Σε Ιερή Μονή της Λάρισας όπου βρισκόταν ένας δαιμονισμένος συνέβη το έξης:
Κατά την στιγμή πού ο δαιμονισμένος βρισκόταν στον περίβολο της Μονής άρχισε σαρκαστικά να γελά και να λέγη: «Καλώς τες μου, καλώς τες μου, καλώς τις αδελφούλες μου».
Ο Ιερέας της Μονής, ο όποιος δεν έβλεπε κανέναν, ερωτά το Δαιμόνιο- «Τί συμβαίνει; Σε ποιόν λες καλώς τες μου;» Και ό δαιμονισμένος απαντά- «Τώρα σε λίγο θα δεις».
Τί θα δώ, άπαντά ο ιερέας.
«Θα δεις τις τρεις αδελφούλες μου».
Και πράγματι, εκείνη την στιγμή προβάλλουν στο ύψωμα κατευθυνόμενες στην Μονή τρεις γυναίκες. Μόλις τις είδε ο Ιερέας κατάλαβε ότι για αυτές μιλούσε το Δαιμόνιο, και αφού γύρισε προς αυτό λέγει- «Τρισκατάρατε, δεν ντρέπεσαι τά πλάσματα του Θεού να τά λες αδελφές σου;»
Και ο Διάβολος- «Μα πώς είναι του Θεού, αφού εμείς καθόμαστε στο κεφάλι τους»!
Ό Ιερέας οργίστηκε και άρχισε να επιτιμά το Δαιμόνιο και να το εξορκίζει στο όνομα του Ιησού Χριστού να σιωπήση. Το δε Δαιμόνιο φώναξε περισσότερο, σε τέτοιο βαθμό πού το άκουσαν και οι γυναίκες πού είχαν πλησιάσει και σταμάτησαν.
Φώναζε και έλεγε: «Δεν βλέπεις παπά τά αδέλφια μου, πού είναι επάνω στα κεφάλια τους».
Ο ιερέας όμως επέμενε λέγοντας- «Μα κατηραμένε πώς είναι στην κεφαλή των πλασμάτων του Κυρίου τά αδέλφια σου, οι Δαίμονες;»
Και ο Διάβολος συνεχίζει- «Μα δεν γνωρίζεις παπά, ότι από τότε πού κατορθώσαμε και έφυγε η Αγία Τριάς από το κεφάλι τών γυναικών καθόμαστε πλέον εμείς;»
Ποιά Αγία Τριάς Σατανά;
-Μα παπά, δεν γνωρίζεις ότι οι τρεις πλεξούδες τών γυναικών πού πλέκουν την κοτσίδα τους συμβολίζει την Αγία Τριάδα; Τότε τί παπάς είσαι;
Από τότε πού καταφέραμε με την μόδα και κόψαμε τά μαλλιά τών γυναικών και βγάλαμε αυτήν την «τριάδα», από εκεί πού δεν μπορούσαμε να την βλέπουμε, καθίσαμε εμείς και κάνουμε ότι θέλουμε. Και συνεχίζοντας πρόσθεσε. Μα δεν βλέπεις ακόμη παπά πού κάθε ημέρα τις αλλάζουμε χτένισμα και κόψιμο; Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι δική μας δουλειά αυτή και όχι του Θεού; Ο Θεός μια φορά έφτιασε, εμείς κρημνίζουμε και φτιάνουμε κάθε ημέρα. Λυπούμαι πού είσαι και παπάς- και λες ότι έχεις πρόβατα τά αδέλφια τά δικά μας.
Οι γυναίκες αφού άκουσαν την ομολογία αυτή του Διαβόλου δεν μπήκαν στην Μονή αλλά αναχώρησαν. Ακούτε κυρίες; Ακούτε δεσποινίδες; Ακούτε κύριοι και αδελφοί;
Όποιος έχει αυτιά για να ακούη, ας ακούσει, όχι τί λέγει πλέον ό Θεός, άλλ’ αυτός ο Διάβολος.
(Από αχρονολόγητο φυλλάδιο της Αγίας Μαρίνης πού εξέδιδε ό Αείμνηστος Δημήτριος Παναγόπουλος).
Κατά την στιγμή πού ο δαιμονισμένος βρισκόταν στον περίβολο της Μονής άρχισε σαρκαστικά να γελά και να λέγη: «Καλώς τες μου, καλώς τες μου, καλώς τις αδελφούλες μου».
Ο Ιερέας της Μονής, ο όποιος δεν έβλεπε κανέναν, ερωτά το Δαιμόνιο- «Τί συμβαίνει; Σε ποιόν λες καλώς τες μου;» Και ό δαιμονισμένος απαντά- «Τώρα σε λίγο θα δεις».
Τί θα δώ, άπαντά ο ιερέας.
«Θα δεις τις τρεις αδελφούλες μου».
Και πράγματι, εκείνη την στιγμή προβάλλουν στο ύψωμα κατευθυνόμενες στην Μονή τρεις γυναίκες. Μόλις τις είδε ο Ιερέας κατάλαβε ότι για αυτές μιλούσε το Δαιμόνιο, και αφού γύρισε προς αυτό λέγει- «Τρισκατάρατε, δεν ντρέπεσαι τά πλάσματα του Θεού να τά λες αδελφές σου;»
Και ο Διάβολος- «Μα πώς είναι του Θεού, αφού εμείς καθόμαστε στο κεφάλι τους»!
Ό Ιερέας οργίστηκε και άρχισε να επιτιμά το Δαιμόνιο και να το εξορκίζει στο όνομα του Ιησού Χριστού να σιωπήση. Το δε Δαιμόνιο φώναξε περισσότερο, σε τέτοιο βαθμό πού το άκουσαν και οι γυναίκες πού είχαν πλησιάσει και σταμάτησαν.
Φώναζε και έλεγε: «Δεν βλέπεις παπά τά αδέλφια μου, πού είναι επάνω στα κεφάλια τους».
Ο ιερέας όμως επέμενε λέγοντας- «Μα κατηραμένε πώς είναι στην κεφαλή των πλασμάτων του Κυρίου τά αδέλφια σου, οι Δαίμονες;»
Και ο Διάβολος συνεχίζει- «Μα δεν γνωρίζεις παπά, ότι από τότε πού κατορθώσαμε και έφυγε η Αγία Τριάς από το κεφάλι τών γυναικών καθόμαστε πλέον εμείς;»
Ποιά Αγία Τριάς Σατανά;
-Μα παπά, δεν γνωρίζεις ότι οι τρεις πλεξούδες τών γυναικών πού πλέκουν την κοτσίδα τους συμβολίζει την Αγία Τριάδα; Τότε τί παπάς είσαι;
Από τότε πού καταφέραμε με την μόδα και κόψαμε τά μαλλιά τών γυναικών και βγάλαμε αυτήν την «τριάδα», από εκεί πού δεν μπορούσαμε να την βλέπουμε, καθίσαμε εμείς και κάνουμε ότι θέλουμε. Και συνεχίζοντας πρόσθεσε. Μα δεν βλέπεις ακόμη παπά πού κάθε ημέρα τις αλλάζουμε χτένισμα και κόψιμο; Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι δική μας δουλειά αυτή και όχι του Θεού; Ο Θεός μια φορά έφτιασε, εμείς κρημνίζουμε και φτιάνουμε κάθε ημέρα. Λυπούμαι πού είσαι και παπάς- και λες ότι έχεις πρόβατα τά αδέλφια τά δικά μας.
Οι γυναίκες αφού άκουσαν την ομολογία αυτή του Διαβόλου δεν μπήκαν στην Μονή αλλά αναχώρησαν. Ακούτε κυρίες; Ακούτε δεσποινίδες; Ακούτε κύριοι και αδελφοί;
Όποιος έχει αυτιά για να ακούη, ας ακούσει, όχι τί λέγει πλέον ό Θεός, άλλ’ αυτός ο Διάβολος.
(Από αχρονολόγητο φυλλάδιο της Αγίας Μαρίνης πού εξέδιδε ό Αείμνηστος Δημήτριος Παναγόπουλος).