Θερμή ικεσία στο Πάτερ ημών ( Γέροντος Ευσεβίου Βίττη )





Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς  

 Τὶ μεγάλη τιμὴ γιὰ μένα τὸ πλάσμα Σου, νὰ Σὲ ὀνομάζω Πατέρα! Πόσον πλοῦτον δὲν κρύβει αὐτὴ ἡ λέξη: Πατέρας!
Κρύβει τὴν ἀπέραντη στοργή, ποὺ εἶναι ἀπερινόητη καὶ ἀπεριχώριτη στὸ  μικρὸ καὶ περιωρισμένο μου μυαλό. Μιὰ ἀμυδρὴ καὶ μόλις διακρινόμενη εἰκόνα αὐτῆς τῆς στοργῆς μοῦ φανερώνει ἡ στοργὴ τοῦ ἀγαπημένου μου γήινου πατέρα μου. Ἐσύ, γιὰ νὰ νιώσουμε αὐτὴ τὴ στοργή Σου τὴν ἀκατανόητη, τὴν φύτεψες στὴν καρδιὰ τοῦ φυσικοῦ μου πατέρα. Καὶ ἔτσι μπορῶ, ὄχι βέβαια νὰ καταλάβω, ἀλλὰ νὰ διαισθανθῶ κάπως τὶ σημαίνει γιὰ μένα ἡ δική Σου στοργὴ ὡς οὐράνιου Πατέρα μου.

 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
 

Ὅμως ἐγώ, ἐπουράνιε Πατέρα, δὲν ξέρω τὶ θὰ πῆ πατέρας. Μοῦ εἶπαν, ὅτι ὁ πατέρας μου πέθανε προτοῦ κὰν γεννηθῶ. Πατέρα μου Οὐράνιε. Πόσο πονοῦσε ἡ καρδιά μου, ὅταν ἥμουν παιδάκι!  Ἔβλεπα τὰ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἀγκαλιάζουν τὸν πατέρα τους, νὰ τὸν φιλοῦν καὶ νὰ φιλιοῦνται, νὰ τὰ κρατάη ἀπὸ τὸ χέρι στοργικά, νὰ τοὺς δείχνη τὴν προστασία του καὶ τόσα ἄλλα αἰσθήματα καὶ τόσες ἄλλες ἐκδηλώσεις καὶ πράξεις, δείγματα στοργῆς καὶ μέριμνας γονικῆς. Πόσο λαχταροῦσα καὶ ἐγὼ νὰ εἶχα ἕναν πατέρα! Πόσο ἔνιωθα φτωχὸς καὶ στερημένος! Πόσο ἔκλαιγε ἡ καρδιά μου! Πόσο βασάνιζα τὴ φαντασία μου γιὰ νὰ ζωγραφίσω τουλάχιστον μέσα μου μιὰ κάποια εἰκόνα τοῦ πατέρα μου, ποὺ ἔφυγε προτοῦ νὰ τὸν ἰδῶ!  Ὅμως τώρα πιά, ὅταν κατάλαβα τὸν ἑαυτό μου καὶ κάποια πράγματα, καὶ ἔμαθα γιὰ πρώτη φορὰ πὼς ἔχω Ἐσένα Πατέρα, πόσο γοητεύθηκα, πόσο χάρηκα καὶ πόσο νιώθω τώρα πλούσιος(α), ἀσφαλισμένος(η), μακάριος(α) ἀληθινά, γιατὶ ἀπόκτησα κι ἐγὼ Πατέρα. Ναί, Πατέρας μου εἶσαι Ἐσύ, ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μου! Σὲ εὐχαριστῶ Πατέρα μου ἐπουράνιε! Σὲ εὐχαριστῶ ὁλόψυχα!
 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς
 

Ἐγὼ ἀντίθετα, εἶχα ἢ ἔχω γήινον πατέρα, Πάτερ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὰ γιὰ μένα ἦταν κάτι τὸ τρομερό!  Ὅταν γύριζε στὸ σπίτι μάλιστα μεθυσμένος καὶ ἀδιάντροπος, φοβερὸς καὶ τρομερός, πόσο τὸν φοβόμουν! Ἀκούγοντάς τον νὰ βλαστημάη μὲ ἀκατανόητες τότε γιὰ μένα, μὰ ἀηδιαστικὲς καὶ ἀπαίσιες τώρα γιὰ μένα λέξεις, ἔτρεμα σὰν τὸ ψάρι σύγκορμος (ἢ καὶ ἔνιωθα κοκκαλωμένος(η) ἀπὸ τὸν τρόμο. Μανούλα μου! ἔρχεται τὸ θηρίο, φώναζα τρομοκρατημένος(η) καὶ ἔπεφτα στὴν ἀγκαλιά της. Μόλις ὅμως ἄκουγα τὰ βήματά του ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα, ἔφευγα πανικόβλητος καὶ κρυβόμουνα κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι. Καὶ μὲ συγκρατημένη τὴν ἀνάσα καὶ βουβὸ κλάμα ἄκουγα νὰ δέρνη τὴ μανούλα μου, καὶ ἡ παιδική μου καρδιὰ γινόταν κομμάτια. Γιὰ μένα πατέρας σήμαινε θηρίο ἀνήμερο, βάρβαρος ἄνθρωπος, κτηνώδης, βίαιος, ἐγκληματίας.  Ἔπρεπε νὰ περάσουν χρόνια πολλὰ καὶ πονεμένα, γιὰ νὰ μάθω πὼς ἔχω ἕναν ἄλλο πατέρα, Ἐσένα Πλάστη μου οὐράνιε. Καὶ τότε κατάλαβα τὶ σημαίνει πατέρας. Καὶ σὲ ἀγάπησα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ σὲ λάτρεψα καὶ σὲ λατρεύω ὁλόψυχα πάντα ἀπὸ τότε.
 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς 

Ἐμένα ὁ πατέρας μου ἦταν ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος. Δὲν τὸν εἶδα ποτὲ νὰ μοῦ ἁπλώση τὸ χέρι. Τοῦ φαινόταν βάρος ἀβάσταχτο. Δὲν θυμᾶμαι νὰ σκύψη ποτὲ ἐπάνω μου, γιὰ νὰ μοῦ δώση ἕνα φιλί. Πάντα μὲ τὴν ἐφημερίδα στὸ χέρι ἢ προσηλωμένος στὴν τηλεόραση, μὲ ἀπέπεμπε, γιατὶ τοῦ χαλοῦσα τὴν ἡσυχία. Μοῦ ἦταν ξένος καὶ ἄγνωστος. Καὶ ἀποροῦσα ποιὸν ρόλο ἔπαιζε μέσα στὸ σπίτι μας. Δὲν τὸν ἄκουσα ποτὲ νὰ λέη ἕνα γλυκὸ λόγο στὴ μανούλα μου. Μόνο τὰ λεφτὰ ὑπολόγιζε, γι' αὐτὰ μιλοῦσε ἢ γκρίνιαζε καὶ ποτὲ δὲν ἔνιωσα νὰ λέη κάτι γιὰ Σένα, Πατέρα Οὐράνιε. Μόνο γιὰ γήινα καὶ φθαρτὰ πράγματα μιλοῦσε, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχης Ἐσύ. Πόσο ὅμως ἄλλαξε γιὰ μένα ἡ ζωή, ὅταν συνειδοτοποίησα, πὼς ἔχω ἕναν πολὺ στοργικὸ καὶ ἀπέραντα τρυφερὸ πατέρα, Ἐσένα Πάτερ ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς!
 

Σὲ εὐχαριστῶ θερμά. Πόση ἀνακούφιση καὶ παρηγοριὰ βρίσκω κοντά Σου! Σοῦ μιλάω, ὅταν θέλω. Σοῦ λέω ὅ, τι θέλω ἐλεύθερα καὶ χωρὶς φόβο γιὰ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες μου, γιὰ τοὺς φόβους καὶ τὶς δυσκολίες μου χωρὶς νὰ τρομάζω καὶ νὰ χτυπάη ἡ καρδιά μου ἀπὸ φόβο μὴ τυχὸν πῶ κάτι ἀταίριαστο καὶ νιώσω πὼς θὰ μὲ εἰρωνευθῆς. Κάθε φορά, ποὺ μιλάω μαζί Σου Σὲ ἀγκαλιάζω νοερά. Ὢ, τὶ εὐτυχία νιώθω τότε! Πόση ἀσφάλεια, πόση βεβαιότητα, πόση ἐλπίδα καὶ αἰσιοδοξία, Πατέρα μου Οὐράνιε! Σὲ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα καὶ γιατὶ μὲ ἔμαθες νὰ ἀγαπῶ παρόλα αὐτὰ τὸν φυσικό μου πατέρα. Καὶ γιὰ χάρη Σου θὰ τὸν ἀγαπῶ ὅλο καὶ πιὸ πολὺ μέχρις ὅτου κλείση τὰ μάτια του.
 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς 

Ἀλλά, Πατέρα μου, ἐπίτρεψέ μου νὰ Σὲ παρακαλέσω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ γιὰ ὅσα παιδιά Σου δὲν Σὲ γνωρίζουν. Γιὰ ὅλα τὰ παιδιά, ποὺ ἡ λέξη πατέρας συμβαίνει νὰ μὴ λέη τίποτε ἢ νὰ σημαίνη ὅ, τι ξένο, ὅ, τι πρόξενο φόβου, ἀπέχθειας, ἀηδίας, ὀδύνης, μίσους, ἀποστροφῆς, ἀδιαφορίας, περιφρονήσεως, ἐκδικητικότητος καὶ ὅτι ἀνάλογό τους γιὰ τοὺς φυσικούς τους πατέρες, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται ἔτσι ἢ ἀλλιῶς στὸν τίτλο καὶ τὴν εὐλογημένη ἰδιότητα καὶ ἀποστολὴ τοῦ πατέρα. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους θὰ ἦθελαν νὰ ἔχουν πατέρα, ἀλλὰ δὲν τὸν γνώρισαν ποτέ.  

Μαλάκωσε, Πατέρα μου, τὶς καρδιές τους, κάνε τους τρυφεροὺς καὶ στοργικοὺς στὰ παιδιά τους, κάνε τους προνοητικούς, προστατευτικούς, ἀληθινούς, γνήσιους πατέρες, εἰκόνες καὶ ἀντίγραφα λιγώτερο ἢ περισσότερο δικά Σου, ὅσο εἶναι αὐτὸ μπορετὸ γιὰ ἄνθρωπο, ὥστε νὰ σκορπίζουν χαρά, γέλιο, ἀσφάλεια, θάρρος, ἀγάπη, βεβαιότητα καὶ ἀμοιβαιότητα καὶ ὅτι ἄλλο ἀνάλογο χριειάζονται τὰ παιδιὰ ἀπὸ ἕναν καὶ γιὰ ἕναν πατέρα, ἀντάξιο τοῦ ὀνόματός τους ὡς πατέρων, ὡς εἰκόνες Σου ζωντανές. 

Πόσο θὰ Σοῦ εἶμαι εὐγνώμων, Πατέρα μου, διαπιστώνοντας ὅ, τι Σοῦ ζητῶ ἐπίμονα καὶ μὲ θέρμη γιὰ τὰ πρόσωπα, ποὺ γνωρίζω ποὺ δὲν ἔχουν κι ἂς ἔχουν, πατέρα. Καὶ πρὸ πάντων, πρὸ πάντων, νὰ γνωρίσουν Ἐσένα, οὐράνιε Πατέρα, ὥστε κι ἂν ὁ φυσικός τους πατέρας, δὲν ζῆ ἢ ἂν ζῆ, δὲν θέλει ἢ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πατέρας ὅπως πρέπει, ὅπως τὸν λαχταράει ἡ παιδικὴ πρὸ πάντων ψυχή, νὰ ἔχουν Ἐσένα, γλυκύτατε Πάτερ, πατέρα. Εἶμαι βέβαιος(η) πὼς δὲν Σοῦ ζητῶ κάτι παράλογο Πατέρα. Ἔτσι δὲν εἶναι; Σὲ εὐχαριστῶ.
 

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς

Νιώθω, Πατέρα μου, πὼς δὲν εἶμαι μόνος(η) μου στὴν γῆ ἐτούτη, κι ἂς μοῦ λείπουν κάποιοι ἢ ὅλοι οἱ δικοί μου, γιατὶ κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο νὰ διορθωθῆ. Τὸ ξέρεις καλὰ αὐτό. Καὶ ὅ, τι κι ἂν μοῦ συμβῆ τώρα, τὴ νύχτα ἐτούτη ἢ τὴ μέρα, ποὺ θὰ ἔχω τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ μὲ φυλάγης, ὅτι θὰ μὲ προστατεύης, ὅτι θὰ συμβαδίζης μαζί μου σὲ κάθε μου βῆμα, ὅτι θὰ μὲ φωτίζης σὲ κάθε δύσκολη περίσταση, ὅτι θὰ μὲ παρηγορῆς σὲ κάθε μου θλίψη, ὅτι θὰ χαίρεσαι στὶς χαρές μου, ὅτι θὰ μὲ ἀγαπᾶς ναί, θὰ μὲ ἀγαπᾶς πολύ.

Πατέρα μου, κάνε νὰ νιώθω τὴν εὐτυχία αὐτοῦ τοῦ θελτικοῦ λόγου, ὅτι εἶσαι Πατέρας μου, Ὢ, δὲν χρειάζεται νὰ βυθίζω τὰ βλέμματά μου στὰ γαλάζια χάη τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου κατοικεῖς, γιατὶ εἶσαι μέσα στὴν καρδιά μου, Πατέρα μου. Καὶ ἐκεῖ, ὅπου βρίσκεσαι, δὲν εἶναι οὐρανός, Πατέρα; Μάλιστα, μάλιστα, Πατέρα μου. Αὐτὴν τὴν ὥρα ἡ καρδιά μου μεγαλώνει, μεγαλώνει, μεγαλώνει καὶ γίνεται ἀπέραντη ἔχοντας Ἐσένα μέσα μου, γιατὶ ἔχει γίνει οὐρανός. Καὶ ἔγινε οὐρανὸς μὲ ὅλη τὴ χαρά, ποὺ ἔχει πάντα ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ, μὲ ὅλη τὴ χαρά, ποὺ κυριαρχεῖ ἐκεῖ καὶ κάνει μακάριες τὶς οὐράνιες ὑπάρξεις, ποὺ μόνιμα κατοικοῦν ἐκεῖ.

Ὤ, ἂν ἡ καρδιά μου παραμένη ἀθώα, καθαρή, ἀρρύπωτη, πόσο ἡ μέρα μου θὰ εἶναι μέρα οὐράνια! Καὶ πιὸ εὐτυχισμένη καὶ ἀπὸ τούτη τὴ στιγμή, ἂν μοῦ δοθῆ ἡ εὐκαιρία ἢν ἂν χρειασθῆ, ἂς ὑποφέρω κάτι γιὰ χάρη Σου, Πατέρα, ἂς κουραστῶ γιὰ Σένα, ἂς πονέσω γιὰ Σένα, ἂν αὐτὸ θὰ ἀπαιτηθῆ γιὰ χάρη κάποιων παιδιῶν Σου.

Εἶμαι ἔτοιμος/η, Πατέρα, γιὰ ὅλα. Καὶ γιὰ ὅ, τι θὰ μοῦ στείλης ἢ θὰ ἐπιτρέψης νὰ μοῦ συμβῆ· καὶ χαρὰ καὶ λύπη· καὶ κόπο καὶ ἀνάπαυση· καὶ ἐπιτυχία καὶ ἀποτυχία· καὶ νίκη, ἀλλὰ καὶ ·ἧττα. Γιατὶ τίποτε δὲν γίνεται χωρὶς τὸ θέλημά Σου ἢ κατὰ παραχώρησή Σου, εἶναι γιὰ μένα εὐλογημένο καὶ εὐαπόδεκτο, εἴτε τὸ καταλαβαίνω εἴτε ὄχι. Ξέρεις Ἐσὺ «ὧν χρείαν ἔχω». Σὲ εὐχαριστῶ, Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς!  

Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου

Νὰ ἁγιασθῆ τὸ ὄνομά Σου Πάτερ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σημαίνει
Νὰ τὸ προφέρω μὲ σεβασμό. Καὶ θὰ ἤθελα ἀπὸ σήμερα νὰ κάνω τὴν προσευχή μου μὲ πιὸ ἀργὸ ρυθμό, ἤρεμα- ἤρεμα, χωρὶς βαισύνη καὶ πίεση, χωρὶς νὰ τὸ κάνω σὰν πάρεργο καὶ κάτι σὰν ἀγγαρεία, χωρὶς νὰ εἶναι μηχανικὴ καὶ κάτι σὰν ρουτίνα. Νὰ κάνω τὸ σταυρό μου εὐλαβικὰ καὶ σωστά. Νὰ κάνω τὸ κομποσκοίνι μου σιγὰ σιγὰ καὶ μὲ προσήλωση, ὅση μοῦ εἶναι δυνατή.

Θέλω αὐτὴ τὴ στιγμή, ἀλλὰ καὶ κάθε παρόμοια στιγμή, νὰ Σὲ νιώθω πιὸ πολὺ κοντά μου· νὰ αἰσθάνωμαι πὼς μὲ ἀκοῦς μὲ καλωσύνη καὶ ἀγαπητικά, πὼς μὲ παρατηρεῖς μὲ στοργικὴ τρυφερότητα, μὲ τρυφερὴ στοργικότητα.

Θέλω, Πατέρα μου, νὰ νιώθω τὴν καρδιά μου σὰν τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, τὴν Ἀγία Τράπεζα, τοῦ ἱεροῦ μας Ναοῦ καὶ νὰ Σοῦ προσφέρω σὲ αὐτὸ τὸν ἑαυτό μου «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν εὐάρεστον, τὴν λογικήν μου λατρεία» «μὴ συσχηματιζόμενον τῷ αἰῶνι τούτῳ ἀλλὰ μεταμορφούμενον τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός μου εἰς τὸ δοκιμάζειν τὸ θέλημά Σου τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον».

Νὰ ἁγιάζω τὸ ὄνομά Σου, σημαίνει νὰ τὸ π ρ ο φ έ ρ ω πιὸ συχνὰ πιὰ ἀγαπητικά, πιὸ θερμά, πιὸ εἰλικρινά, πιὸ ποθεινά. Θέλω κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ νὰ ἔχω τὸ ὄνομά Σου στὰ χείλη μου καὶ αὐτὸ σημαίνει, νὰ ἔχω πρὸ πάντων, ὅταν ἔχω νὰ κάνω κάτι σημαντικό, ὅταν ἔχω κάποια δυσκολία νὰ ξεπεράσω, ὅταν κάποιο πρόβλημα πρέπει νὰ λύσω. Νὰ τὸ ψυθιρίζω γλυκά-γλυκά. Γιατὶ τὸ ὄνομά Σου σημαίνει στοργή, σημαίνει ἀγάπη, σημαίνει σοφία, σημαίνει ὀμορφιά, σημαίνει τὸ πᾶν, πέρα κάθε φαντασία καὶ νοητὴ σύλληψη.

Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου

Ὤ, Πατέρα μου, Πατέρα! Εἶσαι μέσα στὴν καρδιά μου. Καὶ ἡ καρδιά μου εἶναι χῶρος τῆς ἀπόλυτης Δεσποτείας Σου καὶ ἐπικρατείας Σου. Ὄχι πὼς δὲν μπορεῖς νὰ κυριαρχήσεις μέσα μου. Πῶς θὰ ἦταν κάτι τέτοιο ἀδύνατο γιὰ τὴν παντοδυναμία Σου, ἀλλὰ θέλεις νὰ Σοῦ ἀνοίξω ἐγὼ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μου, γιὰ νὰ μπῆς. Καὶ τὸ κάνω αὐτὸ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή, Πατέρα μου. Τὸ κάνω αὐτὸ μὲ ὅλη μου τὴ διάθεση καὶ ἀγάπη. Ἔλα, Πατέρα, βασίλεψε, Πατέρα στὴν καρδιά μου πέρα γιὰ πέρα. Καὶ ψυθίρισέ μου, Πατέρα τὶ θέλεις ἀπὸ μένα σήμερα; Ποιὲς εἶναι οἱ ἐντολές Σου γιὰ μένα τώρα. Ἀσφαλῶς τὰ καθήκοντα, ποὺ ἔχω νὰ ἐκπληρώσω, εἶναι γιὰ μένα οἱ ἀπ' εὐθείας ἐντολές Σου. Δὲ θὰ τὶς παραμελήσω. Δὲ θὰ μεταχειρισθῶ ὁ, τιδήποτε, ποὺ θὰ σήμαινε νόθευσή τους ἢ παραχάραξή τους ἢ παραμέλησή τους.

Θὰ προσέξω τὶ θὰ μοῦ ποῦν οἱ ἀνώτεροί μου ἢ ὅσοι θὰ ἔχουν τὴν ἀνάγκη μου, καὶ θὰ τοὺς θεωρήσω ὡς δικούς Σου ἐκπροσώπους, ποὺ θὰ μοῦ ποῦν ὅ, τι θὰ μοῦ ποῦν ὡς ἐντολὴ ἐν ὀνόματός Σου. Καὶ θὰ ὑπακούσω προθυμότατα.
Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει ὁ τόνος τῆς φωνῆς τους, τὸ ὕφος τοῦ προσώπου τους, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἰπωθῆ ὅ, τι θὰ εἰπωθῆ.

Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει καὶ δὲν πειράζει ἡ ἐνόχληση, ποὺ θὰ μοῦ διμιουργήση κάποια ἀπρόσμενη ἐντολή. Ἐγὼ θὰ ἀκούω Ἐσένα, Πατέρα μου, καὶ θὰ ὑπακούω σὲ ὅ, τι θὰ μοῦ λὲς διὰ μέσου τους ὁλόψυχα.

Βασιλεία Σου εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ καρδιὰ τῶν ἄλλων
Μάλιστα, Πατέρα μου καὶ Θεέ μου. Σὲ ποιὸν θὰ μπορέσω σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ Σένα; Τί συμβουλὲς θὰ χρειασθῆ ἴσως νὰ δώσω καὶ πῶς; Ποιὲς στιγμὲς θὰ μπορέσω νὰ διαλέξω, γιὰ
         νὰ  μὴν πληγώσω κανέναν,
         νὰ μὴν ὑποτιμήσω κανέναν,    
         νὰ μὴν παραγνωρίσω κανέναν,
         νὰ μὴν ταπεινώσω κανέναν,
         νὰ μὴν παραθεωρήσω κανέναν,
         νὰ μὴν παρασυρθῶ ἀπὸ «οὐ κατ' ἐπίγνωσιν ζῆλον» καὶ στενοχωρήσω κανέναν,
         νὰ μὴν κινηθῶ ἀδιάκριτα καὶ βεβιασμένα,
ἀλλὰ πολὺ εὐγενικὰ καὶ ἤρεμα νὰ κάνω λόγο γιὰ
         κάτι πνευματικό,
γιὰ κάτι,
        ποὺ θὰ οἰκοδομήση
        ποὺ θὰ ἐμπνεύση,
        ποὺ θὰ δώση ἐλπίδα,
        ποὺ θὰ στηρίξη,
        ποὺ θὰ παρηγορήση
        ποὺ θὰ δώση χαρά,
        ποὺ θὰ τὸν φέρη πιὸ πολὺ κοντά Σου.
Ὤ, Πατέρα μου, Πατέρα! Δός μου τὴν εὐλογημένη αὐτὴ εὐκαιρία καὶ τὴ χαρὰ νὰ βοηθήσω κάποιον νὰ Σὲ ἀγαπήση σήμερα!

Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς

Νὰ γίνη νὰ γίνεται τὸ ἅγιο θέλημά Σου τὸ εὐλογημένο καὶ ἀξιαγάπητο θέλημά Σου, Πατέρα μου!
- Τὶ θὰ μοῦ στείλης σήμερα;
        Ταπεινώσεις;
        Ἀπογοητεύσεις;    
        Ἀντιθέσεις;
        Ἀντιπαραθέσεις;
        Σωματικοὺς πόνους;
        Ὑλικὲς ζημιές;
        Δυσάρεστο(α) γεγονός(τα),
ποὺ δὲν περίμενα, ποὺ δὲν θὰ ἤθελα μὲ κανένα τρόπο ὄχι μόνο νὰ μὴ μοῦ συμβῆ, ἀλλὰ οὔτε κὰν νὰ τὸ ἀκούσω, γιατὶ θὰ μάτωνε τὴν καρδιά μου, γιατὶ θὰ μοῦ ἀφαιροῦσε  τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία μου;
Μήπως
        κάποιες ἀρνητικὲς ἢ ἄδικες κρίσεις γιὰ μένα;  
        κάποια ὑποψία ἀβάσιμη εἰς βάρος μου;
        κάποια περιφρόνηση;
        κάποια ὑποτίμησή μου;
        κάποια παραγνώρησή μου;
        κάποια πλήρη παραθεώρησή μου; ἢ καὶ ἀγνόησή μου;
Ὤ, ὅ, τι ἐπιτρέψης, Πατέρα μου, τὸ δέχομαι εὐχαρίστως ἐκ τῶν προτέρων. Καὶ ἄν κλάψω πολύ, σκούπισέ μου Ἐσὺ τὰ δάκρυά μου. Καὶ ἂν μὲ καταλάβη ἡ ἀδυναμία μου, στήριξέ με Ἐσὺ. Ὤ, μὴ μὲ παρεξηγήσης, Πατέρα μου, καὶ μὴν ἀγανακτήσεις, (καὶ δικαιολογημένα) εἰς βάρος μου. Ἂν πεισμώσω, τιμώρησέ με. Ἂν ἀποθαρρυνθῶ ἐνθάρρυνέ με. Ἂν πέσω, σήκωσέ με. Ἂν ἀπελπισθῶ, δῶσε μου κουράγιο.

Ναὶ Πατέρα, γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου τὸ ἅγιο, τὸ ἱερὸ τὸ λατρευτό.

Καὶ ἀκόμα, Πατέρα μου, ἂν γιὰ τὴ δόξα Σου, θὰ χρειασθῆ νὰ ὑποφέρω, νὰ ταπεινωθῶ, νὰ ἐγκαταλειφθῶ, ἂς γίνη καὶ αὐτό. Μοῦ ἀρκεῖ νὰ δοξάζεσαι Ἐσύ. Καὶ ἐγώ ... ὤ, γιὰ μένα, δὲν μὲ νοιάζει καθόλου, μὰ καθόλου! ...

Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον

Ὤ, τὶ εὐτυχία, Πατέρα! Τὶ εὐτυχία νὰ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ Σένα! Νὰ ἐξαρτῶμαι γιὰ ὅλα καὶ γι' αὐτὸ τὸ κομάτι ψωμιοῦ, ποὺ χρειάζεται τὸ γήινο σκῆνος μου, γιὰ νὰ ζήση. Ναί, Πατέρα. Εἶμαι παιδί Σου καὶ μὲ αὐτὴ τὴ βεβαιότητα Σοῦ ἁπλώνω τὸ χέρι μου.

Δῶσε μου τὸ ὑλικὸ ψωμί, Πατέρα, δηλαδὴ ὅ, τι μοῦ εἶναι ἀναγκαῖο, τροφή, ροῦχο, στέγη, ἀλλὰ μὴ μοῦ δίνεις Περισσότερα ἀπὸ τὰ ἀναγκαία γιὰ τὴν ὕπραξή μου. Καὶ δῶσε μου καὶ τὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία νὰ μοιράζωμαι ὅ, τι μοῦ δίνεις, μὲ ἐκείνους ποὺ εἶναι πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ μένα, φροντίζοντας ἔτσι νὰ ἔχω «ἐλεήμονα καρδίαν» καὶ διάθεση τοῦ  «διδόναι» «ἐκ ψυχῆς» καὶ ταυτόχρονα διάθεση νὰ μὴν ἐπιτρέπω στὴ βουλιμία νὰ μὲ κυριεύη, ἀλλὰ νὰ εἶμαι πάντοτε λιτός, ὀλιγαρκὴς καὶ πάντα φτωχότερος, ἂν μπορῶ, καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ πλουσιώτερος σὲ ἀγάπη καὶ εὐπραξία.

Δῶσε μου τὸν πνευματικὸν ἄρτον, Πατέρα, καὶ κάνε νὰ ἀκούσω ἢ νὰ διαβάσω κάποιον ἢ κάποιους ἀπὸ τοὺς λόγους ἐκείνους, ποὺ δίνουν φτερά, ποὺ ἀνεβάζουν εἰς «ὕψος νοητόν», ποὺ ἐξευγενίζουν τὴ σκέψη. Ποὺ ἐξαγιάζουν τὴν καρδιά.

Δῶσε μου, τὸν ἄρτον τῆς καρδιᾶς, Πατέρα μου, γιὰ νὰ νιώθω σήμερα, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμούλα, ὅτι Σὲ ἀγαπῶ ἀπέραντα καὶ ὅτι μὲ ἀγαπᾶς. Καὶ εὐδόκησε νὰ ἀφοσιωθῶ σὲ κάποιον μὲ ἀγάπη καὶ γιὰ ἀγάπη δική Σου. Πρὸ πάντων δέ, ἂν νιώθω ἀποστροφὴ γιὰ τὸ πρόσωπο αὐτὸ ἢ μοῦ εἶναι κουραστικὸ ἢ ἐνοχλητικὸ  ἢ ἀδιάκριτο ἢ ἀπαιτητικό.

Δῶσε μου τὸν ἄρτον τῆς ψυχῆς, Πατέρα, τὸν  «Ἄρτον τῆς Ζωῆς», τὸ «Ἄρτον τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάντα, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ», τὸν Ἄρτον μὲ ἄλλα λόγια τὸν Εὐχαριστηριακό. Νὰ μπορῶ νὰ κοινωνῶ, ὅταν μπορῶ, νὰ μπορῶ νὰ θέλω, σύμφωνα μὲ ὅ, τι μοῦ ὡρίθσηκε στὴν ἐξομολόγηση μου. Καὶ αὐτὴν τὴ χάρη δώρισέ της ἐπίσης καὶ σὲ ὅσους ἀγαπῶ, σὲ ὅσους λαχταροῦν τὴν ἕνωσή τους μαζί Σου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τὸν ἀγαπημένο Σου Μονογενῆ, «τὸν θέντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ» ὑπὲρ ἐμοῦ!

Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἐφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν

Ὅταν προφέρω τὴ λέξη συγγνώμη, αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη τὴν καρδιά μου ἀπὸ ὅλα, ὅσα τὴ βαραίνουν. Ὄχι, ὄχι, Πατέρα μου, δὲν θέλω μόνο νὰ διώχνω μακριά μου ἐξορίζοντας ἀπὸ τὴν καρδιά μου τὸ μῖσος ἢ τὰ παράγωγά του εἰς ὕψος καὶ εἰς βάθος μέσα της. Θέλω νὰ ἐξαλείφω ἀκόμα καὶ τὴν ὅποια θύμηση, ποὺ μὲ κάνει νὰ πονῶ.

Ὤ, Πατέρα μου, ἂν πρέπη νὰ μὲ συγχωρῆς, ὅπως καὶ ἐγὼ συγχωρῶ, τὶ εὐτυχία, τὶ χαρά, τὶ γλυκύτητα βασιλεύει μέσα μου! Ὅμως βλέπεις πὼς δὲ θέλω τὸ κακὸ κανενός. Τὸ ξέρεις πὼς τὰ ξεχνῶ ὅλα ἢ πιὸ σωστά, ἀγωνίζομαι νὰ τὰ ξεχνῶ ὅλα, νὰ ὅλα. Ἔτσι δὲν θέλεις, Πατέρα;
Μὲ ἔχουν πληγώσει κάποιοι
    μὲ τὰ λόγια τους· τὸ ξεχνῶ·
    μὲ τὶς πράξεις τους  τὸ ξεχνῶ·
    μὲ τὶς παραλείψεις τους· τὸ ξεχνῶ·
    μὲ τὶς σκέψεις τους· τὸ ξεχνῶ·
    μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους· τὸ ξεχνῶ.

Εἶναι ὅμως ἀλήθεια, Πατέρα, πὼς καὶ ἐγὼ ἔχω πληγώσει πολλοὺς ἢ λίγους, δὲν ξέρω, μὲ τοὺς ἴδιους ἢ καὶ περισσότερους τρόπους, ποὺ ἀναφέρω πιὸ πάνω. Τὰ ξεχνᾶς ὅλα αὐτά, δὲν εἶναι ἔτσι; Τὸ ξέρεις πὼς φρόντισα νὰ ζητήσω τὴ συγνώμη ἀπὸ ὅσους ξέρω πὼς πλήγωσα καὶ στεναχώρησα. Ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους, ποὺ δὲν ξέρω ἢ δὲν θυμᾶμαι πὼς πλήγωσα, παρακαλῶ, πληροφόρησέ τους Ἐσύ, ζητώντας ἀπὸ Σένα τὴ συγνώμη γιὰ ὅ, τι ἔκανα εἰς βάρος τους ἐν γνώσει ἢ κυρίως ἐν ἀγνοίᾳ μου. Ὤ, Πατέρα μου εἶσαι τόσο ἀγαθός! Καὶ μάλιστα μὲ τέτοιο τρόπο καὶ σὲ τέτοιο βαθμὸ πολὺ ἀγαθός, ὥστε νὰ δείχνης τὴν ἀνεννόητη καλωσύνη Σου ἀκόμη καὶ στὸν ἀχρεῖο ἐμένα, τὸ πιὸ ἁμαρτωλὸ παιδί Σου, πρῶτο ἀνάμεσα καὶ στοὺς πιὸ ἁμαρτωλούς.

Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ Πονηροῦ

Πατέρα μου, ξεκινώντας τώρα γιὰ τὸ ἔργο μου, γιὰ τὸν χῶρο, ὅπου πρέπει νὰ προσφέρω ὅ, τι ὀφείλω ὡς χρέος μου ἀνεξόφλητο καὶ ἀπασχόλησή μου, θὰ συναντήσω ἀσφαλῶς τὸ πειρασμό, τὸν ὅποιον πειρασμό, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ ἐκ τῶν προτέρων. Ὤ, μεῖνε, μεῖνε μαζί μου! Ψιθύριζέ μου κάθε φορά «παιδί μου, πρέσεξε!» Τώρα ὑπάρχει πειρασμός!

Κάνε, νὰ μὴν ἐνεργήσω ποτὲ ἔτσι, ὥστε νὰ Σὲ πληγώσω, Πατέρα. Κι ἂν ἀτυχῶς τὸ κάνω, ἀπὸ ἀδυναμία ἢ ἀπροσεξία ἢ ραθυμία ἢ ἀμέλεια ἢ ὑψηλοφροσύνη ἢ λησμοσύνη ἢ ὅποιον ἄλλον λόγο, συγχώρησέ με καὶ κάνε ποτέ μου νὰ μὴν ξαναπέσω σ' αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα. Καὶ ἂν παρουσιασθοῦν οἱ ἴδιες περιστάσεις, κάνε νὰ μὴν ὑποχωρῶ ποτέ. Ἀλλὰ ἂν παρὰ ταῦτα συμβῇ νὰ ὑποχωρήσω καὶ πάλι, σήκωσέ με ἀπὸ τὴν πτώση μου, Πατέρα. Σήκωσέ με γρήγορα καὶ ἐγὼ στὰ γόνατα ζητώντας τὸ ἔλεός Σου καὶ φροντίζοντας, ὅσο πιὸ γρήγορα μπορῶ, θὰ καταφύγω στὸ ἱερὸ Ἐξομολογητήριο, ὅπου θὰ καταθέσω τὸ κρῖμα μου, ποὺ μὲ μόλυνε καὶ μὲ καταρράκωσε...

Ὤ, ἡ ἁμαρτία! Ναί, τὸ κακό, ποὺ μὲ βάζει σὲ πειρασμὸ καὶ «ὅ οὐ θέλω, τοῦτο πράσσω καὶ ὅ μισῶ, τοῦτο ποιῶ» κατ' ἀντινομίαν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ δόλιο καὶ γοητευτικὸ δόλωμα, ποὺ μεθάει, μὲ ξεγελάει καὶ μὲ τυλίγει σὰν τὴν ἀράχνη στὰ δίχτυα τοῦ κακοῦ. Καὶ ἐγὼ μὲ μόνη τὴ θέλησή μου ἀδυνατῶ νὰ ἀντισταθῶ. Ἐλευθέρωσέ με, Πατέρα μου. Ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὴν καλοστημένη παγίδα τοῦ Πονηροῦ.

Καὶ ὅσα ἀρνητικὰ κι ἂν μοῦ συμβοῦν καὶ μοῦ δημιουργήσουν ἄλλης κατηγορίας πειρασμό, δὲν εἶναι παρὰ δοκιμασίες ἢ εὐκαιρίες ἐξιλασμοῦ καὶ καθαρμοῦ. Καὶ τὶς θέλω ἢ βοήθησέ με νὰ τὶς θέλω, γιατὶ τὶς θέλεις ἢ τὶς ἐπιτρέπεις Ἐσύ, Πατέρα. Ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία, τὴ σιχαμερὴ καὶ εἰδεχθῆ ἁμαρτία, ὄχι, ὄχι, ὄχι δὲν τὴν θέλεις καθόλου Ἐσύ. Καὶ πρέπει καὶ ἐγὼ νὰ μὴν τὴ θέλω, μὲ κανένα τρόπο. Δὲν πρέπει νὰ τὴ θέλω, γιατὶ δὲν τὴν θέλεις. Δὲν πρέπει νὰ ἀλληθωρίζω πρὸς τὸ μέρος της γιατὶ σοῦ εἶναι βδελυκτή. Καὶ ἀφοῦ Ἐσὺ δὲν τὴν θέλεις, πρέπει καὶ ἐγὼ ποτὲ νὰ μὴν τὴν θέλω. Βάλε αὐτὴν τὴν ἀποστροφὴ στὸ αἶμα μου στὶς ἶνες μου, στὴν καρδιά μου, σὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη. Γιὰ νὰ εἶμαι πάντα ἑνωμένος μαζί Σου. Γιὰ νὰ μὴ μοῦ ἀποκλεισθῆ ὁ δρόμος τοῦ Οὐρανοῦ. Γιὰ νὰ μὴ φοβοῦμαι οὔτε τὴ ζωὴ οὔτε τὸ θάνατο. Γιὰ νὰ μπορέσω νὰ Σὲ ἀντικρύσω κατάμματα καὶ ἀγαπητικά, ὅταν παρουσιασθῶ στὸ οὐράνιο βῆμα Σου καὶ θὰ Σὲ βλέπω καὶ θὰ μὲ βλέπης χωρὶς τὸ παραπέτασμα τοῦ παρόντος.

Πατέρα μου, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Χωρὶς Ἐσένα δὲν μπορῶ νὰ ζήσω πιά. Ἀλλὰ κι ἂν σὲ κάποια στιγμὴ ἀδυναμίας ξεγλιστρήσω καὶ πέσω ἢ κάνω κάποια βήματα προδοτικὰ τῆς ἀγάπης μου γιὰ Σένα, ἄκουσε τὴν κραυγὴ τῆς ἱκεσίας, ποὺ Σοῦ ἀπευθύνω ἐτούτη τὴ στιγμὴ μὲ ὅλη μου τὴν εἰλικρίνεια: Δὲν τὴν θέλω τὴν ἁμαρτία, ὅποια κι ἂν εἶναι, ὅ, τι κι ἂν μοῦ ὑπόσχεται, ὅσο γοητευτικὴ κι ἂν μοῦ φαντάζει. Δὲν τὴν θέλω! Τὴν ἀποστρέφομαι μὲ ὅση δύναμη διαθέτω, τὴν ἀποδοκιμάζω «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μου, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μου, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μου», γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημά Σου καὶ ἀγωνίζομαι νὰ εἶναι καὶ τὸ δικό μου θέλημα.

***********************

Φεύγω, Πατέρα μου. Φεύγω ἀπὸ τὸ σπίτι μου γιὰ ἐκεῖ, ὅπου καλοῦμαι σήμερα, ἐκεῖ, ὅπου εἶναι τὸ χρέος μου. Ὅμως ἔχω μέσα μου, δίπλα μου, ἐπάνω μου, γύρω μου Ἐσένα, Πατέρα. «Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός Σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου ποῦ φύγω; Ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, Σὺ ὑπάρχεις ἐκεῖ. Ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην πάρει. Ἐὰν κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ Σου καθοδηγήσει με καὶ καθέξει με ἡ δεξιά Σου». Ἀλληλούϊα.

Μεῖνε λοιπὸν μαζί μου, Πατέρα, ὅπου κι' ἂν πάω καὶ ὅπου κι ἂν βρεθῶ. Ἂς δουλεύω μαζί Σου, ὅπου δουλεύω. Ἂν πονέσω, ἂς πονέσω, ἀλλὰ μαζί Σου. Ἂς δοθῶ, ἂν χρειασθῆ, στὸ ἔργο μου, στοὺς ἀνθρώπους, στοὺς πονεμένους, στὰ παιδιά Σου, ἀλλὰ μαζί Σου, ὦ Πάτερ ἡμῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, πάντα μαζί Σου!

            Ἀμήν. Ἀμήν. Ἀμήν!


Γέροντος Ευσεβίου Βίττη

Ὑπάρχει τύχη;







ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΤΥΧΟΙ ΚΑΙ ΤΥΧΕΡΟΙ;

- Πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη; Υπάρχουν άτυχοι και τυχεροί;
Για τον Χριστιανισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία μας τύχη δεν υπάρχει. Πουθενά στην Άγ. Γραφή και ολόκληρη την Αγιοπατερική Γραμματεία δεν διδάσκεται η πίστη στην τύχη. Η λέξις τύχη δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την άγνοιά μας ως προς τις αιτίες των φαινομένων ή των γεγονότων της ζωής. Δεν υπάρχει καμιά θεά ή καμιά τυφλή δύναμη που να λέγεται τύχη. Ό,τι φαίνεται σε μας τυχαίο και συμπτωματικό πηγάζει πάντοτε από μια βαθύτερη αιτία.

Όταν δε λέμε ότι ένα γεγονός οφείλεται στην τύχη, είναι ένας τρόπος του λέγειν και δεν εννοούμε τίποτε περισσότερο παρά ότι η αιτία μας ήταν άγνωστη και όχι ότι η τύχη είναι η αίτια των πραγμάτων. Γι’ αυτό και κάποιος είπε: «Τύχη είναι ίσως το ψευδώνυμο του Θεού, όταν δεν θέλει να υπογράψει …;».
Αλλά τότε τί υπάρχει; Η πρόνοια του Παντοδύναμου, του Πάνσοφου και Πανάγαθου Θεού μας, που εκφράζεται ως άκτιστη ενέργεια δημιουργίας, συντηρήσεως και διακυβερνήσεως του ορατού και του αοράτου κόσμου. Με την Πρόνοια του Θεού κάθε κτίσμα βοηθείται να πραγματοποιήσει τον σκοπό, για τον όποιον δημιουργήθηκε. Στην Παλ. Διαθήκη διαβάζουμε: «Η ση Πάτερ διακυβερνά πρόνοια, ότι έδωκας και εν θαλάσση οδόν και εν κύμασι τρίβον ασφαλή, δεικνύς ότι δύνασαι εκ παντός σώζει ν» (Σοφία Σολομ. 14,3).

Πράγματι, ο Θεός προνοεί για όλα. Από τα αναρίθμητα δισεκατομμύρια των αστρικών νεφελωμάτων και των ηλίων, μέχρι το πιό αφανές μόριο της ύλης. Από τα μεγάλα κήτη που διασχίζουν τους ωκεανούς μέχρι το αδιόρατο σκουληκάκι του βυθού. Τόσο για την αιωνόβια και αγέρωχη βελανιδιά, όσο και για το ταπεινό λουλουδάκι της χαράδρας του βουνού. Τόσο για τον υπερήφανο αετό, όσο και για το μικροσκοπικό έντομο. Μα πιό πολύ απ’ όλα προνοεί και φροντίζει ο Θεός για τον βασιλέα της γης, τον άνθρωπο.
Θέλοντας να τονίσει αυτή την μεγάλη πραγματικότητα και ο Κύριος μας, μας παραπέμπει στη φύση και λέγει ωραιότατα: «Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν, ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά. Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει, ου κοπιά, ουδέ νήφει, λέγω δε υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων. Ούχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών;» (Ματθ. Στ’. 26-29).
Και πάλιν: «Υμών δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί». (Ματθ. 10,30). Και τούτο το καταπληκτικό: «Ουχί δύο στρουθία ασσαρίου πωλείται; και εν εξ αυτών ου πεσείται επί την γην άνευ του Πατρός υμών» (ένθ. άνωτ.)
Τίποτε λοιπόν στον κόσμο και στη ζωή μας δεν είναι τυχαίο. Όλα έχουν τον βαθύτερο λόγο και τον απώτερο σκοπό τους. Υπάρχει ένα θείο σχέδιο για τον κόσμο γενικά και για κάθε επί μέρους πλάσμα ειδικά. Στην περίπτωση του άνθρωπου βέβαια το σχέδιο Του ο Θεός το συνδυάζει κατά τρόπο πάνσοφο και μυστηριώδη με την ελευθερία της βουλήσεως, που ο ίδιος του έχει χαρίσει. Δεν υπάρχει ειμαρμένη, πεπρωμένο ή απόλυτος προορισμός. Ο άνθρωπος κάνοντας πολλές φορές κακή χρήση αυτής της ελευθερίας του, φαίνεται πως ματαιώνει τα σχέδια του Θεού, χωρίς τελικά να το κατορθώνει, αλλά όμως καταστρέφεται ο ίδιος.
Αφού λοιπόν δεν υπάρχει τύχη, φανερό είναι ότι δεν πρέπει να υπάρχουν τυχεροί ή άτυχοι άνθρωποι, ευνοούμενοι ή μη κάποιας τυφλής μοίρας. Αυτές είναι δοξασίες και αντιλήψεις του σκοτεινού ειδωλολατρικού παρελθόντος και δεισιδαίμονες προλήψεις, που τις καλλιεργούν σκόπιμα διάφοροι «γόητες», μάντεις, μάγοι, αστρολόγοι, χαρτορίχτρες κ.λπ. προς ίδιον όφελος.
Από αυτά όλα ήλθε να μας ελευθερώσει ο Χριστός, χαρίζοντας το άπλετο φως της Αλήθειας Του.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει ημάς» (Ιωάν. Η’. 32).
Άλλωστε -αν θέλουμε να προχωρήσουμε σε περιπτωσιολογία- με ποιά κριτήρια συνήθως χαρακτηρίζουμε ένα άνθρωπο τυχερό ή άτυχο; Από τον πλούτο, την εργασία, την σταδιοδρομία, το γάμο και την οικογένεια, την υγεία, τα λαχεία κ.λπ. Αλλά αυτά απλώς αποτελούν την βιολογική του πλευρά και όχι την όλη ζωή του. Ωστόσο, βαθύτερη εξέταση και αυτών των περιπτώσεων μας βοηθά να δούμε ότι: α) αυτός που σε ένα μπορεί να θεωρηθεί τυχερός, σε άλλα μπορεί να θεωρηθεί άτυχος. Π.χ. έχει πλούτη, αλλά δεν έχει υγεία, έχει καλή δουλειά, αλλά όχι καλή οικογένεια κ.ο.κ. β) αυτό που θεωρούμε καλή τύχη, μπορεί στην ουσία να είναι η πιό μεγάλη ατυχία και αντιθέτως. Π.χ. παντρεύεται μια κοπέλα και λέμε «τυχερή!». Αργότερα όμως αποδεικνύεται ότι αυτός ο γάμος ήταν άτυχης …; Αποτυγχάνει ένας νέος στις εισαγωγικές και λέμε «άτυχος». Αυτό όμως μπορεί να γίνει αφορμή να στραφεί άλλου και να διαπρέψει. Μεγάλοι δημιουργοί όχι σπάνια υπήρξαν τα «θύματα» παρομοίων ατυχιών. Γι’ αυτό κάποιος είπε: «Ατυχής είναι εκείνος που δεν μπορεί να υποφέρει την ατυχία», γ) Πολλές φορές τυχερό λέμε ένα, που με την «καπατσοσύνη» του, την πονηριά, την ψευτιά και κλεψιά του, ή με τον αριβισμό του, κατορθώνει να προοδεύει και να επιπλέει πατώντας επί πτωμάτων. Ενώ λέμε άτυχο τον τίμιο και ακέραιο χαρακτήρα, που για να μη πουλήσει τη συνείδησή του, χάνει ορισμένες τέτοιες «ευκαιρίες».
Είναι όμως σωστοί αυτοί οι χαρακτηρισμοί; δ) Η πείρα μαρτυρεί ότι η τύχη του καθενός βρίσκεται στα χέρια του. Κανείς δεν γεννήθηκε με ένα ασημένιο κουτάλι στο στόμα. Η εργατικότητα και ο τίμιος κόπος κάνουν την καλή τύχη. Αντίθετα η οκνηρία και η αργία είναι μήτηρ …; πάσης ατυχίας …; ε) Η ζωή μας -όπως προελέχθη- κυλά μέσα στο μυστήριο της αγαθής Προνοίας του Θεού, ο οποίος με ασύλληπτη ποικιλία τρόπων εργάζεται, είτε «κατ’ ευδοκίαν» είτε «κατά παραχώρησιν» όπως διδάσκει η θρησκεία μας, μέσα από ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα, παιδαγωγικώς και προοδευτικώς να μας οδηγήσει στην αγκαλιά Του.
Τελικά ο ουσιαστικά τυχερός, είναι αυτός που κέρδισε την ψυχή του και άτυχος αυτός που την έχασε. «Τί ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; (Μάρκ. Η’ 36).

The icon of the "disbeliever", as described by St. Nektarios of Pentapolis



Jesus Christ the Good Shepherd, Who lays down His life for the sheep 
  
The icon of the "disbeliever", as described by St. Nektarios of Pentapolis
The unbeliever is the most unfortunate person among men because he is denied the single most precious thing in this world, faith, which is the only true guide toward truth and good fortune. The unbeliever is so unfortunate because he has been denied hope, the only constant support on the long road of life. The unbeliever is very unfortunate because he is missing the true love of people which surround his troubled heart. The unbeliever is most unfortunate since he is being denied divine beauty and the divine likeness of the Creator. This is the beauty that the Divine Artist has engraved in our hearts and which our faith has revealed to us.


The eye of an unbeliever does not see anything else in creation but the forces of nature. The brilliant icon of the Holy Creator and its marvelous beauty for him remain hidden and unknown to him. His vision is out of focus in the immensity of creation. He does not see the beauty of creation anywhere. He does not find the beauty of God’s wisdom. He does not marvel at the great power of God. He does not discover the goodness of God; divine providence, justice and the love of the Creator toward creation. His mind cannot go beyond the physical world. Neither can he go beyond the realm of his senses. His heart remains insensitive before the image of divine wisdom and power. Being like this does not give birth to any feelings of worship. His lips remain sealed. His mouth is motionless. His tongue is wearisome. Wearisome is his turmoil. His turmoil is pain and his pain is despair. All things until now that attracted his attention have lost their grace. This is so because all the joys of life that he experienced are unable to make him happy.

As long as the heart of man has been created so that God can dwell in it, the ultimate joy of man revels and rejoices in this goodness because this is found only in God. But from the heart of an unbeliever, God has departed. The human heart has limitless yearnings since it was created to contain and seek out the unlimited. As long as the heart of the unbeliever is no longer filled with the infinite God, everything around him groans with despair. He seeks and desires after things but nothing satisfies him. And this is so because all the pleasures of life are powerless to fulfill the emptiness of the human heart.

When the true pleasures and activities of the world are turned off, the heart is left with a feeling of bitterness. The vain glories of the world are turned into grief. The unbeliever ignores that the happiness of man is not found by indulging in worldly pleasures but are found in the love of God, which is infinite and eternal good. It is here where we find the misfortune of those who ignore God. He who denies God is like that person who denies his happiness and its unending blessedness. The unfortunate one struggles with the toilsome battles of life without the presence of God.


And so, in despair and fear nestled in his heart, the unbeliever walks to his already opened grave. The miraculous work that unfolds before his eyes is played out on the world stage and is directed by divine wisdom, grace and power. All these things pass by him completely unnoticed. These things play a principal role in ones’ life with the assistance of harmony and divine goodness. Although the sweet water of the river of joy and happiness flows by his feet, he is unable in his disbelief to quench the dryness of his tongue. It is a thirst that burns him because the running water from the gurgling well is unshaken because his voice cannot be heard coming out of his chest, singing praises; glorifying and thanking God.

The joy that is unfurled in the universe has forsaken the heart of the unbeliever because God has distanced Himself from it. The emptiness has been filled with sorrow. It remains obstinate because of the absence of a desire to seek the spiritual has overwhelmed his soul. He is misled in this dark night without any light, a night where no beam of light enlightens his darkened avenues. There is no one to direct and guide his steps. In the race of life he is alone. He navigates life without the hope of a better life. He walks among many traps and there is no one to free him from them. He falls into these traps and is burdened by the weight of them. There is no one to relieve him of his sorrow.

The peace of the soul and the quietness of the heart have been banished by disbelief. Grief has bound up the depths of his heart. The joy which a believer finds in fulfilling the holy commandments and the joy that comes from a moral life is for the unbeliever unknown. Joy that comes from faith has never visited the heart of the unbeliever. The conviction which flows from faith in divine providence and which lighten the struggles of life is an unknown power to the unbeliever.

The feeling of thanksgiving and favor that comes from love is a great mystery to the unbeliever. The disbeliever who places material things first has limited true happiness for himself in a very limited circle of fleeting enjoyment. This is so because he is always attempting to satisfy himself with material things. The desire for virtue is for him completely foreign. He has not tasted the sweetness of this grace. The disbeliever has overlooked that which is the source of true joy and he is rushing without realizing it, toward the source of bitterness. Indulgence filled his worldly desires and in fulfilling them has only brought him nothing but emptiness. This emptiness brought faith but then slipped away and fell from his lips.

Oh, unfortunate slave of a difficult tyrant! How did they steal the joy of life from you? How did they rip away from you this profound treasure? You lost your faith. You denied your God. You denied His revelation to you and then you threw away the bountiful gift of divine grace. How unfortunate is the life of such a person! This life is filled with a whole host of troubles for the unbeliever because the delight of life has lost its flavor before his very eyes. Nature around him appears sterile and infertile because it does not fill him with any sense of joy and delight. He does not rejoice in any of the creations of God. A veil of grief envelopes all of nature and it no longer attracts a sense of fascination for him. His life has become an impossible burden and with the passing of time appears to him to be an unbearable hardship.

This is why despair appears before him like an executioner and terrible torturer. It terrorizes the unfortunate man. His courage has already abandoned him. His resistance is weakened and his moral moorings have since been corrupted by lack of faith. He appears like a man who is motivated completely by something else, that is disbelief. He has surrendered his life to the fearful shackles of despair which are devoid of mercy and sympathy. The thread of his life is forcefully and cruelly cut off from the gifts of God and is hurled to the depths of perdition, to the darkness of hell from where he can only be saved when he is called by the voice of his Divine Creator. This is the Creator that he has denied all his life and now he must give account for his disbelief. Then he will be judged and will be sent to the eternal fire.
http://full-of-grace-and-truth.blogspot.ca/2012/06/icon-of-disbeliever-as-described-by-st.html
  

Every Divine Liturgy is Theophany ( Elder Sophrony of Essex )




  
Every Divine Liturgy is Theophany by Elder Sophrony of Essex 
We Orthodox live Christ in the Divine Liturgy, or better yet, Christ lives within us in through the duration of the Divine Liturgy. The Divine Liturgy is a work of God. We say: “It is the time for the Lord to act” (Psalm 119:126). Among other things, this means that now is the time for God to work. Christ liturgizes, we live together with Christ.


The Divine Liturgy is the way that we come to know God, and the way that God comes to know us.


Christ accomplished the Divine Liturgy once, and this has passed unto eternity. He overcame corrupted human nature in the Divine Liturgy. We come to know Christ specifically in the Divine Liturgy. The Divine Liturgy that we celebrate is the same Divine Liturgy which Christ worked on Holy Thursday at the Mystical Supper.


Chapters 14-17 of the Gospel of St. John are a Divine Liturgy. Thus we understand the Holy Scriptures in the Divine Liturgy.


The first Church lived without the New Testament, however, not without the Divine Liturgy. The first forms, hymns, scriptures exist within the Divine Liturgy.


In the Divine Liturgy we live Christ, and we understand His word.


As Christ cleansed His Disciples with His work and told them: “Now you are clean by the word that I have spoken to you” (John 15:3), and He cleansed the feet of the Disciples with water during the Holy Niptir, thus the first part of the Divine Liturgy cleanses us that we might later sit at the Table of love. The purpose of the Divine Liturgy is for us to partake of Christ.


The Divine Liturgy teaches us an ethos, the ethos of humility. As Christ was sacrificed, thus we must sacrifice. The form of the Divine Liturgy is the form of He Who became poor for us. In the Divine Liturgy we try to humble ourselves, because we have the sense that there exists a humble God.


Every Divine Liturgy is Theophany [The Revealing of God]. The Body of Christ is revealed. Every member of the Church is an icon of the Kingdom of God.


After the Divine Liturgy we must try to continue to depict the Kingdom of God, keeping His commandments. The glory of Christ is that every one of His members might bear fruit. Thus His word explains: “This is to my Father’s glory, that you bear much fruit, showing yourselves to be my disciples.” (John 15:8)
 http://full-of-grace-and-truth.blogspot.ca/2012/08/every-divine-liturgy-is-theophany.html