Tuesday, September 30, 2014
Το πνευματικό ύψος της αποστολής του Ιερέα ( Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός )
Ύστερα, δεν είμαστε κήρυκες και διδάσκαλοι κάποιας ανθρώπινης θεωρίας, κάποιου φιλοσοφικού ή κοινωνικού συστήματος, αλλά διδάσκουμε «το σοφό σχέδιο του Θεού, που εμεινε μυστικό και κρυμμένο από τους ανθρώπους» (Α’ Κορ. β’ 7). Αποκαλύπτουμε στους ανθρώπους το Θεό και το μυστήριο της σωτηρίας. Ευαγγελιζόμαστε τη δωρεά της Θείας Χάρης, την κατάργηση του θανάτου, την ανάσταση της θνητής μας φύσης, την κατάργηση της εξουσίας του διαβόλου και την αιώνια βασιλεία του Θεού που είναι το τέρμα κάθε πόθου, κάθε σκέψης και νοσταλγίας. Όλα αυτά αποτελούν το κύριο καθήκον του ιερέα. Το «ποίμαινε τα πρόβατά μου» και το «βόσκε τα αρνία μου», που λέχθηκε από το Χριστό στον Πέτρο (Ιω. κα’ 15-17), επαναλαμβάνεται στον κάθε ιερέα.
Η εμπειρία του αόρατου πολέμου, η γνώση των μυστηρίων της Χάρης, οι μορφές και ενέργειες της πλάνης, οι χαρακτήρες των ανθρώπων, οι τρόποι της οικονομίας στη διαποίμανση των ψυχών πρέπει να είναι κτήμα των ιερέων, διότι πώς είναι δυνατό να διδαχθεί κάποιος μια τέχνη από έναν αδαή; Η «πανοπλία» της χάρης, όπως την περιγράφει ο Παύλος (Εφεσ. ς’ 11-18) είναι απαραίτητη, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει ο στρατηγός —ιερέας να πολεμήσει νικηφόρα εναντίον των αρχών και εξουσιών, των κοσμοκρατόρων του «σκότους του αιώνος τούτου».
Και εάν με όλους τους τρόπους προσπαθήσει ο ιερέας και δεν μπορέσει να γυρίσει πίσω ένα πλανεμένο και άρρωστο πρόβατο, τότε θα πρέπει, με την εξουσία της χάρης που έχει περιβληθεί, να έχει τη δύναμη ν’ απευθυνθεί σ’ αυτό και να μιλήσει με αυθεντία λέγοντας, «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού γίνου υγιής» ή «βγες από το βάραθρο στο οποίο έπεσες» ή «συγχωρούνται ιι αμαρτίες σου» ή «ανάβλεψε από την πώρωση της αναισθησίας σου» ή το και σπουδαιότερο, «αναστήσου από τη νέκρωση, στην οποία σε οδήγησαν οι διάφορες αμαρτίες». Ναί, αδελφοί μου, αυτά είναι τα καθήκοντα και τα γνωρίσματα του ιερέα, του κατεξοχήν πνευματικού ανθρώπου, που πρέπει να «τα καταλαβαίνει όλα», ενώ αυτόν «κανείς από εκείνους που δεν έχουν το Πνεύμα δεν είναι σε θέση να τον καταλάβει»(Α’ Κορ. β’ 15).
Εάν ο απλός πιστός δεν μπορέσει να φθάσει στο πνευματικό αυτό ύψος, τούτο δε θα παρεμποδίσει την Εκκλησία στο έργο της τόσο όσο όταν ο ιερέας αποτύχει στην αποστολή του. Διότι ο ιερέας είναι πατέρας που αναγεννά, φωστήρας που φωτίζει, παιδαγωγός που καθοδηγεί, γιατρός που θεραπεύει· αν λοιπόν δεν είναι τέτοιος, πώς θα φωτίσει και θεραπεύσει και καθοδηγήσει τους άλλους; Τότε ασφαλώς θ’ ακούσει από τον Κύριο το, «ιατρέ, θεράπευσε πρώτα τον εαυτόν σου»(Λουκ. δ’ 23) και το φοβερό ελεγκτικό λόγο· «Γιατί συ τολμάς να διδάσκεις το νόμο μου και να βάζεις στο στόμα σου τη διαθήκη μου; Συ μίσησες το νόμο μου ως παιδαγωγικό κανόνα ζωής και πέταξες πίσω σου σαν άχρηστες τις εντολές μου»(Ψαλμ. 49, 16-17).
Όσο μεγαλύτερη η ζημιά από την αποτυχία της αποστολής του ιερέα τόσο πιο μεγάλη είναι και η ευθύνη του, και συνεπώς η καταδίκη του από τον Αρχιποιμένα Χριστό που με το αίμα του ίδρυσε την Εκκλησία. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα λέει στον Ιεζεκιήλ σχετικά με το θέμα αυτό: «Και σένα, υιέ του ανθρώπου, σε έχω εγκαταστήσει φρουρό στον ισραηλιτικό λαό». «Εάν δεν πεις το λόγο μου ώστε να απομακρυνθεί ο αμαρτωλός από τον αμαρτωλό τρόπο της ζωής του, αυτός μεν ο παράνομος θα πεθάνει στην παρανομία του, αλλά την ευθύνη του αίματός του που χύθηκε θα την ζητήσω από τα χέρια σου»(Ιεζ. λγ’ 7-8). Κι αλλού προσθέτει: «Αυτά λέει ο Κύριος: Θα τιμωρήσω τους ποιμένες και θα ζητήσω τα πρόβατά μου από τα χέρια τους και θα τους εκδιώξω ώστε να μην τα ποιμαίνουν»(Ιεζ. λδ’ 10). Στον Ιερεμία λέει: «Αλλοίμονο σε σας τους ποιμένες, οι οποίοι διασκορπίζετε και καταστρέφετε τα πρόβατα της ποίμνης μου…Να εγώ θα σας τιμωρήσω δίκαια σύμφωνα με τα πονηρά σας έργα»(Ιερ. κγ’ 1-2), γι’ αυτό καλό είναι να τα έχουμε αυτά πάντοτε στη σκέψη μας για να μη μας κυριεύσει η ραθυμία και η αμέλεια.
Βέβαια το όλο έργο του Θεού δε ματαιώνεται από την αμέλεια και την απάθεια των λειτουργικών οργάνων, διότι ο Θεός έχει τη δύναμη να χρησιμοποιήσει και άλλους τρόπους, η ευθύνη αυτού όμως παραμένει ακέραιη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα λόγια του Μαρδοχαίου στην Εσθήρ που φαινόταν απρόθυμη να βοηθήσει στη ματαίωση των σχεδίων του βασιλέα συζύγου της Αρταξέρξη για τη γενική σφαγή των Εβραίων στη Βαβυλώνα. «Μη νομίσης ότι συ μόνη θα σωθής από όλους τους Ιουδαίους. Διότι αν συ σιωπήσεις στην περίσταση αυτή, βοήθεια και προστασία στους Ιουδαίους θα έλθη δι’ άλλου τρόπου, συ όμως και ο οίκος του πατέρα σου θα χαθήτε» (Εσθήρ δ’ 13-14).
Μη γένοιτο όμως, αγαπητοί αδελφοί, τίμιο του Χριστού ιερατείο, μη γένοιτο κάτι τέτοιο ποτέ να συμβεί με μας. Αντίθετα, η ευλογία και η χάρη του Κυρίου μας να συνοδεύει πάντοτε όλες τις σκέψεις και ενέργειές σας, ώστε να τελειώσουμε το δρόμο, να τηρήσουμε την πίστη για να μας δοθεί, κατά δικαιοσύνη, ο θείος στέφανος (Β’ Τιμ. δ’ 7). Ας μη βαρεθούμε, αδελφοί μου, τον εδώ μικρό κόπο, μικρό σε σύγκριση με την αιωνιότητα. Ας μην είσαστε, σύμφωνα με τον Παύλο «οκνηροί σ’ ό,τι πρέπει να δείχνετε ζήλο, να έχετε πνευματικό ενθουσιασμό, να υπηρετείτε τον Κύριο. Η ελπίδα να σας δίνει χαρά. Να έχετε υπομονή στις δοκιμασίες. Να επιμένετε στην προσευχή»(Ρωμ. ιβ’ 11-12). Μη μας τρομάζει η έκσταση της σημερινής αποστασίας και άρνησης· «γιατί τα όπλα με τα οποία πολεμάμε εμείς δεν είναι κοσμικά, αλλά έχουν τη δύναμη από το Θεό να γκρεμίζουν οχυρά»(Β’ Κορ. ι’ 4). Ας μη λησμονούμε ακόμη ότι «(ο Θεός) που ενεργεί μέσα σας είναι ισχυρότερος απ’αυτόν που κυριαρχεί μέσα στον κόσμο» (Α’ Ιω. δ’ 4).
Ας δούμε τώρα σε τι ακριβώς συνίσταται ο αγώνας που όλοι οι πιστοί καλούνται να διεξάγουν, πρωτοστατούντων των ιερέων. Είναι γεγονός ότι όλοι μας ξεκινούμε από μια μη χριστιανική ζωή· όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί στο νου, στην προαίρεση, στην πράξη. Γι’ αυτό όλων μας ο αγώνας συνίσταται στο να «αποβάλουμε» τον παλαιό άνθρωπο με τις πράξεις και τις επιθυμίες του, και να «φορέσουμε» τον καινό, τον «οποίον δημιούργησε ο Θεός»· να μεταμορφωθούμε, να υποστούμε την «καλήν αλλοίωση», να νεκρώσουμε το σώμα της αμαρτίας, για να ενδυθεί από μέσα μας ο Χριστός που στο βάπτισμα ομολογήσαμε και που «διαμορφώνεται» μέσα μας με την «εν Χριστώ» ζωή (Γαλ. δ’ 19).
Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός
http://pemptousia.com/http://pemptousia.com/
Apostazia ( Gheronda Iosίf Vatopedinul )
Deși am fost creați în chip desăvârșit, în ființa noastră, deopotrivă trup și suflet, nu a mai rămas aproape nimic în picioare după cădere, pentru că ”omul, în cinste fiind, n-a priceput; alăturatu-s-a dobitoacelor celor fără de minte şi s-a asemănat lor” (Psalm 48:12). Păcatul a adus omului moartea și stricăciunea, și nu numai atât, ci și lucrarea defectuoasă a mădularelor trupului încă dinaintea morții sale. Iar însușirile psiho-somatice cele mai importante prin care se manifestă sufletul omenesc, adică simțurile, gândirea, conștiința, s-au sălbăticit cu totul și numai prin Hristos, prin Cuvântul întrupat, ele redevin raționale și sunt reașezate în starea cea dintâi, când sunt folosite prin harul dumnezeiesc. Atât timp cât simțurile nu se hristifică, nu este o exagerare să le numim monstruoase. În firea stricată a simțurilor în care lucrează legea absurdului, nu putem vedea decât prezența iadului, pentru că acolo unde lipsește rațiunea simțului hristificat ies la iveală doar umbre și fantasme monstruoase.
Mai bine era condamnatului să nu simtă stricăciunea și moartea, decât să guste, oriunde ar întoarce ochii, amărăciunea ruinării sale. Simțire! Există ceva mai chinuitor decât această povară? Simțirea ne pune în legătură nu numai cu lumea înconjurătoare, ci și cu imensitatea imaginației. Prin imaginație ne plăsmuim visele. Însă, pentru că s-a sălbăticit sub puterea morții și a stricăciunii, imaginația a devenit mai degrabă tiranică decât mângâietoare. Prin simțire, atingem iadul, durerea, amărăciunea, deznădejdea, și toate câte țin de puterea stricăciunii și a morții sunt aduse, având drept canal de comunicare simțirea, în sufletul omului și îi otrăvesc încontinuu viața. Dar gândirea? Altă taină și aceasta, mai vrednică de plâns decât cea dinainte! Omul gândește, chiar și atunci când nu vrea să gândească. Gândește ca să gândească! Nu vrea să se gândească, dar nu poate altfel. Și simțirea, și gândirea, și conștiința și chiar și acest suflet, fără de Dumnezeu, devin alcătuiri monstruoase.
Simțurile noastre devenite bezmetice și iraționale din pricina păcatului, preschimbă lumea în care trăim și o fac asemenea ogrăzii mitice a Circei, în care toți oamenii care intrau se preschimbau în fiare sălbatice lepădând ipostasul omenesc. Asta se întâmpla până când Dumnezeu Cuvântul, ca un alt Ulise, S-a întrupat și ne-a făcut ai Lui, ne-a hristificat și a schimbat toate însușirile noastre, făcându-le ale Sale, făcându-le hristice. Fără de Dumnezeu, simțirea și gândirea se află într-o demență irațională, iar unicul doctor și leac a devenit El Însuși prin întruparea Sa, ca iadul să nu ajungă să urce pe pământ. Vechiul continent al Europei, după ce L-a lepădat de la sine pe Dumnezeu Cuvântul prin fel și fel de umanisme, s-a cufundat în lipsa de omenie, în nebunie sau, mai bine zis, într-o antropofagie ”civilizată” a războaielor distructive. Noi, în țara noastră, nu avem experiența acestei realități.
Sufletul nostru, și el! Taina tainelor! Taina cea mai de neînțeles și mai de neconceput de sub cer. Nimeni, niciodată, nu a putut să se apropie și să înțeleagă firea, ființa și însușirea sufletului. Tot ce se petrece, din cauza sufletului se petrece și de el este determinat, însă sufletul de nimeni nu a putut fi înțeles vreodată. Numai Dumnezeu Cuvântul întrupat a revelat și a dat mărturie despre natura sufletului și despre cine este el, pentru că Dumnezeu este Creatorul sufletului, după El tânjește sufletul, El este lumea și așteptarea lui. Numai El a putut să îl reveleze și să îl definească în chip vrednic de Dumnezeu, spunând că lumea toată nu valorează cât un singur suflet (vezi Matei 16:26).
Dumnezeu Cuvântul Care S-a făcut om, după ce a asumat în ipostasul Său dumnezeiesc omul întreg, trup și suflet, a împărtășit deopotrivă acestor două stihii, trupului și sufletului, însușirile Sale dumnezeiești și de aceea a pătruns în toată profunzimea ființei umane dorul după Dumnezeu și după Hristos. Dumnezeu Cuvântul a devenit prototipul sufletului nostru, rațiunea lui, sensul lui, dorul și însuși raiul lui. Doar prin Hristos firea omenească și-a regăsit sinele, de aceea, cu îndreptățire, Domnul nostru a mărturisit că ”cine îşi va pierde sufletul pentru Mine îl va afla” (Matei 16:25). Numai când sufletul are ca punct de plecare și destinație pe Dumnezeu Cuvântul, el se întregește și își atinge scopul; orice altă mișcare și lucrare a lui devine și rămâne absurdă și fără sens; cât timp este în afara lui Dumnezeu, sufletul este în fapt în afara lui însuși. În afara lui Dumnezeu, sufletul se află în nebunie, în rătăcirea fără sens a patimilor și păcătoșeniei, într-o suferință și o cruzime fără sens. Pe bună dreptate Dumnezeu Cuvântul grăiește: ”Cine ţine la sufletul lui îl va pierde, iar cine-şi pierde sufletul lui pentru Mine îl va găsi” (Matei 10:39).
Și acest trup de lut al omului fără de Cuvântul nu ar fi altceva decât un vas fără însemnătate și fragil, aparținând regatului animalelor și supus nenorocirilor care sunt urmări ale legilor stricăciunii, suferinței și morții. Prin asumarea firii omenești, Preabunul arhitect, Dumnezeu Cuvântul, a îndumnezeit trupul și l-a făcut rațional, ca să fie și să rămână trupul lui Hristos, ”Trupul însă… [este] pentru Domnul” (I Corinteni 6:13). Prin întruparea Sa, Dumnezeu Cuvântul a luat trup, iar prin înviere și înălțare anunță și propria noastră înviere din ziua celei de-a Doua Veniri. Când se închină lui Dumnezeu, trupul omenesc îndumnezeit dobândește această slavă, pentru că Dumnezeu Cuvântul Care le-a creat și pe toate le ține, în acest chip a voit să ridice chipul căzut. Prin întruparea lui Dumnezeu Cuvântul s-a dăruit deplina revelație și sensul tainei omului și însuși sensul cerului și al pământului. Întreaga noastră ființă a dobândit rațiune, s-a hristificat, a căpătat sens prin dumnezeiasca Venire, cât timp înainte de Întrupare întreaga cugetare omenească nu era altceva decât un strigăt de tânguire, o angoasă fără de margini, o jale neîncetată și un plâns fără oprire. Orice lucru este doar omenesc, dacă nu se îndreaptă către Mântuitorul Dumnezeu-Om ca să primească rațiune și să devină dumnezeiesc-omenesc. Va rămâne absurd, fără sens și, în cele din urmă, inuman. Acesta este scopul primordial și ultim al întrupării Domnului nostru, de a conferi rațiune și sens omului și întregii lui existențe. Dacă nu devenim ființe cuvântătoare, raționale, și dacă nu ne îndumnezeim în Dumnezeu Cuvântul, ființa noastră, deopotrivă trup și suflet, nu este altceva decât un monstru înspăimântător, o fantasmă și o umbră venind din haos.
Sursa: Gheronda Iosίf Vatopedinul, De la moarte la viață, Seria Cuvinte de suflet-folositoare vatopedine 3, pp. 35-39.
Prayer and fasting banish all sinful thoughts ( St. Paisius Velichkovsky )
Prayer and fasting banish all sinful thoughts, stop the fever of the brain, preserve the mind from
disturbance, gather it away from dispersion, and enlighten it. Prayer and fasting banish from a man unclean spirits and heal those who are tormented by demons, as the Lord said:
This kind (that is, the devils) goeth not out save by prayer and fasting (Matt. 17:21). Prayer and fasting also cleanse the mind in which the devils often cause darkness. Prayer and fasting are
weapons which protect every access of the devils to us. Prayer, like a grace-given spirit, enlightens the mind, and gives fervor. Prayer with sobriety of
heart is the guardian of the mind, extinguishes its forgetfulness as water does fire.
St. Paisius Velichkovsky
Monday, September 29, 2014
ΤΙ ΛΕΝΕ ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ ΜΑΣ
Μόλις μας έστειλε ένας καλός φίλος όσα άκουσε από απλούς Μοναχούς στ’ Άγιον Όρος , όπου πήγε ως προσκυνητής .
*
-Η περιουσία και ο θησαυρός ημών των Ελλήνων Ορθοδόξων είναι πνευματική και όχι υλική.
Βλέπεις γύρω σου και παντού το κακό και διαμαρτύρεσαι! Πόσες μετάνοιες όμως έκανες για να καταλυθεί το κακό;
Καμία!
-ε τότε τί μιλάς;
-Καταγγέλεις τους υψηλά ισταμένους άρχοντες και όλους τους υπευθύνους για την κατάντια του έθνους, μα και συ στην ζωή σου δεν διαφοροποιείσαι καθόλου από όλους αυτούς!
Όπως ζούνε αυτοί, ζεις και σύ ,στην ίδια συχνότητα ,αδιάφορος για τα πνευματικά και δοσμένος στην ύλη και στον αιώνα τούτον.
*
-Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι έξω αλλά μέσα μας
*
-Η Επανάσταση του 21 ξεκίνησε ουσιαστικά από τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό με τον Ορθόδοξο λόγο και την Ορθόδοξη ζωή του .
-Μας αξίζουν ακόμη χειρότερα ως έθνος για την πώρωση και αμετανοησία μας .αλλά οι προσευχές των Αγίων μας κρατάνε ακόμη και έχουν λιγοστεύσει να πάθουμε αυτά που αξίζουμε.
*
-Η εσωτερική αταξία φέρνει και την εξωτερική αταξία.
*
Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ είναι αυτή που ορίζει το μέλλον μας προσωπικά και Εθνικά.
-Ασχολήσου και μερίμνησε για το θέλημα Του Θεού στην ζωή σου και άσε Τον Θεό να μεριμνήσει για τα προβλήματά σου.
*
-Κάθε λογισμός που σου φέρνει ταραχή είναι του Διαβόλου, διώξε τον με την περιφρόνηση.
*
-Ο κάθε Χριστιανός περνάει κάποιες φορές την δική του Μεγάλη Βδομάδα ,για να φτάσει στην Ανάσταση.
*
-Η Θεία λατρεία είναι η αναπνοή μας. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτήν.Απόλυτα και πριν από όλα αυτή προηγείται .
*
-Κάθε αναπνοή που δεν δοξολογεί τον Θεόν είναι ματαία.
*
Όλα όσα βλέπουμε και συναντάμε στην ζωή μας να γίνονται αφορμή για δοξολογία στον Θεό.
*
-Όταν έχεις γαλήνη μέσα στην ψυχή σου είσαι ο καλύτερος Ιεραπόστολος. Με την γαλήνη αλλοιώνονται και οι γύρω σου.
*
-Μονός καυγάς ποτέ δεν γίνεται.
*
-Να έχουμε σεβασμό στους γονείς και αγάπη στα παιδιά .
-Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος υπηρέτησε την Παναγία και μετά, αφού μεταστάθη εις τον Παράδεισο, άρχισε την Ιεραποστολική περιοδεία.
*
Για τους συζύγους:
Έχεις τον σύζυγό σου ως σύντροφο στην ζωή σου ή ως συμμέτοχο στην αμαρτία;
*
Για τα παιδιά :
-Ανατρέφουμε παιδιά για τον Παράδεισο ή εκθρέφουμε γουρουνάκια για σφαγή
-Να αποβλέπουμε στην ψυχή των παιδιών που είναι αιώνια και όχι μόνο στο σώμα τους.
*
-Μας έκανε εντύπωση ότι οι Μοναχοί στα προσκυνήματα των Ι.Μονών τους, δείχνουν την ίδια ευλάβεια, τις ίδιες μετάνοιες με το ίδιο δέος μετά από τόσα χρόνια παραμονής τους εκεί.
*
-Ένας Μοναχός δεν έφαγε όλες τις τηγανιτές πατάτες από το πιάτο του και τις πήρε με χαρά από το πιάτο του ο Μοναχός που καθότανε απέναντί του.(τι ωραία σκηνή, που δεν την βρίσκεις ούτε στα βιολογικά αδέλφια.)
*
-Κάθεται ένας ηλικιωμένος Μοναχός σε ένα παγκάκι και με την μαγκούρα του χτυπώντας την δίπλα από ένα μυρμήγκι του λέει:
«Γρήγορα στην φωλιά σου γιατί θα σε πατήσουν εδώ οι άνθρωποι.»
*
-Ποιο το νόημα Γέροντα που καταλάβατε , μετά από τόσες δεκαετίες Μοναχισμού;
Ατέλειωτη υπομονή. Ή μάλλον υπομονές.Μεγάλο μυστήριο η υπομονή που ακόμη δεν έχω πλήρως κατανοήσει.
*
Μην περιμένουμε στην γή αυτήν να βρούμε το τέλειο. Δεν είναι εδώ ο Παράδεισος αλλά εξορία.
*
-Ξέρετε Πάτερ κάποιον εδώ κοντά για να ακούσουμε πνευματικόν λόγον;
Η πνευματική ωφέλεια δεν έρχεται κατά παραγγελίαν. Μπορείς να ωφεληθείς και χωρίς να ακούσεις λόγο. Αυτή η ίδια λειτουργική και ασκητική ζωή μπορεί να σε ωφελήσει πιο πολύ από χιλιάδες λόγους.
*
«Μοναχός εστίν ο μηδέν έχων εν τω κόσμω τούτω ει μη μόνον τον Χριστόν».
*
-Να θυμόμαστε τα δικά μας αμαρτήματα και όχι να μηρυκάζουμε των άλλων, ό,τι και να σου έχουν κάνει και αδικήσει, ειδάλλως θα έχεις όλο ταραχή στην ζωή σου.
*
-Τους βλασφήμους λογισμούς να τους περιφρονείς και περιγελάς .
*
-Δεν υπάρχουν στο Ισραήλ μόνο απόγονοι των σταυρωτών του Χριστού, αλλά και του Ιωσήφ του Αριμαθαίας.
*
-Το μόνο όπλο των Ορθοδόξων είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ.
-Οι εβραίοι σταύρωσαν τον Κύριό μας 1 φορά, εμείς τον σταυρώνουμε καθημερινά με τις αμαρτίες μας.
*
-Να επιλέξουμε έναν Άγιο ή μία Αγία που τον αγαπάμε ιδιαίτερα και να τον καταστήσουμε Προστάτη του σπιτιού μας.
Να αποκτήσουμε μία εικόνα του , να ανάβουμε το καντηλάκι του καθημερινά, να κάνουμε κάθε έτος στην ημέρα της εορτής του Θ.Λειτουργία, αλλά και να έχουμε εκείνη την ημέρα αργία για όλη την οικογένεια.
Σε αυτόν τον Άγιο ας στρέφουμε καθημερινά όλες τις προσευχές και αιτήσεις μας και θα λαμβάνουμε κάθε εύχερη βοήθεια , θεία προστασία και γαλήνη Χριστού στην ζωή μας.
-Ο πνευματικός άνθρωπος στα διλλήματα φαίνεται. όταν πρέπει να πάρει σοβαρές αποφάσεις.
*
-Αυτή η ζωή είναι εξορία. δεν θα βρεις εδώ το τέλειον και την απόλυτη ευτυχία ,αλλά μόνο στον Παράδεισο.
*
-Πιο πολύ σε βοηθάνε όσοι σου λένε ΟΧΙ παρά όσοι σου λένε ΝΑΙ
*
-Η Υπομονή και η ταπείνωση γεννούν όλες τις άλλες αρετές.
*
Κάθε καλό έχει 2 βασικά χαρακτηριστικά :
α) αργεί να γίνει και β) το πολεμάει ο διάβολος.
*
-Κάποτε ένας επαγγελματίας φωτογράφος από το εξωτερικό ,τράβαγε φωτογραφίες από το Άγιον Όρος όπου βλέπει ,μέσα σε κάτι κοπριές από μουλάρια, να φυτρώνει μία Ορχιδέα πανέμορφη η οποία ,όπως ανέφερε, δεν υπάρχει όμοιά της στον κόσμο όλο.
«Οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερπερίσσευσεν ἡ χάρις».
*
-Εντύπωση μας έκανε ότι σε κάποιες συνοδοιπορίες και επίμοχθες αναβάσεις σε ανηφορικά μονοπάτια προκειμένου να ακούσουμε λόγια ωφέλημα ακολουθούσε και ένας Γερμανός Ορθόδοξος που δεν ήξερε την Ελληνική γλώσσα. Παρά ταύτα ακολουθούσε και ίδρωνε και πάσχιζε μαζί μας δίχως να καταλαβαίνει τι ακούει από τους αγιασμένους γέροντες. Πιστεύω ότι δια τον κόπο του αυτό και μέσα από τις ασκητικές φυσιογνωμίες των Μοναχών ο Θεός του έδωσε περισσότερη χάρη.
*
-Όπως ένα ψέμα φέρνει και άλλο ψέμα, έτσι και ένα καλό φέρνει και άλλο καλό. Και όταν ξεκαθαρίζεις μία κατάσταση τότε επομένως ξεκαθαρίζεις αμέσως και μία άλλη και ούτω καθεξής.
-Και το καλό και το κακό λοιπόν λειτουργούν ενίοτε σαν ντόμινο.
*
-Η εμμονή στην αμαρτία σκοτίζει τον άνθρωπο.
*
-Ακηδεία : όρος που σημαίνει την νωθρή και χλιαρή πνευματική κατάσταση στα πνευματικά.
Δηλαδή (σε μία παρετυμολογία) οι ακηδείς έχουν ήδη πεθάνει ψυχικά ,δίχως ακόμη να γίνει ακόμη και επίσημα η κηδεία τους.
*
-Βάλτε πρόγραμμα πνευματικό στην ζωή σας με καθημερινή προσευχή και μελέτη του Θείου λόγου, ειδάλλως προκοπή δεν θα κάνετε στην ζωή σας αλλά θα πηγαίνετε από το κακό στο χειρότερο.
*
-Πως θα αγαπήσουμε τον Χριστό;
Μέσα από την τήρηση των εντολών Του,πολύ απλά.
*
-Έπεσες σε μία βαριά αμαρτία;
Την προετοίμασες ήδη από το δωμάτιό σου, ετοίμασες από πριν το έδαφος , απλώς τώρα εκδηλώθηκε η πνευματική κατάστασή σου .
*
-Συμβουλή Αγιορείτου Ασκητή:
-Υπομονή
-Προσοχή
-Προσευχή
-Η τροφή του Διαβόλου είναι να του δίνεις προσοχή, να εστιάζεις σε αυτόν και μετά ξέρει αυτός να κάνει την βρωμερή δουλειά του.
*
-Το θέμα δεν είναι τι προβλήματα συναντάμε, αλλά να μην γινόμαστε εμείς ΠΡΟΒΛΗΜΑ για τους άλλους.
*
-Δες τους μπακάληδες! Ό,τι τους συμφέρει και πωλείται το αγοράζουν. Ό,τι όμως δεν φεύγει το απορίπτουν.
Έτσι και συ, ό,τι βλέπεις ότι σε ωφελεί κράτησέ το και διεκδίκησέ το ,ό,τι όμως σε βλάπτει διώξε το μακριά.
*
-Ενώ εμείς θέλουμε να μας κάνει ο Θεός υπακοή και να ακούει τα αιτήματά μας , εμείς όμως δεν δείχνουμε υπακοή στο Άγιο θέλημά Του.
*
-Πόσες εκατοντάδες λέξεις αναφωνούμε καθημερινά! Ίσως και χιλιάδες!
Πόσες φορές όμως την ημέρα αναφέρουμε το όνομα του ΧΡΙΣΤΟΥ;
Διονύσιος Ταμπάκης
http://www.pentapostagma.gr/
Ὁσιακός θάνατος ἐρημίτη
«Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλμ. ΡΙΕ' δ).
Ο Αββάς Δανιήλ, ο νεώτερος των Δανιηλαίων, από τα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, μου διηγήθηκε κατά τις τελευταίες αυτές ήμερες μας, πώς κοιμήθηκε, τον αιώνιο ύπνο, ο αββάς Γαβριήλ ο Καρουλιώτης.
Με τον αββά αυτόν μας συνέδεε απλή γνωριμία, ήταν τύπος καλού Μονάχου και τέλειου υποτακτικού. Έμεινε περισσότερα από 20 χρόνια στο Γέροντα του Σεραφείμ Μοναχό, στην ησυχαστική Καλύβα «των Αρχαγγέλων» στο επάνω μέρος των Καρουλιών.
Εκεί έμαθε, από την υπακοή στο γέροντά του, να είναι λιγόλογος, ταπεινός, να λέγει ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ υιέ του Θεού ελέησόν με», να είναι εγκρατής και άκρως ασκητικός, τόσον ώστε δεν έτρωγε λάδι ούτε και την ήμερα του Πάσχα, καθ' όλη την ασκητική του ζωή. Κοινωνούσε δε πολύ συχνά και μετείχε, με πλήρη επίγνωση της αναξιότητας του, στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, όπου τακτικότατα μεταλάμβανε των Άχραντων Μυστηρίων —το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Η πολλή άσκηση και στέρηση του οργανισμού του, από τις απαραίτητες τροφές, επειδή ήταν φύσεως καχεκτικής και αδύνατης κράσεως, βοήθησε να πάθει αβιταμίνωση και καθίζηση των οστών από την έλλειψη ασβεστίου, είτε κατά παραχώρηση Θεού για δοκιμασία, πολύ αδυνάτισε και οι αδελφοί Δανιηλαίοι, παρέλαβαν αυτόν στο ησυχαστήριο τους, οπού τον φρόντιζαν να έχει όλα τα απαραίτητα. Αυτός ο ευλογημένος, πάτερ Γαβριήλ, αφού πρόθυμα δέχθηκε να συμμορφωθεί με όλη την πνευματική σειρά πού έχει καθιερώσει η Αδελφότητα των Δανιηλαίων στην κοινοβιακή ζωή τους, ζήτησε επίμονα να του επιτρέψουν να μη καταλύσει ελαιον, επειδή σ' όλο το διάστημα, όπως είπαμε, με το γέροντα του Σεραφείμ, δεν είχε χαλάσει τη σειρά τους αυτή, δηλαδή να μη τρώνε ούτε το Πάσχα λάδι, και προ της επιμονής του, οι Πατέρες Δανιηλαίοι υπεχώρησαν στο θέμα αυτό της υπερβολικής εγκράτειας.
Στην κατάσταση αυτή έμεινε κλινήρης 22 ήμερες. 3 Νοεμβρίου ήταν ή εορτή ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου, μετά από τη θεία λειτουργία, πού τέλεσε, ο ιερομόναχος της συνοδείας των Δανιηλαίων Γρηγόριος και κοινώνησαν όλοι, ο νεώτερος πατήρ Δανιήλ είπε στον Άββα Γαβριήλ Καρουλιώτη, πού ήταν ασθενής:
«— Πάτερ Γαβριήλ, μετά πέντε ήμερες έχομε την εορτή των Αρχαγγέλων, πού είναι και η ονομαστική σου εορτή, τότε θα κάνουμε λουκουμάδες και προς τιμή των Αρχαγγέλων θα πρέπει και συ πάτερ Γαβριήλ να κάμεις εξαίρεση και να καταλύσεις, δηλ. να φας έστω και δυο λουκουμάδες.
Ο Πάτερ Γαβριήλ, στον πατέρα Δανιήλ, με χαμόγελο στα χείλη είπε: «Πάτερ Δανιήλ, εσείς να φτιάξετε λουκουμάδες και προς δόξαν θεού και τιμή των Αρχαγγέλων να φάτε, άλλα εγώ δεν θα φάω μαζί σας, γιατί μέχρι τότε θα έχω φύγει άπ' εδώ!»
Ο Πατήρ Δανιήλ, δεν έδωκε τότε σημασία στα λόγια αυτά, διότι νόμισε πώς αστειεύεται ή ότι θέλει να επιστρέψει στο ησυχαστήριό του.
Μετά δυο μέρες βάρυνε πολύ η κατάσταση της υγείας του Πατέρα Γαβριήλ και οι επισκέψεις μας στο κελλάκι του ήταν συχνότερες. Την τρίτη μέρα 6 Νοεμβρίου, ο νυν Γέροντας των Δανιηλαίων, Π. Μόδεστος, όταν σηκώθηκε από τον ύπνο, πριν από την Ακολουθία του Όρθρου να κάμει την ατομική του προσευχή —τον κανόνα—, έκανε τη σκέψη να δει πρώτα τον ασθενή αδελφό και μετά να κάμει την προσευχή του.
Όταν πήγε στο δωμάτιο του Π. Γαβριήλ, τον βρήκε να προσεύχεται, αλλά να είναι πολύ καταβεβλημένος, αμέσως έτρεξε στο δωμάτιο, του τότε Γέροντα Γερόντιου Μοναχού, προς τον όποιον είπε ότι ο Πάτερ Γαβριήλ δεν αισθάνεται καλά.
Ο Γέρων Γερόντιος με το Μοναχό Νήφωνα, πήγαν στο δωμάτιο του ασθενή. _ Αυτός με καλοσύνη τους δέχθηκε χαμογελαστός όπως συνήθιζε πάντα, αλλά έδειχνε όψη μελλοθάνατου. Τον ρώτησαν αν θέλει τίποτα, αν θέλει να κοινωνήσει, κι αυτός τους απήντησε ότι θέλει να κοινωνήσει, αν άρχισε η θεία λειτουργία, εάν όμως δεν άρχισε ακόμη, τότε είπε, να μου φέρεται Αγιον Άρτο να κοινωνήσω. Αμέσως του φέρανε τα Άχραντα Μυστήρια και κοινώνησε με πολλή ευλάβεια όπως συνήθιζε πάντα να κοινωνεί με δάκρυα στα μάτια.
Ο Γέρων Γερόντιος είπε στον πατέρα Νήφωνα, κάθισε συ δω και πρόσεχε μήπως θελήσει τίποτα ό αδελφός, κι εμείς θ' αρχίσω με την Ακολουθία.
Ο Πάτερ Νήφων άμα είδε την κατάσταση του Π. Γαβριήλ πού βάραινε, για το ενδεχόμενο του θανάτου, άφησε για λίγο τον ασθενή και πήγε στην κουζίνα, κατέβασε το προζύμι και το έβαλε στο νερό, για να ζυμώσουν ψωμί την επαύριον πού θα χρειαζόταν να μοιράσουν στην κηδεία. αφού έβαλε το προζύμι στο νερό, γύρισε στον ασθενή, και κείνη την ώρα, πήγαινε στο δωμάτιο του ασθενή κι ο Πάτερ Δανιήλ, ό όποιος περισσότερο αϊτό τους άλλους φρόντιζε για τη δίαιτα του αδελφού, διότι σαν πιο επιτήδειος, έχει το διακόνημα του νοσοκόμου, στο μικρό κοινόβιο τους, γι' αυτό περιποιούνταν και τον ασθενή.
Τότε και οι δυο μαζί είδαν τον Άββα Γαβριήλ να βρίσκεται σε έκσταση —να είναι εκτός εαυτού— να έχει τα βλέμματα στραμμένα προς τα επάνω, στην οροφή του δωματίου και να λέγει: «Λουλούδια, πολλά λουλούδια, α! Τι ωραία πού είναι στον Παράδεισο! Ο Παράδεισος αχ! Είναι άξια ή ψυχή να απολαύσει αυτά τα ωραία αγαθά;!
Ο Γέρο - Νήφων κι ο Πάτερ Δανιήλ έμειναν κι αυτοί με την ανάσα κομμένη, άκουγαν αυτά και περίμεναν να συνέλθει, ο Π. Γαβριήλ, υστέρα από λίγο συνήλθε και έλαμπε από χαρά. Όταν τον ρώτησαν οι Πατέρες, Τι ήταν αυτά πού έλεγες Π. Γαβριήλ; Τι έβλεπες; Αυτός τους είπε: «— "Α! Δεν ήταν τίποτα πατέρες μου και αδελφοί μου, έκαμα αχ και έλεγα για τις πολλές μου αμαρτίες. Είμαι καλά και δε θέλω τίποτα. Έτσι τους είπε, γιατί δεν ήθελε να είναι κανείς εκεί την ώρα πού θα πέθαινε. Το θάνατο τον περίμενε με πολλή χαρά και λαχτάρα, όπως μου είπαν οι Πατέρες.
Τότε ο Πάτερ Νήφων πήγε για λίγο στην κουζίνα, επειδή ήταν μάγειρας και να φροντίσει για το προζύμι, κι ο Πατήρ Δανιήλ πήγε στην Ακολουθία του Όρθρου.
Δεν πέρασαν ούτε 10' λεπτά της ώρας κι αφού τακτοποίησε τα πράγματα εκεί, ο Π. Νήφων γύρισε και πάλι κοντά στον ασθενή, αλλά τη φορά αυτή βρήκε τον αββά Γαβριήλ να έχει τά χέρια σταυρωμένα στο στήθος το δεξί πάνω στο αριστερό, τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται, και να έχει παραδώσει το πνεύμα —τη μακαρία του ψυχή— στα χέρια του Πανάγαθου θεού, με την ειρήνη και γαλήνη απλωμένη στο πρόσωπο του. Ξεψύχησε και πέταξε σαν πουλάκι στους ουρανούς, την παραμονή των Αρχαγγέλων το σωτήριο έτος 1963.
Τον υπεδέχθηκαν στα ουράνια Σκηνώματα οι άγιοι Άγγελοι και οι Όσιοι αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.
http://agiameteora.net/
Другое “Сим победиши”
Все мы со школьных лет знаем историю Константина Великого и его Божественный знак – явление Креста и фразу “Сим победиши”. Однако история доносит до нас и другой подобный случай из той же эпохи. И, хотя мы не знаем о нем, он не менее интересен.
Прежде чем рассказать об этом, считаем нужным освежить в памяти наши исторические знания о том времени. В конце III века император Диоклетиан (284-305) реорганизовал систему управления римским государством. Он назначил соправителем Максимиана (286 год) и вверил ему западную часть империи. Официальным титулом их обоих был “август”. Затем два августа назначили двух преемников, носящих титул кесарей. Эта система управления называлась тетрархией. Тетрархия рассматриваемой нами эпохи выглядела таким образом: на Западе правили Максенций (Италия) и Константин, впоследствии Великий, (остальная часть Запада империи). На Востоке, в Восточной Европе, властвовал Лициний, в то время как в остальной части Востока – Максимин.
В период тетрархии развернулись величайшие и наиболее жестокие гонения на христиан, и завершились решающие изменения, приведшие к победе христианства.
В 312 году на Мульвийском мосту в Риме состоялась известная битва между Максенцием и Константином, который в итоге одержал победу. С этой битвой и связано Божественное знамение, о котором мы уже упоминали. В следующем году случился конфликт между Лицинием и Максимином, в результате которого второй потерпел поражение. В этом столкновении и произошел случай, которому посвящено наше повествование.
Начнем с небольшой исторической ретроспективы. Лициний после победы Константина в Риме отправился в Милан, чтобы заключить с ним обоюдный мирный договор. Здесь он женился на сестре Константина. Максимин, воспользовавшись отъездом Лициния с Востока, собрал армию, намереваясь захватить Византию. Узнав об этом, Лициний поспешил вернуться. Он добрался до Адрианополя и попытался скорее сформировать армию. Его личная армия была далеко. С помощью созданного им военного формирования он надеялся лишь задержать силы противника, пока не подоспеет его регулярная армия.
Войска противников собрались друг напротив друга. Битва должна была начаться в ближайшие дни. Максимин принес жертву Зевсу, пообещав, что в случае победы сотрет с лица земли всех христиан. Лициний, который также являлся язычником, был очень озадачен. Когда же ночью, он, наконец, заснул, Ангел Господень разбудил его и посоветовал подготовить армию к молитве Всевышнему Богу.
Ангел продиктовал ему и молитву, сказав также, что если Лициний образумится, Бог обещает ему победу.
Проснувшись и придя в себя, Лициний позвал своего тайного секретаря и сказал ему молитву, услышанную от Ангела. Она звучала так: “Всевышний Боже, мы молимся Тебе! Святой Боже, просим Тебя! Взываем ко всей Твоей справедливости, ко всему Твоему милосердию, всем царством умоляем Тебя! Благодаря Тебе, мы живем. С Твоей помощью мы станем счастливыми победителями. Всевышний Боже, Святой Боже, услышь наше прошение. Наше войско доверяется Тебе. Внемли нам, Святой, Всевышний Боже”. Затем Лициний отдал приказ переписать молитву и раздать всем офицерам армии.
Этот Божественный знак воодушевил все войско. Все уверовали, что победа была обещана Богом. Через два дня, 1 мая, Лициний выстроил свою армию для сражения. Воины Максимина также выстроились в боевой порядок. Число их доходило до семидесяти тысяч, в то время как у Лициния было лишь тридцать тысяч солдат.
По приказу офицеров воины Лициния сложили свои щиты и сняли шлемы. Следующий приказ велел им воздеть руки к небу и начать вместе произносить слова молитвы. Гул молящихся солдат был слышен издалека. Они повторили эту молитву дважды. Сердце их наполнилось отвагой. Они вновь надели шлемы и подняли щиты.
Войска Лициния получили приказ идти на врага. Между тем Максимин возглавил войско и стал приближаться к противнику. Громким голосом он обещал нападавшим дары и другие блага, если они покинут поле битвы. Но никто не ответил на его призывы. Напротив, они стали наступать еще сильнее. Войско Максимина беспорядочно отступало. Вскоре противостояние завершилось. Армии Максимина был нанесен огромный урон. Сам он снял свою одежду и переоделся рабом, чтобы спастись. Последовало беспорядочное бегство.
Самое печальное в этом великом событии – это то, что Лициний не усвоил очевидный урок, преподанный ему Всевышним Богом, поскольку впоследствии он продолжил гонения на христиан. Десять лет спустя Константин Великий и Лициний встретились на поле битвы в качестве противников. В этом противостоянии победило христианство.
Илиас А. Вулгаракис «Будничные истории византийских святых и грешников»
(Ηλίας Α. Βουλγαράκης, «Καθημερινές ιστορίες Αγίων και αμαρτωλών στο Βυζάντιο», εκδ. Μαΐστρος, σ. 17-20).
Перевод с новогреческого: редакция интернет-издания “Пемптусия”.
Letter to a person who had to choose between suicide and begging ( St. Nicholas Velimirovich )
To a person who had to choose between suicide and begging
You write that all your worldly goods were sold off to a third party. When you found yourself out on the street with nothing and nobody, you headed to the cemetery, bent on killing yourself. You had no doubts or second thoughts about this. Exhausted by the vexations, you lay down on your parents’ grave and fell asleep. Your mother appeared to you in your sleep and berated you, saying that in the Kingdom of God there were plenty of people who had been beggars, but not a single one of those who had done away with themselves. That dream saved you from suicide. Your beloved mother really did save you, by God’s providence. You began to beg and to live off begging. And you’re asking if, by doing so, you’re transgressing God’s law.
Take courage. God gave the commandment: ‘Don’t steal’. He didn’t give any commandment ‘Don’t beg’. Begging without any real need is stealing, but in your case it isn’t. The general and emperor Justinian was left blind in his old age, with no possessions or friends. He would sit, blind, outside the courtyard of the throne and beg for a little bread. As a Christian, he didn’t permit himself to consider suicide. Because, just as life’s better than death, so it’s better to be a beggar than a suicide. [Saint Nikolaj seems to be confusing two people here. There was a medieval Latin legend that Belisarius, Justinian’s great general, had his eyes put out and ended his days as a beggar, but this is generally, though not universally, held to be spurious. WJL]
You say that you’re overcome with shame and that your sorrow’s deep. You stand at night outside the coffee-shop that used to be yours and ask for money from those who go in and out. You remember that, until recently, you were the owner of the coffee-shop and now you don’t dare go in even as a customer. Your eyes are red from weeping and lamentation. Comfort yourself. God’s angels aren’t far from you. Why are you crying about the coffee-shop? Haven’t you heard of the coffee-shop at the other end of Belgrade where it says: ‘Someone’s it wasn’t; someone’s it won’t be’? Whoever wrote those words was a true philosopher. Because that’s true of all the coffee-shops, all houses all the castles and all the palaces in the world.
What have you lost? Something that you didn’t have when you were born and which isn’t yours now. You were the boss, now you’re poor. That’s not loss. Loss is when a person becomes a beast. But you were a person and have remained so. You signed some papers for certain of your prominent customers and now your coffee-shop’s in the hands of a stranger. Now you look through the window and see everybody laughing, just the way they used to, and you’re wandering the streets with tears in your eyes and covered in shame. Never fear, God’s just. They’ll all have to answer for their misdeeds. But when they attempt to commit suicide, who’s to say whether the merciful Lord will allow their mothers to appear to them from the other world in order to keep them from the crime? Don’t consider them successful even for a moment. Because you don’t know how they’ll end up. A wise man in ancient Greece said: ‘Never call anybody happy before the end’. It’s difficult to be a beggar? But aren’t we all? Don’t we all depend, every hour of every day, on the mercy of Him Who gives us a life to lead? Now you’ve got an important mission in the world: to engage people’s attention so that they remember God and their soul and to be charitable. Since you’re forced to live in silence, delve into your soul and talk to God through prayer. The life of a beggar’s more heroic than that of a boss. ‘For gold is tested in the fire and accepted people in the furnace of humility’ (Sir. 2, 5). But you’ve already demonstrated heroism by rejecting the black thought of suicide. This is a victory over the spirit of despondency. After this victory, all the others will be easy for you. The Lord will be at your side.
Peace and comfort from the Lord!
St. Nicholas Velimirovich
Source: Δρόμος χωρίς Θεό δεν αντέχεται…, Ιεραποστολικές επιστολές Α, En Plo Publications, pp. 121-3.
http://pemptousia.com/
Sunday, September 28, 2014
4 λέξεις… όταν, όπου, όπως, όσο…
Spiritual perfection on Earth ( Elder Ambrose of Optina )
Spiritual perfection on Earth is attained partly, not by mankind collectively, but by every faithful individually, according to the measure of fulfilling God’s commandments and to the measure of humility. Final and complete perfection is reached in Heaven, in the next never-ending life, toward which yet our short life on Earth serves as a preparation and is similar to that of the years spent by a youth in a learning institution, which serve him as a preparation for future practical activity. If the destiny of mankind was limited to its earthly existence, if for a human being everything concluded on Earth, then why: "both the earth and the works that are in it will be burned up" (2 Peter 3:10) Without the future blessed, everlasting life, our earthly sojourn would be harmful and incomprehensible.
Elder Ambrose of Optina
Saint Kyriakos the Anchorite
29 September 2014
Today the Church honours and celebrates the sacred memory of Blessed Kyriakos the Anchorite, who was born in Corinth in 408. His father was called Ioannis and was a priest, while his mother was Evdoxia. The then bishop of Corinth, Petros, who was Kyriakos’ uncle on his father’s side, ordained him reader. But Kyriakos did not find inner peace in Corinth and so, at the age of eighteen, he left for Jerusalem. There were many monasteries there at that time and some great ascetics, among whom he wished to live. His soul took wings and soared with divine love; he was captured and drawn by the eremitic life.
Going to Jerusalem, Saint Kyriakos found Saint Eythymios who made him a monk and sent him to Saint Yerasimos the Jordanite. Saint Efthymios and Saint Yerasimos are great names in the history of asceticism. Saint Kyriakos lived with them, particularly Saint Yerasimos, from whom he was inseparable. When Saint Yerasimos fell asleep in the Lord, Saint Kyriakos returned to Saint Efthymios. But wherever he was, Saint Kyriakos performed his duties willingly and without complaint. since he always had in mind God’s words: “Cursed be they who do the works of the Lord without care” [Jer. 31, 10 (Septuagint)]
When he returned to the monastery of Saint Efthymios, Saint Kyriakos was ordained a priest. He remained there for many years and was so gentle and ascetic that no one ever saw him angry, nor even eating. He ate just enough to keep body and soul together, when night began to fall in his cell. When he was seventy-seven years old, Saint Kyriakos left the monastery for the desert and, at the age of ninety-nine left that for an even more remote spot. He always had a lion with him for company and protection. We shouldn’t forget that, before the Fall, the wild beats lived with Adam and Eve in paradise.
Saint Kyriakos fell asleep in the Lord at the age of one hundred and seven, and was, until the end, just as ascetic and robust in body. In the depths of old age, he had all his faculties, just as if he were still young. He was a well-built, handsome person, with manly grace, most venerable and imposing to those who approached him. And everyone did come to him, because he was gentle and kindly. Since he didn’t stay in one place and one monastery, but went from Saint Efthymios to Saint Yerasimos, back to Saint Efthymios and out into the desert, then into another desert, he was given the name of “anachorite” [from the Greek verb αναχωρέω, meaning “to withdraw”].
It has been well proven from the lives of the saints, and science recognizes it as well, that abstinence and moral purity are factors in bodily health and long life. Most bodily illnesses which afflict people and make them old before their time are the result of moral turpitude and abuse. On the other hand, people who have respected their bodies as the animate temple of God and have not been enslaved to the passions, have lived long and died “well-stricken in years”. Saint Kyriakos was one hundred and seven years and still had a lively mind and all his other faculties.
But it’s true that our own age is not much interested in talking about asceticism. These days people worship their bodies, without knowing how to respect and love them. They’re very extrovert and goal-orientated and want nothing to do with crucifying the body, self-denial, voluntary poverty and deprivation, obedience and humility. This is what asceticism is all about. These things are what constitute the lives of those whom Christ called “people of violence”: “The Kingdom of Heaven has suffered violence and people of violence take it by force” [Matth. 11, 12]. One of the great ascetics and men of violence towards the Kingdom of God is Blessed Kyriakos the anchorite. Amen.
http://pemptousia.com
Today the Church honours and celebrates the sacred memory of Blessed Kyriakos the Anchorite, who was born in Corinth in 408. His father was called Ioannis and was a priest, while his mother was Evdoxia. The then bishop of Corinth, Petros, who was Kyriakos’ uncle on his father’s side, ordained him reader. But Kyriakos did not find inner peace in Corinth and so, at the age of eighteen, he left for Jerusalem. There were many monasteries there at that time and some great ascetics, among whom he wished to live. His soul took wings and soared with divine love; he was captured and drawn by the eremitic life.
Going to Jerusalem, Saint Kyriakos found Saint Eythymios who made him a monk and sent him to Saint Yerasimos the Jordanite. Saint Efthymios and Saint Yerasimos are great names in the history of asceticism. Saint Kyriakos lived with them, particularly Saint Yerasimos, from whom he was inseparable. When Saint Yerasimos fell asleep in the Lord, Saint Kyriakos returned to Saint Efthymios. But wherever he was, Saint Kyriakos performed his duties willingly and without complaint. since he always had in mind God’s words: “Cursed be they who do the works of the Lord without care” [Jer. 31, 10 (Septuagint)]
When he returned to the monastery of Saint Efthymios, Saint Kyriakos was ordained a priest. He remained there for many years and was so gentle and ascetic that no one ever saw him angry, nor even eating. He ate just enough to keep body and soul together, when night began to fall in his cell. When he was seventy-seven years old, Saint Kyriakos left the monastery for the desert and, at the age of ninety-nine left that for an even more remote spot. He always had a lion with him for company and protection. We shouldn’t forget that, before the Fall, the wild beats lived with Adam and Eve in paradise.
Saint Kyriakos fell asleep in the Lord at the age of one hundred and seven, and was, until the end, just as ascetic and robust in body. In the depths of old age, he had all his faculties, just as if he were still young. He was a well-built, handsome person, with manly grace, most venerable and imposing to those who approached him. And everyone did come to him, because he was gentle and kindly. Since he didn’t stay in one place and one monastery, but went from Saint Efthymios to Saint Yerasimos, back to Saint Efthymios and out into the desert, then into another desert, he was given the name of “anachorite” [from the Greek verb αναχωρέω, meaning “to withdraw”].
It has been well proven from the lives of the saints, and science recognizes it as well, that abstinence and moral purity are factors in bodily health and long life. Most bodily illnesses which afflict people and make them old before their time are the result of moral turpitude and abuse. On the other hand, people who have respected their bodies as the animate temple of God and have not been enslaved to the passions, have lived long and died “well-stricken in years”. Saint Kyriakos was one hundred and seven years and still had a lively mind and all his other faculties.
But it’s true that our own age is not much interested in talking about asceticism. These days people worship their bodies, without knowing how to respect and love them. They’re very extrovert and goal-orientated and want nothing to do with crucifying the body, self-denial, voluntary poverty and deprivation, obedience and humility. This is what asceticism is all about. These things are what constitute the lives of those whom Christ called “people of violence”: “The Kingdom of Heaven has suffered violence and people of violence take it by force” [Matth. 11, 12]. One of the great ascetics and men of violence towards the Kingdom of God is Blessed Kyriakos the anchorite. Amen.
http://pemptousia.com
Saturday, September 27, 2014
Οι γκρίνιες των γονιών και τα παιδιά ( Γεροντας Παϊσιος )
- Γέροντα, οι γονείς μου όλο γκρινιάζουν και πλέον δεν τους υποφέρω μέσα στο σπίτι τι να κάνω;
- Βρε ευλογημένε, εσύ όταν ήσουν στην κούνια, μέρα νύχτα γκρίνιαζες. Εκείνοι, τότε, σ΄επαιρναν στην αγκαλιά τους και σ΄έσφιγγαν γεμάτοι στοργή και αγάπη.
Θα σου άρεσε τότε εσένα να προβληματιζόντουσαν κι εκείνοι -όπως εσύ τώρα - και να σκεφτόντουσαν μήπως θα έπρεπε να σε στείλουν σε κανένα ίδρυμα για να ησυχάσουν;
Η δικαιοσύνη του Θεού σου δίνει τώρα την δυνατότητα να ξεχρεώσεις λίγο από το χρέος προς τους γονείς σου με την ανάλογη εκ μέρους σου συμπεριφορά, που είχαν παλαότερα κι εκείνοι για σένα.
Γεροντας Παϊσιος
http://agiameteora.net/
WISDOM OF FATHER TIKHON OF MT. ATHOS, THE SPIRITUAL FATHER OF ELDER PAISIOS
Dear People,
The two stories that follow are taken from the life and works of the Russian Elder Tikhon. Father Tikhon was the Elder of Father Paisios and they enjoyed a very close spiritual relationship. During the last ten days of Elder Tikhon’s life, he asked for his disciple Father Paisios to care for him. Elder Paisios writes the following about these last ten days: “Those last ten days were God’s greatest blessing, because, since I had the chance, for a little while, to live so close to him and to get to know him better, I was helped more than any other time. On the last night he had his hands on my head for three hours straight, and then he blessed and embraced me for the last time.” After foretelling his death, he fell asleep on September 10, 1968, having prepared his own grave himself. To his good disciple, sweet Paisios as he called him, Father Tikhon left his blessing, and he promised to visit him every year. He also said, “We will be united by love unto the ages of ages, my child.” These stories from the life of Elder Tikhon emphasize the reality that God is the sovereign of all that we are. In the first story that he tells us about the obese layman that came to him, the Elder counseled him to turn to God in fasting and prayer in order to defeat the demons of obesity and carnal passions that were destroying his life. In the second story the Elder shares with us, he makes it very clear that God is the Landlord of our lives and our universe. And God is our Landlord we should begin everything we do in life by first invoking His blessing upon us.
+Fr. Constantine (Charles) J. Simones
The Elder would get very upset when he would see a well-nourished young man. He would get even more upset when he encountered a well-nourished monk since being obese was not compatible with the Angelic state of monasticism. One day a layman visited him on Mt. Athos. He was very obese and he said to the Elder: “Elder, I am having a fearful battle with my passions. I am constantly having dirty, unclean sexual thoughts and they do not ever give me any peace.” Father Tychon responded to him: “If you, my child, are obedient to my recommendations and with the help of the Grace of Christ, I will be able to transform you into an Angel. I want you, my child, to repeat the Jesus Prayer, ‘Lord Jesus Christ, Son of God, forgive me a sinner.’ You are to eat only bread and water every day and on Saturday and Sunday you are to eat a little food with olive oil. I want you also to do one hundred and fifty genuflections every night and read the service of supplication to the Holy Mother. In addition to this, I want you to read a chapter from the Gospel and read the list of the saints that are commemorated on each day in the Church calendar.”
Six months later, when the obese layman visited Mount Athos again, the Elder did not recognize him because he had lost all of his excessive fat. He was now able to easily fit through the narrow door that led into the Church. The Elder asked him: “How are you now, my child, dealing with your life’s problems?” The young man responded: “I now truly feel like an Angel because I no longer suffer from sexual passions and feel a sense of relief that I have lost all that weight.”
COUNSELS OF THE ELDER TIKHON
Before I begin with the counsels of Elder Tikhon, I would like to share with you that the Elder had the habit of beginning everything he did with a prayer. He would always call upon the help of the Holy Spirit to enlighten him. He also advised all other people to use the same prayer. He would say: “Dear Lord, allow the Holy Spirit to enlighten us because He is the Landlord of our world. This is why our Church begins its prayers with: “Heavenly King, Comforter, the Spirit of truth, everywhere present and filling all things, Treasury of blessings and Giver of Life, come and dwell in us; cleanse us of every stain and save our souls, o gracious one.” While saying this prayer, his face would be transformed and the pious people around him would see this change in his appearance. The Elder said: “A monk once visited a monastic cell that was very clean, well maintained and pleasant to see. This monk then said: “As clean as the Elder’s heart is, this is reflected in the cleanliness of his cell.” This monk went to another monastic cell that was completely disheveled, filled with cobwebs and in disarray. The Elder then said: “This monk is a good monk because he is always concerned with spiritual things and he does not bother himself with worldly pursuits.” Because the monk who visited these monastic cells was filled with such goodness he looked upon everything that he saw as beautiful. The moral of this story is that whatever you are as a person is what you see in other people and whatever you desire is what you find.
Friday, September 26, 2014
"Σέ ψυχή πού ραθυμεῖ" ( Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου )
Ψυχή, μη χάνεις το θάρρος σου και μη θλίβεσαι. Μη συλλογίζεσαι τον εαυτό σου ότι είναι στο πλήθος της αμαρτίας. Μην επιφέρεις στον εαυτό σου τη φωτιά. Μη λες ότι ο Κύριος με απέρριψε από την παρουσία του, διότι αυτός ο λόγος δεν θα αρέσει στο Θεό, επειδή ο ίδιος κράζει σ' εσένα, λέγοντας: "Λαέ μου, τι κακό σου έκανα ή σε τι σε λύπησα ή σε τι σε στενοχώρησα;(Μιχ. 6,3). Μήπως εκείνος που έπεσε δε σηκώνεται; Ή μήπως εκείνος που χάνει το δρόμο του δε φροντίζει να επιστρέψει;(Ιερ. 8,4)".
Ακούς, ψυχή, την αγαθότητα του Κυρίου; Διότι δεν πουλήθηκες, σαν κατάδικος, για να είσαι κάτω από την εξουσία κάποιου άρχοντα ή κάποιου στρατηγού. Μη θλίβεσαι, διότι στερήθηκες τον πλούτο σου. Μην ντρέπεσαι να επιστρέψεις, αλλά καλύτερα πες, ότι "Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου"(πρβλ. Λουκ. 15,18).
Σήκω και έλα. Σε υποδέχεται. Δε σε επιπλήττει, αλλά απεναντίας και χαίρεται με την επιστροφή σου. Σε περιμένει. Εσύ μόνο μην ντραπείς, όπως ο Αδάμ, ούτε να κρυφθείς από την παρουσία του Θεού. Για σένα σταυρώθηκε ο Χριστός, και είναι δυνατό να σε απορρίψει; Ποτέ κάτι τέτοιο! Διότι ξέρει εκείνον που μας θλίβει, και ότι κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει, παρά μόνο ο ίδιος. Ο Χριστός ξέρει ότι ο άνθρωπος είναι ταλαίπωρος. Μη λοιπόν αμελήσουμε, εφόσον βρισκόμαστε κοντά στη φωτιά. Ο Χριστός δεν έχει ανάγκη να μας ρίξει στη φωτιά. Δεν προξενεί κέρδος στον εαυτό του με το να μας στείλει στην κόλαση.
Θέλεις μάλιστα να μάθεις τα πράγματα της κόλασης; Όταν δηλαδή ο αμαρτωλός θα διώχνεται μακριά από την παρουσία του Θεού, την κραυγή από το κλάμα του δε θα μπορέσουν να την αντέξουν τα θεμέλια της οικουμένης. Διότι είναι γραμμένο: "Η μέρα εκείνη είναι ημέρα σκότους και ζόφου, μέρα νεφέλης και ομίχλης, μέρα σάλπιγγας και κραυγής"(Σοφον. 1, 15-16). Και διότι, αν άνθρωπος καταδικασμένος εξορισθεί από άρχοντα για δύο ή πέντε ή δέκα χρόνια, ποιο πένθος και ποια ντροπή και ποιο κλάμα νομίζεις ότι έχει ο άνθρωπος εκείνος; Όμως εκείνος έχει παρηγοριά, περιμένοντας το τέλος του διαστήματος της εξορίας.
Θέλουμε λοιπόν να μάθουμε και το διάστημα της εξορίας των αμαρτωλών. Πώς πρόκειται να βρίσκονται στην εξορία είκοσι ή πενήντα ή διακόσια χρόνια; Πώς όμως μπορούμε να μετρήσουμε το χρονικό διάστημα, εφόσον δεν προστίθενται πια χρόνια στον αριθμό των ημερών; Αλίμονο, αλίμονο! Είναι ατέλειωτο αυτό το διάστημα και διότι είναι αβάστακτη η οργή της απειλής προς τους αμαρτωλούς.
Ακούς την πίεση των αμαρτωλών; Μην λοιπόν ντροπιάσεις τον εαυτό σου απέναντι σ' εκείνη την δυσκολία. διότι δεν θα αντέξεις στην απειλή. Έχεις πλήθος αμαρτίες; Μη λοιπόν διστάξεις να κράζεις προς τον Θεό. Πλησίασέ Τον χωρίς να ντραπείς. Ο αγώνας είναι κοντά. Σήκω όρθιος και αποτίναξε την ύλη του κόσμου. Μιμήσου τον άσωτο γιο, διότι, αφού στερήθηκε όλα, ήρθε χωρίς ντροπή στον πατέρα. Και ο πατέρας περισσότερο ενδιαφέρθηκε για την επιστροφή του παρά για τον πλούτο που σπαταλήθηκε από την αρχή. Έτσι, αυτός που πλησίασε χωρίς ντροπή, μπήκε με αρχοντικό τρόπο. Αυτός που παρουσιάσθηκε γυμνός, εμφανίσθηκε ντυμένος με στολή. Αυτός που εμφάνισε τον εαυτό του δούλο, αποκαταστάθηκε στο αξίωμα του άρχοντα(Λουκ. 15, 14-23). Σ' εμάς απευθύνεται ο λόγος. Ακούς, η έλλειψη ντροπής από μέρους του γιου πόσα κατόρθωσε; Καταλαβαίνεις όμως και την καλοσύνη του πατέρα;
Και συ λοιπόν, ψυχή, μην ντραπείς. Χτύπα! Περιμένεις ελεημοσύνη; Να επιμείνεις να χτυπάς την πόρτα, και θα πάρεις όσα σου χρειάζονται, σύμφωνα με τη θεία Γραφή που λέει: "Για την αδιαντροπιά του, θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα του χρειάζονται"(Λουκ. 11,8). Δε σε απορρίπτει, δε σε επιπλήττει εξαιτίας του πλούτου που σπατάλησες από την αρχή, άνθρωπε. Διότι δε λείπουν σ' αυτόν τα χρήματα. σε όλους προσφέρει πρόθυμα σύμφωνα με τον αποστολικό λόγο: "Να ζητάτε από τον Θεό, που δίνει σε όλους με απλοχεριά, και δεν περιφρονεί"(Ιακ. 1,5). Κάθεσαι σε λιμάνι; Κοίταζε τα κύματα, για να μην έρθει ξαφνικά η θύελλα και αρπαγείς στα βάθη της θάλασσας, και τότε θα αρχίσεις να λες με στεναγμό: "Ήρθα στα βάθη της θάλασσας, και η καταιγίδα με καταπόντισε στο πέλαγος. Απέκαμα να κράζω, βράχνιασε το λαρύγγι μου"(Ψαλμ 68, 3-4). Και διότι ο άδης είναι αληθινά άβυσσος της θάλασσας, σύμφωνα με τον δεσποτικό λόγο που λέει, ότι μεγάλο χάσμα υπάρχει ανάμεσα στους δίκαιους και τους αμαρτωλούς(Πρβλ. 16,26).
Μη λοιπόν καταδικάσεις τον εαυτό σου σ' εκείνο το χάσμα. Μιμήσου τον άσωτο γιο. Εγκατέλειψε την πόλη που φονεύει με την πείνα. Απομακρύνσου από την ταλαιπωρία των γουρουνιών. σταμάτησε να τρως από τα ξυλοκέρατα, και μάλιστα ούτε να τα αγγίζεις.
Έλα λοιπόν εσύ, που σε παρακινώ, φάγε αδιάκοπα το μάννα, την τροφή των Αγγέλων. Έλα, να δεις την δόξα του Θεού, και να φωτισθεί το πρόσωπό σου. Έλα, κατοίκησε στον παράδεισο της τρυφής. Άφησε λίγα χρόνια. απόκτησε αιώνιο διάστημα. Ας μη σε ταράξει το διάστημα του χρόνου αυτής της ζωής. Είναι βιαστικό και σύντομο. Από τον Αδάμ ως τώρα, τόσο χρονικό διάστημα πέρασε σαν σκιά. Ετοίμασε αυτά που χρειάζονται για τον δρόμο. Μην παραφορτώσεις τον εαυτό σου. Η θύελλα είναι κοντά. Φτάσε στη στέγη, που και εμείς επιδιώκουμε να φτάσουμε με τη χάρη του Χριστού. Αμήν.
Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου
πηγη:http://agiameteora.net
We must love God and have nothing to do with the devil ( St. Kosmas Aitolos )
Do you know my dear brother how God wants you to be? Just as you do not want your spouse to have any relationship with another person, similarly, God does not want you to have anything to do with the devil.
Would you be happy if your husband or wife
committed adultery with another person? No! How about if your spouse were to just kiss someone else? You do not even want this to happen. This is how God also wants you to be, my brother: He does not want you to have even the slightest contact with the devil.
St. Kosmas Aitolos
Thursday, September 25, 2014
Η δύναμη της καρδιακής προσευχής – π. Σωφρονίου Ζαχάρωφ
“Δεν φτάνει μόνο να βγαίνει η προσευχή από τα χείλη μας. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αγαπάμε Εκείνον που επικαλούμαστε. Όμως την αγάπη αυτή δεν μπορούμε να την νοιώσουμε, αν επαναλαμβάνουμε μηχανικά την προσευχή ή έστω αν αυτοσυγκεντρωνόμαστε. Αν δεν αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις να φυλάσσουμε τις εντολές του Κυρίου, τότε επικαλούμαστε το όνομά Του επί ματαίω. Όμως ο Θεός μας λέει ξεκάθαρα ότι δεν πρέπει να προφέρουμε το όνομά Του χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος (Έξ. 20,7). Γι΄αυτό, όταν επικαλούμαστε το όνομα του Κυρίου, πρέπει να έχουμε επίγνωση όχι μόνο της παρουσίας του ζώντος Θεού, αλλά και της αληθινής σοφίας Του.
Τώρα, όταν ακούμε να κατηγορούν τον Θεό για όλους τους πολέμους, τις αδικίες και όλα τα προβλήματα που υπάρχουν στον κόσμο, με ερωτήσεις του τύπου “πώς το επέτρεψε αυτό ο Θεός;”, και πάλι ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: αντί να σταυρώνει ο άνθρωπος τον εαυτό του, μαζί με όλες τις αμαρτίες του, ξανασταυρώνει τον Χριστό. Και όμως, χάρη στον πολυεύσπλαχνο Κύριο ο άνθρωπος μπορεί να ελευθερωθεί από το αίσθημα ενοχής που του δημιουργούν οι αμαρτίες του. Εδώ έγκειται η τραγωδία της εποχής μας: από τη μια μεριά η ανθρωπότητα καταλογίζει ευθύνες στο Θεό για τα κακά που μαστίζουν τον κόσμο και από την άλλη ο χριστιανός ξεκινά να γνωρίσει τον Θεό, θέλοντας να βγάλει ο ίδιος απόφαση για το αν τελικά το φταίξιμο ανήκει σ΄ Εκείνον ή στην καρδιά των ανθρώπων”.
Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr
A Cure for Depression from St. Silouan the Athonite
The greatest plague of the 21st century is not AIDS, nor cancer, nor the H1N1 flu, but something that affects much more people in ways we can barely start to understand: depression. Reportedly one in ten Americans suffers from one or the other forms of this malady. The rates of anti-depressant usage in the United States are just as worrisome. A recent poll unveils that one in eight Americans is using them. Prozac, Zyprexa, Cymbalta are not strange alien names anymore, but familiar encounters in almost every American household. Even children approach the usage rates of adults. These are very high and paradoxical numbers in a country where all are free to enjoy “life, liberty and the pursuit of happiness.”
Even in times of crisis, Americans have a better life than most countries in the world, in all respects. Just glance over to the life of the Christians in the Middle East, and you’ll realize the blessings we enjoy every day. Most of us have a job, a house, a car or two, enough food, education, equal opportunity, religious freedom to name just a few. Practically we shouldn’t be in want for anything; yet, every tenth person is longing for something, is missing something so bad, so important, that they cannot cope with this need on their own. This explains the usage of drugs; with them, the negative aspects of life can be more easily coped with. They are a crutch that helps people move along with their lives for a short while.
But a crutch is still a crutch; it can only take one so far. The depressed man needs a different cure, one that will take care of the root of his problems, will erase his desperation and offer him a new lease on life. A cure, however, cannot come without the understanding of the underlying disease. So, this begs a question: why is America depressed? What are we still missing in the abundance that surrounds us?
A short answer is: we miss God. We may think we miss something else, we can justify our depression by creating some imaginary needs, but at the end of the day, we miss Him. He has created us for a purpose: union with Him unto eternity. Losing sight of this, we lose it all and, in our shortsightedness, we keep longing for something we don’t know we have lost. It all goes back to who we are, what are we doing here and where we are going; it is back to the basics.
In the midst of the information revolution, the world wide web and the boom of technology, man still yearns for the same fundamental things: purpose and direction. The secular society can’t give him either. The purpose is temporary, ceasing to exist when life expires, and the directions one gets are so contradictory that they end up canceling themselves. So man is confused, lost and at the brink of despair. He is thirsty, but there is no well of life, he is hungry but there is no food for his eternal soul, he is lonely and he has no man.
So what to do? In an interview I recently read (you can find it here, it is very edifying), the Archimandrite Sophrony Sacharov, of blessed memory, at that time a younger monk, was asked by a visiting priest: “Fr. Sophrony, how will we be saved?” Fr. Sophrony prepared him a cup of tea, gave it to him, and told him, “Stand on the edge of the abyss of despair and when you feel that it is beyond your strength, break off and have a cup of tea.” Obviously this was a very odd answer, and the young priest was definitely confused. So off he went to St. Silouan the Athonite, who lived not far from there, and told him everything, asking for advice. Long story short, next day, St. Silouan came to the cell of Fr. Sophrony and the two started a conversation about salvation. The beautiful fruit of their conversation was an unforgettable phrase that I would like to also offer as the answer to our conversation today about depression: “Keep your mind in hell and despair not.”
At first glance, St. Silouan’s take on salvation is not less strange that Fr. Sophrony’s initial answer, but it actually makes great sense. In traditional Christianity, the difficulties of life, the hardships are assumed as part of our fallen existence. Our bodies and our minds suffer the torments, but this is nothing but a temporary stage. The ascetic Fathers considered them as tests on par with the athletic exercises, very useful in practicing and improving the powers of the soul like patience, kindness, hope, faith and so forth. We keep our mind in hell when we consciously assume the pain of living in a fallen world, when we learn from this passing agony to avoid the even greater torture of an eternity without Christ. But there is hope in this suffering because Christ himself has suffered them first and has opened for us a way out of despair, a way out of pain, a way out of death. Christ is the well of life, the bread of eternity, and the only Man we need.
So as Christians we keep our minds in hell and we despair not, but courageously give glory to God in all things, even in pain, hoping, always hoping, in our Savior, the only One who can take us out of the brink of despair and set us for a new life in Him. In Him we put our hope, in Him we find our purpose, and on Him we set our goal.
Through the intercessions of our Father among the Saints Silouan the Athonite, through the prayers of Fr. Sophrony of Essex, of all the ascetic Fathers and all the saints, O Lord of compassion and hope, have mercy on us and save us!
St. Silouan the Athonite
http://pemptousia.com/
Source: Myocn.net
Wednesday, September 24, 2014
Τα τέσσερα μεγάλα αμαρτήματα των γυναικών
Ένας δαιμονισμένος ομολόγησε ότι όταν ξόρκιζε ο Πνευματικός το δαιμόνιο για να βγει από τον πάσχοντα, το ρώτησε να του πει ποιοι κολάζονται περισσότερο οι άνδρες ή οι γυναίκες, τότε ο δαίμων απάντησε οι γυναίκες.
Για τέσσερα αμαρτήματα που κάμνουν οι γυναίκες κολάζονται περισσότερο, του είπε ο δαίμων.
Πρώτον, διότι στολίζονται και ομορφαίνουν το σώμα τους με χρώματα, για να δείχνουν ωραιότερες από την φυσική ευπρέπεια που τους έδωσε ο Πλάστης.
Δεύτερον, για τις μαντείες που κάμουν και γοητεύουν και χύνουν κάρβουνα και ρίχνουν κλήρους για να δουν τη μοίρα τους.
Τρίτον, για την καταλαλιά που κάμουν όχι μόνο στα σπίτια αλλά και στην εκκλησία και δεν προσέχουν στις ιερές ακολουθίες.
Τέταρτον και χειρότερον, διότι δεν εξομολογούνται καλά, αλλά λέγουν μόνο λίγα και για τον τύπο ότι δήθεν εξομολογήθηκαν. Και έτσι κοινωνούν αναξίως και κολάζονται.
*ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ, Ε
Ν ΒΕΝΕΤΙΑ 1851, σ. 196.
http://www.pentapostagma.gr
imverias.blogspot.gr
Elder Joseph the Hesychast and the Teaching of Mental Prayer Which Flowed from His Letters
Elder Joseph the Hesychast
A homily by Abbot Ephraim of Vatopaidi Monastery
The blessed elder Joseph the Hesychast is one of the most important figures of contemporary Athonite monasticism. This monk is sanctified. His life is truly that of a contemporary saint and his disciples have today inhabited nearly half of the Holy Mountain and are responsible for so many other women’s monasteries both within and outside of the Greek land.It is said today by a pious mouth, which speaks the language of the Holy Spirit, that today’s blessed renewal of the Holy Mountain is primarily the common work of Elder Sophrony, elder of the Monastery of the Forerunner in Essex, with his excellent book concerning St. Silouan the Athonite, Elder Paisios the ascetic with his blessed presence of the Holy Land, and the disciples of the blessed Elder Joseph the Hesychast. The tree is known by its fruits.
We firmly believe that the return of Athos to interiority and prayer and generally to Hesychast Theology is due largely to the presence of the sanctified Elder Joseph the Hesychast. As you will know from all that has circulated up to now about the blessed Elder Joseph, he was a man who did not possess the skill of worldly things, was not even a beginner among them. He studied to the second grade. And it is easy to see this if you look at a copy of one of his handwritten letters. But as a possessor of the fullness of divine grace, having achieved by full enlightenment of his grace-filled mind to ascend to the highest steps of Theology and become a perfected theologian. For we know that a theologian is not one who has studied in the modern Theological Schools but one in whom speaks God the Logos. Theology is a gift of the Holy Spirit. The blessed elder wrote concerning this, “When in obedience and stillness one purifies the senses and calms the mind and cleanses the heart, then he receives grace and enlightenment of knowledge. He becomes all nous, all clarity, and filled with theology such that if three were writing they could not keep up with the flow. He spreads peace and complete inactivity of the passions throughout the body.”
Theology according to the venerable Elder and generally in the Holy Fathers is a fruit of the divine Grace within us. Therefore the Holy Fathers view the monasteries of the desert as universities. The letters of the venerable Elder are true theological essays but are written without the canons of syntax and orthography. Searching the letters of the blessed Elder Joseph, anyone can well comprehend the great grace with which this perfected Athonite monk sent them. All the more so we who are his spiritual descendants and have the further fortune to have among us our Elder. He was among the spiritual children of the ever-memorable Elder and very often brings up something spiritual concerning his elder, Elder Joseph the Hesychast.
And we find ourselves in the place above all of the Orthodox Tradition, the Sacred Athos, where the love of the Mother of God pleads for us. We who live in the Theotokos-protected Monastery of Vatopaidi, by the extreme tolerance of the great God, live the true meaning of the Orthodox Tradition.
Today much is said and emphasized concerning the Orthodox Tradition, and rightly so. But it is difficult in our days to find traditional people according to the fullness of the Orthodox sense. It is said that traditional people are those who study traditional/patristic books, and this is not wrong. But truly traditional people are those who have received the Orthodox life from people who possess it and can pass it on simply and unmistakably.
Thus, for all our baseness, we experience this situation and we know personally the great blessing it is to receive directly the experience and skill of the Orthodox life. When our Elder narrates something to us of his spiritual father, our “papou” as we call him, that is for us a great blessing, a spiritual harmony; it is a joy and happiness.
When one receives first hand the experience of the Holy Spirit, he senses in an intense manner that the Gospel is not something that happened “at that time” but is a continuous life, in which is confirmed that “Jesus Christ is the same, yesterday, today and to the ages.”
As one studies the correspondence of the blessed Elder Joseph, the first thing noticed is his desire, his nostalgia, his pure wish to tell his fellow man to concern himself with the prayer of Jesus. Because when he came to Athos, he set as his aim to live like the old ascetics as he had read in the book of that day, Kalokairini, containing the Lives of the Saints.
The whole of the venerable Elder’s life was his continual meditation in the Prayer of Jesus. He tried to apply the command of Paul, “pray without ceasing”.
Every evening he had as his rule to occupy himself with the prayer of Jesus unwaveringly for six continuous hours. He left this precise method in one of his letters. “I knew a brother, who for six hours brought his mind down into his heart and did not permit it to go out from the ninth hour of the afternoon (about 3 pm) until the third hour of the night (about nine pm). He had a clock that struck the hours. And he became drenched in sweat. When he got up, he worked out the remainder of his debt.” This manner of spiritual work, learned from the Fathers, shows great mental strength and a high spiritual condition. For it is truly rare, especially in our days, to find a mind that can pray unwaveringly for such a long time. The blessed Elder said that to accomplish such a great spiritual feat a person must compel himself in prayer and he emphasized: “Say the prayer all the time. don’t rest your mouth at all. Thus it will become habitual in you and the mind will receive it.”
The Hesychast Elder is one of the contemporary Athonite Elders who taught the details of the practice of noetic prayer, not only to monastics but also to the laity. According to the Elder, all people, without reference to their way of life, wherever they find themselves, and whatever they do, can undertake noetic prayer. The blessed elder wrote concerning this, “The practice of noetic prayer is to constrain yourself to say continually the prayer unceasingly with the mouth. Attend only to the words “Lord Jesus Christ, have mercy on me” and you will experience sweetness as if you had honey in your mouth.”
One who wants to practice noetic prayer systematically should not wait for particular moments which he sets aside for the prayer. The sanctified Elder, as a teacher of prayer, emphasizes: “Always say the prayer: sitting or in your bed or walking or standing. ‘Pray without ceasing, give thanks in all things,’ says the Apostle. You should not only pray when you lie down. It wants struggle: standing, sitting. When you tire, sit down, and then stand again. If you eat or work, don’t stop the prayer.”
The prayer, according to the blessed Elder, is the breath of life for the soul. And he advised concerning it: “Let ‘Lord Jesus Christ, have mercy on me’ be as your breath.” (Presuppositions of the Prayer: The Warfare of the Devil in this Work) Therefore, great are the gifts, great the consolation, outstanding the sweetness, indescribable the happiness, inexpressible the joy, deep the peace, infinite the love which are received on account of the prayer of Jesus.
The chief message of the Holy Mountain to the pious people of God is: As much as you can, say the prayer. Whatever we say, whatever we explain, is incapable by words to express the depth and breadth of the good results of the prayer of Jesus. To whom is due all glory, honor and worship to the ages. Amen!
Elder Joseph the Hesychast
Tuesday, September 23, 2014
Life of St. Thekla
The Life of St. Thekla, a disciple and companion of the Apostle Paul in 1st century. She is given the title "Equal-to-the-Apostles" because she accompanied St. Paul in founding churches because her witness converted so many others to Christ, and she was the first woman martyr for the Christian Faith.
According to ancient Syrian and Greek manuscripts, Saint Thekla was born into a prosperous pagan family in the Lycaonian city of Iconium (present-day Konya in south-central Turkey) in A.D. 16. When she was 18 years old and betrothed to a young man named Thamyris, Saint Paul the Apostle and Saint Barnabas arrived in Iconium from Antioch (Acts 14). Thekla’s mother Theokleia prohibited her from joining the crowds which gathered to hear Paul preach. But Thekla found that if she sat near her bedroom window she could hear his every word. Thekla sat there for three days and three nights listening to Paul preach the word of God. She was particularly touched by his call to chastity. As it became apparent that Thekla was becoming interested in the new Faith, Theokleia and Thamyris went to the governor of the city and complained about Paul and his preaching. To pacify them and the other outraged citizens of Iconium, the governor had Paul imprisoned to await trial.
When Thekla learned of Paul’s arrest she secretly went to the prison, and using her golden bracelets to bribe the guard, gained admittance to his cell. When she saw the Apostle she knelt before him and kissed the chains which bound his hands and feet. She remained there a long time listening to his message of the Good News of Jesus Christ.
Being concerned at Thekla’s prolonged absence, Theokleia and Thamyris asked her servant if she knew where she was. The servant said that Thekla had gone to visit an imprisoned stranger. Theokleia and Thamyris knew at once that she was with Paul. They decided to go again to the governor, this time demanding immediate judgement for the Apostle. After the governor chastened Paul for the disturbances he had caused in the city, he had him stoned and expelled from Iconium. The governor then admonished Thekla for her foolishness and commanded her to return home with her mother and fiancé. When Thekla announced that she had vowed to remain a virgin for the sake of Christ, her mother became enraged and asked the governor to threaten Thekla with severe punishment. The governor complied with this wish and ruled that Thekla was to be burned at the stake unless she renounced her faith in Christ.
When Thekla refused to renounce her Heavenly Bridegroom, she was taken to the arena for punishment. As she was tied to the stake she saw a vision of Jesus Christ which gave her strength to face the flames. The fire was lit, but as the flames came near Thekla a thunderstorm suddenly arose and a great torrent of rain and hail came down from heaven and extinguished the flames. Embarrassed because his plan had failed, the angry governor released Thekla but commanded that she must leave Iconium at once.
Upon her release, Thekla went to the outskirts of the city where she rejoined Paul. She told him of her trial and miraculous escape from punishment and asked for baptism. Paul refused to baptize Thekla, saying that this would be accomplished in God’s own way and time. Paul and Thekla then departed from the region of Iconium and traveled to Antioch in Syria. As they were entering the city a young nobleman named Alexander saw Thekla. Being entranced by her beauty he rushed forward and tried to seduce her, but Thekla fought him off, thus disgracing him in front of his crowd of friends. Alexander went to the governor of Antioch and complained that this wandering girl had disgraced him, a nobleman, in public. He demanded that she be punished with death. The governor complied and ruled that Thekla would face the wild beasts in the arena. Thekla’s only reply was that she be allowed to preserve her virginity unto death. Her wish was granted and she was given into the care of the noblewoman Tryphaena, a relative of Caesar, until the time of punishment.
When Thekla was taken to the arena, a lioness was set free to attack her. But to the astonishment of the crowd, the lioness approached the Saint and sat tamely at her feet. A bear was then released, but as it came close to Thekla the lioness rose up to defend her and killed the bear. A large lion was then released. The lioness again came to Thekla’s defense killing the lion, but losing her own life also. Then all the cages were opened and a large number of wild animals charged at the defenseless Thekla. After crossing herself and praying for courage, the Saint noticed a large tank of water which was nearby, containing the aquatic animals. She climbed into the water, asking that she might be baptized by Christ as she did so. Seeing that the beasts were unable to harm Thekla, Alexander asked that the Saint be given over to him for punishment. He tied her to two large bulls in the hopes that they would pull her asunder. But when the bulls charged off in opposite directions, the ropes which held Thekla to them were miraculously loosened and she was spared. Seeing that no harm could be done to Thekla, the authorities released her. She went to the home of Tryphaena where she remained for eight days preaching the Good News of Jesus Christ and converting Tryphaena and her entire household. When she departed from Antioch, Tryphaena gave her a treasure in gold and precious jewels.
After she left Antioch, Thekla journeyed to Myra where she rejoined Paul. She informed him of all that had occurred, including her baptism and asked that she might be permitted to spend the remainder of her life as an ascetic. Paul gave her his blessing and she departed, leaving with Paul all the gold and jewels that Tryphaena had given her so that he might distribute them among the poor and needy.
Thekla then traveled again to Syria where she went up into the mountains for a life of prayer and solitude. Many years later a young pagan found her praying in an isolated canyon and resolved to harass her and spoil her virginity. As he approached her and blocked her only exit to safety, she prayed that her Bridegroom would protect her as He had so many times in the past. At that moment the canyon wall was miraculously split allowing her to escape through a narrow crack in the rock.
Saint Thekla continued her life of asceticism and then peacefully fell asleep in Christ at the age of 90. Shortly after her death a community of virgins went to live in her mountain cell, building a small chapel to enshrine her body. This Convent of Saint Thekla still exists today near the village of Ma‘loula, Syria.
Because of her many sufferings for the Faith the Church counts her as a “Protomartyr”. And because she converted so many people to Christianity she is also know as an “Equal-to-the-Apostles”.
Holy Saint Thekla, pray unto God for us!
O Glorious Thekla, companion of Paul the divine, thou wast inflamed with the love of thy Creator. By the teaching of the divine Preacher thou didst despise the passing earthly pleasures and offered thyself to God as an acceptable and pleasing sacrifice, disregarding all suffering. Intercede with Christ, thy Bridegroom, to grant us his great mercy.
Commemorated on September 24
Troparion (Tone 4) –
You were enlightened by the words of Paul, O Bride of God, Thekla,
And your faith was confirmed by Peter, O Chosen One of God.
You became the first sufferer and martyr among women,
By entering into the flames as into a place of gladness.
For when you accepted the Cross of Christ,
The demonic powers were frightened away.
O all-praised One, intercede before Christ God that our souls may be saved.
Kontakion (Tone 8) -
O glorious Thekla, virginity was your splendor,
The crown of martyrdom your adornment and the faith you trust!
You turned a burning fire into refreshing dew,
And with your prayers appeased pagan fury, O First Woman Martyr!