Thursday, May 7, 2015

Ἄγγελοι εἶναι πού ἀπογράφουν σέ κάθε ἐκκλησία τούς νηστευτές ( Μέγας Βασίλειος )




Η νηστεία μεν λοιπόν είναι ωφέλιμη για όλο τον χρόνο, για αυτούς που την προτιμούν (διότι ούτε η δαιμονική επήρεια δεν αποθρασύνεται κατά του νηστευτή, και οι φύλακες της ζωής μας άγγελοι με περισσότερη προθυμία παραμένουν στους καθαρισμένους στην ψυχή από τη νηστεία) πολύ δε περισσότερο τώρα, όποτε σε όλη την οικουμένη διαδίδεται το κήρυγμα.
Και ούτε κάποιο νησί, ούτε ήπειρος, ούτε πόλη, ούτε έθνος, ούτε άκρη της γης, υπάρχει που να μην ακούεται το κήρυγμα. Αλλά και τα στρατόπεδα και οι οδοιπόροι και oι ναύτες και οι έμποροι, όλοι ομοίως και ακούουν την διδασκαλία και με χαρά την υποδέχονται. Ώστε κανείς να μην εξαιρέσει τον εαυτό του από τον κατάλογο των νηστευτών, σ' αυτόν συμπεριλαμβάνονται όλα τα γένη και κάθε ηλικία και όλες οι διαφορές των αξιωμάτων.
Άγγελοι είναι που απογράφουν σε κάθε εκκλησία τους νηστευτές. Πρόσεχε μη στερηθείς για την μικρή ηδονή των φαγητών την απογραφή του αγγέλου, υπόδικο δε κάνεις τον εαυτό σου στο στρατολόγο, για δίκη επί λιποταξία. Μικρότερος είναι ο κίνδυνος κάποιου που πέταξε την ασπίδα στην μάχη να τιμωρηθεί παρά να φανεί ότι απορρίπτει το μεγάλο όπλο της νηστείας. Είσαι πλούσιος; Μην βρίζεις τη νηστεία, απαξιώνοντας να την κάνεις ομοτράπεζο μήτε να την αποπέμψεις από το σπίτι σου ατιμασμένη από την ηδονή, για να μην σε καταγγείλει κάποτε στο νομοθέτη των νηστειών και σου επιφέρει πολλαπλάσια την στέρηση από καταδίκη, η σωματική αρρώστια, ή κάποια άλλη δυσχερή περίσταση. O φτωχός να μην ειρωνεύεται τη νηστεία, διότι από πολύ παλαιά την έχει συγκάτοικο και ομοτράπεζο. Στις γυναίκες δε όπως η αναπνοή, έτσι και η νηστεία είναι οικεία και φυσιολογική. Τα παιδιά, όπως τα θαλερά από τα φυτά, με το νερό της νηστείας ας ποτίζονται. Στους μεγαλύτερους ελαφρώνει τον κόπο η παλαιά οικείωση με αυτή διότι οι κόποι που έχουν εμπεδωθεί κατόπιν μακράς συνηθείας, δεν προκαλούν τόσον πόνο στους γυμνασμένους. Στους οδοιπόρους η νηστεία είναι καλός συνταξιδιώτης. Διότι όπως ακριβώς η τρυφή τους αναγκάζει να σηκώνουν βάρη, κουβαλώντας μαζί τους τις απολαύσεις, έτσι η νηστεία τους κάνει ελαφρούς και ευκίνητους. Έπειτα, όταν αναγγελθεί εκστρατεία έξω από τα όρια της χώρας, τα αναγκαία, όχι εκείνα που είναι για τέρψη, προμηθεύονται οι στρατιώτες εμείς δε που εξερχόμαστε στον πόλεμο κατά των αοράτων εχθρών και μετά τη νίκη αυτών τρέχουμε προς την ουράνιο πατρίδα, δεν θα αρμόζει πολύ περισσότερο, σαν να τρεφόμαστε σε στρατόπεδο, να αρκούμαστε σ' αυτά τα αναγκαία; Να αθλείσαι σαν καλός στρατιώτης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
3. Κακοπάθησε σαν καλός στρατιώτης και άθλησε νόμιμα, για να στεφανωθείς, γνωρίζοντας εκείνο, ότι κάθε αγωνιζόμενος, πάντοτε εγκρατεύεται (Β΄ Τιμοθ. 2, 3-5‡ Α΄ Κορινθ. 9, 25). Αυτό που ήλθε στο νου μου τώρα που μιλώ, αξίζει να μην το παραβλέψουμε ότι δηλαδή στους κοσμικούς μας στρατιώτες ανάλογα με τους κόπους αυξάνεται το συσσίτιο, στους πνευματικούς δε οπλίτες, αυτός που έχει την λιγότερη τροφή έχει το μεγαλύτερο αξίωμα. Διότι όπως η περικεφαλαία μας διαφέρει κατά την φύση προς την φθαρτή, διότι η ύλη αυτής είναι ο χαλκός, η δε άλλη έχει συσταθεί από την ελπίδα της σωτηρίας (Α΄ Θέσσ. 5, 8) και η ασπίδα σ΄ εκείνους μεν έχει κατασκευασθεί από ξύλο και δέρμα, σε μας δε είναι το δόρυ της πίστεως, και εμείς μεν έχουμε περιφραχθεί με τον θώρακα της δικαιοσύνης, εκείνοι δε περιτυλίγουν κάποιον αλυσιδωτό χιτώνα, και για μας μεν μάχαιρα προς την άμυνα είναι αυτή του αγίου Πνεύματος (Εφεσ. 6, 16-17), οι δε προβάλλουν την σιδερένια, έτσι είναι φανερό ότι οι ίδιες τροφές δεν δυναμώνουν και τους δυο‡ αλλ' εμάς μεν τα δόγματα της ευσεβείας μας δυναμώνουν, σ' εκείνους δε το γέμισμα της κοιλιάς είναι αναγκαίο. Επειδή λοιπόν ο χρόνος που γυρίζει μας έφερε τις πολυπόθητες αυτές ημέρες, σαν παλαιές τροφούς, χαρούμενoι ας τις υποδεχθούμε‡ με αυτές η Εκκλησία μας ανέθρεψε στην ευσέβεια. Προκειμένου λοιπόν να νηστεύσεις μη σκυθρωπάσεις φαρισαϊκώς, αλλ' ευαγγελικώς λάμπρυνε τον εαυτό σου (Ματθ. 6, 16- 17)‡ δηλαδή να μην πενθείς για την στέρηση της κοιλιάς, αλλά να χαίρεσαι ολόψυχα τις πνευματικές απολαύσεις. Διότι γνωρίζεις ότι «η σάρκα επιθυμεί εναντίον του πνεύματος, το δε πνεύμα εναντίον της σάρκας» (Γάλ. 5, 17). Επειδή λοιπόν αυτά αντιτίθενται μεταξύ τους, ας μειώσουμε την αδυναμία της σάρκας, ας αυξήσουμε δε την δύναμη των ψυχών, ώστε με τη νηστεία αφού λάβουμε τα νικητήρια κατά των παθών, να φορέσουμε και τα στεφάνια της εγκράτειας. Η νηστεία χωρίς οινοποσία, χωρίς μέθη. Γι' αυτό στις ημέρες της νηστείας δεν επιτρέπεται η κατάλυση «oίνoυ και ελαίου». Διότι η νηστεία με κρασί, είναι νηστεία κίβδηλος.

Μέγας Βασίλειος


http://agiameteora.net/index.php/paterika/4422-ggeloi-e-nai-poy-pografoun-se-kathe-kklisia-toys-nisteftes.html

Γέροντα, το σταυρουδάκιι που μου δώσατε το φορώ συνέχεια και με βοηθάει στις δυσκολίες. ( Άγιος Παΐσιος )




‘’Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος...’’ Ψαλμ. 65, 12.
Γέροντα, το σταυρουδάκι που μου δώσατε το φορώ συνέχεια και με βοηθάει στις δυσκολίες.

- Να, τέτοια σταυρουδάκια είναι οι δικοί μας σταυροί, σαν αυτά που κρεμούμε στον λαιμό μας και μας προστατεύουν στην ζωή μας. Τι νομίζεις, έχουμε μεγάλο σταυρό εμείς;


Μόνον ο Σταυρός του Χριστού μας ήταν πολύ βαρύς, γιατί ο Χριστός από αγάπη προς εμάς τους ανθρώπους δεν θέλησε να χρησιμοποιήση για τον εαυτό Του την θεϊκή Του δύναμη. Και στην συνέχεια σηκώνει το βάρος των σταυρών όλου του κόσμου και μας ελαφρώνει από τους πόνους των δοκιμασιών με την θεία Του βοήθεια και με την γλυκειά Του παρηγοριά.

Ο Καλός Θεός οικονομάει για τον κάθε άνθρωπο έναν σταυρό ανάλογο με την αντοχή του, όχι για να βασανιστή, αλλά για να ανεβή από τον σταυρό στον Ουρανό – γιατί στην ουσία ο σταυρός είναι σκάλα προς τον Ουρανό. Αν καταλάβουμε τι θησαυρό αποταμιεύουμε από τον πόνο των δοκιμασιών, δεν θα γογγύζουμε, αλλά θα δοξολογούμε τον Θεό σηκώνοντας το σταυρουδάκι που μας χάρισε, οπότε και σε τούτη την ζωή θα χαιρώμαστε, και στην άλλη θα έχουμε να λάβουμε και σύνταξη και «εφάπαξ». Ο Θεός μας έχει εξασφαλισμένα κτήματα εκεί στον Ουρανό. Όταν όμως ζητούμε να μας απαλλάξη από μια δοκιμασία, δίνει αυτά τα κτήματα σε άλλους και τα χάνουμε. Ενώ, αν κάνουμε υπομονή, θα μας δώση και τόκο.

Είναι μακάριος αυτός που βασανίζεται εδώ, γιατί, όσο πιο πολύ παιδεύεται σ’ αυτήν την ζωή, τόσο περισσότερο βοηθιέται για την άλλη, επειδή εξοφλά αμαρτίες. Οι σταυροί των δοκιμασιών είναι ανώτεροι από τα «τάλαντα», από τα χαρίσματα, που μας δίνει ο Θεός. Είναι μακάριος εκείνος που έχει όχι έναν σταυρό αλλά πέντε. Μια ταλαιπωρία ή ένας θάνατος μαρτυρικός είναι και καθαρός μισθός. Γι’ αυτό σε κάθε δοκιμασία να λέμε: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, γιατί αυτό χρειαζόταν για την σωτηρία μου».

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Δ΄
ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΑΣ

The Woman who Dwelt in a Cave...



A saintly hermit told the brothers the following story:
One day, as I was sitting in the desert, I began to feel worried and sad. A thought came to me: “Get up and go for a walk in the desert”. So I walked and came to a water-course and gazing into the distance in the moonlight- night had fallen already- I saw something hirsute sitting on a rock. At first I thought it was a lion and stopped walking in that direction. But then I thought it over and realized that, even if it were a lion, I shouldn’t be afraid, but rather should take courage and believe in the grace of Christ. So I started off again, heading towards the rock. Near the rock there was a small hole. No sooner did the figure see me approaching in the distance than it sprang up and disappeared into the cave.

When I got to the rock, I found a basket with some beans and a pitcher full of water, so I realized that the figure must have been a person, rather than a lion. So I went up to the opening of the cave and shouted: “Servant of God, please, do me a favour and come out and bless me”. No answer. I insisted that whoever it was should come out and give me a blessing, but the reply came: “Forgive me, Elder, but I can’t come out”. When I asked why, I received the answer: “Forgive me, but I’m a woman and quite naked”. When I heard this, I immediately took off the cloak I was wearing, wrapped it up and threw it into the cave. “Take this clothing, put it on and come out, please”. She did so. As soon as she came out, we said the usual prayer and sat down. Then I implored her: “Do me the favour, mother Elder, of telling me how you came to this place, how you spend your time here and how you found this cave”.

Then she began to tell me her life story:

“I was a ‘canonical’, she said [that is a woman dedicated to the Church but not tonsured as a nun], ‘and had dedicated my life to the church of the Resurrection of Christ. But where I used to perform this duty, there was a monk, who had his cell near the gate. This monk started to become familiar and seemed very pleased to be in my company or to speak with me. On one occasion I overheard him weeping and confessing this sinful inclination to God. I knocked on the door, and, when he realized it was me, he didn’t open it. Instead, he continued weeping and confessing to God. When I saw this, I said to myself: ‘Here’s this man repenting his own sin, but I’m unrepentant. He’s repenting and bewailing his transgression, so how can I remain like this, without the attire of mourning within me’.

So I immediately took the decision. I went back to my cell, put on an old and worn piece of clothing, filled my basket with beans and my jar with water. I went into the church of the Resurrection and made a prayer: ‘You, Lord, Who are our great and wonderful God, you Who came to earth to save the lost and raise the fallen, You who hearken to all those who sincerely ask Your assistance, show Your compassion and mercy to me, too, sinner that I am. And if it’s your good pleasure to accept my return and the repentance of my soul, bless these beans and this water, so that they’ll suffice for all the years of my life, so that I won’t be distracted- with the excuse of seeing to the needs of the flesh and the body- from continuous worship’.

Then I went to Golgotha and made the same prayer. I embraced the holy rock and the sacred vessels and again called upon the holy name of God. Then, in total secrecy, I left and, with complete confidence, gave myself into the hands of God. I went down to Jerusalem, crossed the Jordan and took the road that led to the bank of the Dead Sea. I’d never seen the sea-level so high. So I went up into the mountains and wandered in the desert until I came to this water-course. I climbed up onto the rock and found this cave. Since then I’ve come to love this place very much. I like to think that God gave it to me so that I could truly repent. I’ve lived here for thirty years and have never set eyes on another person, apart from you today.

And the beans in my basket and the water in my jar have never run out to this day, even though I’ve eaten and drunk as much as necessary. Of course, as time passed, my first clothes wore out and fell to pieces, but as my hair grew and got longer, I covered myself with it as if it were clothing. And so, by the grace of Christ, neither the cold nor the heat, even the furnace of the summer, do me any harm’.

She finished her story here and invited to me to eat some of the beans she had in her basket, because she’d been told “from the outside”, that I was very hungry. We ate and drank until I was full. But I saw that both the basket and the pitcher were still full, so I gave glory to God.

When it was time for me to go, I wanted to leave her my outer raso [habit], but she wouldn’t take it and said: “Bring me new clothes when you next come”.

I was filled with joy when she said this and begged her to wait for me and to welcome me again. We prayed again, I bade her farewell and left, imprinting the location on my mind so that I’d be sure to find it next time I came. I left and went to the church in the neighbouring village and told the priest what I’d seen and heard. He gathered the faithful and in a speech he made to them said: “Not far from our church, there are some saintly hermits whose clothes have fallen apart and they’re going about the desert completely naked. Anyone who’s got clothes to spare, bring them here and we’ll hand them out”.

Immediately, the Christians brought in a good many clothes. I took what I needed and, full of joy, started out again, hoping to see once more the blessed face of this spiritual mother, in the cave. I went back to the place, and tired myself out looking, but I couldn’t find the cave. When eventually I did find it, the God-bearing woman wasn’t there any more, and that upset me.

I went away, saddened. A few days later, some hermits came to visit me and two of them said: “We two were wandering around the desert on the other side of the sea when we suddenly saw, at night, sitting on a rock, a hermit with long hair. When we quickened our steps to meet up with him and take his blessing, he avoided us and went into the entrance of a nearby cave. We wanted to go in ourselves, but as we approached the doorway, a voice came from out of the depths of the cave, saying: ‘Servants of God, please don’t disturb me. On the rock next to you there’s a basket of beans and a pitcher of water. If you want, you can eat and drink’.

The voice gave us its blessing and we went to the rock as we’d been told to do. There on the rock were the basket of beans and the jar of water. We ate and drank and rested for the remainder of the night.

When we woke up in the morning we went to get the blessing of the cave-dwelling hermit, but saw that the person had already fallen asleep in the Lord. We wanted to prepare him for burial, but realized that it was a woman, covered with her own very long hair. We blessed ourselves with her holy relics and rolled a large rock across the entrance to the cave. Once we’d prayed, we started out on the road back”.

I then realized that it was the same ‘canonical’ who had lived as a hermit and had become a holy mother. So I told them what I had heard from her mouth and, all together we glorified God, to Whom, indeed, glory is due unto the ages of ages. Amen.

P.V. Paskhos, Αγγελοτόκος έρημος, Armos Publications, pp. 137-42. 



http://tokandylaki.blogspot.ca/2014/02/the-woman-who-dwelt-in-cave.html