Wednesday, November 27, 2013

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ. ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΗΤΑΝ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ




Ὁ ὁσιότατος γέροντας Ἰωσήφ, κατὰ κόσμον Φραγκίσκος Κοτῆς, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λεῦκες, στὸ νησὶ τῆς Πάρου τὸ 1898. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Μαρία ἦσαν ἄνθρωποι ἁπλοϊκοὶ ἀλλὰ θεοσεβεῖς καὶ μὲ πολλὴ εὐλάβεια. Καὶ ὅπως φαίνεται ἦταν προορισμένος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του νὰ γίνει ὄχι μόνον μαθητής, μοναχός, τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ στρατηγός Του. Ποὺ θὰ ἔμπαινε πρῶτος στὴ μάχη κατὰ τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, διάδοχος τῆς νηπτικῆς παραδόσεως καὶ πατέρας χιλιάδων τέκνων.

Τὸ ὅτι ἦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς προορισμένος γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο ἔργο, μᾶς τὸ διηγεῖται ἡ ἴδια ἡ μητέρα του μὲ ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα.«Ὅταν γέννησα τὸν μικρὸν Φραγκίσκον», λέγει, «καὶ ἤμουν ἀκόμα στὸ κρεβάτι ἀσαράντιστη μὲ τὸ μωρὸ δίπλα μου φασκιωμένο, εἶδα νὰ ἀνοίγει ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ μας καὶ νὰ κατεβαίνει ἀνάλαφρα ἕνας ὁλόλαμπρος ἄγγελος Κυρίου, ἱεροπρεπὴς καὶ ὁλοφώτεινος, καὶ ἦταν τόση μεγάλη ἡ λάμψις του, ποὺ μόλις μποροῦσα μετὰ βίας νὰ τὸν ἀντικρύσω. Κατέβηκε λοιπὸν ὁ ἄγγελος καὶ στάθηκε δίπλα ἀπὸ τὸ μωρό. Ἄρχισε νὰ τὸ ξεσκεπάζει μὲ σκοπό, ὅπως φάνηκε γιὰ νὰ τὸ πάρει. Ἀμέσως διαμαρτυρήθηκα μὲ ἀγωνία λέγοντας,- Τί πᾶς νὰ κάνεις ἐκεῖ, θὰ μοῦ πάρεις τὸ μωρό;- Τὸν ἔχουμε γραμμένο ἐδῶ! μοῦ ἀπαντᾶ καὶ μοῦ δείχνει ἕναν κατάλογο μὲ ὀνόματα μοναχῶν. Εἶναι γραμμένος στὸ τάγμα τῶν ἀγγέλων.Κατάλαβα, ἠρέμησα καὶ γαλήνεψε ἡ ψυχή μου. Πῆρε τὸ μωρό, τὸν μικρὸ Φραγκίσκο, καὶ στὴ θέση του ἄφησε ἕνα πολύτιμο κόσμημα σὲ σχῆμα Σταυροῦ. Μετὰ συνῆλθα καὶ ὅλα ἦσαν κανονικά.Ἀπὸ τότε πίστευω», κατέληξε ἡ μητέρα του, ὅτι τὸ παιδί μου αὐτὸ μία μέρα θὰ ἐγίνετο μοναχός, καὶ μάλιστα βεβαιώθηκα ὅταν μοῦ χάρισαν ἕνα χρυσάκτινο Σταυρό.Κατὰ λέξη αὐτὰ ἀπὸ τὴ μητέρα του.Τὸν ὁσιότατο γέροντα Ἰωσὴφ τὸν γέννησε τὸ νησὶ τῆς Πάρου, ἀλλὰ τὸν ἀναγέννησε τὸ Ἅγιον Ὄρος.




Τὸν μεταμόρφωσε, τὸν δόξασε, τὸν θέωσε, ὕστερα ἀπὸ μία φοβερὴ μαρτυρικὴ ἀσκητικὴ πορεία καθάρσεως ἀπὸ τὰ ψεκτὰ πάθη. Καὶ παρόλο ποὺ ἦτο ἁγνὸς καὶ ἀμόλυντος, ὅπως ἐξῆλθε, ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἐν τούτοις βασανίστηκε ἀπ’ τὸν πόλεμο τῆς σαρκός, μὲ τέτοια μανία καὶ λύσσα ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ κανένα ἀνθρώπινο χέρι καὶ καμιὰ ἀνθρώπινη γλώσσα δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει.Ὁ ὁσιότατος γέροντας, ὁ τότε Φραγκίσκος, παρέμεινε μέχρι τῆς ἐφηβικῆς του ἡλικίας κοντὰ στὴν οἰκογένειά του, καὶ τὴν βοηθοῦσε ποικιλοτρόπως. Στὰ δεκαοκτώ του ὅμως χρόνια φεύγει ἀπ’ τὴν Πάρο καὶ ἔρχεται στὸν Πειραιᾶ, καὶ γίνεται ἐργάτης στὰ μεταλλεῖα τοῦ Λαυρίου μέχρι τῆς στρατεύσεώς του στὸ Πολεμικὸ Ναυτικό.Ὅταν ἀποστρατεύτηκε ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριον μὲ κέντρο τὴν Ἀθήνα ὡς μικροπωλητής. Ἔτσι περιερχόταν στὶς διάφορες ἐμποροπανηγύρεις γιὰ νὰ πωλεῖ τὴν πραμάτειά του μὲ ἀπόλυτη δικαιοσύνη.Κάποτε βρέθηκε καὶ στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας τῆς Τήνου ἀλλὰ παρέμεινε ἄπραγος. Πώληση σχεδὸν μηδενική. Καὶ τότε ξεπήδησε ἕνα μικρὸ παράπονο.- Δὲν μὲ λυπᾶσαι Θεέ μου;Τὸ βράδυ ὅμως στὸν ὕπνο του βλέπει κάποιον ὑπερφυῶς λάμποντα καὶ ἀπαστράπτοντα νὰ τὸν ἐρωτᾶ.- Ποιὸς εἶμαι Φραγκίσκε;- Δὲ σὲ γνωρίζω Κύριε …- Πῶς δὲ μὲ γνωρίζεις, ἀφοῦ γιὰ μένα μέρα νύχτα φλογίζεται ἀπὸ ἀγάπη ἡ καρδιά σου; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου. Τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θέλω νὰ ἐμπορεύεσαι ἐδῶ τὰ γήινα καὶ τὰ ψεύτικα, ἀλλὰ νὰ ἐμπορεύεσαι ψυχές.

Θὰ πᾶς ἐκεῖ ὅπου δὲ βγαίνουν ὅσοι δὲν θέλω ἐγώ, ἀπὸ κεῖνον τὸ στρατό.Ξύπνησε γεμάτος χαρά, εὐτυχία, καὶ πολὺ ἀνάλαφρος. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες πῆγε στὸν Πνευματικό του καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅσα εἶδε καὶ ἀπήλαυσε στὸν ὕπνο του, καὶ πῶς τὸ Θεϊκὸ Φῶς φώτισε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του, καὶ μὲ ποιὸ παράδοξο τρόπο ξεδιάλυνε ἀπὸ τότε νοήματα καὶ λογισμούς. Καὶ ὁ διακριτικὸς πνευματικὸς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς τοῦ λέγει ἀμέσως- Εἶσαι γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος.- Καὶ τὴν οἰκογένειά μου στὴν Πάρο μὲ τὶς τόσες ὑποχρεώσεις;- Ἄφησέ τους. Αὐτοὶ ξεφτούρησαν. Ἔβγαλαν δηλαδὴ φτερά. Μποροῦν πλέον ἀπὸ μόνοι τους νὰ τὰ καταφέρουν στὴ ζωή.Θὰ ἔφευγε ἀσφαλῶς ἐνωρίτερα, ἂν δὲν ἐμποδίζετο κατὰ συνείδησιν ἀπὸ τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ εἶχε, ἰδίως τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἄγαμης ἀδελφῆς του. Ἔτσι ἀπὸ τότε ἦτο διαρκῶς συλλογισμένος καὶ λυπημένος.- Πῶς εἶσαι ἔτσι λυπημένος καὶ ἄκεφος, τὸν ρώτησαν ἡ σπιτονοικοκυρὰ του ἐκεῖ μὲ τὰ παιδιά της.- Πῶς νὰ εἶμαι; Δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ τίποτα.Τότε ἐκείνη τοῦ ἔδωσε τὸ βιβλίον «Νέο Ἐκλόγιον» μὲ βίους Ἁγίων Ἀσκητῶν, καὶ ἄλλα ψυχωφελῆ φυλλάδια ποὺ κυκλοφοροῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἀπὸ τὰ ὁποία ὅταν τὰ διάβασε αἰσθάνθηκε πνευματικὴ ἀλλοίωση, ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος. Οἱ βίοι τῶν μεγάλων ἀσκητῶν ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀπόφασή του νὰ μονάσει. Ἔτσι ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ἐφαρμόζει ὅσα διάβαζε στοὺς βίους τῶν ὁσίων ἀσκητῶν μὲ τὸ νὰ νηστεύει ἀνὰ δύο ἡμέρες, νὰ κάμει τὸν στυλίτη, καὶ νὰ ἀσκητεύει πάνω στὰ δένδρα, στὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Πεντέλης. Ἔκαμε δὲ καὶ προσκυνηματικὰ ταξίδια, γιὰ νὰ τονωθεῖ ἡ πίστις του καὶ νὰ εὐλογηθεῖ ἡ μελλοντική του ἀποταγή του στὸ Ἅγιον Ὄρος.Ἡ ψυχική του ὠφέλεια ἦταν πολὺ μεγάλη ὅταν ἐπισκεύτηκε τὸν Ἅγιο Γεράσιμο στὴν Κεφαλονιά. Ἐκεῖ, ἀπὸ ἄκρα ταπείνωση, προσποιεῖται τὸν δαιμονισμένον. Καὶ ἔτσι τὸν συγκαταλέγουν μεταξὺ τῶν ἐνεργουμένων ὑπὸ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων.

Πρὸς ὅλους αὐτοὺς κάθε μέρα, πρωὶ καὶ ἀπόγευμα, ὁ ἐφημέριος τῆς μονῆς, διάβαζε τοὺς ἐξορκισμοὺς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ὁ Φραγκίσκος, ποὺ ράγιζε ἡ καρδιά του ἀπὸ τὴ συμπόνοια, τοὺς προέτρεπε νὰ κάμουν ὅλοι μαζὶ μεγάλες στρωτὲς μετάνοιες φωνάζοντας «Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον» ἢ «Ἅγιε Γεράσιμε βοήθησέ μας, σῶσε μας» καὶ ἄλλα πολλά. Οἱ δαιμονισμένοι ὅμως ἀντὶ γιὰ τὶς στρωτὲς μετάνοιες, ξάπλωναν κάτω, καὶ μὲ μία χαρακτηριστικὴ κίνηση τίναζαν τὸ ἀριστερό τους πόδι πρὸς τὰ πίσω, φανερώνοντας ἔτσι τὴν δαιμονική τους ἀνυποταξία καὶ τὴν πλαστὴ μετάνοια. Βλέποντας ὁ Φραγκίσκος τὶς διαβολικές τους ἀναποδιές, τοὺς φώναξε λέγοντας,- Τί εἶναι αὐτὰ ποῦ κάνετε; Δὲν γίνονται ἔτσι οἱ μετάνοιες..- Αὐτὲς εἶναι μετάνοιες μὲ οὐρά. Καὶ μὲ τὸ τίναγμα τοῦ ποδιοῦ μας, τὶς στέλνουμε στὸ δικό μας ἀρχηγό, ἀπάντησαν.Ἄρα λοιπόν, κάνει καὶ ὁ δαίμονας τὶς δικές του μετάνοιες. Ἔφριξε ὁ καημένος ὁ Φραγκίσκος ἀκούγοντας αὐτά, καὶ ἄλλα παρόμοια μαζὶ μὲ τὶς βλαστήμιες τους, κατενόησε καὶ πόνεσε γιὰ τὸ φοβερὸ δράμα τῶν δυστυχισμένων αὐτῶν ὑπάρξεων, καὶ τοὺς περιέβαλε μὲ περισσότερη ἀγάπη.Ὅταν ξαναῆλθε ὁ ἐφημέριος καὶ διάβασε τοὺς ἐξορκισμούς, εἶδε τὴ διαφορὰ ποὺ εἶχε ὁ Φραγκίσκος ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν δαιμονισμένων, καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἐπιτρόπους νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ κοντὰ τους διότι ἦτο ὑγιέστατος.Ὁ Φραγκίσκος ὅμως κινήθηκε ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία πρὸς τὰ δυστυχισμένα αὐτὰ πλάσματα ποὺ ἐβασανίζοντο ἀπὸ λεγεῶνες δαιμόνων, ἡ θεϊκὴ ὅμως αὐτὴ συμπαράστασις, κινήθηκε αὐθόρμητα καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα του, καὶ εἶχε τέτοιο βάθος ταπεινώσεως, ποὺ δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ ἐμεῖς νὰ τὸ καταλάβουμε μὲ τὰ νερόβραστα μυαλὰ ποὺ διαθέτουμε.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἐπέστρεψε στὸν Πειραιᾶ, καὶ συνέχισε μαζὶ μὲ τὶς μικροδουλειές, νὰ ἀσκεῖται στὴ νηστεία μὲ ἕνα λουκούμι, ἢ καὶ μισὸ τὴν ἡμέρα, καὶ μὲ ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες, πάνω στὰ δένδρα ἢ σὲ τρύπες, στὰ βουνὰ τῆς Πεντέλης, χειμώνα καλοκαίρι.Τὴν τελική του ἀπόφαση γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν πῆρε ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὅραμα.Ἕνα βράδυ, γράφει, εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι περνοῦσα ἀπὸ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα, καὶ ἀμέσως μ’ ἅρπαξαν δύο ἀξιωματικοί τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς, καὶ μὲ ἀνέβασαν στὸ παλάτι. Δὲν κατάλαβα τὸν λόγο, γι’ αὐτὸ καὶ διαμαρτυρήθηκα. Τότε μοῦ ἀποκρίθηκαν μὲ καλοσύνη, νὰ μὴ φοβᾶμαι. Ἀλλὰ νὰ ἀνέβω διότι εἶναι αὐτὸ τὸ θέλημα τοῦ Βασιλέως. Ἀνεβήκαμε λοιπὸν σὲ ἕνα ὑπέροχο ἀνάκτορο, ἀνώτερο ἀπὸ κάθε τί ἐπίγειο. Μοῦ φόρεσαν μία ὁλόλευκη ὡραιότατη καὶ πολύτιμη στολὴ καὶ μοῦ εἶπαν:- Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς θὰ ὑπηρετεῖς ἐδῶ.Καὶ μετὰ μὲ πῆγαν νὰ προσκυνήσω τὸν Βασιλιά. Ξύπνησα ἀμέσως. Καὶ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα χαράχτηκαν πολὺ βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά μου. Καὶ δὲν μποροῦσα νὰ σκεφτῶ ἢ νὰ κάνω τίποτε ἄλλο. Σταμάτησα τὶς ἐργασίες μου καὶ ἔμεινα σκεπτικός. Ἄκουγα ζωντανὰ μέσα μου νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἡ ἐντολή. «Ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετεῖς ἐδῶ». Ὅλη μου ἡ κατάστασις ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἄλλαξε. Μέρα νύχτα μὲ κατέτρωγαν τὰ σπλάχνα μου, τὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά μου ἡ θεϊκὴ ἐντολὴ «ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετεῖς ἐδῶ».Ἐπιτέλους ἔφτασε ἡ ὥρα. Σὲ μία ὥριμη ἡλικία μεταξὺ εἰκοσιτριῶν καὶ εἰστεσιτεσσάρων ἐτῶν, ἄλλοι λὲν καὶ εἰκοσιπέντε, ἀποφασίζει ὁριστικὰ γιὰ νὰ φύγει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὰ 1920 μὲ ’22. Προηγουμένως φρόντισε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀδελφή του, μοίρασε τὴ μικρὴ περιουσία ποὺ εἶχε κάμει σὲ διάφορες ἐλεημοσύνες, καὶ γεμάτος φλόγα γιὰ μία ζωὴ ἀγγελικὴ καὶ ἄυλη, φτάνει στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ζήσει τὴν τελειοτάτη μοναχικὴ ζωή. Μία ζωὴ ὅπως τὴν εἶχε διαβάσει ὅμως στὰ βιβλία μὲ τοὺς βίους τῶν ὁσίων ἀσκητῶν, πού ’χαν μονόδρομο τὴν ἄυλη πορεία τους μέσα στὸν Ἀθωνικὸ Παράδεισο τρώγοντας ὅπως πίστευε μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα καὶ αὐτὸ μόνο λάχανο.

Ἡ δική του ὅμως μοναχικὴ ζωή, ἦταν μία ζωὴ συνεχοῦς προσευχῆς, σκληρῶν ἀσκήσεων καὶ κακοπαθειῶν, μὲ ἐλάχιστον ὕπνον καὶ ποτὲ στὸ κρεβάτι. Καὶ τρώγοντας πάντοτε μία φορὰ ἀνὰ δύο μέρες. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ὅπως θὰ τὸ δοῦμε καὶ παρακάτω.Πρωτοσταθμεύει στὶς Καρυὲς γιὰ λίγες ἡμέρες, κοντὰ σὲ κάποιον μοναχὸν Ὀνούφριον, τὸν ὁποῖον εἶχε γνωρίσει στὸν Πειραιά. Ἀπὸ κεῖ φεύγει, καὶ μ’ ἕναν τουρβά, ἕνα ταγάρι στὸν ὦμο, κατευθύνεται πρὸς τὴν ἔρημο φωνάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. "Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με", "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με".Ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὶς ἱερὲς μονές, τὰ ἀσκητήρια, τὰ Κατουνάκια, τὰ Καυσοκαλύβια, τὰ φρικτὰ Καρούλια καὶ τὰς ἐρήμους γιὰ νὰ βρεῖ αὐστηροὺς ἀσκητάς, λίαν ἐγκρατεῖς καὶ νηστευτάς, ποὺ νὰ ἦσαν πνευματοφόροι καὶ θεοφόροι, γιὰ νὰ τοῦ διδάξουν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν, ὄχι μόνο τῆς οὐρανοφόρου πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν νοερὰν προσευχήν.Ὅταν ἦτο ἀκόμη στὸν κόσμο, ἔτρωγε κάθε δυὸ μέρες καὶ πάντοτε τὴν ἐνάτην, πότε μ’ ἕνα λουκούμι ὅπως προεῖπα, καὶ πότε μὲ λίγο παξιμάδι. Τὰ βουνὰ τῆς Πεντέλης καὶ τὰ σπήλαια, γράφει ὁ ἴδιος σὲ μία του ἐπιστολή, ἔγνωσάν με ὡς νυκτοκόρακα, πεινώντα καὶ κλαίοντα καὶ ζητοῦντα σωθεῖναι. Δοκιμάζοντας ἐὰν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει, τοὺς πόνους τῆς σκληρᾶς ἀσκήσεως τοὺς ὁποίους καὶ θὰ ὑποστεῖ ὡς μοναχὸς πλέον στὸ Ἅγιον Ὅρος.Καὶ ἀφοῦ γυμνάστηκε καὶ σκληραγωρήθηκε δύο τρία χρόνια, προσευχόμενος μὲ ὅσες προσευχὲς ἔμαθε καὶ κυρίως μὲ τὴν προφορικὴ εὐχή, καὶ μὲ πλῆθος ἀπὸ δάκρυα, ζητοῦσε ὁ Θεὸς νὰ τὸν συγχωρέσει ποὺ ἔτρωγε μία φορὰ ἀνὰ δύο μέρες, καὶ ὄχι μία φορὰ ἑβδομαδιαίως ἀνὰ Κυριακή, ὅπως περιλαμβάνονται, στοὺς βίους τῶν περισσοτέρων ἁγίων ποὺ εἶχε διαβάσει. Παρόλο ποὺ ἔψαξε, μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια καὶ ἀγωνία, δὲ βρῆκε μοναχοὺς ἀσκητάς καὶ ἐρημίτας, παρὰ μόνον τὸ ἅπαξ ἐσθίειν, τὸ νὰ τρώγουν δηλαδὴ μία φορὰ τὴν ἡμέρα. Τὰ δάκρυα καὶ ὁ πόνος τῆς ψυχῆς του, μαζὶ μὲ τὶς γοερὲς κραυγές του, ἦσαν τόσο πονετικές, ποὺ ράγιζαν βράχια καὶ βουνά. Μόνον τὰ δικά μας κοσμικὰ μυαλὰ δὲν μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν ὅλα αὐτά.

Τὰ μεγάλα χαρίσματα καὶ οἱ οὐράνιες δωρεές, μαζὶ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη καρδιακὴ νοερὰ προσευχή, δὲν πλημμυρίζουν ποτὲ τὴν ψυχὴ ἂν ὁ χριστιανὸς δὲν χύσει αἷμα γιὰ νὰ καθαριστεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ φωτιστεῖ ὁ νοῦς του. Οἱ σπηλιὲς καὶ τὰ ἀσκητήρια ὁλοκλήρου τοῦ Ἄθωνος, τὸν ὑποδέχονται ὡς ἐπισκέπτην, ἀδιαλείπτως προσευχόμενον μὲ τὴν εὐχὴ τὴν προφορική, "Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με", ἐπαναλαμβάνω μόνον προφορικά, διότι δὲν ἐγνώριζε ἀκόμα νὰ τὴν λέγει μὲ τὸν νοῦν καὶ νοερά. Ἔψαχνε, ἔψαχνε, ἔψαχνε, γιὰ νὰ βρεῖ πνευματικὸν ὁδηγὸν γιὰ νὰ τὸν διδάξει πρῶτα τὴν κάθαρση ἀπ’ τὰ πάθη καὶ ὕστερα οὐράνια θεωρία καὶ πράξη.Ἐπιτέλους, ὕστερα ἀπὸ δυὸ χρόνια φοβερῶν ταλαιπωριῶν, καὶ κολυμβήθρας δακρύων, τοῦ χάρισε ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία μας, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχή. Ὁ ὁσιότατος, ὁ τότε Φραγκίσκος, ὑπῆρξε θεοδίδακτος ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος.Νὰ πῶς τὸ περιγράφει ὁ ἴδιος:- Εἶχα συνήθεια κάθε ἀπόγευμα, δυὸ τρεῖς ὧρες μέσα στὴν ἔρημο, ὅπου μόνο θηρία ὑπάρχουν, καθόμουν καὶ ἀπαρηγόρητα ἔκλαιγα, ὥσπου ἐγένετο λάσπη τὸ χῶμα ἀπὸ τὰ δάκρυα. Καὶ μὲ τὸ στόμα ἔλεγα τὴν εὐχή. Δὲν ἐγνώριζα μὲ τὸ νοῦ νὰ τὴν λέγω ἀλλὰ παρακαλοῦσα τὴν Παναγία μας καὶ τὸν Κύριο, νὰ μοῦ δώσουν τὴν χάρη νὰ τὴν λέγω νοερῶς τὴν εὐχή, καθὼς γράφουν εἰς τὴν φιλοκαλίαν οἱ Ἅγιοι. Καθότι διαβάζοντας ἐννοοῦσαν, ὅτι κάτι ὑπάρχει, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν τὸ εἶχα. Καὶ μία μέρα, μ’ ἔτυχαν πολλοὶ πειρασμοί. Καὶ ὅλη τὴν ἡμέρα φώναζα μὲ μεγάλο μεγάλο πόνο. Καὶ πλέον τὸ βράδυ, δύνοντος τοῦ ἡλίου κατέπαυσα, νηστικός, μπαϊλντισμένος ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο. Ἐκοίταζα τὴν ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος, καὶ παρακαλοῦσα τὸν Κύριο μαραμένος καὶ καταπληγωμένος. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μοῦ φάνηκε ὅτι ἦρθε μία βιαῖα πνοὴ καὶ γέμισε ἡ ψυχή μου ἄρρητον εὐωδίαν. Καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἄρχισε ἡ καρδιά μου σὰ ρολόγι νὰ λέγει νοερῶς τὴν εὐχή. Ἠγέρθην λοιπὸν πλήρης χάριτος καὶ ἀπείρου χαρᾶς, καὶ ἐμβήκα εἰς τὸ σπήλαιον, καὶ κύψας τὴ σιαγόνα μου εἰς τὸ στῆθος, ἄρχισα νὰ λέγω νοερῶς τὴν εὐχήν. Καὶ μόλις εἶπον ὀλίγας φορὰς τὴν εὐχὴν εὐθὺς ἠρπάγην εἰς θεωρίαν.

Καὶ ἐνῶ ἤμουν μέσα στὸ σπήλαιον μὲ φραγμένη τὴ θύρα του, βρέθηκα ἔξω στὸν οὐρανόν, σ’ ἕνα θαυμάσιο μέρος ἐν ἄκρᾳ εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ ψυχῆς. Τετελειωμένη ἀνάπαυσις. Καὶ τοῦτο μόνον διενοούμην. Θεέ μου ἂς μὴ γυρίσω στὸν κόσμο, στὴν πληγωμένη ζωή, ἀλλὰ ἂς μείνω ’δῶ γιὰ πάντα. Ὅπως εἶπαν καὶ οἱ μαθηταὶ στὴν Μεταμόρφωση, «καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Κατόπιν, ἀφοῦ μὲ ἀνέπαυσεν ὅσον ὁ Κύριος ἤθελε, τότε ἦρθα καὶ πάλι στὸν ἑαυτό μου καὶ βρέθηκα στὸ σπήλαιο. Ἔκτοτε δὲν ἔπαυσε μέσα μου νὰ λέγεται νοερῶς ἡ εὐχή.Ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς περιγράφει ὁ Ἅγιος γέροντας Ἰωσήφ, τότε ἀκόμα Φραγκίσκος, ἐπραγματοποιήθησαν τὰ δύο πρῶτα χρόνια τῶν ἀγώνων στὸ Ἅγιον Ὅρος, καὶ μάλιστα στὴν ἡσυχαστικὴ περιοχὴ τῆς Βίγλας, καὶ γύρω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.Παρόλον ποὺ ἦτο πλέον θεοδίδακτος, ἐν τούτοις τὸν ἀσκητικό του αἱματηρὸ ἀγώνα, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν νοερὰν προσευχήν, δὲν τὴν ἐγκατέλειψε ποτέ. Τὴν κράτησε μέχρι καὶ τῆς τελευταίας του πνοῆς. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἠγωνίζετο κάθε βράδυ ἕξι μὲ ὀκτὼ ὧρες, τὴ νοερὰ καρδιακὴ προσευχή, ἦταν μία ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τῆς ὅλης νηπτικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.Ἀπὸ τὶς προσωπικὲς μαρτυρίες τοῦ γέροντός μου Ἐφραὶμ τοῦ Φιλοθεΐτου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν ἄλλων γερόντων καὶ ὑποτακτικῶν του πρὸς ἐμένα, τὰ πρῶτα χρόνια ποὺ πήγαινα στὸ Ἅγιον Ὄρος, καταμαρτυροῦνται δύο πράγματα.Πρῶτον. Κατὰ κύματα καὶ πλουσιοπαρόχως, πλημμύριζε ἡ Θεία Χάρις τὴν ψυχή του, καὶ ὁ νοῦς του ἠρπάζετο σχεδὸν κάθε μέρα εἰς οὐράνιον θεωρίαν, καὶΔεύτερο, ὅτι ἦτο κάτοχος, ἢ καλύτερα, μέτοχός τοῦ ἀκτίστου φωτός, θεομένος πλέον, μέτοχός τῆς ἀρρήτου δόξης τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.Ὅλη του ἡ ζωὴ ὑπῆρξε ἕνα πνευματικὸ συναξάρι, ποὺ μᾶς θυμίζει καὶ ποὺ ταυτίζεται μὲ τοὺς παλιοὺς ἁγίους ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Ἦτο βιαστὴς σὲ ἀφάνταστο βαθμό, ἰδίως στὴν ἀγρυπνία τῶν ἕξι μὲ ὀκτὼ ὡρῶν, βυθίζοντας τὸ νοῦ του στὴν καρδιὰ καὶ μὴ ἐπιτρέποντος οὐδένα λογισμὸ νὰ τὸν ἐνοχλήσει. Κανέναν λογισμόν, κανέναν, κανέναν. Ποτάμι ὁ ἱδρώτας. Φρικτὴ οἱ πόνοι ἀπὸ τὴν ἀκινησία. Πλημμύρες τὰ δάκρυά του. Ἀλύπητο τὸ ξύλο στὸν πόλεμο κατὰ τῆς σαρκός. Ἀπέκτησε ὅμως καὶ τόσο πολλὴ ψυχοσωματικὴ καθαρότητα, ποὺ εἶχε ὡς παράδειγμα τὴν Παναγία.Ἔγραφε σὲ μία του ἐπιστολή. «Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω, πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνη, τὴν ἁγνότητα, καὶ τὴν καθαρότητα, ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη Ἁγνὴ Παρθένος, δι’ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».

Κατέστη στὴν ἐποχή του, ὁ πλέον ἔμπειρος ὁδηγὸς στὴν καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὄχι μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν χριστιανῶν μέσα στὸν κόσμο, διότι εἶχε ἀλληλογραφία καὶ μὲ μοναχοὺς καὶ μοναχὲς μεσ’ στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλοὺς λαϊκοὺς κοσμικούς, ὅπως ἐπίσης εἶχε ἀλληλογραφία μὲ τὴ Γερμανία, μὲ τὴν Γαλλία, μὲ τὴν Ἀμερική.Ὅσο ζοῦσε ὁ πατὴρ Δανιὴλ τῶν Κατουνακίων, τὸν εἶχε καὶ ὡς πνευματικόν. Ἀργότερα ἐξομολογεῖτο στὸν ἡσυχαστὴ πατέρα Εὐθύμιο, καὶ ἀκόμη ἀργότερα τὸν πατέρα Κοδρᾶτο τὸν Κωνσταμονίτη.Ἀφοῦ παρέλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριόν μας, τὴν καρδιακὴ εὐχή, στὸ δεύτερο χρόνο τῶν σκληρῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, συνδέεται μὲ τὸν πατέρα Ἀρσένιο, ποὺ γίνεται ἀχώριστος σύντροφος καὶ συνασκητής, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Σαράντα χρόνια ἀγωνίστηκαν μαζί, ἀδελφικά.Σὰν πιὸ γερὸς στὴν κράση ὁ πατὴρ Ἀρσένιος, ἦταν τὸ σῶμα, καὶ σὰν γίγαντας τοῦ πνεύματος, ὁ ὁσιότατος γέροντας Ἰωσήφ, ἦταν ἡ ψυχή. Τὸ πνεῦμα. Οἱ δυὸ μαζὶ ἕνας ἄνθρωπος. Μὲ τὶς διακριτικὲς συμβουλὲς τοῦ γέροντος Δανιὴλ τοῦ Κατουνακιώτου, ὑπετάχθησαν σὲ ἕνα ἀγαθότατο γεροντάκι, τὸν πατέρα Ἐφραὶμ τὸν Βαρελᾶ, ποὺ εἶχε τὴν καλύβα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὰ Κατουνάκια.Ἡ ὑποταγὴ τους αὐτή, ἔδωσε τὴν σφραγίδα τῆς εὐλογίας τῆς ὑπακοῆς, καὶ ἔτσι ἀπέκτησαν τὸ πνευματικὸ δικαίωμα τῆς διαδοχῆς. Τὸ 1924, ὁ νέος γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Βαρελᾶς, ἔκυρε μικροσχημο μοναχὸ τὸν Φραγκίσκο, μὲ τ’ ὄνομα Ἰωσήφ, στὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, μὲ ἐφημέριο τὸν πνευματικὸ παπα Εὐθύμιο ποὺ ἡσύχαζε ἐκεῖ κοντά.ίγο πρὶν κοιμηθεῖ ὁ γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Βαρελᾶς, γιὰ λόγους περισσοτέρας ἡσυχίας, μεταφέρθηκαν στὰ πλέον ἡσυχαστικὰ καὶ ἀσκητικὰ μέρη τῆς σκήτης τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ἐκεῖ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Βαρελᾶ, ὁ νέος μοναχὸς Ἰωσήφ, καὶ γέροντας πλέον ἄρχισε μία αὐστηροτάτη καὶ ὑπέρμετρη ἄσκηση νηστείας, πτωχείας, ἀκτημοσύνης, κακοπαθείας, τὰ ὁποῖα συνδυάζονταν πάντοτε μὲ τὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἔντονοι ἀγῶνες μὲ τὰ σαρκικὰ πάθη καὶ μὲ τοὺς δαίμονες, σῶμα μὲ σῶμα, ἀλλὰ καὶ μεγάλες ἀντιλήψεις τῆς Θείας Χάριτος συνέβησαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς παραμονῆς των στὸν Ἅγιο Βασίλειο...


* π.Στέφανος Αναγνωστόπουλος



http://353agios.blogspot.ca/2013/11/blog-post_26.html