shape
it once it is fired, similarly children who are not painstakingly disciplined cannot
be changed once they grow up.”


Plutarch further asserts: “youth is easily pliable and workable, and while
such souls are still tender, teachings are embedded deep within the soul.”
Hence, during the tender childhood years, mothers are capable of
effectively and profoundly impacting a child’s soul, mindset, feelings, nous,
imagination, and ethos.


 After this age, the youthful heart begins to harden, and
instruction becomes—if not impossible—very difficult, as the divine Chrysostom
correctly attests: “it was necessary right from the beginning when you noticed
these evils developing, while your child was still young and obedient, to restrain
him rigorously, to make him grow accustom to the essentials, to regulate and
chastise the ailments of his soul.



 You should have removed the thorns when it
was easy to do so; when it was easy to uproot them on account of the tender
age. Now it has become difficult to do so because, due to negligence, the
passions have multiplied and increased. For this reason, it is written: ‘bend his
neck while he is still young,’ when discipline is easier to implement.”



—by St. Nektarios—

Friday, December 28, 2012

Almsgiving - ( Ελεημοσύνη)

The powerful influence a mother has over her child (Part 2)


 





A mother can, with a single glance, with one kiss, with her sweet voice and
tender caress, at once evoke the desire and inclination for virtue within the heart
of her child. Similarly, the same mother, with one glance of disapproval, with one
tear rolling down her cheek, through a single expression that reveals the pain in
her heart, is capable of distancing her child from a destructive evil endangering
his heart. As a child is raised in the motherly bosom and warmed in the maternal
embrace, he begins to love even before he learns the meaning of love, and he
begins to submit his will to the ethical law even before he comprehends the
ethical law. A mother alone is the most suitable person to foster the initial
understanding concerning God within an infant’s heart.
On account of this, St. Basil the Great says: “the understanding of God that
I received as an infant from my blessed mother has flourished within me. I have
not changed anything when I reached maturity, but I perfected the principles that
were entrusted to me by her.” While Pestalozzi, foremost amongst contemporary
educators, attributes the entire religious education of a child to his mother and
proclaims: “I believed my mother. Her heart showed God to me. My God is the
God of my mother. The God of my heart is the God of her heart. O mother, dear
mother! You revealed God to me through your instruction, and I found Him
through my obedience. O mother, dear mother! If I forget God, I will forget you
yourself.”
However, just as a mother’s every virtuous deed, every good word, and
each righteous disposition constitute the cornerstone for the child’s ensuing
virtuous works, words, and inclinations, similarly, a mother’s every evil deed,
word, and disposition contains destructive seeds for the child’s ensuing evil
actions, words, and inclinations. Thus, a child eventually becomes similar to what
his mother is like. If a mother’s soul is hideous, malicious, dark, corrupt,
insensitive, and coarse, if her inclinations are evil, her manners scandalous,
immodest, and indecent, if she is prone to impiety, anger, hatred, and other
irrational passions, then it will not be long before these evil stalks spring up from
the child as well. Conversely, if a mother’s soul is divine, pure, joyous, innocent,
and full of the fear of Lord, if her inclinations are noble and holy, if her
dispositions are serene, God-loving, and compassionate, then a child’s soul,
reflecting itself in front of such a mirror and imperceptibly mimicking her,
becomes similar to his mother, and, with time, he propagates seeds of virtue.
Hence, when the great Napoleon asked a certain renowned educator of that time
(by the name of Madame Campan) what France was in need of in order to
acquire good and virtuous men, “mothers,” responded this prudent lady to the
monarch. “Then,” instructed the prominent emperor, “produce such women who
will be capable of fulfilling this immense national goal.”





—by St. Nektarios—

The powerful influence a mother has over her child








 



The upbringing of children must begin during infancy. This is necessary in
order to direct the child’s powers of the soul—as soon as they begin to emerge—
toward good, virtue, and truth, while simultaneously distancing them from evil,
indecency, and falsehood. This age is the secure foundation upon which a child’s
moral and intellectual understanding will be erected. Thus, Fokilidis says: “It is
necessary to teach someone to do good work while he is still a child,” because
man sets out from childhood, as from a starting block, to run the race of life. St.
Basil the Great affirms: “It is necessary for the soul to be guided right from the
very beginning toward every virtuous exercise, while it is still soft and moldable
as wax; so that, as a child begins to speak and to acquire discernment, there
exists a road comprised of the elemental concepts and devout etiquette that were
initially imparted, giving him the ability to speak good and useful things and
inspiring him to acquire a proper moral conduct.” Truly! Who will not agree that
the first impressions during childhood remain permanently ingrained and
unforgettable? Who doubts that various influences during early youth become so
deeply imprinted upon a child’s tender soul, that they continue to exist vividly
throughout the duration of his life?
Nature has appointed parents, but especially mothers, to be instructors
during this early stage of life. Hence, it is necessary for us to suitably teach and
diligently raise virtuous women, on account of their supreme calling to become
teachers; for they will serve as the images and examples that their own children
will follow. A child mimics either the virtues or bad habits of his mother—even her
voice and manners, even her ethos and conduct—to such an extent, that one can
very appropriately liken children to phonographic records that initially register
sound, and then play it back as it was originally voiced, in the identical pitch, the
same quality, and with the same accent and emphasis. Each glance, every word,
every gesture, and every action of a mother becomes the glance, word,
expression, gesture, and action of her child. Hence, Asterios notes: “one child
speaks exactly like his mother, another bears a striking resemblance to her
personality, while yet another takes on his birth giver’s manner and conduct.” By
being in the constant presence of her child and through her repeated counsels, a
mother profoundly affects the soul and character of her child, and she first
provides him with the initial impetus toward virtue.



—by St. Nektarios—

Ο γεροντας Τύχων κι ο ληστής



Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως
πού την έπαιρνε ο Γέροντας από το Ταχυδρομείο, τον
είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον πειρασμό της
φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν την νύχτα στο Κελλί του
Γέροντα, για να τον ληστέψη, με τον λογισμό ότι θα
εύρισκε και άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρη ότι και εκείνα
πού είχε πάρει ο Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα
στον κυρ - Θόδωρο, για να πάρη ψωμιά για τους
φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον Γέροντα - τον
έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του - διεπίστωσε ότι
πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φυγή. Ό
Παπα - Τυχών του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου.
Ό κακοποιός αυτός άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό,
αλλά εκεί τον έπιασε ή Αστυνομία, και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και
στον Παπα - Τύχωνα. Ό Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και ζήτησε τον
Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του κλέφτη. Ό Γέροντας
στενοχωρέθηκε γι' αυτό και έλεγε στον χωροφύλακα:
- Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά μου τον κλέφτη.
Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του Γέροντα, γιατί
εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον τραβούσε και του έλεγε: - Άντε,
γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει συγχώρεση και «ευλόγησαν».
Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίση
στο Κελλί του, επειδή έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνη και
αυτός αιτία να τιμωρηθή ο κλέφτης.
Όταν το θυμόταν αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέση στο
μυαλό του και μου έλεγε:
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν" δεν έχουν το
«εύλόγησον», «Θεός συγχωρέσοι».

Πώς προσεύχεσαι;

Αν παρακαλούσαμε κάποιον άρχοντα – όχι για να μας γλιτώσει τη ζωή μας, αλλά απλά για να μας κάμει κάποια μικρή «καλωσύνη», – δεν θα προσηλώναμε σ’ αυτόν τα μάτια μας και την καρδιά μας; Δεν θα «κρεμόμασταν» κυριολεκτικά οπό την όψη του προσώπου του, με έντονη προσοχή, για να εισπράξουμε τη συγκατάθεσή του έστω με ένα νεύμα του; Δεν θα τρέμαμε, μήπως κάποιος ακατάλληλος ή αδέξιος δικός μας λόγος τον ερεθίσει και του κόψει την καλή για μας διάθεση;


Αν βρισκόμαστε σε κάποιο δικαστήριο και είχαμε απέναντί μας τον αντίδικο, και εμείς την πιο κρίσιμη ώρα αρχίζαμε να βήχουμε, να φτύνουμε, να γελάμε, να χασμουριόμαστε ή να κοιμόμαστε, τότε, δεν θα έσπευδε αμέσως η άγρυπνη κακή διάθεση του αντιπάλου μας να ξεσηκώσει εναντίον μας την αυστηρή κρίση του δικαστή;


*    *    *

Τώρα λοιπόν, που παρακαλούμε τον Ουράνιο Κριτή, τον αλάθητο μάρτυρα όλων των μυστικών της καρδιάς μας, και Τον ικετεύουμε να μας λυτρώσει οπό τον αιώνιο θάνατο – ενώ παράλληλα έχουμε απέναντι μας τον κακόβουλο και σκληρό κατήγορό μας διάβολο – δεν θα πρέπει να εντείνουμε την προσοχή και να κάνουμε όσο μπορούμε πιο θερμή την προσευχή μας; Δεν θα πρέπει να παρακαλούμε επίμονα τον Κύριο, να μας δώσει έλεος και ευσπλαχνία;


Τί λέτε; Δεν θα είμαστε και εμείς ασφαλώς ένοχοι – και μάλιστα όχι για κάποιο ελαφρό αμάρτημα, αλλά για μια πολύ σοβαρή ασέβεια – αν, την ώρα που στεκόμαστε ενώπιον του Θεού, παύουμε να έχουμε την αίσθηση της παρουσίας Του και νιώθουμε σαν να έχουμε μπροστά μας έναν κάποιον, …τυφλό και κουφό ακροατή;


*    *    *


Διαφορετικά, γιατί δεν χύνουμε ούτε ένα δάκρυ για την χλιαρότητά μας ή για την οκνηρία, που μας απομακρύνει οπό την προσευχή;


Διαφορετικά, γιατί δεν το θεωρούμε πτώση μας, το ότι κατά τη διάρκεια της προσευχής αφήνουμε το νου μας να αιχμαλωτίζεται – έστω και για λίγο – οπό λογισμούς άσχετους και ξένους για τα λόγια της προσευχής μας;


Γιατί να μη θρηνούμε και να μη ζητάμε γι’ αυτή την πτώση μας το έλεος του Θεού;


Γιατί να μη καταλαβαίνουμε, τί μεγάλη ζημιά παθαίνει η ψυχή μας, όταν ξεφεύγει ο νους μας από τη μνήμη του Θεού, και καταντάει να σκέφτεται πράγματα άλλα; Δεν το καταλαβαίνουμε ότι έτσι μας εμπαίζουν οι δαίμονες;

Αυτά εμείς.


Αντίθετα οι άγιοι, έστω κι αν για μια στιγμή τους νικούσαν λογισμοί και τους αποσπούσαν ακούσια οπό την προσευχή, αυτό το θεωρούσαν σαν ένα είδος ιεροσυλίας. Και παρ’ όλο που με αστραπιαία ταχύτητα επανέφεραν τους «οφθαλμούς» της καρδιάς τους προς τον Θεό, κατηγορούσαν τους εαυτούς τους ότι είναι ασεβείς. Τα σκοτάδια των γήινων λογισμών, έστω κι αν ήσαν φευγαλέα, τους ήσαν κάτι το ανυπόφορο. Και απεχθάνονταν καθετί, που απομάκρυνε το νου τους οπό το Φως το Αληθινό.
 
 

Αγ. Κασσιανός ο Ρωμαίος

 

Thursday, December 27, 2012

Αγάπη του Θεού ( God's Love )

Thy Cross Do We Worship

Θερμή ικεσία στο Πάτερ ημών ( Γέροντος Ευσεβίου Βίττη )





Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς  

 Τὶ μεγάλη τιμὴ γιὰ μένα τὸ πλάσμα Σου, νὰ Σὲ ὀνομάζω Πατέρα! Πόσον πλοῦτον δὲν κρύβει αὐτὴ ἡ λέξη: Πατέρας!
Κρύβει τὴν ἀπέραντη στοργή, ποὺ εἶναι ἀπερινόητη καὶ ἀπεριχώριτη στὸ  μικρὸ καὶ περιωρισμένο μου μυαλό. Μιὰ ἀμυδρὴ καὶ μόλις διακρινόμενη εἰκόνα αὐτῆς τῆς στοργῆς μοῦ φανερώνει ἡ στοργὴ τοῦ ἀγαπημένου μου γήινου πατέρα μου. Ἐσύ, γιὰ νὰ νιώσουμε αὐτὴ τὴ στοργή Σου τὴν ἀκατανόητη, τὴν φύτεψες στὴν καρδιὰ τοῦ φυσικοῦ μου πατέρα. Καὶ ἔτσι μπορῶ, ὄχι βέβαια νὰ καταλάβω, ἀλλὰ νὰ διαισθανθῶ κάπως τὶ σημαίνει γιὰ μένα ἡ δική Σου στοργὴ ὡς οὐράνιου Πατέρα μου.

 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
 

Ὅμως ἐγώ, ἐπουράνιε Πατέρα, δὲν ξέρω τὶ θὰ πῆ πατέρας. Μοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ πατέρας μου πέθανε προτοῦ κὰν γεννηθῶ. Πατέρα μου Οὐράνιε. Πόσο πονοῦσε ἡ καρδιά μου, ὅταν ἥμουν παιδάκι!  Ἔβλεπα τὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἀγκαλιάζουν τὸν πατέρα τους, νὰ τὸν φιλοῦν καὶ νὰ φιλιοῦνται, νὰ τὰ κρατάη ἀπὸ τὸ χέρι στοργικά, νὰ τοὺς δείχνη τὴν προστασία του καὶ τόσα ἄλλα αἰσθήματα καὶ τόσες ἄλλες ἐκδηλώσεις καὶ πράξεις, δείγματα στοργῆς καὶ μέριμνας γονικῆς. Πόσο λαχταροῦσα καὶ ἐγὼ νὰ εἶχα ἕναν πατέρα! Πόσο ἔνιωθα φτωχὸς καὶ στερημένος! Πόσο ἔκλαιγε ἡ καρδιά μου! Πόσο βασάνιζα τὴ φαντασία μου γιὰ νὰ ζωγραφίσω τουλάχιστον μέσα μου μιὰ κάποια εἰκόνα τοῦ πατέρα μου, ποὺ ἔφυγε προτοῦ νὰ τὸν ἰδῶ!  Ὅμως τώρα πιά, ὅταν κατάλαβα τὸν ἑαυτό μου καὶ κάποια πράγματα, καὶ ἔμαθα γιὰ πρώτη φορὰ πὼς ἔχω Ἐσένα Πατέρα, πόσο γοητεύθηκα, πόσο χάρηκα καὶ πόσο νιώθω τώρα πλούσιος(α), ἀσφαλισμένος(η), μακάριος(α) ἀληθινά, γιατὶ ἀπόκτησα κι ἐγὼ Πατέρα. Ναί, Πατέρας μου εἶσαι Ἐσύ, ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μου! Σὲ εὐχαριστῶ Πατέρα μου ἐπουράνιε! Σὲ εὐχαριστῶ ὁλόψυχα!
 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
 

Ἐγὼ ἀντίθετα, εἶχα ἢ ἔχω γήινον πατέρα, Πάτερ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὰ γιὰ μένα ἦταν κάτι τὸ τρομερό!  Ὅταν γύριζε στὸ σπίτι μάλιστα μεθυσμένος καὶ ἀδιάντροπος, φοβερὸς καὶ τρομερός, πόσο τὸν φοβόμουν! Ἀκούγοντάς τον νὰ βλαστημάη μὲ ἀκατανόητες τότε γιὰ μένα, μὰ ἀηδιαστικὲς καὶ ἀπαίσιες τώρα γιὰ μένα λέξεις, ἔτρεμα σὰν τὸ ψάρι σύγκορμος (ἢ καὶ ἔνιωθα κοκκαλωμένος(η) ἀπὸ τὸν τρόμο. Μανούλα μου! ἔρχεται τὸ θηρίο, φώναζα τρομοκρατημένος(η) καὶ ἔπεφτα στὴν ἀγκαλιά της. Μόλις ὅμως ἄκουγα τὰ βήματά του ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα, ἔφευγα πανικόβλητος καὶ κρυβόμουνα κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Καὶ μὲ συγκρατημένη τὴν ἀνάσα καὶ βουβὸ κλάμα ἄκουγα νὰ δέρνη τὴ μανούλα μου, καὶ ἡ παιδική μου καρδιὰ γινόταν κομμάτια. Γιὰ μένα πατέρας σήμαινε θηρίο ἀνήμερο, βάρβαρος ἄνθρωπος, κτηνώδης, βίαιος, ἐγκληματίας.  Ἔπρεπε νὰ περάσουν χρόνια πολλὰ καὶ πονεμένα, γιὰ νὰ μάθω πὼς ἔχω ἕναν ἄλλο πατέρα, Ἐσένα Πλάστη μου οὐράνιε. Καὶ τότε κατάλαβα τὶ σημαίνει πατέρας. Καὶ σὲ ἀγάπησα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ σὲ λάτρεψα καὶ σὲ λατρεύω ὁλόψυχα πάντα ἀπὸ τότε.
 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς 

Ἐμένα ὁ πατέρας μου ἦταν ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος. Δὲν τὸν εἶδα ποτὲ νὰ μοῦ ἁπλώση τὸ χέρι. Τοῦ φαινόταν βάρος ἀβάσταχτο. Δὲν θυμᾶμαι νὰ σκύψη ποτὲ ἐπάνω μου, γιὰ νὰ μοῦ δώση ἕνα φιλί. Πάντα μὲ τὴν ἐφημερίδα στὸ χέρι ἢ προσηλωμένος στὴν τηλεόραση, μὲ ἀπέπεμπε, γιατὶ τοῦ χαλοῦσα τὴν ἡσυχία. Μοῦ ἦταν ξένος καὶ ἄγνωστος. Καὶ ἀποροῦσα ποιὸν ρόλο ἔπαιζε μέσα στὸ σπίτι μας. Δὲν τὸν ἄκουσα ποτὲ νὰ λέη ἕνα γλυκὸ λόγο στὴ μανούλα μου. Μόνο τὰ λεφτὰ ὑπολόγιζε, γι' αὐτὰ μιλοῦσε ἢ γκρίνιαζε καὶ ποτὲ δὲν ἔνιωσα νὰ λέη κάτι γιὰ Σένα, Πατέρα Οὐράνιε. Μόνο γιὰ γήινα καὶ φθαρτὰ πράγματα μιλοῦσε, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχης Ἐσύ. Πόσο ὅμως ἄλλαξε γιὰ μένα ἡ ζωή, ὅταν συνειδοτοποίησα, πὼς ἔχω ἕναν πολὺ στοργικὸ καὶ ἀπέραντα τρυφερὸ πατέρα, Ἐσένα Πάτερ ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς!
 

Σὲ εὐχαριστῶ θερμά. Πόση ἀνακούφιση καὶ παρηγοριὰ βρίσκω κοντά Σου! Σοῦ μιλάω, ὅταν θέλω. Σοῦ λέω ὅ, τι θέλω ἐλεύθερα καὶ χωρὶς φόβο γιὰ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες μου, γιὰ τοὺς φόβους καὶ τὶς δυσκολίες μου χωρὶς νὰ τρομάζω καὶ νὰ χτυπάη ἡ καρδιά μου ἀπὸ φόβο μὴ τυχὸν πῶ κάτι ἀταίριαστο καὶ νιώσω πὼς θὰ μὲ εἰρωνευθῆς. Κάθε φορά, ποὺ μιλάω μαζί Σου Σὲ ἀγκαλιάζω νοερά. Ὢ, τὶ εὐτυχία νιώθω τότε! Πόση ἀσφάλεια, πόση βεβαιότητα, πόση ἐλπίδα καὶ αἰσιοδοξία, Πατέρα μου Οὐράνιε! Σὲ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα καὶ γιατὶ μὲ ἔμαθες νὰ ἀγαπῶ παρόλα αὐτὰ τὸν φυσικό μου πατέρα. Καὶ γιὰ χάρη Σου θὰ τὸν ἀγαπῶ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ μέχρις ὅτου κλείση τὰ μάτια του.
 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς 

Ἀλλά, Πατέρα μου, ἐπίτρεψέ μου νὰ Σὲ παρακαλέσω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ γιὰ ὅσα παιδιά Σου δὲν Σὲ γνωρίζουν. Γιὰ ὅλα τὰ παιδιά, ποὺ ἡ λέξη πατέρας συμβαίνει νὰ μὴ λέη τίποτε ἢ νὰ σημαίνη ὅ, τι ξένο, ὅ, τι πρόξενο φόβου, ἀπέχθειας, ἀηδίας, ὀδύνης, μίσους, ἀποστροφῆς, ἀδιαφορίας, περιφρονήσεως, ἐκδικητικότητος καὶ ὅτι ἀνάλογό τους γιὰ τοὺς φυσικούς τους πατέρες, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται ἔτσι ἢ ἀλλιῶς στὸν τίτλο καὶ τὴν εὐλογημένη ἰδιότητα καὶ ἀποστολὴ τοῦ πατέρα. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους θὰ ἦθελαν νὰ ἔχουν πατέρα, ἀλλὰ δὲν τὸν γνώρισαν ποτέ.  

Μαλάκωσε, Πατέρα μου, τὶς καρδιές τους, κάνε τους τρυφεροὺς καὶ στοργικοὺς στὰ παιδιά τους, κάνε τους προνοητικούς, προστατευτικούς, ἀληθινούς, γνήσιους πατέρες, εἰκόνες καὶ ἀντίγραφα λιγώτερο ἢ περισσότερο δικά Σου, ὅσο εἶναι αὐτὸ μπορετὸ γιὰ ἄνθρωπο, ὥστε νὰ σκορπίζουν χαρά, γέλιο, ἀσφάλεια, θάρρος, ἀγάπη, βεβαιότητα καὶ ἀμοιβαιότητα καὶ ὅτι ἄλλο ἀνάλογο χριειάζονται τὰ παιδιὰ ἀπὸ ἕναν καὶ γιὰ ἕναν πατέρα, ἀντάξιο τοῦ ὀνόματός τους ὡς πατέρων, ὡς εἰκόνες Σου ζωντανές. 

Πόσο θὰ Σοῦ εἶμαι εὐγνώμων, Πατέρα μου, διαπιστώνοντας ὅ, τι Σοῦ ζητῶ ἐπίμονα καὶ μὲ θέρμη γιὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ γνωρίζω ποὺ δὲν ἔχουν κι ἂς ἔχουν, πατέρα. Καὶ πρὸ πάντων, πρὸ πάντων, νὰ γνωρίσουν Ἐσένα, οὐράνιε Πατέρα, ὥστε κι ἂν ὁ φυσικός τους πατέρας, δὲν ζῆ ἢ ἂν ζῆ, δὲν θέλει ἢ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πατέρας ὅπως πρέπει, ὅπως τὸν λαχταράει ἡ παιδικὴ πρὸ πάντων ψυχή, νὰ ἔχουν Ἐσένα, γλυκύτατε Πάτερ, πατέρα. Εἶμαι βέβαιος(η) πὼς δὲν Σοῦ ζητῶ κάτι παράλογο Πατέρα. Ἔτσι δὲν εἶναι; Σὲ εὐχαριστῶ.
 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς

Νιώθω, Πατέρα μου, πὼς δὲν εἶμαι μόνος(η) μου στὴν γῆ ἐτούτη, κι ἂς μοῦ λείπουν κάποιοι ἢ ὅλοι οἱ δικοί μου, γιατὶ κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο νὰ διορθωθῆ. Τὸ ξέρεις καλὰ αὐτό. Καὶ ὅ, τι κι ἂν μοῦ συμβῆ τώρα, τὴ νύχτα ἐτούτη ἢ τὴ μέρα, ποὺ θὰ ἔχω τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ μὲ φυλάγης, ὅτι θὰ μὲ προστατεύης, ὅτι θὰ συμβαδίζης μαζί μου σὲ κάθε μου βῆμα, ὅτι θὰ μὲ φωτίζης σὲ κάθε δύσκολη περίσταση, ὅτι θὰ μὲ παρηγορῆς σὲ κάθε μου θλίψη, ὅτι θὰ χαίρεσαι στὶς χαρές μου, ὅτι θὰ μὲ ἀγαπᾶς ναί, θὰ μὲ ἀγαπᾶς πολύ.

Πατέρα μου, κάνε νὰ νιώθω τὴν εὐτυχία αὐτοῦ τοῦ θελτικοῦ λόγου, ὅτι εἶσαι Πατέρας μου, Ὢ, δὲν χρειάζεται νὰ βυθίζω τὰ βλέμματά μου στὰ γαλάζια χάη τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου κατοικεῖς, γιατὶ εἶσαι μέσα στὴν καρδιά μου, Πατέρα μου. Καὶ ἐκεῖ, ὅπου βρίσκεσαι, δὲν εἶναι οὐρανός, Πατέρα; Μάλιστα, μάλιστα, Πατέρα μου. Αὐτὴν τὴν ὥρα ἡ καρδιά μου μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει καὶ γίνεται ἀπέραντη ἔχοντας Ἐσένα μέσα μου, γιατὶ ἔχει γίνει οὐρανός. Καὶ ἔγινε οὐρανὸς μὲ ὅλη τὴ χαρά, ποὺ ἔχει πάντα ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ, μὲ ὅλη τὴ χαρά, ποὺ κυριαρχεῖ ἐκεῖ καὶ κάνει μακάριες τὶς οὐράνιες ὑπάρξεις, ποὺ μόνιμα κατοικοῦν ἐκεῖ.

Ὤ, ἂν ἡ καρδιά μου παραμένη ἀθώα, καθαρή, ἀρρύπωτη, πόσο ἡ μέρα μου θὰ εἶναι μέρα οὐράνια! Καὶ πιὸ εὐτυχισμένη καὶ ἀπὸ τούτη τὴ στιγμή, ἂν μοῦ δοθῆ ἡ εὐκαιρία ἢν ἂν χρειασθῆ, ἂς ὑποφέρω κάτι γιὰ χάρη Σου, Πατέρα, ἂς κουραστῶ γιὰ Σένα, ἂς πονέσω γιὰ Σένα, ἂν αὐτὸ θὰ ἀπαιτηθῆ γιὰ χάρη κάποιων παιδιῶν Σου.

Εἶμαι ἔτοιμος/η, Πατέρα, γιὰ ὅλα. Καὶ γιὰ ὅ, τι θὰ μοῦ στείλης ἢ θὰ ἐπιτρέψης νὰ μοῦ συμβῆ· καὶ χαρὰ καὶ λύπη· καὶ κόπο καὶ ἀνάπαυση· καὶ ἐπιτυχία καὶ ἀποτυχία· καὶ νίκη, ἀλλὰ καὶ ·ἧττα. Γιατὶ τίποτε δὲν γίνεται χωρὶς τὸ θέλημά Σου ἢ κατὰ παραχώρησή Σου, εἶναι γιὰ μένα εὐλογημένο καὶ εὐαπόδεκτο, εἴτε τὸ καταλαβαίνω εἴτε ὄχι. Ξέρεις Ἐσὺ «ὧν χρείαν ἔχω». Σὲ εὐχαριστῶ, Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς!  

Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου

Νὰ ἁγιασθῆ τὸ ὄνομά Σου Πάτερ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σημαίνει
Νὰ τὸ προφέρω μὲ σεβασμό. Καὶ θὰ ἤθελα ἀπὸ σήμερα νὰ κάνω τὴν προσευχή μου μὲ πιὸ ἀργὸ ρυθμό, ἤρεμα- ἤρεμα, χωρὶς βαισύνη καὶ πίεση, χωρὶς νὰ τὸ κάνω σὰν πάρεργο καὶ κάτι σὰν ἀγγαρεία, χωρὶς νὰ εἶναι μηχανικὴ καὶ κάτι σὰν ρουτίνα. Νὰ κάνω τὸ σταυρό μου εὐλαβικὰ καὶ σωστά. Νὰ κάνω τὸ κομποσκοίνι μου σιγὰ σιγὰ καὶ μὲ προσήλωση, ὅση μοῦ εἶναι δυνατή.

Θέλω αὐτὴ τὴ στιγμή, ἀλλὰ καὶ κάθε παρόμοια στιγμή, νὰ Σὲ νιώθω πιὸ πολὺ κοντά μου· νὰ αἰσθάνωμαι πὼς μὲ ἀκοῦς μὲ καλωσύνη καὶ ἀγαπητικά, πὼς μὲ παρατηρεῖς μὲ στοργικὴ τρυφερότητα, μὲ τρυφερὴ στοργικότητα.

Θέλω, Πατέρα μου, νὰ νιώθω τὴν καρδιά μου σὰν τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, τὴν Ἀγία Τράπεζα, τοῦ ἱεροῦ μας Ναοῦ καὶ νὰ Σοῦ προσφέρω σὲ αὐτὸ τὸν ἑαυτό μου «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν εὐάρεστον, τὴν λογικήν μου λατρεία» «μὴ συσχηματιζόμενον τῷ αἰῶνι τούτῳ ἀλλὰ μεταμορφούμενον τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός μου εἰς τὸ δοκιμάζειν τὸ θέλημά Σου τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον».

Νὰ ἁγιάζω τὸ ὄνομά Σου, σημαίνει νὰ τὸ π ρ ο φ έ ρ ω πιὸ συχνὰ πιὰ ἀγαπητικά, πιὸ θερμά, πιὸ εἰλικρινά, πιὸ ποθεινά. Θέλω κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ νὰ ἔχω τὸ ὄνομά Σου στὰ χείλη μου καὶ αὐτὸ σημαίνει, νὰ ἔχω πρὸ πάντων, ὅταν ἔχω νὰ κάνω κάτι σημαντικό, ὅταν ἔχω κάποια δυσκολία νὰ ξεπεράσω, ὅταν κάποιο πρόβλημα πρέπει νὰ λύσω. Νὰ τὸ ψυθιρίζω γλυκά-γλυκά. Γιατὶ τὸ ὄνομά Σου σημαίνει στοργή, σημαίνει ἀγάπη, σημαίνει σοφία, σημαίνει ὀμορφιά, σημαίνει τὸ πᾶν, πέρα κάθε φαντασία καὶ νοητὴ σύλληψη.

Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου

Ὤ, Πατέρα μου, Πατέρα! Εἶσαι μέσα στὴν καρδιά μου. Καὶ ἡ καρδιά μου εἶναι χῶρος τῆς ἀπόλυτης Δεσποτείας Σου καὶ ἐπικρατείας Σου. Ὄχι πὼς δὲν μπορεῖς νὰ κυριαρχήσεις μέσα μου. Πῶς θὰ ἦταν κάτι τέτοιο ἀδύνατο γιὰ τὴν παντοδυναμία Σου, ἀλλὰ θέλεις νὰ Σοῦ ἀνοίξω ἐγὼ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μου, γιὰ νὰ μπῆς. Καὶ τὸ κάνω αὐτὸ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή, Πατέρα μου. Τὸ κάνω αὐτὸ μὲ ὅλη μου τὴ διάθεση καὶ ἀγάπη. Ἔλα, Πατέρα, βασίλεψε, Πατέρα στὴν καρδιά μου πέρα γιὰ πέρα. Καὶ ψυθίρισέ μου, Πατέρα τὶ θέλεις ἀπὸ μένα σήμερα; Ποιὲς εἶναι οἱ ἐντολές Σου γιὰ μένα τώρα. Ἀσφαλῶς τὰ καθήκοντα, ποὺ ἔχω νὰ ἐκπληρώσω, εἶναι γιὰ μένα οἱ ἀπ' εὐθείας ἐντολές Σου. Δὲ θὰ τὶς παραμελήσω. Δὲ θὰ μεταχειρισθῶ ὁ, τιδήποτε, ποὺ θὰ σήμαινε νόθευσή τους ἢ παραχάραξή τους ἢ παραμέλησή τους.

Θὰ προσέξω τὶ θὰ μοῦ ποῦν οἱ ἀνώτεροί μου ἢ ὅσοι θὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκη μου, καὶ θὰ τοὺς θεωρήσω ὡς δικούς Σου ἐκπροσώπους, ποὺ θὰ μοῦ ποῦν ὅ, τι θὰ μοῦ ποῦν ὡς ἐντολὴ ἐν ὀνόματός Σου. Καὶ θὰ ὑπακούσω προθυμότατα.
Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ὁ τόνος τῆς φωνῆς τους, τὸ ὕφος τοῦ προσώπου τους, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἰπωθῆ ὅ, τι θὰ εἰπωθῆ.

Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει καὶ δὲν πειράζει ἡ ἐνόχληση, ποὺ θὰ μοῦ διμιουργήση κάποια ἀπρόσμενη ἐντολή. Ἐγὼ θὰ ἀκούω Ἐσένα, Πατέρα μου, καὶ θὰ ὑπακούω σὲ ὅ, τι θὰ μοῦ λὲς διὰ μέσου τους ὁλόψυχα.

Βασιλεία Σου εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ καρδιὰ τῶν ἄλλων
Μάλιστα, Πατέρα μου καὶ Θεέ μου. Σὲ ποιὸν θὰ μπορέσω σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ Σένα; Τί συμβουλὲς θὰ χρειασθῆ ἴσως νὰ δώσω καὶ πῶς; Ποιὲς στιγμὲς θὰ μπορέσω νὰ διαλέξω, γιὰ
         νὰ  μὴν πληγώσω κανέναν,
         νὰ μὴν ὑποτιμήσω κανέναν,    
         νὰ μὴν παραγνωρίσω κανέναν,
         νὰ μὴν ταπεινώσω κανέναν,
         νὰ μὴν παραθεωρήσω κανέναν,
         νὰ μὴν παρασυρθῶ ἀπὸ «οὐ κατ' ἐπίγνωσιν ζῆλον» καὶ στενοχωρήσω κανέναν,
         νὰ μὴν κινηθῶ ἀδιάκριτα καὶ βεβιασμένα,
ἀλλὰ πολὺ εὐγενικὰ καὶ ἤρεμα νὰ κάνω λόγο γιὰ
         κάτι πνευματικό,
γιὰ κάτι,
        ποὺ θὰ οἰκοδομήση
        ποὺ θὰ ἐμπνεύση,
        ποὺ θὰ δώση ἐλπίδα,
        ποὺ θὰ στηρίξη,
        ποὺ θὰ παρηγορήση
        ποὺ θὰ δώση χαρά,
        ποὺ θὰ τὸν φέρη πιὸ πολὺ κοντά Σου.
Ὤ, Πατέρα μου, Πατέρα! Δός μου τὴν εὐλογημένη αὐτὴ εὐκαιρία καὶ τὴ χαρὰ νὰ βοηθήσω κάποιον νὰ Σὲ ἀγαπήση σήμερα!

Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς

Νὰ γίνη νὰ γίνεται τὸ ἅγιο θέλημά Σου τὸ εὐλογημένο καὶ ἀξιαγάπητο θέλημά Σου, Πατέρα μου!
- Τὶ θὰ μοῦ στείλης σήμερα;
        Ταπεινώσεις;
        Ἀπογοητεύσεις;    
        Ἀντιθέσεις;
        Ἀντιπαραθέσεις;
        Σωματικοὺς πόνους;
        Ὑλικὲς ζημιές;
        Δυσάρεστο(α) γεγονός(τα),
ποὺ δὲν περίμενα, ποὺ δὲν θὰ ἤθελα μὲ κανένα τρόπο ὄχι μόνο νὰ μὴ μοῦ συμβῆ, ἀλλὰ οὔτε κὰν νὰ τὸ ἀκούσω, γιατὶ θὰ μάτωνε τὴν καρδιά μου, γιατὶ θὰ μοῦ ἀφαιροῦσε  τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία μου;
Μήπως
        κάποιες ἀρνητικὲς ἢ ἄδικες κρίσεις γιὰ μένα;  
        κάποια ὑποψία ἀβάσιμη εἰς βάρος μου;
        κάποια περιφρόνηση;
        κάποια ὑποτίμησή μου;
        κάποια παραγνώρησή μου;
        κάποια πλήρη παραθεώρησή μου; ἢ καὶ ἀγνόησή μου;
Ὤ, ὅ, τι ἐπιτρέψης, Πατέρα μου, τὸ δέχομαι εὐχαρίστως ἐκ τῶν προτέρων. Καὶ ἄν κλάψω πολύ, σκούπισέ μου Ἐσὺ τὰ δάκρυά μου. Καὶ ἂν μὲ καταλάβη ἡ ἀδυναμία μου, στήριξέ με Ἐσὺ. Ὤ, μὴ μὲ παρεξηγήσης, Πατέρα μου, καὶ μὴν ἀγανακτήσεις, (καὶ δικαιολογημένα) εἰς βάρος μου. Ἂν πεισμώσω, τιμώρησέ με. Ἂν ἀποθαρρυνθῶ ἐνθάρρυνέ με. Ἂν πέσω, σήκωσέ με. Ἂν ἀπελπισθῶ, δῶσε μου κουράγιο.

Ναὶ Πατέρα, γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου τὸ ἅγιο, τὸ ἱερὸ τὸ λατρευτό.

Καὶ ἀκόμα, Πατέρα μου, ἂν γιὰ τὴ δόξα Σου, θὰ χρειασθῆ νὰ ὑποφέρω, νὰ ταπεινωθῶ, νὰ ἐγκαταλειφθῶ, ἂς γίνη καὶ αὐτό. Μοῦ ἀρκεῖ νὰ δοξάζεσαι Ἐσύ. Καὶ ἐγώ ... ὤ, γιὰ μένα, δὲν μὲ νοιάζει καθόλου, μὰ καθόλου! ...

Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον

Ὤ, τὶ εὐτυχία, Πατέρα! Τὶ εὐτυχία νὰ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ Σένα! Νὰ ἐξαρτῶμαι γιὰ ὅλα καὶ γι' αὐτὸ τὸ κομάτι ψωμιοῦ, ποὺ χρειάζεται τὸ γήινο σκῆνος μου, γιὰ νὰ ζήση. Ναί, Πατέρα. Εἶμαι παιδί Σου καὶ μὲ αὐτὴ τὴ βεβαιότητα Σοῦ ἁπλώνω τὸ χέρι μου.

Δῶσε μου τὸ ὑλικὸ ψωμί, Πατέρα, δηλαδὴ ὅ, τι μοῦ εἶναι ἀναγκαῖο, τροφή, ροῦχο, στέγη, ἀλλὰ μὴ μοῦ δίνεις Περισσότερα ἀπὸ τὰ ἀναγκαία γιὰ τὴν ὕπραξή μου. Καὶ δῶσε μου καὶ τὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία νὰ μοιράζωμαι ὅ, τι μοῦ δίνεις, μὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ μένα, φροντίζοντας ἔτσι νὰ ἔχω «ἐλεήμονα καρδίαν» καὶ διάθεση τοῦ  «διδόναι» «ἐκ ψυχῆς» καὶ ταυτόχρονα διάθεση νὰ μὴν ἐπιτρέπω στὴ βουλιμία νὰ μὲ κυριεύη, ἀλλὰ νὰ εἶμαι πάντοτε λιτός, ὀλιγαρκὴς καὶ πάντα φτωχότερος, ἂν μπορῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ πλουσιώτερος σὲ ἀγάπη καὶ εὐπραξία.

Δῶσε μου τὸν πνευματικὸν ἄρτον, Πατέρα, καὶ κάνε νὰ ἀκούσω ἢ νὰ διαβάσω κάποιον ἢ κάποιους ἀπὸ τοὺς λόγους ἐκείνους, ποὺ δίνουν φτερά, ποὺ ἀνεβάζουν εἰς «ὕψος νοητόν», ποὺ ἐξευγενίζουν τὴ σκέψη. Ποὺ ἐξαγιάζουν τὴν καρδιά.

Δῶσε μου, τὸν ἄρτον τῆς καρδιᾶς, Πατέρα μου, γιὰ νὰ νιώθω σήμερα, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμούλα, ὅτι Σὲ ἀγαπῶ ἀπέραντα καὶ ὅτι μὲ ἀγαπᾶς. Καὶ εὐδόκησε νὰ ἀφοσιωθῶ σὲ κάποιον μὲ ἀγάπη καὶ γιὰ ἀγάπη δική Σου. Πρὸ πάντων δέ, ἂν νιώθω ἀποστροφὴ γιὰ τὸ πρόσωπο αὐτὸ ἢ μοῦ εἶναι κουραστικὸ ἢ ἐνοχλητικὸ  ἢ ἀδιάκριτο ἢ ἀπαιτητικό.

Δῶσε μου τὸν ἄρτον τῆς ψυχῆς, Πατέρα, τὸν  «Ἄρτον τῆς Ζωῆς», τὸ «Ἄρτον τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντα, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ», τὸν Ἄρτον μὲ ἄλλα λόγια τὸν Εὐχαριστηριακό. Νὰ μπορῶ νὰ κοινωνῶ, ὅταν μπορῶ, νὰ μπορῶ νὰ θέλω, σύμφωνα μὲ ὅ, τι μοῦ ὡρίθσηκε στὴν ἐξομολόγηση μου. Καὶ αὐτὴν τὴ χάρη δώρισέ της ἐπίσης καὶ σὲ ὅσους ἀγαπῶ, σὲ ὅσους λαχταροῦν τὴν ἕνωσή τους μαζί Σου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τὸν ἀγαπημένο Σου Μονογενῆ, «τὸν θέντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ» ὑπὲρ ἐμοῦ!

Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἐφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν

Ὅταν προφέρω τὴ λέξη συγγνώμη, αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη τὴν καρδιά μου ἀπὸ ὅλα, ὅσα τὴ βαραίνουν. Ὄχι, ὄχι, Πατέρα μου, δὲν θέλω μόνο νὰ διώχνω μακριά μου ἐξορίζοντας ἀπὸ τὴν καρδιά μου τὸ μῖσος ἢ τὰ παράγωγά του εἰς ὕψος καὶ εἰς βάθος μέσα της. Θέλω νὰ ἐξαλείφω ἀκόμα καὶ τὴν ὅποια θύμηση, ποὺ μὲ κάνει νὰ πονῶ.

Ὤ, Πατέρα μου, ἂν πρέπη νὰ μὲ συγχωρῆς, ὅπως καὶ ἐγὼ συγχωρῶ, τὶ εὐτυχία, τὶ χαρά, τὶ γλυκύτητα βασιλεύει μέσα μου! Ὅμως βλέπεις πὼς δὲ θέλω τὸ κακὸ κανενός. Τὸ ξέρεις πὼς τὰ ξεχνῶ ὅλα ἢ πιὸ σωστά, ἀγωνίζομαι νὰ τὰ ξεχνῶ ὅλα, νὰ ὅλα. Ἔτσι δὲν θέλεις, Πατέρα;
Μὲ ἔχουν πληγώσει κάποιοι
    μὲ τὰ λόγια τους· τὸ ξεχνῶ·
    μὲ τὶς πράξεις τους  τὸ ξεχνῶ·
    μὲ τὶς παραλείψεις τους· τὸ ξεχνῶ·
    μὲ τὶς σκέψεις τους· τὸ ξεχνῶ·
    μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους· τὸ ξεχνῶ.

Εἶναι ὅμως ἀλήθεια, Πατέρα, πὼς καὶ ἐγὼ ἔχω πληγώσει πολλοὺς ἢ λίγους, δὲν ξέρω, μὲ τοὺς ἴδιους ἢ καὶ περισσότερους τρόπους, ποὺ ἀναφέρω πιὸ πάνω. Τὰ ξεχνᾶς ὅλα αὐτά, δὲν εἶναι ἔτσι; Τὸ ξέρεις πὼς φρόντισα νὰ ζητήσω τὴ συγνώμη ἀπὸ ὅσους ξέρω πὼς πλήγωσα καὶ στεναχώρησα. Ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους, ποὺ δὲν ξέρω ἢ δὲν θυμᾶμαι πὼς πλήγωσα, παρακαλῶ, πληροφόρησέ τους Ἐσύ, ζητώντας ἀπὸ Σένα τὴ συγνώμη γιὰ ὅ, τι ἔκανα εἰς βάρος τους ἐν γνώσει ἢ κυρίως ἐν ἀγνοίᾳ μου. Ὤ, Πατέρα μου εἶσαι τόσο ἀγαθός! Καὶ μάλιστα μὲ τέτοιο τρόπο καὶ σὲ τέτοιο βαθμὸ πολὺ ἀγαθός, ὥστε νὰ δείχνης τὴν ἀνεννόητη καλωσύνη Σου ἀκόμη καὶ στὸν ἀχρεῖο ἐμένα, τὸ πιὸ ἁμαρτωλὸ παιδί Σου, πρῶτο ἀνάμεσα καὶ στοὺς πιὸ ἁμαρτωλούς.

Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ Πονηροῦ

Πατέρα μου, ξεκινώντας τώρα γιὰ τὸ ἔργο μου, γιὰ τὸν χῶρο, ὅπου πρέπει νὰ προσφέρω ὅ, τι ὀφείλω ὡς χρέος μου ἀνεξόφλητο καὶ ἀπασχόλησή μου, θὰ συναντήσω ἀσφαλῶς τὸ πειρασμό, τὸν ὅποιον πειρασμό, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ ἐκ τῶν προτέρων. Ὤ, μεῖνε, μεῖνε μαζί μου! Ψιθύριζέ μου κάθε φορά «παιδί μου, πρέσεξε!» Τώρα ὑπάρχει πειρασμός!

Κάνε, νὰ μὴν ἐνεργήσω ποτὲ ἔτσι, ὥστε νὰ Σὲ πληγώσω, Πατέρα. Κι ἂν ἀτυχῶς τὸ κάνω, ἀπὸ ἀδυναμία ἢ ἀπροσεξία ἢ ραθυμία ἢ ἀμέλεια ἢ ὑψηλοφροσύνη ἢ λησμοσύνη ἢ ὅποιον ἄλλον λόγο, συγχώρησέ με καὶ κάνε ποτέ μου νὰ μὴν ξαναπέσω σ' αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα. Καὶ ἂν παρουσιασθοῦν οἱ ἴδιες περιστάσεις, κάνε νὰ μὴν ὑποχωρῶ ποτέ. Ἀλλὰ ἂν παρὰ ταῦτα συμβῇ νὰ ὑποχωρήσω καὶ πάλι, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν πτώση μου, Πατέρα. Σήκωσέ με γρήγορα καὶ ἐγὼ στὰ γόνατα ζητώντας τὸ ἔλεός Σου καὶ φροντίζοντας, ὅσο πιὸ γρήγορα μπορῶ, θὰ καταφύγω στὸ ἱερὸ Ἐξομολογητήριο, ὅπου θὰ καταθέσω τὸ κρῖμα μου, ποὺ μὲ μόλυνε καὶ μὲ καταρράκωσε...

Ὤ, ἡ ἁμαρτία! Ναί, τὸ κακό, ποὺ μὲ βάζει σὲ πειρασμὸ καὶ «ὅ οὐ θέλω, τοῦτο πράσσω καὶ ὅ μισῶ, τοῦτο ποιῶ» κατ' ἀντινομίαν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ δόλιο καὶ γοητευτικὸ δόλωμα, ποὺ μεθάει, μὲ ξεγελάει καὶ μὲ τυλίγει σὰν τὴν ἀράχνη στὰ δίχτυα τοῦ κακοῦ. Καὶ ἐγὼ μὲ μόνη τὴ θέλησή μου ἀδυνατῶ νὰ ἀντισταθῶ. Ἐλευθέρωσέ με, Πατέρα μου. Ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὴν καλοστημένη παγίδα τοῦ Πονηροῦ.

Καὶ ὅσα ἀρνητικὰ κι ἂν μοῦ συμβοῦν καὶ μοῦ δημιουργήσουν ἄλλης κατηγορίας πειρασμό, δὲν εἶναι παρὰ δοκιμασίες ἢ εὐκαιρίες ἐξιλασμοῦ καὶ καθαρμοῦ. Καὶ τὶς θέλω ἢ βοήθησέ με νὰ τὶς θέλω, γιατὶ τὶς θέλεις ἢ τὶς ἐπιτρέπεις Ἐσύ, Πατέρα. Ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία, τὴ σιχαμερὴ καὶ εἰδεχθῆ ἁμαρτία, ὄχι, ὄχι, ὄχι δὲν τὴν θέλεις καθόλου Ἐσύ. Καὶ πρέπει καὶ ἐγὼ νὰ μὴν τὴ θέλω, μὲ κανένα τρόπο. Δὲν πρέπει νὰ τὴ θέλω, γιατὶ δὲν τὴν θέλεις. Δὲν πρέπει νὰ ἀλληθωρίζω πρὸς τὸ μέρος της γιατὶ σοῦ εἶναι βδελυκτή. Καὶ ἀφοῦ Ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, πρέπει καὶ ἐγὼ ποτὲ νὰ μὴν τὴν θέλω. Βάλε αὐτὴν τὴν ἀποστροφὴ στὸ αἶμα μου στὶς ἶνες μου, στὴν καρδιά μου, σὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη. Γιὰ νὰ εἶμαι πάντα ἑνωμένος μαζί Σου. Γιὰ νὰ μὴ μοῦ ἀποκλεισθῆ ὁ δρόμος τοῦ Οὐρανοῦ. Γιὰ νὰ μὴ φοβοῦμαι οὔτε τὴ ζωὴ οὔτε τὸ θάνατο. Γιὰ νὰ μπορέσω νὰ Σὲ ἀντικρύσω κατάμματα καὶ ἀγαπητικά, ὅταν παρουσιασθῶ στὸ οὐράνιο βῆμα Σου καὶ θὰ Σὲ βλέπω καὶ θὰ μὲ βλέπης χωρὶς τὸ παραπέτασμα τοῦ παρόντος.

Πατέρα μου, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Χωρὶς Ἐσένα δὲν μπορῶ νὰ ζήσω πιά. Ἀλλὰ κι ἂν σὲ κάποια στιγμὴ ἀδυναμίας ξεγλιστρήσω καὶ πέσω ἢ κάνω κάποια βήματα προδοτικὰ τῆς ἀγάπης μου γιὰ Σένα, ἄκουσε τὴν κραυγὴ τῆς ἱκεσίας, ποὺ Σοῦ ἀπευθύνω ἐτούτη τὴ στιγμὴ μὲ ὅλη μου τὴν εἰλικρίνεια: Δὲν τὴν θέλω τὴν ἁμαρτία, ὅποια κι ἂν εἶναι, ὅ, τι κι ἂν μοῦ ὑπόσχεται, ὅσο γοητευτικὴ κι ἂν μοῦ φαντάζει. Δὲν τὴν θέλω! Τὴν ἀποστρέφομαι μὲ ὅση δύναμη διαθέτω, τὴν ἀποδοκιμάζω «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μου, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μου, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μου», γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημά Σου καὶ ἀγωνίζομαι νὰ εἶναι καὶ τὸ δικό μου θέλημα.

***********************

Φεύγω, Πατέρα μου. Φεύγω ἀπὸ τὸ σπίτι μου γιὰ ἐκεῖ, ὅπου καλοῦμαι σήμερα, ἐκεῖ, ὅπου εἶναι τὸ χρέος μου. Ὅμως ἔχω μέσα μου, δίπλα μου, ἐπάνω μου, γύρω μου Ἐσένα, Πατέρα. «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου ποῦ φύγω; Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, Σὺ ὑπάρχεις ἐκεῖ. Ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην πάρει. Ἐὰν κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ Σου καθοδηγήσει με καὶ καθέξει με ἡ δεξιά Σου». Ἀλληλούϊα.

Μεῖνε λοιπὸν μαζί μου, Πατέρα, ὅπου κι' ἂν πάω καὶ ὅπου κι ἂν βρεθῶ. Ἂς δουλεύω μαζί Σου, ὅπου δουλεύω. Ἂν πονέσω, ἂς πονέσω, ἀλλὰ μαζί Σου. Ἂς δοθῶ, ἂν χρειασθῆ, στὸ ἔργο μου, στοὺς ἀνθρώπους, στοὺς πονεμένους, στὰ παιδιά Σου, ἀλλὰ μαζί Σου, ὦ Πάτερ ἡμῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, πάντα μαζί Σου!

            Ἀμήν. Ἀμήν. Ἀμήν!


Γέροντος Ευσεβίου Βίττη
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...