Sunday, November 10, 2013
Γεροντισσα Ταισια Σαλοπιβα:...πνευματικο παιδι του Αγιου Ιωαννου της Κρονσταδης
῾Η ῾Οσιωτάτη Καθηγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Λεουσένι
(1840 - 1915)
Σύντομος Βίος
Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ταϊσία, κατὰ κόσμον Μαρία Σαλόπιβα, κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μεγάλου Ρώσου ποιητοῦ ᾿Αλεξάνδρου Πούσκιν (1799-1837).
Γεννήθηκε τὸ 1840 στὴν ᾿Επαρχία Νόβγκοροντ καὶ ἐσπούδασε στὸ ᾿ΙνστιτοῦτοΠαυλόβσκυ τῆς Πετρουπόλεως, μία Σχολὴ γιὰ κορίτσια ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς.Τὸ ἔτος 1862, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀποφοίτησί της, ἄρχισε τὴν μοναστική τηςζωὴ στὴν πόλι Τιχβὶν τῆς ᾿Επαρχίας Νόβγκοροντ, στὴν γυναικεία Μονὴ τῶνΕἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι γνωστό, ὅτι στὴν ἀντίστοιχη ἀνδρι- κὴ Μονὴ τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ὠνομάζετο καὶ «Μεγάλο Μοναστήρι», ἐφυλάσσετο καὶ ἡ περίφημη θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν, τῆς ὁποίας ἡ Σύναξις τελεῖται τὴν 26η ᾿Ιουνίου.
Τὸν πρῶτο χρόνο τῆς δοκιμασία της στὴν Μονὴ ρασοφορέθηκε καὶ τὸ 1870 ἔλαβε τὸ Μικρὸ Σχῆμα καὶ ὠνομάσθηκε ᾿Αρκαδία. Τὸ 1872 μετώκησε στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φοβερᾶς Προστασίας στὸ Σβέριν καὶ τὸ 1878 στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φανερωμένης στὸ Σβάνσκυ τῆς ᾿Επισκοπῆς Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχὴ τὸν ἑπόμενο χρόνο, λαβοῦσα τὸ ὄνομα Ταϊσία.
Τἣν 19.3.1881 διωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη ᾿Ισίδωρο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς νεοπαγοῦς Μοναστικῆς Κοινότητος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ Λεουσένι τῆς περιοχῆς Μποροβιτσί. Η ᾿Αδελφότητα ἐκείνη ἀντιμετώπιζε τότε πολλὰ καὶ δύσκολα προβλήματα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνέργειες καὶ τὴν καθοδήγησι τῆς Γεροντίσσης Ταϊσίας, ἡ πρώην ἄγνωστη καὶ πτωχὴ μοναστικὴ Κοινότης τοῦ Λεουσένι ἀνωρθώθηκε καὶ τὸ 1885 ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως ὡς Κοινόβιο ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐνσυνεχείᾳ ἀνεδείχθη σὲ ἕνα Μοναστήρι πρώτης τάξεως, διάσημο γιὰ τὴν μοναχική του πειθαρχία καὶ τὴν παραδειγματική του ὀργάνωσι.
Στὴν Μονὴ Λεουσένι, ἡ ὁποία μὲ τὸν καιρὸ ἐξελίχθηκε σὲ σπουδαῖο κέντρο ἐκκλησιαστικῆς διαπαιδαγωγήσεως, ἀλλὰ καὶ μορφώσεως, ἀφοῦ περιελάμβανε καὶ Σχολεῖα, ἡ Μητέρα Ταϊσία παρέμεινε ὡς ῾Ηγουμένη μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεώς της, 2ας ᾿Ιανουαρίου 1915, ἡμέρα κοιμήσεως καὶ τοῦ ῾Αγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.
Τὸ ἱερὸ σκήνωμά της ἐτάφη στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει κατακλυσθῆ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φράγματος τοῦ ποταμοῦ Βόλγα· ἔτσι, τὸ εὐλογημένο Λείψανο τῆς Μητέρας Ταϊσίας εὑρίσκεται σήμερα στὸν βυθό αὐτῆς τῆς τεχνιτῆς λίμνης.
῾Η χαρισματικὴ ῾Ηγουμένη Ταϊσία ἦταν πνευματικὴ θυγατέρα πρῶτα τοῦ ῾Οσιωτάτου ᾿Αρχιμανδρίτου Λαυρεντίου τῆς Μονῆς ᾿Ιβήρων τοῦ Βαλντάϊ (1808-1876, + 2 ᾿Ιουλίου) καὶ ἀργότερα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης (+20.12.1908), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φωστῆρος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν ὁποῖο συχνὰσυνώδευε στὰ ταξίδια καὶ προσκυνή-ματά του γιὰ νὰ ἱδρύη μὲ τὴν εὐλογίατου μοναστηριακὰ Μετόχια.
῾Υπῆρξε μία ἀπὸ τὶς περιφημότερες Μοναχές, γνωστὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσίας γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν μόρφωσι καὶ τὰ σπάνια διοικητικά της χαρίσματα.
῞Ιδρυσε γιὰ τὰ ὀρφανὰ τῶν Κληρικῶν ἕνα μοναστηριακὸ Σχολεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ τὸν καιρὸ ἀναβαθμίσθηκε σὲ ᾿Εκκλησιαστικὸ Κολλέγιο Θηλέων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Μοναστήρι τοῦ Λεουσένι νὰ καταστῆ φυτώριο πνευματικῆς μορφώσεως καὶ διαφωτισμοῦ στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς ᾿Επισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριακονταετοῦς ἡγουμενείας της εἶχε τόσοἐνεργὸ καὶ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὴν ἵδρυσι καὶ ὀργάνωσι πολλῶν νέων γυναικείων Μονῶν στὴν Βόρεια Ρωσία, ὥστε δὲν ὑπῆρξε κυριο λεκτικὰ οὔτε ἕνα νεοϊδρυμένο Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο νὰ μὴν ὠργανώθηκε μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῆς ῾Ηγουμένης Ταϊσίας.
Γιὰ τὸ Μοναστήρι της τοῦ Λεουσένι ἔκτισε τρία μεγάλα Μετόχια: στὸ Τσερεπόβιτς, στὴν Πετρούπολι καὶ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης, στὸν ποταμὸ Σοῦρα τοῦΑρχαγγέλου.
῞Ιδρυσε ἐπίσης καὶ ἐστερέωσε τὸ Μοναστήρι τοῦ Βοροντσὼφ στὴν᾿Επισκοπὴ τοῦ Πσκώφ, καθὼς καὶ τὸ Μετόχι της στὴν Πετρούπολι.᾿Επίσης, μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης, ἦταν μία ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ νησὶ Καρπόβκα τῆς Πετρουπόλεως, ὅπου σήμερα ὑπάρχει ὁ θαυματόβρυτος τάφος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης.
῾Η ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (τὸ 1889), καθὼς καὶ ὁ Τσάρος τῆς Ρωσίας (τὸ 1892), τῆς ἀπένειμαν τὸν ἐπιστήθιο Σταυρὸ καὶ τὸν χρυσὸ ἀδαμαντοκόλλητο Σταυρὸ ἀντιστοίχως, γιὰ τὴν μεγάλη
της προσφορὰ στὸν Μοναχισμὸ τῆς Ρωσίας καὶ στὴν Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία γενικώτερα.
Κατὰ τὰ ἔτη 1910, 1911 καὶ 1913 ἔλαβε διάφορα δῶρα προσωπικὰ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Νικόλαο Βʹ καὶ τὴν Αὐτοκράτειρα ᾿Αλεξάνδρα, τοὺς μετέπειτα Βασιλομάρτυρας (+4/17. 6. 1918).
῾Η Μητέρα Ταϊσία ὑπῆρξε ἐπίσης ἄριστη παιδαγωγὸς καὶ ταλαντοῦχος συγγραφεύς.
Τὰ ἐκδοθέντα ἔργα της εἶναι τὰ ἑξῆς:
1. Κανὼν εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου.
2. Χαιρετισμοὶ (᾿Ακάθιστος) εἰς τὸν ῞Αγιον Συμεὼν τὸν Θεοδόχο.
3. Συνομιλίες μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης.
4. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κρονστάνδης ὡς Ποιμένας.
5. ῾Η Γυναικεία Μοναστικὴ Κοινότητα τοῦ Σοῦρα (ποίημα).
6. Ποιήματα (τόμοι τρεῖς).
7. Αὐτοβιογραφία.
8. ῾Η ζωὴ τῆς διὰ Χριστὸν Σαλῆς Γερόντισσας Εὐδοκίας Ροντιόνοβα.
9. Γράμματα σὲ μία ᾿Αρχάρια Μοναχὴ
(Αʹ- ΙΔʹ).
10. Λόγος κατὰ τὴν ρασοφορία Μοναζουσῶν τῆς Μονῆς τοῦ Σοῦρα
στὸν ᾿Αρχάγγελο.
• Στὰ ἑλληνικά, ἔχουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, νὰ κυκλοφοροῦν
σὲ δύο τόμους ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος» στὴν Θεσσαλονίκη,
τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 3 καὶ 7 μαζὶ (πραγματικὸ ἐντρύφημα!), καθὼς καὶ μερικὰ
Ποιήματα, ὑπ᾿ ἀριθ. 6 (1992)· ἐπίσης, τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 καὶ 10 μαζὶ
(1993).
...Διδασκαλία περί προσευχής.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος διαιρεῖ τὴν προσευχὴ σὲ τρία στάδια καὶ λέγει:«᾿Αρχὴ μὲν προσευχῆς, προσβολαὶ μονολογίστως διωκόμεναι ἐκ προοιμίων αὐτῶν· μεσότης δέ, τὸ ἐν τοῖς λεγομένοις καὶ νοουμένοις εἶναι τὴν διάνοιαν· τὸ δὲ ταύτης τέλειον, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον»1.«᾿Αρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲςπροσβολὲς στὴν ἀρχή τους μ᾿ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο.Μέσον τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματατῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸςτὸν Κύριο».Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο φθάνουν κατὰ κανόνα μόνον ὅσοιἔχουν τελειοποιηθῆ στὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὸ μεγάλο του ἔλεος ἀξιώνει μερικοὺς νὰ πάρουν μιὰ γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἔστω κι᾿ ἂν δὲν ἔχουν προχωρήσει πολὺ στὴν προσευχή,σὰν ἀνταμοιβὴ τῶν προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλουν.Θὰ σοῦ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα2.
῎Ημουν ἀκόμη ἀρχάρια, Δόκιμη, καὶ ἡ Γερόντισσά μου, ἡ Μητέρα Γλαφύρα, μ᾿ ἔστειλε σὲ μιὰν ἄλλη Γερόντισσα, τὴν Μοναχὴ Θεοκτίστη.
῏Ηταν μετὰ τὸν ῾Εσπερινό, ὅταν οἱ περισσότερες Μοναχὲς πηγαίνουν στὴν Τράπεζα.
῞Οταν ἔφθασα στὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ εἶπα, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν μονολόγιστη εὐχὴ καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα δίχως νὰ περιμένω ἀπάντηση. Πέρασα τὸ κατώφλι καὶ εἶδα τὴν ἀκόλουθη σκηνή.
Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κελλιοῦ καὶ μπροστὰ στὶς Εἰκόνες ἦταν γονατισμένη ἡ Γερόντισσα Θεοκτίστη μὲ τὰ χέρια της ὑψωμένα σὲ δέηση καὶ τὰ μάτια της προσηλωμένα στοὺς ῾Αγίους.Προφανῶς δὲν εἶχε καταλάβει ὅτι μπῆκα, ἂν καὶ εἶχα εἰπεῖ τὴν εὐχὴ μεγαλόφωνα καὶ ἡ πόρτα ἔτριξε δυνατά. ῏Ηταν ἐντελῶς μόνη της στὸ Κελλί. Εγὼ στάθηκα μὲ ἀμηχανία στὸ κατώφλι, μὴ τολμώντας νὰ προχωρήσω καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάνω. ᾿Εὰν ἔμενα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ φέρω τὴν Γερόντισσα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θὰ συνερχόταν καὶ ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε κάποια μάρτυρας τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς της, κι᾿ ἂν ἔφευγα θὰ ἔτριζε πάλι ἡ πόρτα. ῞Υστερα δὲν ἤθελα καὶ νὰ φύγω.
Στὸν διάδρομο ἄρχισαν ν᾿ ἀκούγωνται οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν ᾿Αδελφῶν, ποὺ εἶχαν πιὰ τελειώσει τὸ γεῦμα τους στὴν Τράπεζα καὶ πήγαιναν στὰ Κελλιά τους κι᾿ ἑτοιμάσθηκα νὰ προλάβω τὶς δύο Δόκιμες τῆς Γερόντισσας, ποὺ θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἐπιστρέφουν. ᾿Εκεῖνες ὅμως δὲν ἦλθαν, πρᾶγμα ποὺ μὲ εὐχαρίστησε πολύ.
Δὲν ξέρω πόσην ὥρα ἔμεινα ἔτσι στὸ κατώφλι ἀναποφάσιστη καὶ ἔκθαμβη μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. ῎Ισως νὰ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη ὥρα, ἴσως καὶ παραπάνω.
…῾Η Γερόντισσα δὲν ἄλλαξε θέση, δὲν κινήθηκε καθόλου, μόνο οἱ σποραδικοὶ λυγμοί της καὶ κάποια σιγανὰ καὶ ἀκαθόριστα ἐπιφωνήματα μαρτυροῦσαν ὅτι ἦταν σὲ ἐγρήγορση. Τέλος κατέβασε τὰ χέρια της κι᾿ ἔσκυψε τὸ κεφάλι της στὸ πάτωμα. ῎Εμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν στάση λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ σηκώθηκε καὶ φύσηξε τὴν μύτη της στὸ μαντήλι της.
Κατάλαβα τότε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶχε συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔκσταση κι᾿ ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ καταλάβη ὅτι ἤμουν ἐκεῖ καὶ τὴν στενοχωρήσω, μισάνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶπα πάλι δυνατὰ τὴν εὐχή, κάνοντας
πὼς ἔμπαινα μόλις ἐκείνη τὴν στιγμή.
«᾿Αμήν», ἀπάντησε κι᾿ ἔτρεξε γρήγορα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕνα χώρισμα στὴν γωνία τοῦ κελλιοῦ της. Μετὰ βγῆκε ἀργὰ-ἀργὰ τρίβοντας τὰ μάτια της καὶ μουρμούρισε πὼς ἔστειλε κάπου τὶς δόκιμές της κι᾿ αὐτὴν τὴν πῆρε λίγο ὁ ὕπνος.
᾿Εγὼ ἔβαλα μετάνοια συγκρατώντας μὲ δυσκολία τὰ δάκρυά μου καὶ τῆς εἶπα τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα ἔλθει, ἀλλὰ ἐκείνη φαινόταν σὰν νὰ μὴν ἄκουγε τὰ λόγια μου καὶ πράγματι δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀκούση, γιατὶ μὲ τὴν ψυχή της βρισκόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο καλύτερο τόπο, ποὺ δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Μὲ κοίταξε λοιπὸν μὲ ἀπορία καὶ στὸ τέλος εἶπε: «Μήπωςβρίσκεσαι ἐδῶ ἀπὸ ὥρα;».
᾿Επανέλαβα τότε τὸ ψέμα μου ὅτι μόλις εἶχα μπῆ τώρα ποὺ εἶπα τὴν εὐχὴ κι᾿ ἔτριξε ἡ πόρτα, ἀλλὰ προφανῶς μὲ πρόδιδε ἡ ὄψη μου, γιατὶ τὰ δάκρυά μου ἤθελαν νὰ τρέξουν ποτάμι, καθὼς ἔβλεπα τὴν ἤρεμη καὶ ἀγγελικὴ ἔκφραση, ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπο τῆς Γερόντισσας. ᾿Εξακολούθησα ὅμως νὰ ἐπιμένω στὸ ψέμα μου, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ταράξω τὴν Μοναχή.
Αὐτὴ παρέμενε σιωπηλή, ὅσην ὥρα μιλοῦσα ἐγώ, μὰ φαινόταν νὰ σκέφτεται ἄλλα καὶ ὄχι ὅ,τι τῆς ἔλεγα. Εν τῷ μεταξὺ μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα ἡ σκέψη τί θὰ ἔλεγα στὴν Γερόντισσά μου, ποὺ μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν καθυστέρησή μου. ῾Η Μητέρα Θεοκτίστη καθόταν ἀκόμη σιωπηλὴ μὲ τὸ βλέμμα καρ- φωμένο κατ᾿ εὐθεῖαν μπροστά· τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτηταἀπὸ τὰ μάτια της, μὰ δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὰ σκουπίση· ἦτανφανερὸ ὅτι οὔτε κἂν τὰ πρόσεχε καὶ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση μετέωρη, λυπημένη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκσταση.
Τέλος μὲ ξαναρώτησε: «Βρίσκεσαι πολλὴν ὥρα ἐδῶ;».Αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ εἰπῶ τίποτε, μόνο τῆςἔβαλα ἐδαφιαία μετάνοια. Δὲν μπορῶ κι᾿ ἐγὼ νὰ καταλάβω πῶςβρῆκα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Μητέρα, τί σοῦ συνέβη;».᾿Εκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της μὲ μιὰ ἐρωτηματικὴ ἔκφραση καὶμὲ κοίταξε καλά· μετὰ εἶπε μὲ καλωσύνη: «Τίποτε δὲν μοῦ συνέβη,παιδί μου, μὰ νά, ἦταν σὰν νὰ πέταξα καὶ νὰ πῆγα κάπου, σὰν νὰ εἶδα κάτι», κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη.
Μετὰ ἀφοῦ σώπασε γιὰ λίγο συνέχισε: «῞Ενα πρᾶγμα ἔχω νὰ εἰπῶ, ῾῾Δόξα σοι, Κύριε᾿᾿...» κι᾿ ἔκανε τὸν σταυρό της. Μετὰ μὲ ρώτησε γιὰ τὰ δικά μου καὶ μὲ παρηγόρησε λέγοντάς μου νὰ μὴ στενοχωριέμαι γιὰ τὶς θλίψεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέλος μὲ κατευόδωσε: «Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ πὲς στὴν Γερόντισσά σου ὅτι ἐγὼ σὲ κράτησα».
῾Η Γερόντισσα Θεοκτίστη προερχόταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἁπλῶν χωρικῶν καὶ ἦταν ὀλογιγράμματη, ἴσως καὶ τελείως ἀγράμματη.Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ διακόνημά της ἦταν ἡ πολὺ δύσκολη δουλειὰ τῆς συλλογῆς εἰσφορῶν· πήγαινε δηλαδὴ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μάζευε χρήματα γιὰ τὸ Μοναστήρι.
῞Οταν πιὰ γέρασε καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πήγαινε μόνο στὶς ᾿Ακολουθίες στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες Γερόντισσες.
῾Η ζωή της στὸ κελλί, ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἦταν σὰν ὅλων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της ἦταν γνωστὴ μόνον σ᾿ ᾿Εκεῖνον ποὺ «ἐτάζει καρδίας».
Θὰ σοῦ διηγηθῶ τώρα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ3 σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὰ γήϊνα αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν σ᾿ αὐτήν.
Στὸ Μοναστήρι μας ὑπῆρχε μιὰ Μοναχή, σχετικὰ νέα, ἀλλὰ πολὺ εὐάρεστη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν πνευματική της πρόοδο. Αὐτὴ ἔμενε μαζὶ μὲ δύο νεαρὲς Δόκιμες.
Αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ διηγηθῶ συνέβη κάποιο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.᾿Εκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο ἔφυγαν καὶ οἱ δύο Δόκιμες γιὰ νὰ πᾶνε κάπου καὶ ἡ Μοναχὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῆ ὴν μοναξιὰ καὶ νὰ προσευχηθῆ.Καὶ νὰ τὶ μοῦ εἶπε κατὰ λέξη:«Θυμοῦμαι ὅτι ἄρχισα νὰ ἀπαγγέλω ἀπ᾿ ἔξω τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸν Γλυκύτατο ᾿Ιησοῦ, ποὺ τὴν παρουσία Του ἔνοιωθα ἀκόμη στὴνκαρδιά μου, ἀφοῦ ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχα κοινωνήσει.Εἶπα ἕνα Οἶκο καὶ μετὰ ἕναν ἄλλο κι᾿ ἄρχισα νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ψυχή μου ὅλο καὶ περισσότερο συγκινιόταν καὶ θερμαινόταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. ῞Υστερα σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ τρέμω ὁλόκληρη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ νὰ κλαίω μὲ ἄφθονα δάκρυα.Οἱ φυσικές μου δυνάμεις μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσω, γονάτισα κι᾿ ἔβαλα μετάνοια μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, ἐνῶ συνέχιζα ἀπὸ μέσα μου νὰ λέω τὸν ᾿Ακάθιστο. Φαίνεται ὅτι τὸν εἶπα μέχρι τὴν μέση, γιατὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ συνέχισα.
Τὸ κάθε τὶ γύρω μου στὸ Κελλί, τὸ πάτωμα ποὺ ἤμουν γονατισμένη καὶ ὅλα τὰ ἀντικείμενα σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκαν· μπροστά μου παρουσιάσθηκε μιὰ ἄλλη σκηνὴ κι᾿ ἔβλεπα κάπου μακρυὰ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ μας ποὺ καθόταν ἐκεῖ. Τὸν περιτριγύριζαν ἕνα πλῆθος ὄντα ποὺ δὲν θυμοῦμαι, ἐὰν ἦταν ἄνθρωποι ἢ ῎Αγγελοι καὶ ποὺ ὅλα ἔψαλλαν μ᾿ ἕναν ἐξαίσιο μελωδικὸ τρόπο, ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν ἐκεῖ πίσω τους καὶ εὐφραινόμουν. Δὲν θυμοῦμαι τίποτ᾿ ἄλλο νὰ σοῦ εἰπῶ κι᾿ οὔτε ξέρω ἂν τὸ ὅραμα κράτησε πολύ, παρὰ μόνο ὅ,τι μοῦ εἶπαν κατόπιν οἱ διακονήτριές μου, πὼς δηλαδὴ ὅταν ἦλθαν στὸ Κελλί μου καὶ μὲ εἶδαν πεσμένη μπροστὰ στὶς Εἰκόνες, νόμισαν στὴν ἀρχὴ πὼς προσευχόμουν, ἀλλὰ κατόπιν, βλέποντας ὅτι περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ δὲν σηκωνόμουν, νόμισαν πὼς κοιμόμουν κι᾿ ἄρχισαν νὰ μὲ φωνάζουν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα, ὁπότε μ᾿ ἄφησαν ἢσυχη.
῞Οταν συνῆλθα ἀπὸ τὴν θαυμάσια αὐτὴ ἔκσταση καὶ τὸ ὅραμα, τὸ Κελλί μου ἦταν πάλι ἄδειο καὶ χάρηκα πολὺ γι᾿ αὐτό.Τὸ πάτωμα, στὸ σημεῖο ποὺ ἀκουμποῦσε τὸ μέτωπό μου, ἦτανκατάβρεχτο μὲ δάκρυα σὰν νὰ εἶχε χυθῆ νερό.Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέλη μου δὲν εἶχαν νεκρωθῆ, τὰ δάκρυα ὅμως οὔτε τὰ ἔνοιωσα, οὔτε τὰ συνειδητοποίησα καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ καθαρά, δὲν ἤξερα καθόλου τί μοῦ συνέβαινε.῾Η γλυκύτητα ποὺ γέμισε τὴν καρδιά μου αὐτὲς τὶς πανάγιες στιγμές, παρέμεινε γιὰ πολὺ μέσα στὴν ψυχή μου σὰν μάρτυρας τῆς οὐράνιας ἐπισκέψεώς μου».
Βλέπεις, ᾿Αδελφή, τί παραδείγματα ὑψηλῆς καὶ συγκεντρωμένης προσευχῆς ἔχομε ἀπὸ σύγχρονες Μοναχές;Ποιός μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ἀπὸ τὰ νὰ ἐπιτύχωμε κι᾿ ἐμεῖς αὐτὸτὸ ὕψος;Στὰ βιβλία τῶν ῾Αγίων Πατέρων ὑπάρχουν βέβαια πολλὰ παρόμοια παραδείγματα, ἐγὼ ὅμως σοῦ ἔφερα σκόπιμα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν μοναζουσῶν τῆς ἐποχῆς μας, γιατί, ὅταν διαβάζωμε κι᾿ ἀκοῦμε διηγήσεις γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ῾Αγίων, λέμε συχνὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν δική μας ἀμέλεια: «Τότε ὑπῆρχαν ῞Αγιοι.Αὐτὸ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἐποχή, τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατοι καὶ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν!».
Νὰ λοιπόν, μάθε ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα ὅτι ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀληθινοὶ ἀγωνιστές.Οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ τόπος κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή του.
Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ στερήση τὴν εὐλογία Του.
http://agiosmgefiras.blogspot.ca/2011/02/blog-post_25.html
θα γίνουν οι δύο σάρκα μία! ( Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος )
«Δεν διαβάσατε ότι από την αρχή ο Δημιουργός τους έπλασε άντρα και γυναίκα; Και είπε: Γι΄ αυτόν τον λόγο θα εγκαταλείπει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα ενώνεται με τη γυναίκα του (Γεν. 2,24)...
Πρόσεξε, μάλιστα, ότι αυτό δεν το υποστήριζε μόνο από τη δημιουργία, αλλά και από την εντολή του. Διότι δεν είπε μόνο ότι έπλασε έναν άντρα και μια γυναίκα, αλλ΄ ότι διέταξε και τούτο το να ενώνεται δηλαδή ο άντρας με τη γυναίκα.
Αν όμως στις προθέσεις του ήταν να αφήνει τη γυναίκα και να παίρνει άλλη, θα έπλαθε έναν άντρα αλλά πολλές γυναίκες. Τώρα κι από τον τρόπο της δημιουργίας και τον τρόπο της νομοθεσίας έδειξε ο Θεός ότι ένας άντρας πρέπει να ζει μαζί με μια γυναίκα διαρκώς και να μη χωρίζουν ποτέ...
Και δε νομοθέτησε απλά να πηγαίνει ο άντρας προς τη γυναίκα αλλά και να ενώνεται, φανερώνοντας με τη διατύπωση αυτή το αδιάσπαστο [της σχέσης]. Και δεν αρκέστηκε μόνο σ΄ αυτό, αλλά επεδίωξε και άλλη στενότερη επαφή γιατί είπε: "θα γίνουν οι δύο σάρκα μία" (ένα σώμα)...
Όπως λοιπόν το να κομματιάσεις ένα σώμα είναι οδυνηρό, έτσι και το να χωρίσεις γυναίκα είναι αντίθετο στο νόμο του Θεού. Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά και τον Θεό επικαλέστηκε να λέει: Ότι ο Θεός συνένωσε, δεν πρέπει να το χωρίζει άνθρωπος» - Ματθ. 19,6 (Υπόμνημα εις τον άγιον Ματθαίον..., ΚΒ΄, Migne Ε.Π. 58, σ. 597).
«Όταν ανάμεσα στη γυναίκα και τον άντρα υπάρχει ομόνοια και ειρήνη και σύνδεσμος αγάπης, εκεί μαζεύονται όλα τα αγαθά και γίνονται απρόσβλητοι από κάθε κίνδυνο, σα να είναι με κάποιο μεγάλο και απόρθητο τείχος προστατευμένοι, δηλαδή με την κατά Θεόν ομόνοια»
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Τα πιο πολύτιμα πράγματα.....
Καποια στιγμη στον ουρανό ζήτησε ο Θεός απο τους αγγέλους να του φέρουν τα πιο πολύτιμα πράγματα,που υπάρχουν στη γή.
Οι άγγελοι ξεκίνησαν και έψαξαν ολόκληρη τηγή.Πολλοί ομολογουμένως έφεραν πολλά ωραία και πολύτιμα πράγματα.Ξεχώρισαν όμως τρείς.
Ο ένας έφερε και απέθεσε στον θρόνο του Θεού ένα ωραιότατο μαργαριτάρι.Ήτανμια σταγόνα ιδρώτα.Είχε πέσει απο το μέτωπο κάποιου που τίμια προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του.
-Ωραίο το εύρημα σου,είπε ο Θεός,αλλά υπάρχει και πιο ωραίο απο αυτό
.Ήρθε τότε δεύτερος άγγελος.Αυτός απέθεσε με σεβασμό μπροστά στον Θεό ένα κατακόκκινο ρουμπίνι.Ήταν μια σταγόνα αίματος ενος ήρωα,που είχε πέσει στο πεδίο της τιμής.Οι άγγελοι έμειναν εκστατικοί.Ασφαλώς αυτός θα κέρδιζε το βραβείο.
-Υπάρχει κάτι πιο πολύτιμο ακόμη,είπε ο Θεός. Τότε όλοι στράφηκαν προς το μέρος του τρίτου αγγέλου, που εκείνη την ώρα ερχόταν και με πολλή ευλάβεια άφησε να κυλίσει στον θρόνο του Θεού ένα ασταφτερό διαμάντι,που όμοιο μ'αυτό ποτέ δεν είχαν δεί.Ήταν ένα δάκρυ κάποιου αμαρτωλού,που γονατιστός ομολογούσε τις αμαρτίες του μπροστά στον πνευματικό.
-Αυτό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα ,είπε τότε ο Θεός,και το βραβείο
δόθηκε στον τελευταίο άγγελο.Αλήθεια,πόσο αξίζει η μετάνοια και η εξομολόγηση.
Αυτό το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος,που λέγει<χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επι ενι αμαρτωλώ
μετανοούντι>.(Λουκ.ιε΄10).
Let this weakness be a source of humility ( Elder Macarius )
Doing God's will is not an easy task for most of us. We are so bound up in the drives of our physical existence and the issues of this world that we too often forget God. When we forget God our actions are made from our own will. But, even when are are of the right mind and seeking guidance from God, we often feel that our ability to do what God is asking of us is difficult and even impossible. We may feel weak even when being guided by God. How do we deal with this weakness we seem to have?
Here is the advice from Elder Macarius about this question:
Let this weakness be a source of humility, Have mercy on me, O Lord, for I am weak! (Ps 6:2). Resolutely steer the right course and hope for the best. Search the most hidden meanders of the dark labyrinths that surround the luminoous core of your heart. And uproot pride wherever you find the weed.Do you see how he turns this problem into an opportunity. To admit our weakness and seek God's help requires our humility. This leads us to a realization of our need for His help. In reality we cannot carry out God's will with out this kind of surrender and with His grace.
The Elder says,
Alone, you were weak indeed, but with God's help you are mighty and strong. Steeling your own will to do His, humbly throw yourself on His mercy. If you do so, my prayers will be of the greatest help to you.Reference: Russian Letters of Spiritual Direction, p 66
Elder Macarius
Overcoming pride ( Elder Macarius )
We continually hear that pride is at the root of our sinfulness. In God's eyes it is the the penitent sinner that is preferred to the proud person. The remedy to pride is humility, but how does one develop humility?
Here is what Elder Macarius has to say,
Well, acquire this art through reading the Fathers; pitiless self-examination and self-accusation help too; also, making clear to ourselves how much worse we are than others; and refraining from all condemnation of them while we accept all their condemnation of us, as sent by God to cure our hideous spiritual sores.This battle for humility is not an easy one or one that is quickly won. It is not easy to refrain from condemning others while accepting the condemnation that is given to us. We are constantly being tripped up by our passions. A high degree of discipline in life is required. We must always be on the alert. As we progress along this narrow and difficult path we will be tempted to have pride in our progress. When this occurs our progress ends. Our success in life, our well-being at work or in the home, can also hinder us by stroking our pride. Our successes make us feel as if we are in control. The more successful we are in a worldly life it is all the harder to develop humility.
The Elder says,
Humility is the only weapon that wards off all attacks, but it is difficult to fashion, and the art of using it iis often misunderstood, particularly by those who live an active life.... Remember always that the whole of human misery is the consequence of pride. Humility alone is the path to joy, the gate to the blessed nearness––the intimacy of God.
Elder Macarius
Μαγειρική και νηστεία ( Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης )
Είναι καιρός τώρα που στα περίφημα κανάλια της ελληνικής τηλοψίας αφιερώνονται πολλές ώρες στη μεγάλη τέχνη της μαγειρικής.
Πολυτελείς, καλοφωτισμένες κουζίνες, με ακριβά μαγειρικά σκεύη, μόνιμα χαμογελαστά πρόσωπα γυναικών και ανδρών, μεσόκοπων και νέων με λουλουδάτες ή άσπρες ποδιές και σκούφους, αστειάκια συνήθως όχι έξυπνα και εκείνα τα ατέλειωτα φαιδρά υποκοριστικά καροτάκια, σαλτσούλες, ψαράκια, κρεατάκια και λοιπά.
Μάλιστα οι συνταγές τους είναι πολλές φορές λίαν δαπανηρές και σπάνιες. Προέρχονται από διάφορες μακρινές χώρες, ξένες, από την απλή, ωραία και υγιεινή γνωστή μεσογειακή δίαιτα.
Σε μία εποχή δύσκολη, σαν τη δική μας, να παρουσιάζονται καθημερινά λαχταριστοί αστακοί, γαρίδες, κρέατα φερμένα από μακριά, αποτελεί μία οδυνηρή πρόκληση.
Όταν οι συνάνθρωποί μας δεν έχουν ούτε τον άρτο τον επιούσιο, ξενίζει αυτή η πολυδάπανη και πολυποίκιλη παρουσίαση εδεσμάτων γαργαλιστικών.....
Μερικοί φαίνεται ζουν για να τρώνε. Σε αυτούς απευθύνονται; Κάθονται άνθρωποι όλη τη μέρα και αντιγράφουν όλες αυτές τις σύνθετες συνταγές; Φαίνεται πως υπάρχει ένα τέτοιο φιλοθεάμον κοινό που ενδιαφέρεται και γι' αυτό και βέβαια συνεχίζονται οι εκπομπές αυτές.
Την ίδια περίοδο κυκλοφορεί ένα πλήθος βιβλίων - τσελεμεντέδων επίσης πανάκριβων, με ιλουστρασιόν χαρτί, πολλές έγχρωμες φωτογραφίες και καλλιτεχνικά δεσίματα.
Μάλιστα κυκλοφορούν και αρκετά βιβλία με νηστίσιμες συνταγές για τα οποία έχω μία μικρή επιφύλαξη. Βρισκόμαστε σε περίοδο νηστείας πριν τα Χριστούγεννα. Πάντοτε πριν τις μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης έχουμε νηστεία ως προετοιμασία.
Η νηστεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι πάντοτε συνδυασμένη με τη λιτοφαγία και την ολιγοφαγία. Αν είναι να τρώει κανείς γαρίδες, καραβίδες, χαβιάρια και αστακούς καλύτερα να νηστεύει.
Η νηστεία όμως, όπως λεει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θα πρέπει να είναι λιτή, φτωχή και απλή και τα χρήματα που κερδίζουμε μη χρησιμοποιώντας πολυδάπανες τροφές, να γεμίζουν με τις απαραίτητες τροφές τις κοιλιές των πεινασμένων. Η νηστεία λοιπόν συνδυάζεται με την ελεημοσύνη και την προσευχή.
Όταν ο άνθρωπος θα φάει βαριά και πολύ, θα κουβεντιάσει πολύ και θα κοιμηθεί πολύ. Η μία παραχώρηση φέρνει την άλλη. Όταν ο άνθρωπος θα φάει μέτρια θα βρίσκεται σε μία μεγαλύτερη εγρήγορση, θα ελέγχει τις σκέψεις του, θα συλλαμβάνει τους λογισμούς του και θα περιορίζει τη φαντασία του.
Δεν νηστεύουμε για να έχουμε καλή υγεία και ωραία σιλουέτα, άσχετα αν βοηθά κάποτε και σε αυτά. Νηστεύουμε γιατί είναι εντολή Θεού, γιατί είναι το μόνο που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος στον Θεό, γιατί είναι μία εκούσια προσφορά, στέρηση της τελικά επώδυνης ηδονής.
Ο καθηγητής κ. Α. Καφάτος έχει πει πως αν τηρούσαμε επακριβώς τις καθιερωμένες νηστείες της εκκλησίας θα είχαμε σαφώς καλύτερη υγεία.
Η πολυφαγία, η καθημερινή κρεοφαγία, η τροφή με πολλά λιπαρά δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην υγεία. Όταν ο άνθρωπος νηστεύει έχει πιο καθαρό νου και μπορεί να προσεύχεται καθαρότερα και καλύτερα.
Η νηστεία είναι ένα μέρος της ασκήσεως του πιστού. Η νηστεία από μόνη της δεν σημαίνει τίποτε. Οι φτωχοί νηστεύουν θέλοντας και μη. Αν όμως στενοχωρούνται γι' αυτό γκρινιάζουν, άγχονται, νευριάζουν και γίνονται κακοί, χάνουν τον "μισθό" τους.
Επανερχόμενος στα τηλεοπτικά μαγειρέματα θυμάμαι και κάποια άλλα μαγειρέματα υποκρισίας, δολοπλοκίας, διπλωματίας και απάτης, υποστηρίζοντας τους δικούς μας και ας είναι αχρείοι και ανάξιοι.
Βρέθηκα στο σπίτι της αδελφής μου στην Αθήνα και παρακολούθησα αυτόν τον μυρωδάτο ολοήμερο πόλεμο σκόρδου, κρεμμυδιού, βαλσάμικου, καρυκευμάτων και σαλτσών αλλά και περίεργων σαλατών και γλυκών και κουράστηκα πολύ.
Έλεγε ένας γέροντας πως γίνεται ένας μεγάλος πόλεμος για λίγα εκατοστά, ό,τι καταλάβει η γλώσσα, ο ουρανίσκος και ο λάρυγγας. Μετά καμία αίσθηση. Αν φας πολύ θα έχεις στομαχόπονο κι αν δεν πάρεις σχετικά φάρμακα σίγουρα θα θέλεις αναψυκτικά - χωνευτικά. Ένας άγιος είπε το κρασί δεν είναι αμαρτία αλλά η μέθη. Σε όλα χρειάζεται μέτρο, διάκριση και προσοχή.
Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης